Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2025

546. COLUMBIA DG 2073 ΚΟΥΦΙΑΝΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ- ΜΑΥΡΟΔΗΜΗΤΡΑΚΗΣ ΣΤΑΥΡΟΣ- ΤΣΕΣΜΕΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ 1934

Κατσούλης (Κουφιανός) Νικόλαος- Μαυροδημητράκης Σταύρος- Παπαμαρκάκης (Τσεσμές) Αντώνιος COLUMBIA DG 2073 Χανιώτικος Ξεροστεριανός - Πότε θα κάμη ξαστεριά 1934- 78rpm- 10''
«Ο Νικόλαος Κατσούλης ή Κουφιανός (βλέπε και ανάρτηση 106 και 372), γεννήθηκε το 1877 στο Μουρί, μια γειτονιά του Κουφού Κυδωνίας Χανίων. Μεγαλούργησε με την λύρα του, άφησε εποχή, άφησε μιμητές και μαθητές σε όλη την Κρήτη. Ο Νίκος ο Κατσούλης που από τον τόπο καταγωγής του, ονομάστηκε “Κουφιανός”.
Πολλοί μελετητές και ερευνητές της μουσικής μας παράδοσης τον κατατάσσουν στην υψηλότερη θέση των λυράρηδων που άκμασαν μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. 1928 και ο Νίκος Κατσούλης ή Κουφιανός, ξεκινάει τη δισκογραφική του "περιπέτεια" σε ηλικία 50 χρονών και αφού έχει διαγράψει λαμπρή πορεία στα χανιώτικα δρώμενα. Παράλληλα έχει μεγαλώσει 7 παιδιά, τρία δικά του και τέσσερα της χήρας συζύγου του, άλλα έχασε το γιο του Γρηγόρη στη μικρασιατική εκστρατεία όπου πήγε ως εθελοντής, γι'αυτο και για αρκετά χρόνια δεν έπαιζε.
Ο Χαρίλαος ηχογράφησε δίσκους και εντυπωσίασε, ο Καντέρης έβαλε την λύρα στα “σαλόνια”, ο Καραβίτης και ο Λαγός έδωσαν φρέσκια πνοή στην μουσική της κεντρικής Κρήτης, ο Ροδινός αποθεώθηκε με τον τραγικό του θάνατο, ο Κουφιανός όμως, έβαλε θεμέλια, έσκαψε το χωράφι, το έσπειρε με νότες, τεχνικές, δοξαριές, καινοτομίες.
Αξεπέραστη τεχνική για εκείνη την εποχή. Ο Ροδινός, ξημεροβραδιαζόταν δίπλα του για να τον παρατηρεί στο παίξιμο του. Ο Καραβίτης, ο Μουζουράκης, ο Χαρίλαος, συχνοί θαμώνες στα γλέντια του, αλλά και στα “ιδιωτικά” μαθήματα κατόπιν.
Από ότι καταλαβαίνουμε, ναι, ο Κουφιανός δίδαξε. Δίδαξε την τέχνη του οργάνου, δίδαξε όμως και την γνήσια μουσική έκφραση. Γνώστης, όχι μόνο των τοπικών μουσικών ιδιωμάτων, αλλά ως μανιώδης εραστής της κρητικής μουσικής, ταξίδευε σε όλο το νησί, ερχόταν σε επαφή με καλλιτέχνες άλλων περιοχών, ώστε να μαθαίνει και τα μουσικά είδη όλης της Κρήτης. Αυτός, μαζί με τον Ανδρέα Μαριάνο κυρίως, κράτησαν ανόθευτες τις γνήσιες μελωδίες του αυθεντικού Πεντοζαλιού.
