Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2021

139. HIS MASTER'S VOICE 7PG 3434 ΚΑΡΝΑΒΑΣ ΤΑΚΗΣ- ΣΟΥΚΑΣ ΒΑΣΙΛΗΣ- ΚΟΡΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ 1964

Καρναβάς Τάκης- Σούκας Βασίλης- Κόρος Γιώργος HIS MASTER'S VOICE 7PG 3434     Τι έχουν της Μάνης τα βουνά (Τσάμικο) - Βασίλω Καλαματιανή (Καλαματιανό) 1964- 45rpm- 7''
 
Ο Τάκης Καρναβάς είναι κύριος εκπρόσωπος του δημοτικού και νεοδημοτικού τραγουδιού. Το νεοδημοτικό ανατροφοδοτείται από το δημοτικό και την παράδοση, ενσωματώνει στοιχεία και από το λαϊκό και έτσι προκύπτει ένα νέο είδος μουσικής. Η φωνή του Καρναβά είναι χαραγμένη στην ατομική και συλλογική  μνήμη των Ξηρομεριτών και γενικά των Αιτωλοακαρνάνων. Με τα τραγούδια του έχουν γαλουχηθεί γενιές και γενιές.
Ο Τάκης Καρναβάς γεννήθηκε στις 3 Απριλίου του 1936 στο χωριό Κανδήλα Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας. Γονείς του ήταν ο Γιώργος και η Βασιλική Καρναβά, τo γένος Καπότη από την Κομπωτή (Πέρσεβο). Ήταν το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας μιας πολύτεκνης οικογένειας. Ακολουθούσαν τρία κορίτσια, Σταυρούλα, Ιουλία και Ειρήνη. Έζησε φτωχικά χρόνια όπως τα περισσότερα παιδιά της εποχής εκείνης. Ήταν ο πόλεμος  του 40, η κατοχή, ο  εμφύλιος, τα μεταπολεμικά φτωχικά χρόνια. Προκειμένου να στηρίξει την οικογένειά του βοηθούσε στις αγροτικές δουλειές, κυρίως στη συγκομιδή της ελιάς που ευδοκιμεί στην περιοχή. Πήγαιναν ακόμα και στη γειτονική Ιθάκη (το Θιάκι) για τη συγκομιδή ελιάς. Επίσης ακολουθούσε την οικογένειά του για μάζεμα βελανιδιού στο βελανιδοδάσος του Ξηρομέρου.
 Ο Καρναβάς προέρχεται  από μια οικογένεια με μουσική παράδοση. Ο πατέρας του, Γιώργος Καρναβάς, ήταν λαουτιέρης σε κομπανία μαζί με τον συγχωριανό του Κώστα Ζώτο, πατέρα του μεγάλου δασκάλου και λαουτιέρη Χρήστου Ζώτου. Από την ηλικία των 16 ετών ο Τάκης Καρναβάς ακολουθεί τον πατέρα του και κάνει τα πρώτα βήματα. Το 1954 αποκτά το πρώτο του μουσικό όργανο, μια κιθάρα. Με αυτήν παίζει στους γάμους και στα πανηγύρια ενώ παράλληλα τραγουδά. Ο Τάκης Καρναβάς ερωτεύτηκε την Αγγέλω Κοντογιώργη, η οποία καταγόταν από το Νυδρί της Λευκάδας. Απέκτησαν μαζί τρία παιδιά, τον Παρασκευά, την Πολυξένη και το Γιάννη.
Ο Καρναβάς ξεκίνησε στα 1952 έχοντας ως κέντρο την Κανδήλα και ακτίνα δράσης  κυρίως τα χωριά του Ξηρομέρου  και της Βόνιτσας. Σύντομα όμως επεκτάθηκε και σε άλλες περιοχές όπως: Λευκάδα, Πρέβεζα, Άρτα, Γιάννενα. Έτσι γίνεται γνωστός και στην Ήπειρο. Οι άνθρωποι εκεί μαθαίνουν και τη μουσική μιας κοντινής τους περιοχής που παρουσιάζει ομοιότητες με τη δική τους παραδοσιακή μουσική, αλλά διακατέχεται από το τραχύ ξηρομερίτικο ύφος. Ο Τάκης Καρναβάς συνδέεται επαγγελματικά και φιλικά με τον μεγάλο κλαρινίστα Βασίλη Σούκα. Η οικογένεια των Σουκαίων και  αυτή των Χαλκιάδων, με τις οποίες συνεργάστηκε, ανήκουν στις μεγαλύτερες μουσικές οικογένειες της χώρας μας.
