Τετάρτη 31 Μαρτίου 2021

49. HIS MASTER'S VOICE EP 7EG 8912 ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ ΜΙΚΗΣ- ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ ΓΡΗΓΟΡΗΣ- ΛΙΝΤΑ ΜΑΙΡΗ 1964

 Θεοδωράκης Μίκης- Μπιθικώτσης Γρηγόρης (Σερ)- Λίντα Μαίρη HIS MASTER'S VOICE 7EG 8912 Καημός - Κρητικός χορός - Απρίλης - Ήσουν καλός, ήσουν γλυκός 1964- 45rpm- 7''

Σπουδαίος συνθέτης, πολιτικός και συγγραφέας· από τις σημαντικότερες και πιο πολυσυζητημένες προσωπικότητες της νεώτερης Ελλάδας.
Ο Μιχαήλ (Μίκης) Θεοδωράκης γεννήθηκε στη Χίο στις 29 Ιουλίου 1925, από πατέρα Κρητικό και μητέρα Μικρασιάτισσα. Λόγω της επαγγελματικής ιδιότητας του πατέρα του (ανώτερος δημόσιος υπάλληλος) πέρασε τα παιδικά του χρόνια μετακινούμενος σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας: Μυτιλήνη (1925-1928), Σύρο και Αθήνα (1929), Ιωάννινα (1930-1932) Αργοστόλι (1933-1936), Πάτρα (1937-1938), Πύργο (1938-1939) και Τρίπολη (1939-1943).
Πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ανακαλύψει την αγάπη του για τη μουσική κι έγραψε τις πρώτες του συνθέσεις, ενώ το 1942 εξέδωσε τα πρώτα του ποιήματα, με το ψευδώνυμο Ντίνος Μάης. Το 1943 εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα και συνεχίζει τις μουσικές του σπουδές, με δάσκαλο τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη. Παράλληλα, αναπτύσσει αντιστασιακή δράση, μέσα από τις τάξεις της ΕΠΟΝ και του ΚΚΕ. Θα συλληφθεί από τους Ιταλούς και στη φυλακή θα γνωρίσει το έργο του Μαρξ.
Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου (1946-1949) θα εξοριστεί πρώτα στην Ικαρία και στη συνέχεια στη Μακρόνησο. Οι πολιτικές του διώξεις δεν ανακόπτουν το δημιουργικό του έργο. Συνθέτει έργα «κλασσικής» μουσικής και στις 5 Μαρτίου 1950 παρουσιάζεται στο θέατρο «Ορφέας» της Αθήνας το πρώτο του έργο, «Πανηγύρι της Ασή-Γωνιάς» (1946), από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, με μαέστρο τον δάσκαλό του Φιλοκτήτη Οικονομίδη.
Το 1953 θα νυμφευθεί τη γιατρό Μυρτώ Αλτίνογλου (το ζευγάρι απέκτησε δύο παιδιά, τον Γιώργο και τη Μαργαρίτα) και θα συνεχίσει τις μουσικές του σπουδές στο Παρίσι, με δασκάλους τον Ολιβιέ Μεσιάν και τον Εζέν Μπιγκό. Συνεχίζει να συνθέτει και το 1959 του απονέμεται το βραβείο «Κόπλεϋ» για τον καλύτερο Ευρωπαίο συνθέτη της χρονιάς.
Ένα βράδυ του 1958, ενώ περιμένει τη γυναίκα του στο αυτοκίνητο, διαβάζει τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου κι επί τόπου μελοποιεί τα πρώτα οκτώ ποιήματα. 
