Χαλκιάς Τάσος- Χαλκιάς Φώτης- Χαλκιάς Χρόνης- Τράκης Γεώργιος SPECIAL MUSIC SM 515 Οι κλέφτες οι
Βελτσιστινοί (Τσάμικο) - Διαβάτες είστε άνθρωποι (Πωγωνίσιο) 1970- 45rpm- 7''
Μετά τον πόλεμο, η κομπανία των
Χαλκιάδων ανασυστάθηκε και περιόδευσε στα πανηγύρια της χώρας, ενώ άρχισε να
κυκλοφορεί και δίσκους. Από το 1958 έως το 1963 ο Τάσος Χαλκιάς διέμενε και
συμμετείχε σε παραστάσεις στην Αμερική. Όταν επέστρεψε, σχημάτισε το 1964 ένα
νέο οικογενειακό συγκρότημα, με το οποίο έκανε εμφανίσεις σε γνωστά κέντρα της
Αθήνας. Επέστρεψε για άλλα τρία χρόνια στην Αμερική, όπου ηχογράφησε περίπου
εκατόν ογδόντα τραγούδια. Στην Αθήνα γύρισε οριστικά το 1970, όπου δημιουργεί
την Special Music Record Company και κόβει περίπου 22 δισκάκια 45 στροφών.
Ο Σαββόπουλος είχε καλεσμένο τον
Χαλκιά στο Κύτταρο το 1972. Όπως είχε πει ο ίδιος ο ηπειρώτης κλαρινίστας στο
μνημειώδες βιβλίο τού Αντρέα Χρονόπουλου «Θύμησες και Σημειώσεις Τάσου Χαλκιά»
[Απόπειρα, 1985]:
«Νέους
ανθρώπους γνώρισα όταν κάποτε ήρθε και μου μίλησε ο Διονύσης Σαββόπουλος.
Άνοιγε ένα μαγαζί κι ήρθε, με βρήκε και μου είπε:
– Χαλκιά σε θέλω να 'ρθεις στο μαγαζί. Θα κάνουμε έναρξη την τάδε του μήνα.
Με ευχαρίστησε η προτίμησή του, αλλά δεν πίστευα ότι θα πέρναγε η δική μου εργασία μέσα στον κόσμο, όπου τα είχε αυτός. Ήτανε άλλος ο κόσμος του και συγκεκριμένα του είπα – επί λέξει:
– Ποιος να με καταλάβει από αυτούς τους ακούρευτους κι αξύριστους;
Μου συνέχισε τότε ο Σαββόπουλος:
– Εσένα δε σ' ενδιαφέρει κύριε Χαλκιά. Μόνο να 'ρθεις να μιλήσουμε και να συμφωνήσουμε.
Όντως, επήγα. Συμφωνήσαμε κι έπαιξα δυο χρόνια. Ερχότανε αλήθεια αυτή η νεολαία, αυτοί όλοι που ονόμασα ακούρευτους, μαλλιάδες και αξύριστους και δε με άφηναν να φύγω από την πίστα. Με αγαπούσαν αυτά τα παιδιά. Έπρεπε να γυρίσω το λιγότερο δυο φορές απ' τα καλέσματά τους για να τους παίξω λίγο ακόμη και να φύγω.(...) Αυτά τα παιδιά μου 'δωσαν μεγάλη ζωή. Μ' αγαπήσανε πάρα πολύ κι όπου πήγαινα κατόπιν, σε εκδηλώσεις, έρχονταν να με δουν».
– Χαλκιά σε θέλω να 'ρθεις στο μαγαζί. Θα κάνουμε έναρξη την τάδε του μήνα.
Με ευχαρίστησε η προτίμησή του, αλλά δεν πίστευα ότι θα πέρναγε η δική μου εργασία μέσα στον κόσμο, όπου τα είχε αυτός. Ήτανε άλλος ο κόσμος του και συγκεκριμένα του είπα – επί λέξει:
– Ποιος να με καταλάβει από αυτούς τους ακούρευτους κι αξύριστους;
Μου συνέχισε τότε ο Σαββόπουλος:
– Εσένα δε σ' ενδιαφέρει κύριε Χαλκιά. Μόνο να 'ρθεις να μιλήσουμε και να συμφωνήσουμε.
