Τρίτη 14 Μαρτίου 2023

274. PARLOPHON B-21796 ΠΕΡΙΣΤΕΡΗΣ ΣΠΥΡΟΣ- ΤΣΑΜΑΣ ΜΙΝΩΣ 1934

Περιστέρης Σπύρος (Σ .Γεωργιάδης)- Τσάμας (Μάτσας- Σαλαχώρας- Μ.Μ.- Μ. Μαργαρίτης- Π. Οικονόμου) Μίνως (Μίνωας) PARLOPHON B-21796 Μπάλλος Σμυρνέϊκος - Νησιώτικος συρτός 1934- 78rpm- 10''

Ο Σπύρος Περιστέρης, είναι γόνος μιας από τις παλαιότερες και ιστορικές οικογένειες των Αθηνών, που τα ίχνη της χάνονται μεταξύ μύθου και ιστορίας, στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Η προφορική παράδοση της οικογένειας, μεταφέρει από γενιά σε γενιά, γεγονότα που σχετίζονται με την αντιπαράθεση της οικογένειας προς τους Τούρκους κατακτητές, αρκετές φορές στην ιστορία. Μάλιστα πρόγονος (με το ίδιο όνομα Σπύρος) κυνηγήθηκε από τις τουρκικές αρχές, πολύ πριν την επανάσταση του 1821, επειδή έγραψε ύμνο-θούριο, υπέρ της εξεγέρσεως του τούρκου κατακτητή. Τα γεγονότα είναι περισσότερο γνωστά από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά, όταν ο πατέρας του Σπύρου, Αριστείδης Περιστέρης, γνωστός και σπουδαίος μουσικός, αποφασίζει να εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη, όπου οι συνθήκες εργασίας, σαν μουσικός, ήταν πολύ καλύτερες την περίοδο εκείνη. Η εγκατάστασή του αυτή πρέπει να έγινε μεταξύ 1880 και '85. Στην Πόλη γνωρίζεται με τους Έλληνες μουσικούς και στις αρχές της δεκαετίας του 1890, συνεργάζεται με τον Φαναριώτη Βασίλειο Σιδέρη, στην ίδρυση του πρώτου γνωστού συγκροτήματος, που πήρε το όνομα "Τα πολιτάκια" ή Εστουδιαντίνα του Β.Σιδέρη ή Εστουδιαντίνα του Αριστείδη. Στην πρώτη αυτή ορχήστρα ήταν ακόμη ο Γ.Πασχάλης ή Λ.Τσαγκάρης, ο Γιώργος Σαβαρής, ο Παναγιώτης Βαινδιρλής (γνωστοί απ' τη δισκογραφία στην Ελλάδα μετά το 1922), ο Γ. Ελισαίος, ο Α.Βόιλας, ο Χ. Μεριγκλής και ο Ι. Χαλάκος. Η Εστουδιαντίνα "Τα πολιτάκια" εγκαταστάθηκε οριστικά στη Σμύρνη το 1898 και "επέζησε" μέχρι τη χρονιά της Μικρασιατικής καταστροφής, δηλ το 1922, δημιουργώντας ένα μύθο γύρω από το όνομά της, αφού έγινε διεθνώς γνωστή με περιοδείες στην Αγγλία, Γαλλία και αλλού, σαν "Σμυρνέικη Εστουδιαντίνα".