Το 1960 θα ηχογραφηθούν για πρώτη φορά με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Είναι η εποχή, που ο Θεοδωράκης περνάει στο χώρο του τραγουδιού και «παντρεύει» τους λαϊκούς ρυθμούς, τα λαϊκά όργανα, τους λαϊκούς τραγουδιστές και την ποίηση των κορυφαίων εκπροσώπων της γενιάς του '30 (ΣεφέρηςΕλύτηςΡίτσος κ.ά.). Από τα έργα του εκείνης της περιόδου ξεχωρίζουν τα: «Αρχιπέλαγος», «Πολιτεία Α’ και Β’», «Επιφάνεια», «Μαουτχάουζεν», «Άξιον Εστί». Επίσης, θα γράψει μουσική για την ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Ζορμπάς» (1964) και για δύο θεατρικές παραστάσεις που σημάδεψαν τη δεκαετία του '60, τη «Μαγική Πόλη» και τη «Η γειτονιά των Αγγέλων». Το 1963, μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, ιδρύεται η «Νεολαία Λαμπράκη», της οποίας εκλέγεται Πρόεδρος. Την ίδια εποχή εκλέγεται βουλευτής της ΕΔΑ. 
Με την επιβολή της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967 θα αρχίσει ένας νέος κύκλος διώξεων και εξοριών για τον συνθέτη, που θα τελειώσει το 1970 με την αμνηστία που θα του χορηγηθεί, ύστερα από διεθνή κατακραυγή και προσπάθειες προσωπικοτήτων, όπως ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς, ο Λέοναρντ Μπερνστάιν, ο Χάρι Μπελαφόντε, ο Άρθουρ Μίλερ και ο Χανς Άισλερ. Θα φύγει στο εξωτερικό και θα δώσει δεκάδες συναυλίες εναντίον των συνταγματαρχών, που θα τον κάνουν παντού γνωστό ως σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα. Σύμβολο για τους αγωνιστές ενάντια σε ολοκληρωτικά καθεστώτα.
Την περίοδο της Μεταπολίτευσης θα γνωρίσει ευρεία αποδοχή και η μουσική του, που θα ακουστεί πάλι ελεύθερα. Θα γίνει σημείο αναφοράς μιας νέας περιόδου για την Ελλάδα και ταυτόχρονα θα παραμείνει σύμβολο για τους αγωνιστές πολλών χωρών ενάντια σε ολοκληρωτικά καθεστώτα. Πολλά από τα έργα που έγραψε κατά τη διάρκεια της επταετίας θα εκδοθούν τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης («Ο ήλιος και ο χρόνος», «Τα Λαϊκά», «Τα τραγούδια του Ανδρέα», «Λιανοτράγουδα», «Κάντο Χενεράλ», «Επιφάνεια Αβέρωφ» και πολλά άλλα), ενώ σταδιακά θα αρχίσει η ηχογράφηση και η έκδοση των συμφωνικών του έργων.Ο Μίκης Θεοδωράκης ασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης. Έθεσε το περίφημο δίλημμα «Καραμανλής ή τανκς», εκλέχθηκε βουλευτής (2 φορές με το ΚΚΕ και δύο φορές με τη Νέα Δημοκρατία) κι έγινε υπουργός στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Παράλληλα, ξεκίνησε με τον τούρκο μουσικό Ζουλφί Λιβανελί μία προσπάθεια προσέγγισης ανάμεσα στους λαούς της Ελλάδας και της Τουρκίας. 
Στην εξηντάχρονη καριέρα του, ο Μίκης Θεοδωράκης έχει γράψει πάνω από 1.000 τραγούδια, πολλά συμφωνικά έργα, καντάτες και ορατόρια, μουσική για δεκάδες θεατρικά έργα και τραγωδίες, όπερες και μουσική για τον κινηματογράφο.
 
 
 Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης γεννήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 1922 στο Περιστέρι. Ήταν ο μικρότερος γιος μιας φτωχής πολυμελούς οικογένειας που πάλευε να τα βγάλει πέρα στα δύσκολα χρόνια του Μεσοπολέμου. Μέσα στη θύελλα του '40 τα αδέλφια του έφυγαν για το Μέτωπο, στην Αλβανία. Εκείνος έμεινε πίσω και ασκούσε το επάγγελμα του υδραυλικού. Παράλληλα μάθαινε κιθάρα και έκανε τα πρώτα του βήματα στο τραγούδι σ' ένα ταβερνάκι της γειτονιάς του. Μια κρύα νύχτα του χειμώνα του 1937 είχε ακούσει σ' ένα κουτούκι τους Μάρκο ΒαμβακάρηΜανώλη Χιώτη και Στράτο Παγιουμτζή και, όπως ο ίδιος αφηγείτο, η συνάντησή του με τον πρώτο ήταν αυτή που πάντα τον συγκινούσε, γιατί του άλλαξε τη σχέση του με τη μουσική. «Υπεράνω όλων ο Μάρκος Βαμβακάρης» έλεγε συχνά.Το 1948 γνωρίστηκε εντελώς τυχαία με τον Μίκη Θεοδωράκη στην Κερατέα. Εκεί σταμάτησε ένα καμιόνι, που μετέφερε πολιτικούς κρατουμένους στο Λαύριο για να οδηγηθούν στη Μακρόνησο. Υπήρχε μια βρύση κι ένας στρατιώτης των μεταγωγών γέμισε το παγούρι του και τους έδωσε νερό να πιουν. Ο στρατιώτης αυτός ήταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. 