Το Μοναστηράκι Βόνιτσας έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του Καρναβά. Εκεί γινόταν το μεγαλύτερο πανηγύρι της περιοχής. Υπήρχε ανταγωνισμός ποιος από τους διοργανωτές θα κλείσει τον Καρναβά. Με τον Καρναβά είχε εξασφαλισμένη την επιτυχία του πανηγυριού, πλήθος κόσμου  και μεγάλο κέρδος. Αυτό το πανηγύρι έδωσε στον τραγουδιστή μεγάλη ώθηση. Είχε θαυμαστές που τον ακολουθούσαν και τον αποθέωναν και αυτός ικανοποιούσε το μεράκι τους για ποιοτικό τραγούδι και χορό!
Μέσα σε μια δεκαετία περίπου (1952 – 1960 )  ο Καρναβάς καθιερώνεται, καταξιώνεται στη Δυτική Ελλάδα: Ξηρόμερο – Λευκάδα – Πρέβεζα – Γιάννενα – Αγρίνιο – Μεσολόγγι – Ναύπακτο – Άμφισσα. Αυτή η καταξίωση έρχεται χωρίς διαφημιστικές καμπάνιες, χωρίς χορηγούς, χωρίς τηλεόραση και διαδίκτυο. Μόνο με το ταλέντο του, τη χαρισματική φωνή, τη μεγάλη εκφραστικότητα και την άριστη επικοινωνία με τον κόσμο. Οι ακροατές του Καρναβά  παθιάζονταν, εκστασιάζονταν με την ερμηνεία του!
Κάποιοι θυμούνται ακόμη και ακρότητες από θαμώνες που άκουγαν τον Καρναβά. Για παράδειγμα, αναφέρεται: ενώ ο τραγουδιστής ερμήνευε κάποιο κομμάτι, ένας θαμώνας έσπασε αρκετά κιβώτια ουίσκι για χάρη του. Υπάρχει και μια παράδοση για τους Ξηρομερίτες: οι περισσότεροι, όπως γνωρίζετε, είχαν ως κύρια ασχολία την κτηνοτροφία και τη γεωργία. Μετά από  κάθε  είσπραξη, πληρωμή, μοίραζαν τα χρήματά τους, λέγοντας: «Τόσα για το φαγητό, τόσα για τα παιδιά και τα υπόλοιπα για τον Καρναβά!». Δηλαδή στον ετήσιο προϋπολογισμό της κάθε αγροτικής οικογένειας υπήρχε και η ψυχαγωγία στον Καρναβά.
 Ο Καρναβάς στις εμφανίσεις του ήταν πάντα κομψός, με προσεγμένο  στυλ για την εποχή. Του άρεσε η καλή ζωή, το ακριβό ντύσιμο, τα καλοραμμένα κοστούμια, οι γραβάτες, τα δακτυλίδια και οι χρυσές καδένες, τα ακριβά «σκαρπίνια».
«Έραβε κοστούμια και πολλά παντελόνια εδώ στο ραφείο μου. Είχε και πολλές γραβάτες. Φορούσε καθημερινώς. Ειδικά του άρεσαν οι κόκκινες, λόγω που ήταν και κουκουές… Στις πληρωμές του ήταν κουβαρντάς! Πλήρωνε με το παραπάνω. Δεν έκανε ποτέ παζάρια… Έχω ακόμα κρεμασμένο ένα κοστούμι που μου έφερε για μεταποίηση… Και μερικές γραβάτες για να τις δώσω στο καθαριστήριο… Ύστερα αρρώστησε και δεν τα πήρε… Τα έχω εδώ στην κρεμάστρα…». Αυτά αφηγείται σήμερα ο ράφτης του στη Βόνιτσα, Ευάγγελος Ζανδραβέλης.
Ο Τ. Καρναβάς πρόσεχε την εικόνα του ως αληθινός σταρ του καιρού του. Σε κάθε πανηγύρι ανάμεσα στα τραγούδια του βροντοφώναζε περήφανα: «Να ζήσει το Ξηρόμερο»!
