Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2021

137. PANIVAR PA-296 ΚΑΜΑΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ- ΚΑΜΑΡΗΣ ΚΩΣΤΑΣ- ΠΑΠΑΤΣΑΡΑΣ ΜΑΝΟΥΣΟΣ 1970

Καμάρης Δημήτρης- Καμάρης Κώστας- Παπατσαράς Μανούσος PANIVAR PA-296   Ψαρεύω για να βρω χαρά (Συρτός) - Μείχες μα δεν με πρόσεχες (Αμανές) 1970- 45rpm- 7''

Ο Δημήτρης Καμάρης γεννήθηκε το Φλεβάρη του 1943, στο Ηράκλειο της Κρήτης. Αδερφός του ο Κώστας Καμάρης (πέντε στο σύνολο αδέρφια) που παίζει λαούτο στο σημερινό δισκάκι μαζί με τον Μανούσο Παπατσαρά. 
Δισκογραφικά έχει πέντε 45άρια (στην castro,  rythmophone, music-box και δύο στην panivar), τρία LP (δύο προσωπικούς δίσκους και ένα με τον Λάμπρο Χαριτάκη), περίπου δεκαπέντε κασέτες και δυο cd.

Έχει συνεργαστεί δισκογραφικά με τους: Τσαγκαράκη Δημήτρη, Ξυλούρη Γιάννη, Παπατσαρά Μανούσο, Φασουλά Ζαχάρη, Καμάρη Κώστα, Χαριτάκη Λάμπρο και με τον Κοτσαμπασάκη Μίνω. Επίσης έχει συνεργαστεί σε γλέντια και εκδηλώσεις με τον Μαρκογιάννη, Νίκο Μανιά, τον Κακλή, τον Νίκο Καδιανό και τον Φουκάκη.

Ο Κώστας Καμάρης έχει συνεργαστεί με τον Μανώλη Καρπουζάκη, Αρχοντή Λιαπάκη και τον αδερφό του Δημήτρη.
Για τον Μανούσο Παπατσαρά έχουμε αναφερθεί στις αναρτήσεις 76, 88 και 131.
Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Αντώνη Κουκλινό που με έφερε σε επικοινωνία με τον Δημήτρη Καμάρη (δύο εξαίρετοι φίλοι και συνεργάτες). 
Φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).
 

 


Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2021

136. COLUMBIA D.G. 345 ΑΝΤΩΝΟΓΙΩΡΓΑΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ- ΜΑΥΡΟΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΑΥΡΟΣ 1933

Αντωνογιωργάκης Ελευθέριος- Μαυροδημήτρης (Μαυροδημητράκης) Σταύρος COLUMBIA D.G. 345 Χανιώτικο - Πεντοζάλη Ηρακλειώτικο (Ρεθυμνιώτικο) 1933- 78rpm- 10''