Όντως, επήγα. Συμφωνήσαμε κι έπαιξα δυο χρόνια. Ερχότανε αλήθεια αυτή η νεολαία, αυτοί όλοι που ονόμασα ακούρευτους, μαλλιάδες και αξύριστους και δε με άφηναν να φύγω από την πίστα. Με αγαπούσαν αυτά τα παιδιά. Έπρεπε να γυρίσω το λιγότερο δυο φορές απ' τα καλέσματά τους για να τους παίξω λίγο ακόμη και να φύγω.(...) Αυτά τα παιδιά μου 'δωσαν μεγάλη ζωή. Μ' αγαπήσανε πάρα πολύ κι όπου πήγαινα κατόπιν, σε εκδηλώσεις, έρχονταν να με δουν».
Πριν γίνει μέλος της παρέας του
Κυττάρου ο Τάσος Χαλκιάς είχε ήδη μια ζωντανή καριέρα πίσω του, αφού από το
1930 βρισκόταν στο δρόμο της μουσικής δίπλα στ' αδέλφια του, στο συγκρότημα
Μαύρα Πουλιά, γνωρίζοντας τους «μύθους» του κλαρίνου (Νίκος Τζάρας, Κώστας
Καραγιάννης), για να φθάσει κάποια στιγμή να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα
(1951), μπαίνοντας και στις ηχογραφήσεις (για λογαριασμό του Λαμπρόπουλου).
Στην Αμερική ο Χαλκιάς θα
βρεθεί για πρώτη φορά στις αρχές του '60. Στη Νέα Υόρκη φυσικά και στο μαγαζί
Κηφισιά, στους 27 δρόμους. Όπως λέει ο ίδιος (πάντα από το βιβλίο του
Χρονόπουλου):
«Ωραίο μαγαζί το Κηφισιά. Ήμουνα
παρέα με το μακαρίτη τον Παπαϊωάννου το Γιάννη, τον Τζουανάκο, τον Καλλέργη.
Όλοι μια παρέα. Παίζαμε μαζί, αλλά και κοιμόμαστε επίσης σε ένα δωμάτιο που μας
είχε δώσει η μπόσενα. Όμως, δεν έμεινα για πολύ καιρό στο ίδιο δωμάτιο. Αυτοί
τραβάγανε το χασίσι, ντουμάνιαζε το δωμάτιο, γινότανε της πουτάνας. Δε μου
άρεσε αυτό το πράμα. Φτιάχνανε κάτι τσιγάρα φουγάρα και δεν μπορούσα εκεί μέσα
γι' αυτό μονάχα το λόγο. Κατά τ' άλλα με τα παιδιά τα πήγαινα πολύ καλά. Χρυσά
παιδιά. Ωραίες ψυχές. Σκεφτόμουνα για πολύ καιρό τι να κάνω, διότι κοντά στ'
άλλα είχα και τους βρόγχους. Με έπιανε ο βήχας».
Στις αρχές του 1963 ο Τάσος Χαλκιάς
θα επιστρέψει στην Ελλάδα, θα ηχογραφήσει το θρυλικό κομμάτι του
«Βορειοηπειρώτικο μοιρολόι», που είχε εμπνευστεί στην Αμερική και το καλοκαίρι
της ίδιας χρονιάς θα ξαναφύγει για το Νέο Κόσμο, καθώς είχε σοβαρές προτάσεις
για ηχογραφήσεις με την εταιρεία Alector (ελληνοαμερικάνικο label που είχε
τυπώσει «Γύφτο» Αθανασίου, Μπέμπη κ.ά.). Σ' αυτή τη δεύτερη επίσκεψή του στην
Αμερική ο Χαλκιάς θα γνωριστεί με τον άσσο του τζαζ κλαρίνου Benny Goodman
(1909-1986). Αληθινή γνωριμία δηλαδή – όχι σαν εκείνη του Χιώτη με τον Hendrix,
που δεν έγινε ποτέ (καθώς δεν έφταιγε γι' αυτό ούτε ο Χιώτης, ούτε ο Hendrix).
«Τη δεύτερηφορά που επήγα στην
Αμερική γραμμοφώνησα πολλά ελληνικά, αλλά και τούρκικα τραγούδια για την
εταιρεία Αλέκτωρ. Συνάμα ήμουν λεύτερος. Αυτό το κατάφερα από την αρχή. Ήξερα
τι γίνεται εκεί από την πρώτη φορά και όταν μου έγινε η πρόταση το ζήτησα. Να
είμαι λεύτερος δηλαδή κι αυτό περισσότερο για να μπορέσω να δουλέψω σωστά.
Μια μέρα κατέβηκα στα στέκια τα
γνωστά μου από την πρώτη φορά. Πήγα στην 8η άβενιου, την 8η λεωφόρο, όπου
βρίσκονταν τα ελληνικά κέντρα. Δεν ξέρω αν είναι ακόμα εκεί σήμερα... (σ.σ.