Υπηρετώντας τη θητεία του στη Μακρόνησο έγραψε τα πρώτα του τραγούδια και τα βράδια διασκέδαζε τους αξιωματικούς με την ορχήστρα του στρατοπέδου. Μετά την απόλυσή του, δημιούργησε το δικό του συγκρότημα και το 1949 μπήκε στη δισκογραφία ως συνθέτης. Τίτλος του πρώτου του τραγουδιού «Το Καντήλι τρεμοσβήνει», σε στίχους Χαράλαμπου Βασιλειάδη. Στο τραγούδι, ο ίδιος ο Μπιθικώτσης, μαζί με τον Μάρκο Βαμβακάρη. 
Οι ερμηνείες του στα έργα του Μίκη Θεοδωράκη «Ο Επιτάφιος» («Πού πέταξε τ' αγόρι μου», «Μέρα Μαγιού μου Μίσεψες»), «Ρωμιοσύνη» («Θα Σημάνουν οι Καμπάνες»), σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου και «Άξιον Εστί» («Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ», «Ένα το χελιδόνι»), σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη, σφράγισαν την παρουσία του στο ελληνικό τραγούδι του και θεωρούνται αξεπέραστες.
Σημαντική στιγμή στη σπουδαία καριέρα του ήταν και η συνεργασία του με τον Μάνο Χατζιδάκι («Είμ' αϊτός χωρίς φτερά», «Πάει ο καιρός», «Στο Λαύριο γίνεται χορός», «Μίλησέ μου» κ.ά) και με συνθέτες, όπως οι Σταύρος Ξαρχάκος («Άπονη Ζωή», Άσπρη Μέρα και για μας), Απόστολο ΚαλδάραΜάρκο Βαμβακάρη, Βασίλη ΤσιτσάνηΓιώργο Μητσάκη, Δήμο Μούτση, Άκη Πάνου κ.ά.
Έγραψε και ο ίδιος τραγούδια που έγιναν επιτυχίες («Επίσημη Αγαπημένη», «Το μεσημέρι καίει το μέτωπό μου», «Μια γυναίκα φεύγει», «Αμφιβολίες», «Στου Μπελαμή το ουζερί», «Ένα αμάξι με δυο άλογα», «Του Βοτανικού ο μάγκας» κ.ά.). Για πολλά χρόνια εμφανιζόταν στα πιο γνωστά κοσμικά κέντρα της Αθήνας και ένιωσε τη χαρά της ανακάλυψης νέων, πολλά υποσχόμενων φωνών, ανάμεσά τους η Βίκυ Μοσχολιού και η Πόλυ Πάνου.
Την περίοδο της δικτατορίας οι σχέσεις του με τον Μίκη Θεοδωράκη κλονίστηκαν σοβαρά, όταν, στις 13 Ιουλίου 1967, τραγούδησε μαζί με την Βίκυ Μοσχολιού τον Ύμνο της 21ης Απριλίου στα «Δειλινά» της Γλυφάδας. Η δικαιολογία του προς τον Θεοδωράκη ήταν ότι δεν μπορούσε να αντέξει μια εξορία την στιγμή που η ζωή του είχε στρώσει. Οι δυο τους τα ξαναβρήκαν οριστικά τον Μάρτιο του 2002 στην μεγάλη συναυλία προς τιμήν του Μπιθικώτση στο ΣΕΦ.