Το 1908 έλαβε μέρος και στις γιορτές για τη στέψη του βασιλιά Εδουάρδου της Αγγλίας. Ο Αριστείδης Περιστέρης, γνωρίζει στην Πόλη και νυμφεύεται την Δέσποινα (ή Πέπα ή Πιπίνα) Μπέκου, ιταλικής υπηκοότητας Ελληνίδα, από τα ελληνόφωνα χωριά της Κορσικής, που είχε εγκατασταθεί με την οικογένειά της (και αυτή) στην Κωνσταντινούπολη. Από το γάμο αυτό γεννήθηκαν τέσσερα παιδιά: Πρώτη η Μαρία Περιστέρη (1888-;) η οποία γύρω στο 1910 παντρεύτηκε τον επιχειρηματία Κώστα Χανιώτη, αναχώρησαν στις ΗΠΑ, εγκαταστάθηκαν στην Οκλαχόμα και οι επαφές με τα υπόλοιπα παιδιά σιγά-σιγά μειώθηκαν, μέχρι που διακόπηκαν, με το πέρασμα του χρόνου. Δεύτερο παιδί ο Στέλιος (1891-1973), ο οποίος σπούδασε μουσική, εξελίχτηκε σ' ένα σπουδαίο βιολιστή κλασικού ρεπερτορίου, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1919 και εργάστηκε σαν καθηγητής στο Εθνικό Ωδείο, είτε στην Αθήνα, είτε σε επαρχιακά παραρτήματα, βγάζοντας πολλούς μαθητές, από τους κατοπινά γνωστούς σολίστες της κρατικής ορχήστρας Αθηνών, αφήνοντας δε σημαντικά συγγράμματα μουσικής. Τρίτο παιδί ήταν ο Αλέξανδρος (1895-1907) που πνίγηκε σε ατύχημα στο Βόσπορο σε ηλικία μόλις 12 ετών και τέλος το 1900, έχοντας μετακομίσει στη Σμύρνη, ο Αριστείδης και η Πιπίνα έκαναν τον Σπύρο Περιστέρη.

Ο Σπύρος, μαθαίνει από την παιδική του ηλικία μαντολίνο και η πρόοδός του είναι τέτοια, ώστε αφήνει άφωνους τους καθηγητές του, ιδιαίτερα τον Ιταλό δάσκαλό του στη Σμύρνη, όταν σε ηλικία μόλις 13 ετών εκτελεί μ' ένα "ιδιότροπο" όργανο (το μαντο-τσέλο) ένα κομμάτι για μαντολίνο, αγγίζοντας για πρώτη φορά το όργανο αυτό. Λίγο πριν το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου η οικογένεια επανέρχεται στην Κωνσταντινούπολη (τέλος 1913 ή αρχές του 1914), όπου λόγω των Βαλκανικών πολέμων και του πρώτου μεγάλου πολέμου που ακολούθησε, ο πατέρας του Σπύρου (μέσα στη γενικότερη κρίση) και φοβούμενος για το μέλλον του, τον εξαναγκάζει να στραφεί σε μία τέχνη και τον στέλνει να γίνει σιδεράς. Ευτυχώς αυτό κράτησε μόνο λίγους μήνες.

Έτσι ο Σπύρος Περιστέρης συνέχισε τις σπουδές του στο ιταλικό σχολείο (πότε στη Σμύρνη, πότε στην Κωνσταντινούπολη), με την ιδιαίτερη φροντίδα της μητέρας του. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μάθει τέλεια Ιταλικά, σε βάρος των Ελληνικών, που μιλούσε βέβαια θαυμάσια, αλλά έγραφε με πολλά ορθογραφικά λάθη(!). Ο θάνατος του Βασίλη Σιδερή (μάλλον το 1918), τον επαναφέρει στη Σμύρνη, για να αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση της Σμυρνέικης Εστουδιαντίνας "Τα πολιτάκια", δηλαδή σε ηλικία μόλις 18 χρόνων. Εκεί γνωρίζεται με όλα τα σημαντικά πρόσωπα της μουσικής ζώνης της Σμύρνης, που θα ξαναβρεθούν στην Ελλάδα μετά τη μεγάλη καταστροφή του 1922 (Ογδοντάκηδες, Ελευθέριος Μενεμενλής, Γιώργος Βιδάλης, Γιώργος Σαβαρής, Lucien και Τζων Μηλιάρης, Δημήτρης Σέμσης, Παναγιώτης Τούντας, Βαγγέλης Παπάζογλου κ.λπ.). Ακολούθησαν τα τρία "ευτυχισμένα χρόνια της ελευθερίας" για τους Έλληνες της Σμύρνης και μετά το "σκοτάδι της προσφυγιάς". Ο συνθέτης Κώστας Τζόβενος (Νάξος 1889-Αθήνα 28/10/1985), μίλησε για τη γνωριμία του, το 1923, στο καφενείο των μουσικών "η Μικρά Ασία" στην οδό Αθηνάς (το κτίριο υπάρχει ακόμα), με τον νεαρό "μαντολίστα" (τότε πρωτοπαρουσιάστηκε με μαντόλα) και την έκπληξη που προκαλούσε σε όλους η ικανότητα στα όργανα και οι γνώσεις του στη μουσική. Για πολλά χρόνια μεταξύ 1923-1933 έπαιξαν σε διάφορα σχήματα με τον Σπύρο Περιστέρη και οι: Αντώνης Διαμαντίδης ή Νταλγκάς (τραγούδι- κιθάρα- ούτι), Γιάννης Δραγάτσης (ή Ογδοντάκης) βιολί, Δημήτρης (Μήτσος) Αραπάκης (τραγούδι-σαντούρι), Κώστας Σκαρβέλης (κιθάρα-τραγούδι), Κώστας Καρίπης (κιθάρα-τραγούδι) και άλλοι. Το 1929-32, επανασυστήνει την Εστουδιαντίνα "Τα πολιτάκια" με μια ομάδα φημισμένων μουσικών, μεταξύ των οποίων είναι οι γνώριμοι από τη Σμύρνη και Πόλη: Στέφανος Μακρής, Γιώργος Σαβαρής, Τζων Μηλιάρης και εργάζονται, περιοδικά, στο υπερωκεάνιο "Βασιλεύς Αλέξανδρος" που έκανε το ταξίδι Ελλάδα-Αμερική.