Ο λυράρης Ελευθέριος Αντωνογιωργάκης, γιος του Μανούσου και της Μαρίας Αντωνογιωργάκη, γεννήθηκε στο Αστέρι Ρεθύμνης το 1907. Είχε επίσης ένα μικρότερο αδερφό, τον Γιάννη, που έπαιζε και εκείνος λύρα. Από μικρή ηλικία έδειξε μεγάλο πάθος με τη μουσική, αφού σε ηλικία περίπου δώδεκα ετών έφτιαξε μια δική του αυτοσχέδια λύρα. Τα πρώτα μουσικά ερεθίσματα τα πήρε ακούγοντας τους μεγαλύτερους λυράρηδες του χωριού του, τον Κεραμειανάκη και τον Τζανιδάκη. Όπως αναφέρει ο ανιψιός του Δημήτρης, πήγαινε στο παραθύρι ή την πόρτα των παλαιών λυράρηδων και τους άκουγε και μετά κατευθείαν έτρεχε στο σπίτι του για να παίξει αυτό που είχε ακούσει. Αυτός που τον επηρέασε σημαντικά ήταν ο μεγάλος λυράρης Ανδρέας Ροδινός, ο οποίος όποτε περνούσε από το Αστέρι του άρεσε να παίζει μουσική με τον Λευτέρη.
Γρήγορα εξελίχθηκε σε ονομαστό λυράρη και έγινε περιζήτητος. Κατατάχτηκε στη χωροφυλακή Ρεθύμνου και παντρεύτηκε την Ευαγγελία, με την οποία απέκτησαν δυο παιδιά, τον Στέλιο και την Ελένη. Μαζί με την οικογένεια του μετοίκησαν στο νέο τους σπίτι στο Ηράκλειο, όταν ήταν σε ηλικία περίπου εικοσιπέντε ετών. Εκεί άνοιξε ταβέρνα και στη συνέχεια εμπορικό κατάστημα με ψιλικά. Ο Ελβετός εθνομουσικολόγος Samuel Baud-Bovy, στο βιβλίο του ¨Μουσική καταγραφή στην Κρήτη 1953-54¨, αναφέρει: «…γνωρίσαμε κι ακούσαμε τον λυράρη Λευτέρη Αντωνογιωργάκη (45 ετών). Ο Αντωνογιωργάκης γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ρέθυμνο. Μετά το στρατιωτικό του, εγκαταστάθηκε στο Ηράκλειο όπου άνοιξε μπακάλικο. Ξέρει γράμματα και είναι πολιτισμένος άνθρωπος. Πολύ πρόθυμα μας δέχθηκε. Η λύρα του είναι βιολόλυρα, χωρίς τάλια (ξύλινα στριφτάλια) όμως και με τρεις χορδές. Παίζει Κρητικούς χορούς αλλά και ευρωπαϊκούς».
Ο Αντωνογιωργάκης ηχογράφησε το 1933 στην Αθήνα τέσσερα κομμάτια, στην εταιρεία Columbia, όπου παίζει και τραγουδάει, με λαουτιέρη τον Σταύρο Μαυροδημητράκη. Κάτω από τις πιέσεις της γυναίκας του, περιόρισε τον ρόλο τους ως επαγγελματία μουσικού, αλλά συνέχισε να παίζει στα πανηγύρια και κυρίως στις διάφορες φιλικές συνάξεις, τόσο του Ηρακλείου, όσο και του Ρεθύμνου.
Ήταν άνθρωπος μερακλής και του κεφιού, ενώ συνεργάστηκε με πολλούς λαουτιέρηδες, όπως ο Ιωάννης Μπερνιδάκης, ο Δρυμάκης, ο Γιάννης Μαρκογιαννάκης, ο Καλλέργης και ο Βύρωνας Ιερωνυμάκης (Ιερωνυμίδης). Πέθανε τον Φεβρουάριο του 1977 στο Ηράκλειο σε ηλικία 70 ετών.
Όλες οι παραπάνω πληροφορίες είναι από το ερευνητικό βιβλίο-συλλογή ¨Μίλιε μου Κρήτη από τα παλιά¨. Τα τραγούδια φυσικά περιέχονται στο αντίστοιχο cd (με την αντίστοιχη επεξεργασία), αλλά όχι οι φωτογραφίες των ετικετών. Από τις ετικέτες βλέπουμε ότι το ¨ Πεντοζάλη Ηρακλειώτικο¨ είναι Ρεθυμνιώτικο και όχι Χανιώτικο όπως αναφέρει στο βιβλίο. Τώρα τις διαφορές και πως είναι Ηρακλειώτικο αλλά Ρεθυμνιώτικο νομίζω πρέπει να απαντήσουν οι μουσικοί και οι μουσικολόγοι ερευνητές.
Για τον Σταύρο Μαυροδημητράκη έχουμε αναφερθεί στις αναρτήσεις 30,43 και 106.    
Φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).
 




Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2021

135. SPECIAL MUSIC SM 515 ΧΑΛΚΙΑΣ ΤΑΣΟΣ- ΧΑΛΚΙΑΣ ΦΩΤΗΣ- ΧΑΛΚΙΑΣ ΧΡΟΝΗΣ- ΤΡΑΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ 1970

Χαλκιάς Τάσος- Χαλκιάς Φώτης- Χαλκιάς Χρόνης- Τράκης Γεώργιος SPECIAL MUSIC SM 515 Οι κλέφτες οι Βελτσιστινοί (Τσάμικο) - Διαβάτες είστε άνθρωποι (Πωγωνίσιο) 1970- 45rpm- 7''