Έπαιξε σε όλο τον νομό Χανίων, αλλά και σε περιοχές της υπόλοιπης Κρήτης. Στην Αθήνα, εμφανιζόταν συχνά, ακόμα και σε συναυλίες, όπως το 1930 και 1932 στο θέατρο Αλάμπρα με τον σαντουριέρη, τον Λουκά Μπέρτο. Το 1938 αντιπροσώπευσε την Κρήτη στο Καλλιμάρμαρο στάδιο Αθηνών, μαζί με τον Γιώργη Κουτσουρέλη και το χορευτικό συγκρότημα από τα Παλαιά Ρούματα Κισάμου. Φίλος του Ελευθερίου Βενιζέλου, ήταν ο αγαπημένος λυράρης του Εθνάρχη και συχνά έπαιζε στο σπίτι του και στη λέσχη Φιλελευθέρων. Ο άλλος αγαπημένος μουσικός του Βενιζέλου, ήταν ο Γιώργης Μαριάνος.
Δισκογραφικά, το έργο του Κουφιανού είναι μικρό, δυσανάλογο της καλλιτεχνικής του εμβέλειας. Μην ξεχνάμε όμως τις δυσκολίες εκείνης της εποχής και την πρωτόγονη κατάσταση της δισκογραφίας.
Συνεργάστηκε με πολλούς καλλιτέχνες, όπως ο λαγουτιέρης Μπερτομανώλης από τα Πλακάλωνα Κισάμου, ο Ανδρέας και μετέπειτα ο Γιώργης Κουτσουρέλης, ο Φραγγέδης από τις Βουκολιές, αλλά και οι σαντουριέρηδες Τσεσμές και Μπέρτος.
Ο Κουφιανός, δεν έκανε απλά διασκευές. Άφησε σαν δώρο στην μουσική μας παράδοση, τον δικό του σκοπό, την δική του δημιουργία: Τον κλασσικό Χαλεπιανό συρτό, μια από τις ωραιότερες μελωδίες.
Δεν είναι παράλογο να πούμε ότι σήμερα το όνομα του παραπέμπει σε έναν θρύλο. Και στην πραγματικότητα, αυτός είναι ο Κουφιανός. Ένας θρύλος της λύρας, της κρητικής μουσικής.
Λυράρης, καλλιτέχνης, τραγουδιστής υψηλού επιπέδου για εκείνα τα χρόνια της παρουσίας του. Ο θρυλικός Κουφιανός έφυγε από την ζωή το 1947.»
«Ο Σταύρος Μαυροδημητράκης ήταν από τους πρώτους σολίστες λαγουτιέρηδες της κρητικής μουσικής. Τότε που το λαγούτο "κεντούσε" πενιές και μελωδίες, τότε που το πασαδόρικο παίξιμο ήταν παντελώς άγνωστο, χάριν... ενορχήστρωσης που λέμε σήμερα, τότε λοιπόν ο Σταύρος Μαυροδημητράκης δόξασε αυτό το όργανο, αλλά δοξάστηκε και ο ίδιος.
 Γεννήθηκε το 1900 στα Μαρεδιανά Κισσσάμου. Ήταν γιος του παλιού λυράρη, του Νικηφόρου Μαυροδημητράκη. Επηρεασμένος από τον πατέρα του, ακολούθησε τα μονοπάτια της μουσικής. Όχι όμως με λύρα, αλλά με μαντολίνο στην αρχή. Δέκα χρονών ήταν σαν πρωτόπιασε το μαντολίνο με βοήθεια ενός συγχωριανού του. Γρήγορα όμως έδειξε την κλίση του στο λαγούτο και ήδη στα δεκαπέντε του ήταν ένας τεχνίτης λαγουτιέρης, παρά το νεαρό της ηλικίας του. Με τον πατέρα του στην αρχή "ζύγιασε" τις πενιές του, αλλά κατόπιν η συνεργασία του με τον Νικολή Χάρχαλη ήταν πολύ σημαντική. Μαζί ηχογράφησαν και δίσκους.