 


Μαίρη Λίντα η «μπαλαρίνα» της φωτογραφίας γεννήθηκε το 1935 στην Ηλεία και λεγόταν Δημητρακοπούλου στο επώνυμο. Ο κόσμος σήμερα τη γνωρίζει με το καλλιτεχνικό της ονοματεπώνυμο. Σε μικρή ηλικία μετακόμισε στην Αθήνα με τους γονείς και τα 17 αδέλφια της. Από μαθήτρια ήθελε να ασχοληθεί με το τραγούδι, ενώ αγαπούσε πολύ και τον χορό. Η μητέρα της είχε αντιρρήσεις, καθώς την εποχή εκείνη το επάγγελμα της τραγουδίστριας ήταν παρεξηγημένο και φοβόταν μην την «πλανέψουν», όπως έχει πει η ίδια. Η μικρή όμως ήταν πεισματάρα. Σε ηλικία 7 ετών έπεισε τους γονείς της να διαγωνιστεί στα ταλέντα του Ορέστη Λάσκου, που γίνονταν κάθε Σάββατο στο Αλκαζάρ. Η μητέρα της την είχε ντύσει με ένα τούλινο κοστούμι μπαλαρίνας που της είχε ράψει μόνη της. 
Η νεαρή τραγουδίστρια χωρίς ίχνος άγχους, ανέβηκε στη σκηνή έτοιμη να δείξει σε όλους το ταλέντο της. Ο Ορέστης Λάσκος, βλέποντάς την τόσο μικρή, τη ρώτησε ποιο θα τραγούδι θα έλεγε και αν ήξερε να τραγουδάει. «Θα πω ένα του κύριου Μουζάκη, το «Αι, αι Μαρία», απάντησε και πήρε το μικρόφωνο στα χέρια της. «Το κρατούσα με τα δύο χέρια γιατί ήταν τεράστιο», ανέφερε σε συνέντευξή της, όταν ήταν ήδη καταξιωμένη τραγουδίστρια. Ο κόσμος την αποθέωσε και ο Λάσκος τη σήκωσε στα χέρια του και ανακοίνωσε πως από εκείνη την στιγμή είχε γεννηθεί μια μεγάλη τραγουδίστρια. Όπως και έγινε. Από την επόμενη ημέρα η Δημητρακοπούλου, βαφτισμένη πια με το επίθετο που την ξέρει όλος ο κόσμος και το οποίο της έδωσε ο ίδιος ο Λάσκος, έπιασε δουλειά σαν τραγουδίστρια σε θέατρα κερδίζοντας το πρώτο της μεροκάματο. Παράλληλα σπούδαζε χορό στη σχολή Μοριάνωφ. Το σχολείο δεν το τέλειωσε. Στην αρχή προσπάθησε να το συνδυάσει με το τραγούδι, αλλά σύντομα ανακάλυψε πως της ήταν αδύνατο και αποφάσισε να αφοσιωθεί στο τραγούδι.
Η ζωή και η καριέρα της, απέδειξαν πως η επιλογή της ήταν σωστή, αφού λίγο καιρό αργότερα, στο νυχτερινό κέντρο Pigalle όπου θα εμφανιζόταν, γνώρισε τον άντρα που άλλαξε τη ζωή της. Την προσωπική και την επαγγελματική. Τον Μανώλη Χιώτη. Οι δυο τους δημιούργησαν ένα πολύ επιτυχημένο ντουέτο που η «χάρη» του έφτασε μέχρι την Αμερική και τον Λευκό Οίκο, ενώ λίγο πριν η κοπέλα ενηλικιωθεί, παντρεύτηκαν.
Στο σημερινό δισκάκι έχουμε τον περίφημο ¨Κρητικό χορό¨ ή ¨Συρτάκι¨ ή ¨Zorbas dance¨. Έχουμε αναφερθεί ξανά σε αυτό το σκοπό και τα δικαιώματα στις αναρτήσεις για τον Κουτσουρέλη (2 και 41). Εδώ βέβαια ακούμε το γρήγορο μέρος του χάρη στο τσεκούρωμα από τους ηχολήπτες και την μετονομασία σε ¨Κρητικό χορό¨. Όπως η Παγώνα έγινε γριά Παγώνα. Φυσικά θα αναρτηθεί ο σκοπός του Κουτσουρέλη σε επόμενες αναρτήσεις. 
 Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο ….(εδώ)
 

 

 

Κυριακή 28 Μαρτίου 2021

48. PANIVAR PA-590 ΚΑΡΠΟΥΖΑΚΗΣ ΜΑΝΩΛΗΣ- ΚΑΔΙΑΝΟΣ ΝΙΚΟΣ 1974

 Καρπουζάκης Μανώλης- Καδιανός Νίκος PANIVAR PA-590 Σείχα κερά και αρχόντισσα - Κλάψε μα έκλαψα και γω 1974- 45rpm- 7''

Γεννήθηκε το 1947 στο χωριό Ζαρός Καινουργίου, του Νομού Ηρακλείου. Πατέρας του ήταν ο Γεώργιος Καρπουτζάκης και μητέρα του η Πελαγία Καρπουτζάκη - Σαλούστρου.Είχε 5 αδέρφια, την Θεονύμφη, τον Μιχάλη, τον Γιάννη, την Κατίνα και τον Νίκο.Ο Μανόλης Καρπουζάκης ήταν το πέμπτο κατά σειρά από τα αδέρφια.Με τη λύρα άρχισε να ασχολείται το 1954 σε ηλικία επτά χρονών. Την πρώτη του λύρα του την έφτιαξε ο πατέρας του.  
Όταν ήταν δέκα χρονών το 1957, του αγόρασε τη λεγόμενη βροντόλυρα που είναι και η γνήσια Μεσσαρίτικη λύρα με 4 χορδές και από τότε συνεχίζει να παίζει και τρίχορδη και τετράχορδη λύρα.Τα πρώτα ακούσματα του ήταν από τους χωριανούς του λυράρηδες και λαουτιέρηδες και είναι αυτοδίδακτος. 
Το 1961 σε ηλικία 14 ετών πηγαίνει στο Ηράκλειο και από τότε έγινε μόνιμος κάτοικος Ηρακλείου. Στο πρώτο γλέντι που έπαιξε ήταν 13 ετών με τον λαουτιέρη Γιάννη Αποστολάκη. Το 1965 η δισκογραφική εταιρεία ΠΑΝΙΒΑΡ ανακαλύπτει τον νεαρό και ταλαντούχο Μανώλη Καρπουζάκη.
Το 1973 κυκλοφορεί η πρώτη του δισκογραφική έκδοση, ένας δίσκος 45 στροφών με τίτλο "Στης δυστυχίας τις στιγμές" με δυο τραγούδια, ένα συρτό από την μια πλευρά και κοντυλιές από την άλλη, ακολουθούν άλλοι 5 δίσκοι 45 στροφών.Στη συνέχεια θα υπάρξει τόσος μεγάλος πλούτος ιδεών ώστε μέχρι σήμερα το έργο του φτάνει στις 102 προσωπικές δισκογραφικές δουλειές και 30 συμμετοχές σε άλλους καλλιτέχνες.Από το 1966 μέχρι και το 1982 συνεργάζεται με την εταιρεία ΠΑΝΙΒΑΡ στην οποία έχει κυκλοφορήσει 55 έργα δίσκους και ζωντανές σε κασέτες. Από το 1982 μέχρι σήμερα συνεργάστηκε με την εταιρεία ΚΡΕΤΑΦΩΝ στην οποία κυκλοφόρησε τα υπόλοιπα έργα του.Επίσης έχει συνεργαστεί με τον μουσικό Κο Ρενιέρη και έχει παίξει λύρα σε δυο δουλειές του με τραγουδίστρια την Μαρίνα του ελαφρού λαϊκού τραγουδιού.Το 1972 ηχογραφεί δίσκο για τις μαθήτριες που πνίγηκαν στην Γεωργιούπολη και για τα άτομα που σκοτώθηκαν όταν έπεσε το λεωφορείο στην Καλαμαύκα της Ιεράπετρας.Το 1975 επίσης έχει κάνει δίσκο στην Γερμανία στο Ντισεντολφ. Το 1976 έκανε τρεις δίσκους στην Αμερική στο Πιτσ-πουρκ όταν έπαιξε στο Κομβέσιο Κρητών.
