Τετάρτη 10 Μαρτίου 2021

39. ODEON G.A. 7768 ΡΟΥΚΟΥΝΑΣ ΚΩΣΤΑΣ- ΜΑΛΛΙΑΡΑΣ ΒΑΪΟΣ- ΧΑΣΑΠΗ ΓΛΥΚΕΡΙΑ 1954

Ρούκουνας Κώστας (Σαμιωτάκι)- Μαλλιάρας Βάϊος- Χασάπη Γλυκερία ODEON G.A. 7768 Έφταιξα κυρά Γιώργαινα - Ποιός έχει αράδα σήμερα 1954- 78rpm- 10''
 
Φημισμένος τραγουδιστής, εκτελεστής σαντουριού και τραγουδοποιός του ρεμπέτικου, γνωστός και ως «Σαμιωτάκι». Γεννήθηκε το 1903 στο Καρλόβασι της Σάμου. Η οικογένειά του ήταν φτωχή κι έτσι άρχισε να εργάζεται από την τρυφερή ηλικία των 8 ετών, αρχικά σε μια καπνοβιομηχανία και αργότερα ως ξυλουργός.
Ξεκίνησε την καλλιτεχνική του σταδιοδρομία στα μέσα της δεκαετίας του 1920 ως τραγουδιστής σε μια ταβέρνα. Σύντομα, έγινε διάσημος στους συντοπίτες του για την εξαιρετική φωνή του, αλλά και για τα Σμυρναίικα που τραγουδούσε.
Το 1927 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και άρχισε να τραγουδάει επαγγελματικά σε γιορτές και πανηγύρια, μέχρι που τον ανακάλυψε ο Παναγιώτης Τούντας, κορυφαίος συνθέτης της εποχής και στέλεχος δισκογραφικής εταιρίας. Έτσι, την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησαν οι πρώτοι δίσκοι του, με τραγούδια του Γιώργου Βιδάλη, που σημείωσαν μεγάλη επιτυχία («Το κουκλί της Κοκκινιάς», «Αράπης, μάνας γιος», κ.ά.).


Ο Κώστας Ρούκουνας είχε ηχηρότατη φωνή και διακρινόταν ιδιαίτερα στους αμανέδες. Έμπειρος και ταλαντούχος μουσικός, τραγουδούσε με την ίδια ευκολία και δημοτικό τραγούδι. Ερμήνευσε τραγούδια του Παναγιώτη Τούντα, του Σπύρου Περιστέρη, του Κώστα Σκαρβέλη και του Γρηγόρη Ασίκη, ενώ υπήρξε συνεργάτης του Μάρκου Βαμβακάρη, του Βασίλη Τσιτσάνη, του Στέλιου Κηρομύτη και άλλων «πρώτων ονομάτων» του λαϊκού τραγουδιού.
Την περίοδο 1931 - 1932 δισκογράφησε την «Αρχόντισσα» του Ιάκωβου Μοντανάρη, που είναι το πρώτο τραγούδι χαρακτηρισμένο ως «αρχοντορεμπέτικο» (στην ετικέτα του δίσκου του). Την περίοδο 1930 - 1959 δισκογράφησε συνολικά 180 τραγούδια. Από αυτά που συνέθεσε, ξεχωρίζουν: «Περί πολιτικής» (1934), «Με μια τσαχπίνα μπλέχτηκα» (1934), «Κοντραμπατζήδες» (1935), «Ο Πίκινος» (1936), «Η μπόμπα» (1945), «Ανεμότρατα» (1946), «Μια που σέρνει το μαντήλι» (1947), «Σαρανταπέντε λεμονιές» (1947), «Ο φθισικός», «Φτωχομάνα Σμύρνη», «Πέργαμε», «Μπερδεύτηκα στα χάδια σου», «Ξένε μου στην ξενιτιά», «Αγγινάρα», «Μεγαλέμπορος» κ.ά.
Το 1934 παντρεύτηκε την τραγουδίστρια Άννα Παγανά (ή Άννα Πολίτισσα) η οποία όμως πέθανε το 1943 σε νεαρή ηλικία από καρδιακά προβλήματα. Ο Ρούκουνας παντρεύτηκε την δεύτερη γυναίκα του, την στιχουργό Αλεξάνδρα Κυριαζή το 1948 και πέρασε μαζί της το υπόλοιπο της ζωής του σε προάστιο των Αθηνών.
Ο Κώστας Ρούκουνας άφησε την τελευταία του πνοή στις 11 Μαρτίου του 1984, χτυπημένος από τον καρκίνο.