Σε κάποιες καθόδους στη Νέα Υόρκη ηχογράφησε ορισμένα μουσικά κομμάτια και τραγούδια, χρησιμοποιώντας, για άγνωστους λόγους, το ψευδώνυμο Σ .Γεωργιάδης. Βέβαια η συμμετοχή του στη δισκογραφία, άρχισε αμέσως μετά το 1924, όταν εμφανίστηκαν στην Ελλάδα, οι πράκτορες των Ευρωπαϊκών εταιρειών δίσκων και άρχισαν τις ηχογραφήσεις ελληνικών τραγουδιών. Το ξεκίνημα του εργοστασίου της Columbia και γενικά της μονάδος παραγωγής δίσκων στον Περισσό, από την αγγλική Grammophone, βρίσκει τον Σπύρο Περιστέρη στους επί κεφαλής μουσικούς, σαν μαέστρο-οργανοπαίχτη και επιλογέα ρεπερτορίου. Το 1932 θα γνωρίσει και θα συνεργαστεί με τον Μάρκο Βαμβακάρη στην ηχογράφηση των πρώτων του τραγουδιών, με τα σήματα της Columbia και His Master's Voice. Την ίδια χρονιά συνδέεται οικογενειακά και επαγγελματικά με τον επίσης νεαρό στιχουργό Μίνωα Μάτσα ο οποίος αναλαμβάνει τη διοίκηση και δύο άλλων δισκογραφικών εταιρειών Odeon και Parlophone. Από τότε ο Σπύρος Περιστέρης θα παραμείνει (μέχρι τον θάνατό του) ο μουσικός "καθοδηγητής" των μουσικών τεκταινομένων και μαζί με τους Παναγιώτη Τούντα, Γιάννη Δραγάτση (ή Ογδοντάκη), Κώστα Σκαρβέλη και Δημήτρη Σέμση, θα "ορίσουν" τη μοίρα του νεώτερου ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, αφού από τα χέρια τους θα περάσουν για έγκριση, βελτίωση και ενορχήστρωση, όλα τα τραγούδια των μεγάλων δημιουργών του ρεμπέτικου. Φαίνεται όμως και από τις αφηγήσεις των επιζώντων, αλλά και από τη δισκογραφία, ότι η θετική παρέμβαση του Σπύρου Περιστέρη, στο θέμα του "Πειραιώτικου ρεμπέτικου" ήταν ιδιαίτερα καθοριστική. Διότι παρά το γεγονός ότι ο Μάρκος Βαμβακάρης μεταξύ 1932-33 ηχογράφησε 24 από τα πρώτα του τραγούδια, ελάχιστα κυκλοφόρησαν. Και μόνο όταν παρενέβησαν οι Μίνως Μάτσας και Σπύρος Περιστέρης, (τέλος του 1933 αρχές του 1934), έγινε η δισκογραφική "έκρηξη" του Πειραιώτικου ρεμπέτικου με τα μπουζούκια και τους μπαγλαμάδες.