Η φράση αυτή αποδίδει την αγάπη του τραγουδιστή για τον τόπο καταγωγής. Τον τόπο και τον κόσμο που τον αποθέωσε στα παραδοσιακά πανηγύρια και γλέντια. Αυτός ο ευλογημένος τόπος μέσα από τη μοναδική φωνή του Καρναβά γίνεται γνωστός σχεδόν σε όλη την Ελλάδα. Μπορεί κάποιος να μη γνωρίζει γεωγραφικά την περιοχή, τη γνωρίζει όμως ως πατρίδα του μεγάλου τραγουδιστή.
Ο Βασίλης Σούκας το 1961 περίπου πείθει τον καλό φίλο και συνεργάτη του Τάκη Καρναβά να πάει στην Αθήνα, προκειμένου να δουλέψει σε νυχτερινά μαγαζιά και να ηχογραφήσει δίσκους.
Ο Τάκης Καρναβάς κυριάρχησε στη νυχτερινή ζωή της Αθήνας. Τραγούδησε σε πολλά κέντρα, όπως: η Σπηλιά, ο Έλατος, η Βοσκοπούλα, το Ελληνικό Γλέντι, Γλυκοχαράματα και άλλα μαγαζιά της εποχής. Τραγούδησε, έχοντας στο πλάι του το μεγάλο κλαρινίστα Βασίλη Σαλέα, από τον οποίο έμαθε πολλά και συνδέθηκαν με αδελφική φιλία. Επίσης τον σπουδαίο Βασίλη Σούκα και τον αδερφό του Βαγγέλη. Ακόμα το Βαγγέλη Κοκκώνη, το Μάκη Βασιλειάδη και το μεγάλο Αιτωλοακαρνάνα κλαρινίστα Γιάννη Βασιλόπουλο, με τον οποίο συνεργάστηκε επί σειρά ετών.
Από το 1962 έως το 1972, είναι η  δεκαετία που δημιουργείται ο Μύθος του Καρναβά. Κυκλοφόρησε πάνω από 250 μικρά δισκάκια των 45 στροφών…
Τα πρώτα τραγούδια που γραμμοφώνησε το 1964 ήταν: «Αδέλφια μη μαλώνετε» και «Ξελογιάστρα» με την εταιρεία Κολούμπια. Στις επόμενες δεκαετίες από το ’70 μέχρι το ’93 ηχογράφησε  μεγάλους δίσκους των 12 τραγουδιών, τους περισσότερους με το Βασίλη Σούκα.
Η φήμη του Καρναβά γιγαντώνεται. Το όνομά του αποκτά μυθικές διαστάσεις. Όπου εμφανίζεται ο κόσμος συρρέει για να τον ακούσει και να χορέψει όπως αυτός τους καθοδηγούσε με την μελωδική φωνή του. Οι φορτισμένες έως σπαρακτικές ερμηνείες του άγγιζαν απευθείας τις ψυχές των ανθρώπων. Ο  Καρναβάς ζούσε για το τραγούδι!
«Ξέρω τραγούδια, θάλασσα, μα τον αχό διαλέγω», είναι στίχος ενός δημοτικού τραγουδιού. Αυτός ο στίχος νομίζω, ταιριάζει στην περίπτωση του Καρναβά. Επέλεγε με το δικό του μοναδικό τρόπο να πει, να ερμηνεύσει τα τραγούδια και να μεταδώσει συγκίνηση στην ψυχή του ακροατή και του χορευτή. Να τον ανεβάσει από τη γη στον ουρανό! Εδώ βρίσκεται η μοναδικότητα του Καρναβά!
Τραγούδησε τραγούδια της αγάπης, της αγροτικής και ποιμενικής ζωής, της ξενιτιάς, μοιρολόγια, αλλά και πολλά κλέφτικα.
Πολλά δημοτικά τραγούδια αναφέρονται στην ξενιτειά και τον καημό της. Ο καημός της ξενιτιάς είναι διπλός. Πονούν αυτοί που φεύγουν και αυτοί που μένουν πίσω. Το δημοτικό τραγούδι «Ξενιτεμένο μου πουλί» αναφέρεται στον πόνο  της γυναίκας του ξενιτεμένου. Στο τραγούδι φαίνεται ο καημός της γυναίκας και η δυσκολία της επικοινωνίας. Οι συνθήκες της εποχής  δεν διευκόλυναν την επικοινωνία. Σήμερα η τεχνολογική πρόοδος εκμηδενίζει τις αποστάσεις.