Μετά τον πόλεμο, η κομπανία των Χαλκιάδων ανασυστάθηκε και περιόδευσε στα πανηγύρια της χώρας, ενώ άρχισε να κυκλοφορεί και δίσκους. Από το 1958 έως το 1963 ο Τάσος Χαλκιάς διέμενε και συμμετείχε σε παραστάσεις στην Αμερική. Όταν επέστρεψε, σχημάτισε το 1964 ένα νέο οικογενειακό συγκρότημα, με το οποίο έκανε εμφανίσεις σε γνωστά κέντρα της Αθήνας. Επέστρεψε για άλλα τρία χρόνια στην Αμερική, όπου ηχογράφησε περίπου εκατόν ογδόντα τραγούδια. Στην Αθήνα γύρισε οριστικά το 1970, όπου δημιουργεί την Special Music Record Company και κόβει περίπου 22 δισκάκια 45 στροφών.
Ο Σαββόπουλος είχε καλεσμένο τον Χαλκιά στο Κύτταρο το 1972. Όπως είχε πει ο ίδιος ο ηπειρώτης κλαρινίστας στο μνημειώδες βιβλίο τού Αντρέα Χρονόπουλου «Θύμησες και Σημειώσεις Τάσου Χαλκιά» [Απόπειρα, 1985]:
«Νέους ανθρώπους γνώρισα όταν κάποτε ήρθε και μου μίλησε ο Διονύσης Σαββόπουλος. Άνοιγε ένα μαγαζί κι ήρθε, με βρήκε και μου είπε:
– Χαλκιά σε θέλω να 'ρθεις στο μαγαζί. Θα κάνουμε έναρξη την τάδε του μήνα.
Με ευχαρίστησε η προτίμησή του, αλλά δεν πίστευα ότι θα πέρναγε η δική μου εργασία μέσα στον κόσμο, όπου τα είχε αυτός. Ήτανε άλλος ο κόσμος του και συγκεκριμένα του είπα – επί λέξει:
– Ποιος να με καταλάβει από αυτούς τους ακούρευτους κι αξύριστους;
Μου συνέχισε τότε ο Σαββόπουλος:
– Εσένα δε σ' ενδιαφέρει κύριε Χαλκιά. Μόνο να 'ρθεις να μιλήσουμε και να συμφωνήσουμε.
Όντως, επήγα. Συμφωνήσαμε κι έπαιξα δυο χρόνια. Ερχότανε αλήθεια αυτή η νεολαία, αυτοί όλοι που ονόμασα ακούρευτους, μαλλιάδες και αξύριστους και δε με άφηναν να φύγω από την πίστα. Με αγαπούσαν αυτά τα παιδιά. Έπρεπε να γυρίσω το λιγότερο δυο φορές απ' τα καλέσματά τους για να τους παίξω λίγο ακόμη και να φύγω.(...) Αυτά τα παιδιά μου 'δωσαν μεγάλη ζωή. Μ' αγαπήσανε πάρα πολύ κι όπου πήγαινα κατόπιν, σε εκδηλώσεις, έρχονταν να με δουν».
Πριν γίνει μέλος της παρέας του Κυττάρου ο Τάσος Χαλκιάς είχε ήδη μια ζωντανή καριέρα πίσω του, αφού από το 1930 βρισκόταν στο δρόμο της μουσικής δίπλα στ' αδέλφια του, στο συγκρότημα Μαύρα Πουλιά, γνωρίζοντας τους «μύθους» του κλαρίνου (Νίκος Τζάρας, Κώστας Καραγιάννης), για να φθάσει κάποια στιγμή να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα (1951), μπαίνοντας και στις ηχογραφήσεις (για λογαριασμό του Λαμπρόπουλου).