Το 1981 ηχογράφησε ένα δίσκο στην Αυστραλία στο Σύδνευ που είχε πάει για τους χορούς της Παγκρητικής. Επίσης έχει πάει στην Νέα Ζηλανδία και έχει παίξει στον σύλλογο Κρητών.Επίσης έχει παίξει πολλές φορές στην Ευρώπη, Κύπρο αλλά και σε όλη την Ελλάδα όπου υπάρχει σύλλογος Κρητών.Έχει ασχοληθεί και με την δημοτική μουσική της Ελλάδος.  
 Το 1962 έπαιξε σε μαγαζί στο Ηράκλειο στο μαγαζί με το όνομα ΚΑΝ - ΚΑΝ δυο χρόνια (είναι ο πρώτος που έπαιξε σαν επαγγελματίας εκείνα τα χρόνια), με συνεργάτη τον Αλέκο Κοκαράκη και τον Κώστα Ζαχαρόπουλο. Το 1973 - 1974 έπαιξε πρώτη φορά στο Κέντρο Αρετούσα στην Αθήνα και συνέχισε και άλλα κέντρα όπως το Κονάκι, το Ζορμπά.
Επίσης έχει παίξει σε μαγαζιά στο Ηράκλειο όπως το Παγκρήτιο, Κάστρο, Αρετούσα, Λύρα, Ριζίτικα κ.α. Συνεργάτες του στις Δισκογραφικές δουλειές είναι: Κοτζαμπασάκης Μ.- Κοκαράκης Α.- Σαλούστρος Π.- Κρουσανιωτάκης Γ. - Παπατσαράς Μ.- Πετσάκης Γ. - Αλεφαντινός Ν. - Ζαμπουλάκης Γ. - Λαρεντζάκης Μ.- Φουκάκης Δ.- Τσαφαντάκης Β.- Γιατρομανολάκης Ν.- Κακλής Μ.- Νενεδάκης Μ.-Σαλούστρος Α.-Σαλούστρος Β.-Σκουλάς Δ.- Πατενταλάκης Ν. - Γιαννακάκη Ε. -Γρηγοράκη Ε.-Χρονάκη Σ.- Γιαμπουλάκης κ.α.Ο Μανώλης Καρπουζάκης ήταν ένα από τα πρώτα μέλη του Παγκρητίου Συλλόγου Καλλιτεχνών Κρητικής Μουσικής και έχει διατελέσει αντιπρόεδρος τα έτη 1994 έως 1997. Έφυγε από την ζωή στις 6 Ιουλίου 2011 σε ηλικία 64 ετών χτυπημένος από την επάρατη νόσο.
 
 
Ο Νίκος Καδιανός γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου του 1932 στο χωριό Βόροι Ηρακλείου Κρήτης. Γονείς του ο Λάμπρος και η Ευαγγελία Καδιανάκη. Γόνος πολυμελούς αγροτικής οικογένειας, έζησε τα παιδικά του χρόνια στο χωριό του, όπως όλα τα συνομήλικά του παιδιά. Από μικρή ηλικία όμως φάνηκε το ταλέντο που είχε για να ασχοληθεί με τη μουσική.
Από τα σχολικά του κιόλας χρόνια στο χωριό όπως έλεγε ο ίδιος αργότερα αντί να είχε το μυαλό του στα γράμματα και σε αυτά που του έλεγε ο δάσκαλος, ο ίδιος προσπαθούσε να μάθει να παίζει σκοπούς με το μαντολίνο, και να συμμετάσχει όσο μπορούσε περισσότερο κι όσο του επέτρεπε και η ηλικία του στα τοπικά γλέντια του χωριού του, ακούγοντας τα μουσικά ακούσματα του τόπου του παιγμένα από τους τοπικούς τότε μουσικούς πρωτομάστορες.