Ο ρόλος του Σπύρου Περιστέρη στα χρόνια του μεσοπολέμου είναι ακόμα πιο αποφασιστικός και στη δισκογραφία και στο πάλκο. Μαθαίνει αμέσως μπουζούκι και γίνεται ο καλύτερος εκτελεστής των τραγουδιών του Μάρκου Βαμβακάρη, του Κώστα Σκαρβέλη, (ιδιαίτερα αυτών που τραγουδά ο Γιώργος Κάβουρας), του Βασίλη Τσιτσάνη (στη πρώτη περίοδο με την Odeon και Parlophone), του Γιάννη Παπαιωάννου, του Απόστολου Χατζηχρήστου και όλων των άλλων συνθετών του ρεμπέτικου που συνεργάστηκαν με τις δύο εταιρείες. Ανάλογα με τις ανάγκες της ορχήστρας παίζει όποιο όργανο χρειάζεται. Είναι βέβαιο ότι έπαιζε όλα τα έγχορδα όργανα με τάστα και ακόμη, ακορντεόν, πιάνο, τσέλο και κόντρα μπάσο. Δεν γνωρίζουμε αν έπαιζε βιολί. Η εμφάνισή του στη δισκογραφία (σαν συνθέτη) αρχίζει τέλος 1933,αρχές του 1934 με μια σειρά εκπληκτικά ρεμπέτικα, όπως "Ο ιππότης", με τον Κώστα Ρούκουνα, "Η μποέμισσα" και το "Εντάξει", με τη Ρόζα Εσκενάζυ, το "Οφ αμάν", "Τα μπελεντέρια", ο "Τεκετζής" και ο "Μάγκας του Βοτανικού" με τον Σμυρνιό τραγουδιστή, κιθαρίστα και συνθέτη Ζαχαρία Κασιμάτη. Παρά τις ασχολίες του στη διεύθυνση των εταιρειών και τη μόνιμη απασχόλησή του στο πάλκο, στα επόμενα χρόνια, μέχρι το 1941, που κλείνει (με την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα) το εργοστάσιο της Columbia, εκατό τραγούδια του εκδίδονται στις 78 στροφές.
Ο Σπύρος Περιστέρης νυμφεύτηκε το 1921 στην Κωνσταντινούπολη την Ευαγγελία Μωραίτη (1904-1974) και μετά την εγκατάστασή τους στην Αθήνα (1923), κάνουνε δύο παιδιά τον Αργύρη (1925) και τον Δημήτρη (1937), οι οποίοι ακολουθώντας την πολύχρονη παράδοση της οικογένειας ασχολήθηκαν ολόψυχα με τη μουσική, παίζοντας πιάνο ο Αργύρης και κόντρα μπάσο και πιάνο ο Δημήτρης. Στο όνομα της συζύγου του Ε. Μωραίτη είναι περασμένα μερικά τραγούδια του, γεγονός που εντοπίσαμε στις ετικέτες των δίσκων των 78 στροφών, αλλά και στα αρχεία της Α.Ε.Π.Ι. Τα πρώτα χρόνια μετά τη καταστροφή εγκαταστάθηκε στην Αγ.Παρασκευή, σε ένα από τα μικρά σπιτάκια, σ' ένα μεγάλο οικόπεδο, που νοίκιαζε ο ιδιοκτήτης τους, που διατηρούσε μέσα και εξοχικό κέντρο όπου έπαιζε με άλλους γνωστούς μουσικούς τα πρώτα καλοκαίρια (Δημήτρης Σέμσης, Αγάπιος Τομπούλης κ.λ.π.). Γύρω στο 1934 μετακόμισε στην οδό Λασκάρεως 24 και το '38, στο δικό τους σπίτι, στη πλατεία Γκύζη, όπου και έμεινε μέχρι τον θάνατό του τον Μάρτιο του 1966. Σ' αυτό το σπίτι (κέντρο διδασκαλίας θα λέγαμε σήμερα) έγραψε τα περισσότερα τραγούδια του, εκεί έγιναν οι πρόβες και από εκεί πέρασαν όλοι σχεδόν οι συνεργάτες του, μουσικοί, στιχουργοί, συνθέτες, τραγουδιστές για να τους μεταδώσει τις ατελείωτες γνώσεις του.
Ο Σπύρος Περιστέρης, μας έδωσε επίσης και πλήθος ενορχηστρωτικών διατάξεων και "διεξόδων", με τη ποικιλία των οργάνων που χρησιμοποίησε και στα δικά του, αλλά και στα τραγούδια των συναδέλφων του, για τα οποία είχε την ευθύνη. Πιστεύουμε ότι μπορούν να αποτελέσουν χρήσιμο οδηγό για τους σημερινούς ενορχηστρωτές.