 Στην Αμερική ο Χαλκιάς θα βρεθεί για πρώτη φορά στις αρχές του '60. Στη Νέα Υόρκη φυσικά και στο μαγαζί Κηφισιά, στους 27 δρόμους. Όπως λέει ο ίδιος (πάντα από το βιβλίο του Χρονόπουλου):
«Ωραίο μαγαζί το Κηφισιά. Ήμουνα παρέα με το μακαρίτη τον Παπαϊωάννου το Γιάννη, τον Τζουανάκο, τον Καλλέργη. Όλοι μια παρέα. Παίζαμε μαζί, αλλά και κοιμόμαστε επίσης σε ένα δωμάτιο που μας είχε δώσει η μπόσενα. Όμως, δεν έμεινα για πολύ καιρό στο ίδιο δωμάτιο. Αυτοί τραβάγανε το χασίσι, ντουμάνιαζε το δωμάτιο, γινότανε της πουτάνας. Δε μου άρεσε αυτό το πράμα. Φτιάχνανε κάτι τσιγάρα φουγάρα και δεν μπορούσα εκεί μέσα γι' αυτό μονάχα το λόγο. Κατά τ' άλλα με τα παιδιά τα πήγαινα πολύ καλά. Χρυσά παιδιά. Ωραίες ψυχές. Σκεφτόμουνα για πολύ καιρό τι να κάνω, διότι κοντά στ' άλλα είχα και τους βρόγχους. Με έπιανε ο βήχας».
Στις αρχές του 1963 ο Τάσος Χαλκιάς θα επιστρέψει στην Ελλάδα, θα ηχογραφήσει το θρυλικό κομμάτι του «Βορειοηπειρώτικο μοιρολόι», που είχε εμπνευστεί στην Αμερική και το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς θα ξαναφύγει για το Νέο Κόσμο, καθώς είχε σοβαρές προτάσεις για ηχογραφήσεις με την εταιρεία Alector (ελληνοαμερικάνικο label που είχε τυπώσει «Γύφτο» Αθανασίου, Μπέμπη κ.ά.). Σ' αυτή τη δεύτερη επίσκεψή του στην Αμερική ο Χαλκιάς θα γνωριστεί με τον άσσο του τζαζ κλαρίνου Benny Goodman (1909-1986). Αληθινή γνωριμία δηλαδή – όχι σαν εκείνη του Χιώτη με τον Hendrix, που δεν έγινε ποτέ (καθώς δεν έφταιγε γι' αυτό ούτε ο Χιώτης, ούτε ο Hendrix).
«Τη δεύτερηφορά που επήγα στην Αμερική γραμμοφώνησα πολλά ελληνικά, αλλά και τούρκικα τραγούδια για την εταιρεία Αλέκτωρ. Συνάμα ήμουν λεύτερος. Αυτό το κατάφερα από την αρχή. Ήξερα τι γίνεται εκεί από την πρώτη φορά και όταν μου έγινε η πρόταση το ζήτησα. Να είμαι λεύτερος δηλαδή κι αυτό περισσότερο για να μπορέσω να δουλέψω σωστά.
Μια μέρα κατέβηκα στα στέκια τα γνωστά μου από την πρώτη φορά. Πήγα στην 8η άβενιου, την 8η λεωφόρο, όπου βρίσκονταν τα ελληνικά κέντρα. Δεν ξέρω αν είναι ακόμα εκεί σήμερα... (σ.σ. το 1984, όταν μιλάει στον Χρονόπουλο). Με είδανε. Είχαν ανάγκη μεγάλη. Δεν είχανε όργανα. Η μπόσενα είχε βάλει κάτι όργανα, αλλά δεν είχε καθόλου δουλειά αν και το μαγαζί ήτανε πολύ ωραίο. Πρωτότυπο μαγαζί τότες το Αλή Μπαμπά για την εποχή του.
