Κατσαμάς Μανώλης- Κατσαμάς
Βασίλης OLYMPIC OE 80132 Είπα της σκύλας για φιλί - Ο ζητιάνος 1970- 45rpm- 7''
«Ο Μανώλης Κατσαμάς (βλέπε και αναρτήσεις 4 και 334) γεννήθηκε στους
Έρφους Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης το 1924. Προικισμένος λυράρης με
δεκαετίες θητείας στο κρητικό γλέντι, έπαιξε σε πολλές περιοχές της Κρήτης,
κέρδισε το θαυμασμό και παρέμεινε στη μνήμη όλων όσοι τόνε γνώρισαν, ως
χαροκόποι (γλεντιστάδες), ή συνεργάστηκαν μαζί του, ως πασαδόροι λαγουθιέρηδες.
Η παρουσία του στην κρητική μουσική του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα είναι
σεβαστή και υπολογίσιμη.
Εκτός από τη δεξιοτεχνία του, ήταν από τους μουσικούς που «ήξεραν να στήνουν γλέντι», πράγμα που τον ανέδειξε και τον καθιέρωσε ανάμεσα στους μερακλήδες του καιρού του, εκείνους που «ανάγκαζαν» το λυράρη να προσέχει και την τελευταία λεπτομέρεια στο παίξιμό του, γιατί απαιτούσαν την «καλή λύρα» για να διασκεδάσουν, και είτε τον αντάμειβαν (ηθικά και υλικά, με το τακτικό παρόν τους στα γλέντια του) είτε τον περιφρονούσαν. Διέθετε ξεχωριστό, ονομαστό «χρώμα» στο παίξιμό του και «χρωμάτιζε» μ' αυτό όλα τα τραγούδια που έπαιζε, συνθέσεις διαφόρων καλλιτεχνών, προσαρμόζοντάς τα στο ιδιαίτερο και αναγνωρίσιμο ύφος του. Παρά το ότι, δυστυχώς, το δισκογραφικό του έργο ήταν περιορισμένο, ο συρτός του «Ζητιάνος» κατατάσσεται στα κλασικά κομμάτια της «χρυσής εποχής» της ρεθεμνιώτικης μουσικής (δεν πρέπει να συγχέεται με το ομότιτλο, αλλά εντελώς διαφορετικό, συρτό του Κ. Μουντάκη). Άλλες δισκογραφικές επιτυχίες του Μαν. Κατσαμά που μπορέσαμε να καταγράψουμε είναι τα : "Σημάδι μου χεις στην καρδιά", "Στην αγάπη μας δε θέλω καταδότες", "Μια ψηλομελαχροινή", "Κάθε καρδιά που αγαπά", "Φεύγω αγάπη μου στα ξένα", "Γιατρός είσαι στην πληγή", με συνοδεία το Γιάννη Μαρκογιαννάκη και τους γιους του Γιώργη και Βασίλη. Καλλίφωνος και με μεγάλες φωνητικές αντοχές, ακόμη και την τρίτη συνεχόμενη μέρα του γλεντιού, την ώρα που ξυπνούσε - μετά τον ελάχιστο ύπνο που «έκλεβαν», αν ήταν τυχεροί, σε καμιά γωνιά οι οργανοπαίχτες - «άκουες τη φωνή του σαν τ' αηδονιού» να λέει μαντινάδες στο σιγανό πεντοζάλη, με δυο κύκλους χορευτές τον ένα μέσα στον άλλο, και φυσικά ακουγόταν απ' όλους χωρίς μικρόφωνο.
Εκτός από τη δεξιοτεχνία του, ήταν από τους μουσικούς που «ήξεραν να στήνουν γλέντι», πράγμα που τον ανέδειξε και τον καθιέρωσε ανάμεσα στους μερακλήδες του καιρού του, εκείνους που «ανάγκαζαν» το λυράρη να προσέχει και την τελευταία λεπτομέρεια στο παίξιμό του, γιατί απαιτούσαν την «καλή λύρα» για να διασκεδάσουν, και είτε τον αντάμειβαν (ηθικά και υλικά, με το τακτικό παρόν τους στα γλέντια του) είτε τον περιφρονούσαν. Διέθετε ξεχωριστό, ονομαστό «χρώμα» στο παίξιμό του και «χρωμάτιζε» μ' αυτό όλα τα τραγούδια που έπαιζε, συνθέσεις διαφόρων καλλιτεχνών, προσαρμόζοντάς τα στο ιδιαίτερο και αναγνωρίσιμο ύφος του. Παρά το ότι, δυστυχώς, το δισκογραφικό του έργο ήταν περιορισμένο, ο συρτός του «Ζητιάνος» κατατάσσεται στα κλασικά κομμάτια της «χρυσής εποχής» της ρεθεμνιώτικης μουσικής (δεν πρέπει να συγχέεται με το ομότιτλο, αλλά εντελώς διαφορετικό, συρτό του Κ. Μουντάκη). Άλλες δισκογραφικές επιτυχίες του Μαν. Κατσαμά που μπορέσαμε να καταγράψουμε είναι τα : "Σημάδι μου χεις στην καρδιά", "Στην αγάπη μας δε θέλω καταδότες", "Μια ψηλομελαχροινή", "Κάθε καρδιά που αγαπά", "Φεύγω αγάπη μου στα ξένα", "Γιατρός είσαι στην πληγή", με συνοδεία το Γιάννη Μαρκογιαννάκη και τους γιους του Γιώργη και Βασίλη. Καλλίφωνος και με μεγάλες φωνητικές αντοχές, ακόμη και την τρίτη συνεχόμενη μέρα του γλεντιού, την ώρα που ξυπνούσε - μετά τον ελάχιστο ύπνο που «έκλεβαν», αν ήταν τυχεροί, σε καμιά γωνιά οι οργανοπαίχτες - «άκουες τη φωνή του σαν τ' αηδονιού» να λέει μαντινάδες στο σιγανό πεντοζάλη, με δυο κύκλους χορευτές τον ένα μέσα στον άλλο, και φυσικά ακουγόταν απ' όλους χωρίς μικρόφωνο.