Έπαιξε με πολλούς καλλιτέχνες της εποχής εκείνης, με τον Γιώργη Μαριάνο, με τον Κουνελοκωστή, με τον Νικολή Κατσούλη (Κουφιανό), με τον Ζερβό κ.α. Στην Αθήνα που ανέβηκε συνεργάστηκε με πλήθος μουσικών στην ταβέρνα "Τα Χανιά" του Ευτύχη Μπασιά. Στην Αθήνα γνωρίστηκε με τον μεγάλο λυράρη, τον Αλέκο Καραβίτη όπου μαζί αποτέλεσαν ένα πολύ καλό δίδυμο και μαζί έγραψαν αρκετούς δίσκους. Ακόμα συνεργάστηκε με πλήθος λυράρηδων, όπως ο Γιώργης Μουζουράκης, ο Θανάσης Σκορδαλός κ.α. Σημαντική όμως η συνεργασία του με τον αείμνηστο δάσκαλο, τον Κωστή Μουντάκη. Σημαντική τόσο σαν συνεργασία, όσο και σαν φιλία.
Τα τελευταία χρόνια, αποτραβηγμένος από την ενεργό δράση, άκουγε τους νεώτερους λαγουτιέρηδες και συλλογιζόταν το μέλλον αυτού του οργάνου. Δεν του άρεσαν οι πασαδόροι, οι άτεχνοι και μονότονοι λαγουτιέρηδες που κρυβόντουσαν πίσω από τους ήχους της λύρας. Έλεγε χαρακτηριστικά "το λαγούτο παίζει πενιά, αλλιώς ανε δε θές πενιά, άμε να παίξεις κιθάρα". Βραβεύτηκε από διάφορα σωματεία, ξεχωριστό όμως το βραβείο του συλλόγου Κρητών Πειραιώς "Η Ομόνοια", το οποίο βραβείο του παρέδωσε ο φίλος και συνεργάτης του, ο Κωστής Μουντάκης. Ο Σταύρος Μαυροδημητράκης, ο κορυφαίος αυτός λαγουτιέρης, αυτή η μοναδική τέχνη, πέθανε σε ηλικία ογδόντα εννέα ετών το 1989 στον Πειραιά.»
«O Αντώνης Παπαμαρκάκης γεννήθηκε στα Χανιά το 1917. Η καταγωγή της οικογένειας του ήταν από τα Χανιά (Σέλινο) αφού ο παππούς του είχε μεταναστεύσει στη Μικρά Ασία περίπου στα μέσα του 19ου αιώνα. Ο πατέρας του Γιάννης Παπαμαρκάκης ή Τσεσμές (1885-1976) ήλθε πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία κατά τον διωγμό των Τούρκων το 1914. Το παρατσούκλι του το πήρε από τον τόπο μετανάστευσής του τον Τσεσμέ της Μικράς Ασίας και τον συνόδευε πάντα, αυτόν όπως και το γιό του, Αντώνη. Γνώριζε την τέχνη του ράφτη κι έτσι άνοιξε ραφτάδικο στα Σχοινοπλοκάδικα, στη Σπλάντζια (στη σημερινή Χατζημιχάλη Νταλιάνη δίπλα στο τζαμί). Όλοι στην οικογένεια ήταν μουσικοί. Έπαιζε με το βιολί μόνο μικρασιάτικους σκοπούς. Πολλές φορές έπαιζε μαζί με τον Νικόλαο Κατσουλάκη ή Κουφιανό σε γάμους και πανηγύρια, αυτός τα μικρασιάτικα και ο Κουφιανός τα κρητικά, αλλά και με άλλους μουσικούς όπως ο Βασίλης Παπαδάκης ή Κοπανίδης (ο πατέρας του Ναύτη) και ο οργανοποιός και λαγουτιέρης Μανώλης Φραγκέδης.
