Τετάρτη 29 Ιουνίου 2022

203. COLUMBIA D.G. 6532 ΜΠΕΡΝΙΔΑΚΗ ΛΑΥΡΕΝΤΙΑ- ΜΠΕΡΝΙΔΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ- ΛΑΓΟΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ 1940

Μπερνιδάκη Λαυρεντία- Μπερνιδάκης Ιωάννης (Μπαξεβάνης- Μπαξές- Αηδόνι της Κρήτης)- Λαγός (Λαγουδάκης) Εμμανουήλ COLUMBIA D.G. 6532 Συρτό Μερακλήδικο (Την μάνα μου την αγαπώ) - Συρτό Σεληνιώτικο (Μέσα στου κόσμου τσι χαρές) 1940- 78rpm- 10''

Η Λαυρεντία Μπερνιδάκη γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1915 και ήταν αδελφή του τραγουδιστή Ιωάννη Μπερνιδάκη (Μπαξεβάνης) που γεννήθηκε το 1910, επίσης στο Ρέθυμνο. Κατάγονταν από το χωριό Άνω Μαλάκι Ρεθύμνου. Ήταν η πρώτη τραγουδίστρια που ανέβηκε σε κρητικό πάλκο και έπαιξε και η πρώτη γυναίκα που ηχογραφήθηκε σε δίσκο κρητικής παραδοσιακής μουσικής. Εκτός από τη φωνή της, έγινε γνωστή και για το ήθος της. Τον δρόμο της άνοιξε ο αδελφός της, γνωστός ως «Μπαξεβάνης» τον οποίο η Λαυρεντία θαύμαζε. Ζούσε στο Ρέθυμνο. Παντρεύτηκε τον Μανώλη Βασιλονικολιδάκη και έκανε μία κόρη, την Σταυρούλα, που συνέχισε την παράδοση της οικογένειάς της σπουδάζοντας μουσική.

Από τους πιο περιζήτητους καλλιτέχνες στα γλέντια ήταν ο Μπαξεβάνης. Φωνή ασύγκριτη που ξεσήκωνε την ψυχή ανασύροντας μεράκια και καημούς. Από το είναι του θαρρείς και βγαίνανε οι μελωδικοί ήχοι και ο στίχος έπαιρνε το πραγματικό του νόημα καθώς ο μεγάλος τραγουδιστής ήξερε να τον κουμαντάρει ανάλογα το συναίσθημα.  

Γιάννης Μπερνιδάκης (βλέπε και αναρτήσεις 66 και 178) ήταν το κανονικό του όνομα με καταγωγή από το Άνω Μαλάκι. Επειδή ο πατέρας του εργαζόταν στον κήπο (μπαξέ) ενός Τούρκου ακουγόταν Μπαξεβάνης ή Μπαξές. Συγκυρίες τον έφεραν κοντά σε άλλους θρύλους της εποχής όπως ο Ροδινός. Η μητέρα του Γιάννη, η Στέλα Βογιατζάκη από τα Φρατζεσκιανά Μετόχια ήταν φίλη και συγχωριανή με τη Χρυσούλα Μαμαγκάκη μάνα του μεγάλου καλλιτέχνη που έφυγε τόσο νέος.  

Καμάρωνε η οικογένεια Μπερνιδάκη το αηδόνι της που από τα 12 χρόνια του άρχισε να παίζει μαντολίνο και μπουλγαρί. Είχε να το λέει η Κρήτη για τη σπουδαία αυτή φωνή που έδινε ψυχή στα γλέντια. Μάλωναν οι λυράρηδες, λέει η προφορική παράδοση, ποιος θα τον είχε μαζί του στο πάλκο.

Μα πιο πολύ η αδελφή του η Λαυρεντία ξεχείλιζε από θαυμασμό για τον αδελφό της. Κι όταν έμενε μόνη της, χωρίς να την ακούει κανείς προσπαθούσε να επαναλάβει τα τραγούδια που άκουγε. Αυτή η συνήθεια της άρεσε. Πρόσεχε μόνο να την κρατά εφτασφράγιστο μυστικό. Κορίτσι πράμα δεν έπρεπε να δίνει εικόνα «πεταχτής» για τα δεδομένα της εποχής που η γυναίκα δεν είχε θέση παρά στην κουζίνα της και μόνο. Αυτή η έφεση της όμως στη μουσική δεν άργησε να γίνει αντιληπτή από το περιβάλλον. Ο αδελφός της εκστασιάζεται με τη φωνή της. Έμεινε κατάπληκτος μάλιστα όταν διαπιστώνει ότι η Λαυρεντία έχει μάθει μόνη της λαούτο. Δεν χρειαζόταν παρά λίγη δική του βοήθεια για να τελειοποιηθεί από τεχνικής πλευράς. Ο δρόμος για τη μικρή ανοίγει διάπλατος. 

Τώρα δεν την σταματούσε κανένας να ζει το όνειρό της ανενόχλητη. Μόλις τέλειωνε τις υποχρεώσεις της στο φούρνο του πατέρα της, ανέβαινε στο σπίτι κι άρχιζε το τραγούδι με το λαούτο ή το μαντολίνο της. Εκείνες τις στιγμές η μικρή Λαυρεντία ένοιωθα να πετάει στα ουράνια. Το τραγούδι ήταν το οξυγόνο της ψυχής της.