Μετά τον πόλεμο, ήταν ο μόνος από τους μεγάλους προπολεμικούς μαέστρους, που παρέμεινε στο πόστο του για είκοσι ακόμη χρόνια, αφού ο Παναγιώτης Τούντας και ο Κώστας Σκαρβέλης έφυγαν από τη ζωή το 1942, ο Γιάννης Δραγάτσης αποσύρθηκε και πέθανε το 1958, ενώ ο τελευταίος, ο Δημήτρης Σέμσης, έμεινε στην His Master's Voice μέχρι το θάνατό του το 1950.
Από τη θέση του αυτή ο Σπύρος Περιστέρης, συνέβαλε στην ανάδειξη νέων συνθετών, στιχουργών και τραγουδιστών, αν και το μεταπολεμικό (μετεμφυλιακό κλίμα έβαλε σοβαρούς φραγμούς στη πνευματική) μουσική δημιουργία με τη παράταση και συνέχιση της λογοκρισίας της μεταξικής δικτατορίας και αυτή της περιόδου της γερμανικής κατοχής.
Παρ' όλα αυτά και παρά την υποχώρηση του ρεμπέτικου στη 10ετία του 1950, ο Σπύρος Περιστέρης πέρασε στη δισκογραφία των 78 στροφών άλλα 100 τραγούδια του, προσαρμοσμένα βέβαια στις επιταγές και το κλίμα της εποχής. Απ' αυτά τα περισσότερα είναι ρεμπέτικα, ενώ υπάρχουν μερικά δημοτικά και ελαφρά.
Ο Σπύρος Περιστέρης παρέμεινε (παρά τις διοικητικές αλλαγές στις εταιρείες Odeon-Parlophone) μέχρι το θάνατό του, πλάι στο φίλο της νεότητάς του Μίνωα Μάτσα, με τον οποίο γράψανε μία μεγάλη σειρά τραγουδιών, μερικά των οποίων χιουμοριστικού περιεχομένου. Πίσω από τα ψευδώνυμα Τσάμας, Σαλαχώρας, Μαργαρίτης και Π.Οικονόμου, κρυβόταν (από σεμνότητα) ο σπουδαίος αυτός στιχουργός του Ελληνικού τραγουδιού, ο Μίνως Μάτσας, που πολύ πριν ασχοληθεί με τα διοικητικά της δισκογραφίας, είχε διαπρέψει γράφοντας στίχους ελαφρών και επιθεωρησιακών τραγουδιών. Ήταν τέτοιο το δέσιμο αυτό των δύο φίλων-συνεργατών που όσοι παραβρέθηκαν στην κηδεία του Σπύρου Περιστέρη, θυμούνται την απέραντη θλίψη του Μίνωα Μάτσα για το θάνατο του αγαπημένου του φίλου.
Ο Σπύρος Περιστέρης, σεμνός, ηθικός, συμπαραστάτης όλων των νέων μουσικών (αφού δεχόταν να παίξει ακόμα και στις ηχογραφήσεις των "μουσικών εγγονών του", όπως ο Χρήστος Λεοντής) έφυγε από τη ζωή τον Μάρτιο του 1966, σε ηλικία 66 χρόνων, αφήνοντας ένα πραγματικά δυσαναπλήρωτο κενό ή μάλλον ένα κενό που δεν θα μπορέσει, μάλλον, ποτέ να αναπληρωθεί
Ο Μίνως γεννήθηκε το 1903 στην Πρέβεζα, η οποία τότε βρίσκονταν υπό Οθωμανική κατοχή. Γόνος μεσοαστικής οικογένειας, πέρασε τα πρώτα εννιά χρόνια της ζωής του εκεί, πριν μετακομίσει στα Γιάννενα. «Ο Αινιγματικός κος Μίνως» όπως τιτλοφορείται το εμπεριστατωμένο βιβλίο του ερευνητή του Ρεμπέτικου τραγουδιού Παναγιώτη Κουνάδη υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους στιχουργούς της εποχής του με επιτυχίες όπως το περίφημο «Μινόρε της αυγής», «Ο Αντώνης ο βαρκάρης ο Σερέτης» και πάρα πολλά άλλα τραγούδια. Πέραν όμως αυτού είχε το χάρισμα να διακρίνει και την ικανότητα να αναδεικνύει καλλιτέχνες που απεδείχθησαν οι σημαντικότερες προσωπικότητες του λαϊκού τραγουδιού όπως ο πρωτοπόρος Μάρκος Βαμβακάρης, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, αργότερα ο Τάκης Μπίνης, ο Απόστολος Καλδάρας και τόσοι άλλοι. Αναφορές για την προσωπικότητα του Μίνου Μάτσα κάνουν στις βιογραφίες του πολλοί από τους μεγάλους του Ρεμπέτικου και γενικότερα του Ελληνικού Τραγουδιού. Όπως ο Γιάννης Παπαϊωάννου, η Μαίρη Λίντα, ο Φώτης Πολυμέρης κ.α ενώ ο Τάκης Μπίνης στην βιογραφία του γράφει: «Αν δεν υπήρχε ο Μίνως Μάτσας δεν θα υπήρχε λαϊκό τραγούδι». Το πώς ακριβώς ξεκίνησε να ασχολείται με την μουσική παραμένει άγνωστο. 