Μάταια προσπαθούσαν οι γονείς του να μάθει γράμματα ή να ασχοληθεί με τις αγροτικές εργασίες, βοηθώντας τον πατέρα του και την οικογένειά του. Όπως είπε πάλι ο ίδιος πολλά χρόνια αργότερα σε συνέντευξή του στην αείμνηστη Ρούλα Μουζουράκη για την Κρατική τηλεόραση: "Προτίμησε να μάθει να παίζει το λαούτο παρά το σκαπέτι γιατί ήταν πιο ελαφρύ για τα δικά του χέρια".
Το πρώτο λαούτο, του το έδωσε σε ηλικία 14 ετών ο Γιάννης Μαρκογιάννης. Δεν άργησε όμως να φανεί και στο λαούτο ακόμα (παρότι ήταν αρκετά μεγάλο όργανο σχηματικά για την ηλικία του), το ταλέντο του. Έτσι σιγά – σιγά άρχισε να μαθαίνει τον ένα σκοπό μετά τον άλλο στο λαούτο, με το αυτί όπως έλεγε ο ίδιος. Δηλαδή ότι άκουγε στο γραμμόφωνο τότε με τα δισκάκια και στα γλέντια του χωριού του (στις παρέες και στις καντάδες του χωριού εκείνης της εποχής), προσπαθούσε να το παίξει με το λαούτο του.
Τα κατάφερνε αρκετά καλά να αφομοιώνει τα μουσικά ακούσματα και να εξελίσσετε γρήγορα σε έναν καλό λαουτιέρη. Πρότυπό του στο παίξιμο του λαούτο ήταν ο πατριάρχης όπως τον έλεγε εκείνος του λαούτο ο Γιάννης Μαρκογιάννης. Αξιοσημείωτο είναι επίσης και το γεγονός ότι και το πρώτο του γλέντι που έπαιξε ως μουσικός ήταν σε ηλικία 14 ετών στο χωριό του. Αυτό ήταν και το ¨βάπτισμα του πυρός¨ για μια λαμπρή πορεία και καριέρα που θα ακολουθούσε τις επόμενες δεκαετίες.
Από εκεί και μετά ακολούθησαν πολλές συνεργασίες με ξακουστούς λυράρηδες της Κρήτης είτε στα γλέντια είτε στην δισκογραφία. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους Θανάση Σκορδαλό και τον Λεωνίδα Κλάδο. Η καλλιτεχνική του σταδιοδρομία σταμάτησε προσωρινά στα μέσα της Δεκαετίας του 60, όπου αναγκάστηκε να φύγει ως οικονομικός μετανάστης στην Γερμανία, για ένα καλύτερο αύριο και μια καλύτερη ζωή, όπως τόσοι και τόσοι Έλληνες του τόπου μας εκείνη την εποχή.
Και εκεί όμως το μεράκι του για τη μουσική και το μεράκι για τον τόπο του –τη μάνα Κρήτη όπως χαρακτηριστικά έλεγε- δεν έσβησαν ποτέ. Παράλληλα με τις άλλες δουλειές που έκανε, ξανάρχισε να ασχολείται και να μελετά επάνω στο λαούτο. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η φήμη του ως καλλιτέχνη εξαπλώθηκε γρήγορα και στην Γερμανία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι προς τα τέλη της δεκαετίας του 60 και τις αρχές της δεκαετίας του 70, είχε αναλάβει την ευθύνη και επιμελούταν ελληνικές μουσικές εκπομπές που αφορούσαν την μουσική της Κρήτης για την Κρατική Ραδιοφωνία της Γερμανίας (τη γνωστή σε όλους Deutsche Velle), την εποχή που Διευθυντής του Ελληνικού προγράμματος ήταν ο Παύλος Μπακογιάννης.
Η δραστηριότητά του στη Γερμανία δεν σταματάει μόνο στο ραδιόφωνο. Ανοίγει και ένα κέντρο διασκεδάσεως με το όνομα <<ΚΡΗΤΗ>> στο Μόναχο. Πολλοί καλλιτέχνες της Κρητικής μουσικής πήγαν στη Γερμανία από την Κρήτη και εμφανίστηκαν στο κέντρο μετά από πρόσκληση του ίδιου. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις εμφανίσεις του Θανάση Σκορδαλού, του Μανώλη Καρπουζάκη, του Καλομοίρη και πολλών άλλων συναδέλφων του, οι οποίοι να σημειωθεί ότι όλοι τους εμφανίζονταν στο συγκεκριμένο κέντρο παίζοντας μαζί του.