Στα μεταπολεμικά χρόνια πολλοί Ξηρομερίτες, όπως και κάτοικοι από άλλες φτωχές περιοχές της Ελλάδας, αναζητούν μια καλύτερη οικονομική τύχη μακριά από την πατρίδα τους. Οι στίχοι του τραγουδιού, όταν ακουγόταν από τη μοναδική φωνή του Καρναβά, συγκινούσαν πολύ, κυρίως αυτούς που βίωσαν τον πόνο της ξενιτειάς και τη νοσταλγία για την πατρίδα.
Οι ξενιτεμένοι Ξηρομερίτες και  Αιτωλοακαρνάνες ήθελαν να ακούσουν τον Καρναβά. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 οργάνωσε την πρώτη του περιοδεία στο εξωτερικό, στη Γερμανία και το Βέλγιο. Η περιοδεία στέφθηκε με επιτυχία και ο κόσμος τον αγκάλιασε με πολλή αγάπη. Από τότε οι Ξηρομερίτες και γενικά οι Ρουμελιώτες του εξωτερικού, κυρίως της Αυστραλίας και της Αμερικής, αποζητούσαν να ακούσουν ζωντανά τη φωνή του μεγάλου Τάκη Καρναβά. Οι άνθρωποι της ξενιτιάς στα τραγούδια του έβρισκαν την πατρίδα, τη μάνα, τον πατέρα, τους συγγενείς, τον τόπο που γεννήθηκαν…
O γνωστός κλαρινίστας Κώστας Αριστόπουλος θυμάται με συγκίνηση την εμπειρία του πρώτου ταξιδιού στην Αμερική με τον Καρναβά το 1985.
«Το 1985 πήγα με τον Καρναβά στην Αμερική. Σάμπως να πήγα με τον Θεό, με το Χριστό, την Παναγία, τι να πω! Τότε κατάλαβα ποιος είναι ο Καρναβάς… Μας περίμενανε στο αεροδρόμιο ο κόσμος και κλαίγανε! Τον αγκάλιαζαν και κλαίγανε… Τραγούδησε στο καλύτερο κέντρο στην Αστόρια. Για μένα είπε: «Σας φέρνω το καλύτερο κλαρίνο της Ελλάδας!».Μεγάλη τιμή για μένα. Ήμουνα νέος τότε. Είμαι γεννημένος το 1964…».
Η τελευταία εμφάνιση  στο Αίγιο το 1994. Ο Καρναβάς ενώ ξεκουραζόταν στο ξενοδοχείο, μετά από μια πολύ κουραστική βραδιά, παθαίνει εγκεφαλικό επεισόδιο. Το γεγονός αυτό τον ανάγκασε να αφήσει την ενεργό δράση. Επιστρέφει στη γενέτειρά του, στο πατρικό σπίτι, για ξεκούραση και αποκατάσταση της υγείας του. Από τότε σίγησε τ’  αηδόνι του Ξηρομέρου. Δύσκολα χρόνια για τον μεγάλο τραγουδιστή, αφού απέχει από το τραγούδι που ήταν συνυφασμένο με τη ζωή του. Το Μάιο του 1999 η υγεία του επιδεινώνεται. Οι γιατροί διέγνωσαν πως πάσχει από την ανίατη νόσο του καρκίνου.
Ο Τάκης Καρναβάς έφυγε στις 20 Ιουλίου του 1999 στα 63 του χρόνια.
Ο  Δήμος τίμησε τον τραγουδιστή δίνοντας το όνομά του σε κεντρική οδό της Κανδήλας.
Προς τιμήν του η Βαγγελιώ Χρηστιά τραγούδησε το τραγούδι «Πού είσαι Τάκη Καρναβά» σε στίχους Κώστα Σούκα.
Πού είσαι Τάκη Καρναβά για να μας τραγουδήσεις
Με τη γλυκειά σου τη φωνή να μας παρηγορήσεις
Είχες παρέα διαλεχτή το Σούκα το Βασίλη
Κλαρίνο αυτός φωνή εσύ μαγεύονταν οι φίλοι
Σας κλαίει το Ξηρόμερο και όλη η Ελλάδα
Κι ο κόσμος ο δημοτικός ανάβει μια λαμπάδα!
 

Στη δημώδη ορχήστρα, που αναφέρουν οι ετικέτες παρακάτω, μετέχουν ο Βασίλης Σούκας (βιογραφικό και πληροφορίες σε επόμενη ανάρτηση) και ο Γιώργος Κόρος (βλέπε ανάρτηση 45).
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).