Όταν με είδανε στα στέκια τους με πήρανε αμέσως στο μαγαζί τους, καθίσαμε, τα ήπιαμε για να λυθεί η γλώσσα μας, μιας και λέγονται όλα πιο εύκολα όταν έχεις πιει, επειδή έτσι νομίζουν μερικοί, πράμα που θα πει και πως και άπιωτος να είσαι και τα πεις, πάλι για πιωμένο θα σε περάσουν, γιατί υπάρχει και κουτός κόσμος που τα εννοεί έτσι. Κι έτσι, τι άλλο να έκανα. Ήπια. Έτσι κι αλλιώς μ' άρεσε το πιοτί και δεν υπήρχε λόγος να τους κάνω δυσκολίες. Το είχανε με τις κάσες στο μαγαζί τέτοιο που ήτανε. Είχανε πολύ από δαύτο κι έτσι, πιοτί στο πιοτί, αρχίσανε οι ερωτήσεις "Για πού είσαι, τέλος πάντων, που ήρθες εδώ πέρα" και τέτοια. Αρχίσανε να ρωτάνε κι εκείνοι αμοίραστα. Εγώ όμως ήμουνα λεύτερος. Κι έχει σημασία για μένα η αξία της λευτεριάς. Δύσκολα κατακτιέται κι όποιος δεν τη σεβαστεί δεν μπορεί να λέει κι ό,τι θέλει η ψυχή του. "Ήρθα να σας δω και να φύγω". Αυτό είπα πρώτα κι έπειτα "Δεν είμαι δεσμευμένος πουθενά". Αυτό ήτανε όλο. Με πλήρωσαν πάρα πολύ καλά. Διακόσια δολάρια την εβδομάδα, αλλά και τη χαρτούρα. Από διακόσια δολάρια δεν πληρώθηκε κλαρίνο την εποχή εκείνη. Λένε πως το κασέ του καλλιτέχνη είναι η αξία του. Αυτό δεν το πιστεύω, αλλά αφού έτσι πηγαίνει αξίζει να πω πως την εποχή εκείνη τότε, το καλύτερο μπουζούκι, που ήτανε για εκείνους που κρατούσαν μαγαζιά το πρώτο όργανο, έπαιρνε εκατόν πενήντα βαριά μέχρι εκατόν εβδομήντα πέντε δολάρια. Το καλύτερο μπουζούκι. Δεν ξέρω τι γίνεται σήμερα. Μπορεί τα παιδιά, οι μουσικοί, να παίρνουν πολλά. Τότε πάντως έτσι είχε.
Στο Αλή Μπαμπά μου δώσανε το "Οκέυ", που λένε, να φτιάξω συγκρότημα. Έβαλα αμέσως μπροστά. Πήρα τον Τζουανάκο μπουζούκι, ένα παλιό φίλο και συνεργάτη από την προηγούμενη φορά που ήμουνα με τον Παπαϊωάννου και ο οποίος πέθανε εκεί στην ξενιτιά ο φουκαράς (σ.σ. ο σπουδαίος Σταύρος Τζουανάκος πέθανε το 1974 στην Αμερική, στα 49 του). Έφτιαξα ένα δυνατό συγκρότημα και μόλις μπήκα μέσα στο μαγαζί αρχίσανε να έρχονται με λεωφορεία από παντού. Από τη Βοστώνη, τη Φιλαδέλφεια. Ήμουνα αρκετά γνωστός».
Βιογραφικά στοιχεία για τον Γιώργο Τράκη δεν κατάφερα να βρω.
Στο σημερινό δισκάκι έχουμε Χαλκιάδες με τον Γιώργο Τράκη, σχήμα που έχει ηχογραφήσει αρκετά δισκάκια. Τα τυπογραφικά λάθη δυστυχώς δεν λείπουν στη Special Music, το ¨παγωνίσιο¨ είναι φυσικά πωγωνίσιο και η γραμματική δική σας (βγάζει μάτια).
Τέλος, στο παίξιμο του ο μπάρμπα Τάσος, στο σημερινό δισκάκι προσθέτει στοιχεία άγνωστα στα παραδοσιακά δεδομένα.    
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).
 