Η δίψα του για την Ελλάδα και την Κρήτη όμως, δεν ήταν δυνατό να τον κρατούσαν για πολύ χρονικό διάστημα μακριά. Έτσι πουλάει το κέντρο <<ΚΡΗΤΗ>>, και το 1973 επιστρέφει στην Ελλάδα όπου μένει μόνιμα πια, συνεχίζοντας την καλλιτεχνική του πορεία, που είχε διακοπεί νωρίτερα φεύγοντας για την Γερμανία στη δεκαετία του 60. Και στην Αθήνα, συνέχισε τις εμφανίσεις του σχεδόν σε όλα τα κέντρα διασκέδασης Αθηνών και Κρήτης, πραγματοποιώντας συνεργασίες με τους μεγαλύτερους και αξιολογότερους καλλιτέχνες της εποχής εκείνης.
Μακροχρόνια επιτυχημένη συνεργασία πραγματοποίησε επίσης με τον Νίκο Σκευάκη, όπου για πολλά χρόνια συνεργάζονταν μαζί και δισκογραφικά αλλά και με εμφανίσεις στα Κρητικά Κέντρα δημιουργώντας πολλές αλλά και ανεπανάληπτες δισκογραφικά επιτυχίες. Δισκογραφικές επιτυχίες πραγματοποίησε επίσης με τους: Κώστα Μουντάκη, Λεωνίδα Κλάδο, Γιώργο Παπαδάκη, Χαράλαμπο Γαργανουράκη Γιώργο Φραγκιουδάκη, τον Μανώλη Μελαμπιώτη και τα τελευταία χρόνια με τον Ζαχαρία Μελεσανάκη, όπου ηχογράφησαν μεγάλους δίσκους κυρίως με τους Μανώλη Κακλή, Γιάννη Αγγελάκη και Γιώργο Μανωλιούδη.
Από το 1980 έως το 1985 συνεργάζεται με τον Χαράλαμπο Γαργανουράκη και τον Γιάννη Μαρκόπουλο όπου πραγματοποιούν μαζί πολλές εμφανίσεις και συναυλίες σε όλο σχεδόν τον κόσμο απανταχού της γης, όπου υπήρχε Κρητική Ομογένεια.
Το 1982 ηχογραφεί μαζί με τον Χαράλαμπο Γαργανουράκη και τον Νίκο Σαμπαζιώτη τον δίσκο <<Ω, να χαρώ χαρότο>> όπου μέσα στα κομμάτια του δίσκου περιλαμβάνεται και η πρώτη εκτέλεση του κομματιού του Λευτέρη Καμπουράκη, που είναι ακόμα και στις μέρες μας μεγάλη επιτυχία και έχει ερμηνευτεί σχεδόν από όλους τους Κρητικούς καλλιτέχνες σε νεότερες εκτελέσεις <<ΑΣΤΡΑ ΜΗ ΜΕ ΜΑΛΩΝΕΤΑΙ>> . Την ίδια χρονιά οι τρεις τους ανοίγουν το Κέντρο ¨Αγρίμια¨ όπου γίνεται Στέκι για όλους τους Κρητικούς της Αθήνας.
Συμμετείχε σε 60 περίπου μεγάλους και μικρούς δίσκους.
Πέθανε στην Αθήνα στις 16 Σεπτεμβρίου του 1997 σε ηλικία 65 ετών.
Αξίζει να επισκεφτείτε το blog του Καρπουζάκη για πλούσιο φωτογραφικό υλικό (στις πληροφορίες ο σύνδεσμος). 
 (Τα σκαναρισμένα εξώφυλλα που προστέθηκαν είναι του Ιδομενέα από Ρέθυμνο και τον ευχαριστώ πολύ που συμβάλει στη προσπάθεια καταγραφής)  
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο…(εδώ)