Ο Αντώνης Παπαμαρκάκης, μεγάλωσε στο πάνω Κουμ Καπί. Έμαθε σαντούρι μικρός, δίπλα στον σπουδαίο σαντουριέρη Λουκά Μπέρτο αφού το ραφείο του πατέρα του στα Σχοινοπλοκάδικα, ήταν κολλητά με το οργανοποιείο του Μπέρτου. Από το 1932 σε ηλικία 15 χρονών, ξεκίνησε η συνεργασία του με τον κορυφαίο λυράρη Κουφιανό με τον οποίο ήταν ζυγιά μέχρι τον πόλεμο.
Ο Τσεσμές θυμάται: «Προπολεμικά παίζαμε στο Σαντριβάνι. Δε χορεύανε εκεί. Ο κόσμος καθότανε, παίζαμε εμείς  και τον διασκεδάζαμε. Εκεί ο κόσμος έτρωγε, έπινε και πήγαινε πάνω κάτω βόλτες. Τι γινότανε παλιά στου Μπόλαρη; Ακριβώς ένα τέτοιο γινότανε. Σαββάτο πάντοτε, πήγαινε μέχρι πέρα το Φιρκά και γύριζε ο κόσμος και κατέβαινε μέχρι την πλατέα το Σαντριβάνι. Τότε παίζαμε με τον Κουφιανό, λύρα και σαντούρι. Στα χωριά έπαιξα και με το Χάρχαλη, το Μαριάνο και με τον Κουτσουρέλη που έπαιζε το λαγούτο, πάρα  πολλές φορές. Τα γλέντια προπολεμικά ήτανε: Επηγαίναμε απ΄ το Σάββατο το μεσημέρι και παίζαμε μέχρι το Σάββατο το βράδυ, μέχρι τις 1 ή 2. Μετά σταμάταγε το γλέντι, επηγαίναμε και κοιμόμαστε και σηκωνόμαστε την Κυριακή.
Ετρώγαμε το πρωινό, τα κοκόρια μας, τη σουπίτσα μας και μετά κατά το μεσημέρι αρχίζαμε το πανηγύρι μέχρι τη Δευτέρα το πρωί. Αυτά ήτανε τα γλέντια τα παλιά, όχι όπως τώρα. Άλλοι κοιμότανε κι άλλοι χορεύανε. Μετά φεύγανε αυτοί που χορεύανε κι ερχότανε οι άλλοι που ξυπνάγανε. Ωραία χρόνια ! Σου λέω τώρα για του 1934-35, εκεί. Δύο μέρες κρατάγανε τα γλέντια τότε. Εκεί όλη μέρα μάσα και χορό. Αντέχαμε, τι να κάνουμε… Παντού παίζαμε, Πλατανιά, Αγιά Μαρίνα, Βουκολιές, Καστέλι, σε όλα τα χωριά. Σπάνια στον Αποκόρωνα, όλο Κίσαμος. Στα Χανιά  δε γινότανε τέτοια γλέντια, εγινότανε αριστοκρατικά. Πηγαίναμε την Κυριακή το απόγεμα, μόλις τέλειωνε ο γάμος και καθόμαστε μέχρι το πρωί και φεύγαμε».
Ο αείμνηστος, εξαίρετος οργανοποιός Γιώργος Φραγκιαδάκης σε συνέντευξή του το 2009, μιλώντας για τη δεκαετία του 1930, τόνιζε: «Στα Στιβανάδικα ήτανε ένα μαγαζί και έπαιζε κάθε βράδυ ο πατέρας μου Μανώλης, με το Γαλάνη τον Κωστή, ήτανε κι ένα άλλο στο λιμάνι κάτω κι έπαιζε ο Κουφιανός με τον Αντώνη (Παπαμαρκάκη) σαντούρι».
Ο Τσεσμές, ηχογράφησε με τον Κουφιανό 6 δίσκους 78 στροφών, με 12 κομμάτια, στην εταιρεία Columbia το 1934. Για την ηχογράφηση λέει: «Όταν ήρθαμε (στην Αθήνα) και βγάλαμε δίσκους στην Κολούμπια, τότε επήραμε κι ένα λαούτο. Το Μαυροδημήτρη. Επήγαμε τρεις». Σε αρκετές από τις ηχογραφήσεις ο Αντώνης Τσεσμές τραγουδάει μαζί με τον Κουφιανό.