 


Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2021

134. FIDELITY 7375 ΓΚΙΝΗΣ ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΣΟΥΡΜΟ ΤΟΥ- ΣΑΜΙΟΥ ΔΟΜΝΑ 1966

Γκίνης Παντελής και το τσούρμο του- Σαμίου Δόμνα FIDELITY 7375 Αγάντα γιαλέσα (Σφουγγαράδικο τσιμάρισμα Καλύμνου) - Ντιρλαντά (Σφουγγαράδικο τσιμάρισμα Καλύμνου) 1966- 45rpm- 7''

¨Και ξαφνικά, ένας Καλύμνιος καπετάνιος έγραψε δύο τραγούδια που το ένα, το Ντιρλαντά, έγινε παγκόσμια επιτυχία και το άλλο το «Αγάντα Γιαλέσα» είναι από τα πιο αγαπημένα μέχρι σήμερα!
Την ίδια περίοδο γράφτηκαν και τα δύο τραγούδια, τη δεκαετία του ΄60. Ήμουνα παιδάκι τότε στην Κάλυμνο και τον θυμάμαι αμυδρά τον καπετάνιο, το Ντιρλαντά όπως τον έλεγαν πια όλοι. Πάνω στο καΐκι του, μπροστά στο τσούρμο του που χτυπούσε ρυθμικά παλαμάκια, έγραψε το τραγούδι που έγινε το πιο γνωστό ελληνικό τραγούδι σε όλο τον κόσμο. Μέχρι την Ιαπωνία ακουγόταν, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες κι ο ρυθμός του είναι μέχρι σήμερα αξεπέραστος.
Έχουνε πει ότι το Ντιρλαντά το τραγουδούσαν οι κολαουζιέρηδες, που έδιναν οξυγόνο στο δύτη που ήταν μέσα στο νερό για να τον κρατούν σε επαγρύπνηση. Αυτό δεν είναι ακριβές. Αυτός που έδωσε πρώτος αυτή την ερμηνεία δεν ήξερε τη ζωή πάνω στο καΐκι. Η αλήθεια είναι ότι ο Παντελής Γκινής, ο καπετάνιος έγραψε το τραγούδι αυτό ενώ κρατούσε τη λαγουδιέρα (το τιμόνι) και οδηγούσε το καΐκι με το ένα χέρι και με το άλλο έγραφε τους στίχους, που ήταν σατιρικοί, πειραχτικοί, για το πλήρωμά του, τους δύτες. Τα ονόματα που ανέφερε «βρε και του Γιώργη δεν του δίνω…» ήταν υπαρκτά πρόσωπα, όπως και η «Μαρία του Μηνά» και η «Κατερίνα του τσαγκάρη»… Αυτές οι κοπέλες ήταν πιο ανοιχτές στον έρωτα τη δεκαετία του ’60, ερωτεύονταν χωρίς να φοβούνται.
Η ζωή στο καΐκι επέβαλε πειθαρχία, θα πρέπει να είχε μεγάλη εξουσία απέναντι στο τσούρμο του! Φαινόταν ότι ο Παντελής Γκινής ήταν πρόσχαρος άνθρωπος, κι είχε καλές σχέσεις με τους δύτες του. Όλοι ήταν στο καΐκι του μια παρέα. Δεν συνέβαινε συνήθως αυτό. Οι καπετάνιοι είχαν εξουσία ζωής, πάνω στους δύτες τους. Είναι γνωστή η έκφραση «ή σφουγγάρι ή τομάρι»! Είχαν μεγάλες απαιτήσεις απ΄ αυτούς και οι καπεταναίοι ήταν οι μόνοι που πλήρωναν με χρυσές λίρες. Μόνο οι δύτες πληρώνονταν με χρυσές λίρες εκείνη την εποχή. Η πίεση όμως της δουλειάς ήταν μεγάλη κάτι που προκαλούσε ατυχήματα. Η αποσυμπίεση, έπρεπε να γίνει αργά αν κατέβαινες σε κάποιο βάθος γιατί υπήρχε κίνδυνος να μείνει παράλυτος ο δύτης. Υπάρχουν ξερονήσια που έγιναν νεκροταφεία νεαρών δυτών που προέρχονταν από τη Σύμη, από την Κάλυμνο, κι άλλα νησιά. Τους θάβανε εκεί, δεν τους φέρνανε πίσω από τη Μπιγκάζα. Οι δύτες ήταν παιδιά τότε, 35 χρονών μπορεί να ήταν ο μεγαλύτερος.
Η αυξημένη ζήτηση σφουγγαριών είχε ως αποτέλεσμα να υιοθετήσουν το σκάφανδρο που έγινε ο λόγος των ατυχημάτων. Κανένας που έπεφτε με την αναπνοή του δεν πέθαινε μέχρι τότε. Το σκάφανδρο χρειαζόταν αρκετό χρόνο για την αποσυμπίεση, κι αν δεν το τηρούσαν αυτό τότε παθαίνανε θρόμβωση και παράλυση.