Το 1965 σε ένα γλέντι που έπαιζε, δεν κατάφερε να φτάσει ο
λαουτιέρης Μίνωας Κοτζαμπασάκης από το χωριό Καλογέρου Αμαρίου και αναγκαστικά
τον συνόδευσε με το μπουζούκι του, ο δωδεκάχρονος γιός του Γιώργος.
Το 1967 εμφανίζονταν στην ταβέρνα «Κισσός” στον Πειραιά κάθε
Τετάρτη, Σάββατο και Κυριακή βράδυ.
Το 1970 ο Μανώλης Κατσαμάς άνοιξε δικό του μαγαζί στο
Αιγάλεω με το όνομα «Νεράιδα”, στο οποίο εμφανίζονταν οι γιοί του Γιώργος
Κατσαμάς και Βασίλης Κατσαμάς, όσο και άλλοι καλλιτέχνες όπως ο Νίκος
Βενιανάκης (Βενιανός), ο Μανούσος Μαυράκης, ο Νίκος Σκευάκης κ.α. Το 1973 η
«Νεράιδα” έκλεισε.
Ο Μανώλης Κατσαμάς παντρεύτηκε την Αμαλία Κατσαμά και
απέκτησαν επτά παιδιά τον Γιώργο Κατσαμά λυράρη, τον Βασίλη Κατσαμά λαουτιέρη
και τραγουδιστή, τον Σήφη Κατσαμά επίσης καλού τραγουδιστή, τον Νικηφόρο
Κατσαμά με το παρατσούκλι «Νίκος Κρητικός” γνωστού κιθαρίστα στο λαϊκό
πεντάγραμμο, την Πόπης Κατσαμά η οποία είχε επίσης τραγουδήσει λαϊκά τραγούδια
με μεγάλη επιτυχία την δεκαετία του ’70 και επίσης τον Ηρακλή και την
μεγαλύτερη σε ηλικία από όλους, την Γιαννούλα. Όπως έχει δηλώσει ο ίδιος στο
παρελθόν, ήθελε να τον «διαδεχθεί” ή ο γιός του Γιώργος ή ο Βασίλης, ώστε να
συνεχιστεί η οικογενειακή παράδοση των λυράρηδων.
Πέθανε σε ηλικία 72 ετών το 1996, αφού ταλαιπωρήθηκε για
μεγάλο χρονικό διάστημα από την επάρατη νόσο. Συνέχισε να παίζει με
αξιοθαύμαστο κουράγιο ακόμη και λίγους μήνες πριν το θάνατό του. Τα παιδιά του
(οι Κατσαμάδες) συνέχισαν, το καθένα με τον τρόπο του, τη μουσική παράδοση της
οικογένειας.»
Στο σημερινό δισκάκι μαζί με τον Μανώλη Κατσαμά, ο γιος του
Βασίλης σε δυο από τα πιο γνωστά τραγούδια του Μανώλη.
«Ο Βασίλης Κατσαμάς υπήρξε σημαντικός λαουτιέρης και
τραγουδιστής από την Κρήτη, μέλος μιας από τις πιο μουσικά καταξιωμένες
οικογένειες του νησιού. Γεννήθηκε το 1948 στους Ερφούς Ρεθύμνου και ήταν γιος
του Μανώλη Κατσαμά, δεξιοτέχνη λυράρη, και αδερφός του επίσης λυράρη Γιώργου
Κατσαμά. Η οικογένεια Κατσαμά έχει βαθιές μουσικές ρίζες, με τον παππού του
Βασίλη και τον θείο του Σήφη Φραγκιαδάκη να είναι επίσης καταξιωμένοι μουσικοί.
Από νεαρή ηλικία, ο Βασίλης ασχολήθηκε με τη μουσική,
παίζοντας λαούτο και τραγουδώντας. Η δισκογραφική του πορεία περιλαμβάνει
συνεργασίες με σημαντικούς καλλιτέχνες και συμμετοχές σε δίσκους που άφησαν το
στίγμα τους στην κρητική μουσική σκηνή.»
Φωτογραφίες και τα ηχητικά αρχεία …(εδώ).