Ο Αντώνης Τσεσμές μετά τον πόλεμο έπαιξε για κάποια χρόνια στην ταβέρνα του Λαμπαθέ, στου Μπόλαρη στα Χανιά, σε λαϊκό ρεπερτόριο της εποχής, με τον Αντώνη Κατινάρη, το Νίκο Σαρρημανώλη, τον Κώστα Παπαδάκη ή Ναύτη κ.ά.
Χαρακτηριστική είναι η διήγησή του: «Επαίζαμε στου Λαμπαθέ, στου Μπόλαρη μετά την κατοχή. Έπαιζα εγώ, ο Σαρρημανώλης και ο Κατινάρης. Ήτανε κάθε βράδυ φίσκα το μαγαζί. Επαίζαμε τραγούδια του Τσιτσάνη, του Βαμβακάρη, όλο ρεμπέτικα, σπάνια να μας ζητήσουνε και κανένα κρητικό. Και καμιά φορά σηκωνότανε και χόρευε και κανένας. Έπινε κανένα κρασάκι, ερχότανε στα κέφια, σου λέει ας κάνω και μια βολτίτσα. Εκεί ήταν μόνο ν’ ακούνε, τραγούδια και τέτοια. Τα παίζαμε όλα πρακτικά, δεν ξέραμε νότες εμείς. Επαίρναμε την πλάκα, την  ακούαμε δυο τρείς φορές και τη μαθαίναμε στα πρακτικά, όλα με το αυτί. Είχαμε κάνει ένα πάλκο και παίζαμε κάθε καλοκαίρι. Ήτανε ωραία. Εκεί παλιά στου Μπόλαρη γινότανε το νυφοπάζαρο. Σε άλλο μαγαζί δεν έπαιξα».
Το 1948 παντρεύτηκε τη Νεοχωρίτισσα σύζυγό του, έχοντας κατά κάποιο τρόπο «επηρεαστεί» (!) από τον «Νεοχωρίτικο συρτό» που ηχογράφησε το 1932 ο Κουφιανός και που στην πρώτη στροφή, λέει: (Άχι μελαχρινό) Της Νέας Χώρας το νερό, λένε πως βγάζει αβδέλες μα κείνο το μαργιόλικο, έχει όμορφες κοπέλες.
Το 1950 μετακόμισε στην Αθήνα. Ήδη το σαντούρι -όπως ο ίδιος αναφέρει- δεν είχε ζήτηση και δεν έβρισκε δουλειά ως μουσικός, οπότε άλλαξε επάγγελμα. Το σαντούρι του, το παρέδωσε στον Μπέρτο που κι αυτός είχε επανέλθει στην Αθήνα. Η κρητική μουσική έχασε πολύ νέο, έναν ταλαντούχο μουσικό που ίσως θα είχε να δώσει με το σαντούρι του, αρκετά ακόμη…».
Κορυφαίος ο Κουφιανός στο παίξιμο, κορυφαίοι και ο Μαυροδημήτρης με τον Τσεσμέ στο σημερινό γραμμοφωνικό δίσκο. Άψογος ο ¨Χανιώτικος Ξεροστεριανός¨ γι' αυτό και οι στίχοι με τις νότες παραπάνω. Για να μαθαίνουμε. Τώρα για τους στίχους και την ιστορία του ¨Πότε θα κάνει ξαστεριά¨ έχω αναφερθεί σε παλαιότερη ανάρτηση, αλλά και αν όχι, δεν θα το έκανα την συγκεκριμένη χρονική στιγμή γιατί πολύ απλά, κάποια πράγματα-καταστάσεις λειτουργούν αρνητικά στο υποσυνείδητο ανθρώπων με ελλειπή παιδεία (και ο νοών νοείτο).  
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).