Ο Γκινής, πήγαινε με το σφουγγαροκάικό του στη Μπαρμπαριά, στη Βόρειο Αφρική, στη Μπιγκάζα, κι αλίευε σφουγγάρια. Μαζί με τα σφουγγάρια αλίευσε και το ρυθμό αυτό, τις συλλαβές «ντα-ντιρλάντα-ντα»! Μέχρι να φτάσει στην Κάλυμνο το έκανε τραγούδι. Το τσούρμο του συμμετείχε χτυπώντας ρυθμικά τα χέρια και επαναλαμβάνοντας τις συλλαβές. Εκείνος έβαζε τους στίχους.
Εγώ ήμουν παιδάκι τότε, και παιζόταν σ΄ όλη την Κάλυμνο. Στις 12 η ώρα το μεσημέρι είχε άκρα ησυχία στο νησί. Λέγανε ότι κυκλοφορεί η «κακιά ώρα», κι επομένως δεν κυκλοφορούσαν άνθρωποι στους δρόμους. Το λέγανε πιο πολύ για να μαζεύουν τα παιδιά στα σπίτια, να κοιμούνται το μεσημέρι. Τρώγαμε και κοιμόμασταν. Τη νύχτα όμως 12 τα μεσάνυχτα, όλοι μικροί- μεγάλοι ήμασταν έξω. Δεν μπορούσες και να κλείσεις μάτι, γιατί παίζανε τα βιολιά το Ντιρλαντά και το Αγάντα Γιαλέσα και στήνανε πανηγύρια. Κι όταν ήταν και η περίοδος που οι δύτες βρίσκονταν στο νησί, αντηχούσε όλη η Κάλυμνος. Χρυσές λίρες έδιναν οι δύτες στους μουσικούς για να παίζουν.
Το Αγάντα Γιαλέσα, ήταν ερωτικό τραγούδι! Έγινε μεγάλη επιτυχία σε όλη την Ελλάδα, αλλά δεν έκανε διεθνή καριέρα. Είναι ερωτικό τραγούδι. Λέει για έναν νεαρό άντρα που βλέπει την κόρη από το παράθυρο, «ο υιός ζητούσε το φιλί, κι η κόρη δαχτυλίδι»… Το κοίταγμα ήταν τότε που είχε τη δύναμη όταν οι περισσότεροι γάμοι γίνονταν με συνοικέσιο. Λέει σε ένα στίχο του ο Γκινής «μήπως νομίζεις το φιλί πως καταγής κυλιέται;…»
Ο Γκινής, είχε ανέβει στην Αθήνα για να κάνει το πρώτο του 45άρι, με τη Δόμνα Σαμίου. Ο Σαββόπουλος το άκουσε και το συμπεριέλαβε στο δίσκο του «Το περιβόλι», λέγοντας ότι πρόκειται για παραδοσιακό τραγούδι! Προσπάθησε να το οικειοποιηθεί μ΄ αυτόν τον τρόπο. Ο Γκινής, τον πήγε στα δικαστήρια και δικαιώθηκε. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου κλήθηκε ως μάρτυρας υπεράσπισης του Σαββόπουλου και ισχυρίστηκε ότι το τραγούδι αυτό είναι παραδοσιακό και το άκουγε από παλιά στα ψαράδικα. Όταν κλήθηκε να αποδείξει τη σχέση του με τη θάλασσα ο Μπάρμπα Γιάννης παρουσίασε μια παμπάλαια άδεια στο όνομά του με την ένδειξη "Αλιεύς".
Η δίκη ωστόσο χάθηκε για τον Σαββόπουλο, όταν ο Γκινής έφερε στο δικαστήριο σχεδόν όλο το νησί κι όλοι αυτοί κατέθεσαν ότι ήταν παρόντες τη στιγμή που το έγραψε ο Καπετάνιος. Το γεγονός ότι ο ενάγων κατάφερε να ταυτίσει πρόσωπα και τόπους με το οικείο περιβάλλον του νησιού του βάρυνε περισσότερο στο δικαστήριο, που κατοχύρωσε το τραγούδι στο όνομά του. Πέθανε σχετικά γρήγορα από παθολογικά αίτια. Η οικογένειά του ζει στην Κάλυμνο μέχρι σήμερα, στην περιοχή Άγιος Μάμας και παίρνει τα πνευματικά δικαιώματα. Ο Σαββόπουλος έκανε δεύτερη εκτέλεση, ο Ξυλούρης το είπε καταπληκτικά και άλλαξε τους μισούς στίχους του Γκινή, μέχρι ο Παπακωνσταντίνου το τραγούδησε και ο Μητροπάνος. Και το πήρε βέβαια και η Δαλιδά, η αιγύπτια διεθνούς φήμης τραγουδίστρια, και το έκανε παγκόσμια επιτυχία. Ο Ντιρλαντάς, θα μείνει για πάντα στη μνήμη του κόσμου και το τραγούδι του θα ακούγεται σε όλη τη γη.¨
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).
 