το 1984, όταν μιλάει στον Χρονόπουλο). Με είδανε. Είχαν ανάγκη μεγάλη. Δεν
είχανε όργανα. Η μπόσενα είχε βάλει κάτι όργανα, αλλά δεν είχε καθόλου δουλειά
αν και το μαγαζί ήτανε πολύ ωραίο. Πρωτότυπο μαγαζί τότες το Αλή Μπαμπά για την
εποχή του.
Όταν με είδανε στα στέκια τους
με πήρανε αμέσως στο μαγαζί τους, καθίσαμε, τα ήπιαμε για να λυθεί η γλώσσα
μας, μιας και λέγονται όλα πιο εύκολα όταν έχεις πιει, επειδή έτσι νομίζουν
μερικοί, πράμα που θα πει και πως και άπιωτος να είσαι και τα πεις, πάλι για
πιωμένο θα σε περάσουν, γιατί υπάρχει και κουτός κόσμος που τα εννοεί έτσι. Κι
έτσι, τι άλλο να έκανα. Ήπια. Έτσι κι αλλιώς μ' άρεσε το πιοτί και δεν υπήρχε
λόγος να τους κάνω δυσκολίες. Το είχανε με τις κάσες στο μαγαζί τέτοιο που
ήτανε. Είχανε πολύ από δαύτο κι έτσι, πιοτί στο πιοτί, αρχίσανε οι ερωτήσεις
"Για πού είσαι, τέλος πάντων, που ήρθες εδώ πέρα" και τέτοια.
Αρχίσανε να ρωτάνε κι εκείνοι αμοίραστα. Εγώ όμως ήμουνα λεύτερος. Κι έχει
σημασία για μένα η αξία της λευτεριάς. Δύσκολα κατακτιέται κι όποιος δεν τη
σεβαστεί δεν μπορεί να λέει κι ό,τι θέλει η ψυχή του. "Ήρθα να σας δω και
να φύγω". Αυτό είπα πρώτα κι έπειτα "Δεν είμαι δεσμευμένος
πουθενά". Αυτό ήτανε όλο. Με πλήρωσαν πάρα πολύ καλά. Διακόσια δολάρια την
εβδομάδα, αλλά και τη χαρτούρα. Από διακόσια δολάρια δεν πληρώθηκε κλαρίνο την
εποχή εκείνη. Λένε πως το κασέ του καλλιτέχνη είναι η αξία του. Αυτό δεν το
πιστεύω, αλλά αφού έτσι πηγαίνει αξίζει να πω πως την εποχή εκείνη τότε, το
καλύτερο μπουζούκι, που ήτανε για εκείνους που κρατούσαν μαγαζιά το πρώτο
όργανο, έπαιρνε εκατόν πενήντα βαριά μέχρι εκατόν εβδομήντα πέντε δολάρια. Το
καλύτερο μπουζούκι. Δεν ξέρω τι γίνεται σήμερα. Μπορεί τα παιδιά, οι μουσικοί,
να παίρνουν πολλά. Τότε πάντως έτσι είχε.
Στο Αλή Μπαμπά μου δώσανε το
"Οκέυ", που λένε, να φτιάξω συγκρότημα. Έβαλα αμέσως μπροστά. Πήρα
τον Τζουανάκο μπουζούκι, ένα παλιό φίλο και συνεργάτη από την προηγούμενη φορά
που ήμουνα με τον Παπαϊωάννου και ο οποίος πέθανε εκεί στην ξενιτιά ο φουκαράς
(σ.σ. ο σπουδαίος Σταύρος Τζουανάκος πέθανε το 1974 στην Αμερική, στα 49 του).
Έφτιαξα ένα δυνατό συγκρότημα και μόλις μπήκα μέσα στο μαγαζί αρχίσανε να
έρχονται με λεωφορεία από παντού. Από τη Βοστώνη, τη Φιλαδέλφεια. Ήμουνα αρκετά
γνωστός».
Βιογραφικά στοιχεία για τον Γιώργο
Τράκη δεν κατάφερα να βρω.
Στο σημερινό δισκάκι έχουμε
Χαλκιάδες με τον Γιώργο Τράκη, σχήμα που έχει ηχογραφήσει αρκετά δισκάκια. Τα
τυπογραφικά λάθη δυστυχώς δεν λείπουν στη Special Music, το ¨παγωνίσιο¨ είναι φυσικά πωγωνίσιο
και η γραμματική δική σας (βγάζει μάτια).
Τέλος, στο παίξιμο του ο μπάρμπα
Τάσος, στο σημερινό δισκάκι προσθέτει στοιχεία άγνωστα στα παραδοσιακά δεδομένα.
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).