Tρίτο σε σειρά από τα εφτά παιδιά του Γιώργου Μαλλιάρα και της Αικατερίνης Μάγκα, γεννήθηκε στον Πυργετό Λαρίσης. Σε μια περιοχή με πλούσια φυσική ομορφιά, όπου ο Όλυμπος και ο Κίσσαβος ερίζουν για την κοιλάδα των Τεμπών, ο Βάϊος Μαλλιάρας έκανε τα πρώτα του μουσικά βήματα εμπνευσμένος από τους ήχους της φύσης. Ο ίδιος, αφού καθιερώθηκε ως μουσικός, συνήθιζε να λέει όποτε τον ρωτούσαν: «Ξέρεις τι αυτί έχω εγώ; Ξέρεις που μεγάλωσα; Στον Πυργετό, στα Τέμπη. Άκουγα τ' αηδόνια και μετά τα 'πιανα στο κλαρίνο».
Ο Βάϊος Μαλλιάρας καταγόταν από μουσική οικογένεια. Ο πατέρας του έπαιζε βιολί, ο θείος του κλαρίνο, άλλοι συγγενείς έπαιζαν φλογέρα και γκάιντα, ενώ ο αδερφός του ασχολήθηκε με το λαούτο. Στα δώδεκα σκαρώνει μόνος του μια φλογέρα από καλάμι και ακούγοντας το κελάηδισμα των πουλιών αρχίζει σιγά - σιγά να παίζει.


Έπειτα στα δεκατέσσερα μαθαίνει πάλι μόνος του λαούτο αλλά το εγκαταλείπει γρήγορα.
Ο πατέρας του, εν τω μεταξύ, τον στέλνει να μάθει την τέχνη του μαραγκού. Μετά του χτίστη. Όμως αυτός ανεβαίνει στις στέγες και παίζει φλογέρα. Το σαράκι τον έτρωγε να μάθει κλαρίνο. Τα πρώτα μαθήματα κλαρίνου τα παίρνει από δυο «Τουρκόγυφτους», τον Τζιαμαλή και Χαλιαμπά που είχαν ξεμείνει στον Πυργετό. Πήγαινε λοιπόν κοντά σ' αυτούς και παρακολουθούσε τα «πατήματά» τους.
Στην αρχή «παρτσακλά», όπως ο ίδιος έλεγε. Ο ένας απ' αυτούς γρήγορα αντιλήφθηκε τις αρετές στο παίξιμό του και του έλεγε «εσύ θα γίνεις μεγάλος μουσικός».
Στα δεκάξι του αρχίζει και παίζει σε γάμους, σε πανηγύρια και στους καφενέδες των χωριών.
Ο Μαλλιάρας αρχίζει σιγά σιγά να γίνεται γνωστός. Η φήμη του απλώνεται πέρα από τον Πυργετό και τη γύρω περιοχή και φτάνει μέχρι τα χωριά των Φαρσάλων, της Καρδίτσας, των Τρικάλων κι ακόμη πιο πέρα. Σε ηλικία 26 χρόνων, το 1933, ηχογραφεί τα πρώτα του τραγούδια   το «Αρβανιτοβλάχικο» και την «Ιτιά», κάνοντας την αρχή μιας λαμπρής πορείας που θα συνεχιστεί για 45 περίπου χρόνια. Συνεργάζεται με τις πιο μεγάλες δισκογραφικές εταιρίες και αποκτά φήμη και δόξα.
Παρόλα αυτά δε θα γίνει ποτέ πλούσιος. Ηχογράφησε σε δίσκους καραγκούνικα, βλάχικα, σαρακατσάνικα, νησιώτικα, μακεδονικά, ρουμελιώτικα τραγούδια εκτελεσμένα με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο.
Παράλληλα γράφει και δικά του τραγούδια για την Αννούλα, τη Μαρία, την Όλγα.
Με τον Θεοχάρη Παντίδη γράφει το πολυτραγουδισμένο «Ωραία είναι η νύφη μας» και άλλα τραγούδια γάμου.
Ο Ηλίας Ερίνης είναι αυτός που έγραψε τα περισσότερα τραγούδια για τον Μαλλιάρα. Συμμετέχει στις γνωστές δισκογραφίες «Τραγούδια του Λόγγου» και «Ελληνική Λεβεντιά». Στα πρώτα του βήματα συνεργάζεται με οργανοπαίκτες της περιοχής.
Στην μεταπολεμική περίοδο ο Μαλλιάρας είναι πλέον καταξιωμένος καλλιτέχνης. Συνεργάζεται με πολύ γνωστά ονόματα μουσικών απ' όλη την Ελλάδα: το Γιώργο Κόρο, τη Ρόζα Εσκενάζυ, τη Νίτσα Τσίτρα κ.α.
Ακολουθούν ταξίδια στο εξωτερικό, όπως στον Καναδά και την Αυστραλία όπου παίζει για τους έλληνες της ξενιτιάς. Το 1965 ο μπάρμπα Βάϊος φεύγει για την Αυστραλία, στα παιδιά του, που είναι μετανάστες. Κάθεται για 9 μήνες, δεν αντέχει, του λείπει η ελληνική γη και αποφασίζει να επιστρέψει.
Το 1970 παθαίνει ημιπληγία, αλλά εξακολουθεί να παίζει. Το 1975 πέφτει αναίσθητος, ενώ παίζει σε ένα γάμο. Από τότε αφήνει το κλαρίνο εντελώς, αλλά τον μαραζώνει ο καημός ότι δεν έχει ολοκληρώσει ακόμα το έργο του. Η πρωτοχρονιά του 1988 θα είναι διαφορετική για ολόκληρο το μουσικό κόσμο. Ο Βάϊος Μαλλιάρας σβήνει στον Πυργετό.
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο…(εδώ)

                                      ¨Λελούδα πρόσεξε καλά κ' είμαστε  προδομένοι…¨