Πάντως έμαθε να παίζει από πολύ μικρός κλαρίνο, ενώ ήταν μέλος της Φιλαρμονικής της Πρέβεζας. Ο Μίνως ενώ έγραψε εκατοντάδες τραγούδια με το πραγματικό του όνομα υπέγραφε ένα πολύ μικρό αριθμό τραγουδιών χρησιμοποιώντας ψευδώνυμα. Κι αυτό το έκανε γιατί δεν ήθελε να εμφανίζεται ως ανταγωνιστής των υπολοίπων στιχουργών της εποχής.
Ο ερευνητής του ελληνικού τραγουδιού Παναγιώτης Κουνάδης, που ασχολήθηκε με την βιογραφία του Μίνου Μάτσα προσπαθούσε επί χρόνια να βρει ποιος κρύβεται πίσω από το όνομα "Τσάμας" το οποίο συναντούσε σε δεκάδες δίσκους 78 στροφών.
Τελικά ανακάλυψε πως πρόκειται για αναγραμματισμό του ονόματος Μάτσας. Άλλα ψευδώνυμα που χρησιμοποιούσε ήταν τα αρχικά του "Μ.Μ", το "Σαλαχώρας" (από το λιμάνι της ιδιαίτερης πατρίδας του) αλλά και το "Μ. Μαργαρίτης" από το όνομα της γυναίκας του Μαργαρίτας. Μετά την κατοχή χρησιμοποίησε και το ψευδώνυμο Π. Οικονόμου από το όνομα της πιστής του γραμματέως Πιπίτσας Παπαοικονόμου.

Όπως αποδείχθηκε μάλιστα λίγο πριν από τον θάνατο της από την διαθήκη της, ο Μίνως Μάτσας της είχε χαρίσει ένα μεγάλο μέρος των πνευματικών του δικαιωμάτων για να την ενισχύσει οικονομικά. Της ανεγνώριζε ευγνωμοσύνη γιατί τα χρόνια της κατοχής υπήρξε
ο άνθρωπος που είχε σώσει όχι μόνο την δική του ζωή αλλά και την ζωή όλης του της οικογένειας. Αυτό που τον έκανε να ξεχωρίζει ιδιαίτερα ήταν ο ακέραιος χαρακτήρας του, ο οποίος μπορεί να σκιαγραφηθεί καλύτερα μέσα κι από τα επόμενα περιστατικά: Ο Μίνως Μάτσας ήτανε ο πρώτος άνθρωπος που οδήγησε μέσα στο στούντιο για να ηχογραφήσει τον Μάρκο Βαμβακάρη. Σε μια στιγμή που η δεύτερη και μοναδική εταιρία η Κολούμπια τον είχε απορρίψει φοβούμενη τις έντονες αντιδράσεις του μουσικού
κατεστημένου της εποχής. Την πρώτη του αυτή ηχογράφηση με τον Μίνω Μάτσα ο Μάρκος έτυχε να διασταυρωθεί με τον μέγιστο τότε συνθέτη της εποχής Νίκο Χατζηαποστόλου. Όταν ο μαέστρος άκουσε το πρώτο κιόλας τραγούδι του Μάρκου εξοργισμένος βγήκε έξω από την αίθουσα για να συναντήσει τον Μίνω Μάτσα και να του πει: «Αν δεν βγάλεις αυτά τα άθλια κατασκευάσματα από το στούντιο εγώ δεν θα ξαναπατήσω το πόδι μου εδώ. Θα φύγω από την εταιρία». Ο Mίνως Μάτσας βέβαια του απάντησε με την ιστορική φράση: «Μαέστρο μου, όπως εγώ δεν ανακατεύομαι στις παρτιτούρες σου, θα σε παρακαλέσω κι εσύ να μην ανακατεύεσαι στην δουλειά μου».