 


Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2021

133. ODEON DSOG 3472 ΜΑΝΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ- ΜΑΡΚΟΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ 1969

Μανιάς (Μανιαδάκης) Νικόλαος- Μαρκογιαννάκης Ευάγγελος (Μαρκοβαγγέλης)  ODEON DSOG 3472 Ρεθυμνιώτικος συρτός - Πισκοπιανός συρτός 1969- 45rpm- 7''
 
Ο Νίκος Μανιάς (Μανιαδάκης, βλέπε αναρτήσεις 4,9,10,19 και 71) γεννήθηκε το 1931 στην Επισκοπή Ρεθύμνου.
Τελευταίο παιδί μιας επταμελούς οικογένειας με μουσική παράδοση, παίρνει στα 16 του χρόνια το 1947, δώρο από έναν θείο του μια λύρα, την οποία όμως παράτησε σύντομα για χάρη του λαούτου. Την λύρα του την είχε αποκτήσει από τον Μανώλη Σταγάκη στο Ρέθυμνο, αλλά έπειτα από παρακίνηση του λυράρη Κυριάκου Μαυράκη από τη γειτονική Φυλακή Αποκορώνου, πήγε στα Χανιά από όπου με 700 δρχ απέκτησε το πρώτο του λαούτο.
Με πρότυπο του τον Γιάννη Μαρκογιαννάκη και με την κληρονομιά του περιβόητου συντοπίτη του θρύλου-λαγουτιέρη Σταύρου Ψυλλάκη ή Ψύλλου (ο πιο παλιός καταγεγραμμένος Ρεθεμνιώτης λαγουτιέρης του 20ου αιώνα), ο Νίκος Μανιάς ξεκίνησε την καριέρα του.
Την πρώτη του δημόσια εμφάνιση την κάνει σε ηλικία 16 ετών σε γάμο στην Επισκοπή, πλάι στον Κυριάκο Μαυράκη. Η πρώτη δισκογραφική δουλειά κυκλοφορεί το 1954 σε δίσκο 78 στροφών με τον Κώστα Μουντάκη (“Σαν το ζητιάνο έρχομαι”), μια συνεργασία που στην πορεία της απέφερε μερικά από τα πιο κλασσικά κομμάτια στην ιστορία της Κρητικής μουσικής.
Ο Νίκος Μανιάς συνεργάστηκε με μεγάλα ονόματα της Κρητικής μουσικής, όπως τον Θανάση Σκορδαλό, το Βαγγέλη Μαρκογιαννάκη, το συντοπίτη του Μανώλη Κακλή, το Γιώργο Καλομοίρη, το Νίκο Σωπασή, το Βασίλη Σκουλά, το Γεράσιμο Σταματογιαννάκη, το Νίκο Τσαγκαράκη, το Γιάννη Σκαλίδη, κ.α., αλλά και με καλλιτέχνες από τη νεότερη γενιά όπως το Στέλιο Σταματογιαννάκη, το Χρήστο Στιβακτάκη, τους αδερφούς Φραγκιαδάκη, το Νίκο Ζωιδάκη, τον Κώστα Βερδινάκη.
Ερμήνευσε επίσης με ανεπανάληπτο τρόπο, σειρά κρητικών τραγουδιών, στο ύφος των λεγόμενων “αστικών” (βλ. ρεπερτόριο Φουσταλιέρη), που αποτέλεσαν σταθμό στην ιστορία της μουσικής της Κρήτης, όπως το “Αμέτεμε στην εκκλησιά”, “Πες μου και γιάιντα τη χτυπάς”, και άλλα συνθέσεις κυρίως του Βαγγέλη Μαρκογιαννάκη (όπως το σημερινό δισκάκι). Πληροφορίες για τον Μαρκοβαγγέλη στις αναρτήσεις 32,67,71,82,104,109,123 και 132.
Μεράκι και σεβασμός χαρακτήριζαν τον “άρχοντα”, το “αηδόνι” της Κρήτης, όπως κατά καιρούς είχε χαρακτηριστεί ο Νίκος Μανιάς.
Μάθημα λαούτου, από τον Μαρκοβαγγέλη και φωνητικών από τον Μανιά το σημερινό δισκάκι.
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).