Αυτή βέβαια η μοιραία φράση ήταν η αιτία που ο Μίνως Μάτσας έχασε για πάντα την συνεργασία του Νίκου Χατζηαποστόλου αλλά κέρδισε το σημαντικότερο ραντεβού του με την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Το περιστατικό της πρώτης αυτής ηχογράφησης
του Μάρκου στην Odeon αναφέρεται από τον ίδιο στον πρόλογό του δίσκο του «Σαράντα χρόνια Βαμβακάρης» ενώ όλα τα υπόλοιπα περιστατικά γύρω από τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες και τις αντιδράσεις του κατεστημένου επιβεβαιώνονται στην αυτοβιογραφία
του Γιάννη Παπαϊωάννου και άλλων συνθετών.
Το δεύτερο περιστατικό ήταν: όταν οι εργοδότες του στην Οdeon του πρότειναν να γίνει συνέταιρος με 15% προκειμένου να απορρίψει τις δελεαστικές προτάσεις για συνεταιρισμό του με την ανταγωνίστρια HIS MASTER’S VOICE, εκείνος όχι μόνο δέχτηκε τις υποδεέστερες προτάσεις των παλαιών συνεργατών του, αλλά όπως αποδεικνύεται και από τα επίσημα καταστατικά της εταιρίας, περίμενε καρτερικά 15 ολόκληρα χρόνια για να πάρει επισήμως τον τίτλο του συνεταίρου. Όλο αυτό το διάστημα παρέμενε άτυπος συνεταίρος βασιζόμενος σ’ ένα λόγο που του είχαν δώσει.
Ο Μίνως δεν ασχολήθηκε μόνο με το ρεμπέτικο τραγούδι, αλλά και με το χώρο του ελαφρού τραγουδιού. Μία από τις πιο προσοδοφόρες και δημιουργικές συνεργασίες του ήταν με τον Φώτη Πολυμέρη, ο οποίος σύμφωνα με τον Κουνάδη συνεργάστηκε μαζί του μετά την γερμανική κατοχή για όλα τα χρόνια της ζωής του. «Είχα συνδεθεί πάρα πολύ με τον Μίνωα Μάτσα και τον έβλεπα σαν δεύτερο πατέρα μου», λέει ο Φώτης Πολυμέρης. «Με στήριξε οικονομικά σ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Ήμουν τόσο συγκινημένος, που σε κάποια κάρτα που του έστειλα του έγραψα: Αγαπημένε μου «πατέρα», αν κάποια
φάλτσα σφαίρα του εχθρού δεν με ρίξει για πάντα στο χώμα, σου υπόσχομαι όταν τελειώσει ο πόλεμος θα σου τραγουδήσω όσα τραγούδια χρειαστεί για να σου ανταποδώσω την μεγάλη υποχρέωση που νοιώθω για σένα». Και έτσι κι έκανε. Στη δεκαετία του ‘60 δε συμμετείχε όπως παλιά στη δισκογραφία αλλά έδωσε την «ευλογία» του στη νέα γενιά των καλλιτεχνών που έφερε ο γιος του Μάκης στην εταιρεία. Στον Χρήστο Λεοντή, στον Μάνο Λοΐζο, στον Λευτέρη Παπαδόπουλο, στον Γιάννη Πάριο και τόσους άλλους και είδε λίγο πριν τον θάνατό του να μεγαλουργούν μαζί με την προσπάθεια που ξεκίνησε ο γιος του στις αρχές της δεκαετίας».

Αρκετά τα βιογραφικά στοιχεία για τους δυο μεγάλους συνθέτες του Ελληνικού τραγουδιού και δυο εξαιρετικοί νησιώτικοι σκοποί. 

Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).