Στο μεταξύ ο αδελφός της γνώριζε μεγάλες δόξες. Ήρθε μια μέρα γεμάτος χαρά να τους ανακοινώσει το μεγάλο νέο. Θα ηχογραφούσε δίσκο με τον Αλέκο Καραβίτη. Αυτή ήταν μια μεγάλη ευκαιρία για τον 18χρονο τότε τραγουδιστή. Η επιτυχία ήταν ανεπανάληπτη. Κι έγινε αυτό αφορμή να ξαναμπεί πολλές φορές στο στούντιο με τα πρωτόλεια μέσα της εποχής, ο Μπαξεβάνης με μεγάλους επίσης καλλιτέχνες όπως ο Στέλιος Φουσταλιεράκης, ο Μανόλης Λαγός, ο Ανδρέας Ροδινός ο περίφημος Καρεκλάς και ο Θανάσης Σκορδαλός. Το ρεπερτόριό του ανεξάντλητο με περιεχόμενο από κρητικά μέχρι μικρασιάτικα και άλλα νησιώτικα τραγούδια.

Η φήμη του ξεπερνά τα όρια του νησιού. Η επιτυχία του όμως δεν τον επηρέασε κι ούτε τον απομάκρυνε από την οικογένεια με τις γερές παραδοσιακές ρίζες. Κι η Λαυρεντία ήταν η έγνοια του καθώς είχε κατά τα πρότυπα της εποχής την ευθύνη της. Δεν μπορούσε να μην αναγνωρίσει το μεγάλο της ταλέντο. Και χωρίς να διστάσει αποφάσισε να την προωθήσει. Αυτό βέβαια για τα χρόνια εκείνα ήταν από τα ανήκουστα. Ευτυχώς όμως ο Γιάννης είχε ανοικτούς πνευματικούς ορίζοντες. Αποφασίζει λοιπόν και γράφει ένα γράμμα στη δισκογραφική εταιρία που συνεργαζόταν. Αναφέρεται με ενθουσιασμό στο ταλέντο της αδελφής του και ζητά να την ακούσουν. Δεν άργησε να πάρει απάντηση. Και ήταν θετική.

Ο Γιάννης δεν έχασε καιρό. Μόλις ειδοποιήθηκε για την επόμενη ηχογράφηση παίρνει μαζί του στην Αθήνα και τη Λαυρεντία. Ήταν Φεβρουάριος του 1940. Η κοπέλα νιώθει άλλος άνθρωπος όταν έρχεται η ώρα να τραγουδήσει ενώπιον και άλλων. Δεν αισθάνεται κανένα τρακ.

Έχει μια άνεση αξιοθαύμαστη. Οι παράγοντες της Columbia αν και διακατέχονταν από τη νοοτροπία του σκληρού επιχειρηματία, από επιφυλακτικοί που ήταν στην αρχή, μαγεύτηκαν με τις πρώτες νότες. Και μόλις η Λαυρεντία τελειώνει την πρώτη μαντινάδα τη διακόπτουν και δίνουν εντολή να προχωρήσει στην ηχογράφηση του δίσκου χωρίς καθυστέρηση. Ο Γιάννης επιμένει να ολοκληρωθεί η ακρόαση.

«Η φωνή της είναι πολύ καλή, επαναλαμβάνουν οι άνθρωποι της Columbia. Άντε μη χάνετε καιρό…». Και προσθέτουν χαριτολογώντας για να τον πειράξουν: « Κύριε Μπερνιδάκη μάλλον πως σας ξεπέρασε η αδελφή σας …».

Αυτή τη φορά η Λαυρεντία δεν είχε καθόλου άγχος. Και το στούντιο πλημμύρισε ξανά από τη μοναδική της φωνή:

Ο Γιάννης δεν ήξερε πώς να κρύψει την περηφάνια του. Για να μη νομίσουν οι συνεργάτες του ότι μεροληπτεί για την αδελφή του. Ο Μανόλης ο Λαγός όμως που συνόδευε με τη λύρα του κουνούσε κάθε τόσο επιδοκιμαστικά το κεφάλι του. Η Λαυρεντία είχε μεγάλο μέλλον. Και ένιωθε ικανοποίηση που ήταν παρών στη σημαντική εκείνη στιγμή.

Δεν ήταν και μικρό πράγμα. Για πρώτη φορά γυναίκα έγραφε τη φωνή της σε κρητικό τραγούδι.

Ο δίσκος σημείωσε εξαιρετική επιτυχία όπως έδειχναν τα ποσοστά κάθε μηνός μέχρι τον Οκτώβριο που κηρύχθηκε ο πόλεμος. Μόνο τον πρώτο μήνα κυκλοφορίας πουλήθηκαν 400 δίσκοι! Η ίδια η Λαυρεντία θα πει χρόνια αργότερα σε συνέντευξη που παραχώρηση στον Μανόλη Σαλούστρο με την αφορμή του αφιερώματος που της έγινε από το Μουσικό Σχολείο Ρεθύμνου: 

«Ήταν Μεγαλοβδομάδα όταν πρωτοήρθε ο δίσκος στα Χανιά. Έρχεται ένας από Χανιά και μας λέει ότι ήρθε ο δίσκος της Λαυρεντίας. Εμείς τον ακούσαμε την άλλη μέρα. Σε λίγο ήρθαν οι δίσκοι στον αντιπρόσωπο του Ρεθύμνου, τον Λευτέρη τον Γαγάνη. Γεμάτη χαρά ξεκίνησα να πάω να τον πάρω. Φτάνω στο μαγαζί και τι να δω; Ουρά ο κόσμος… Όλοι είχαν ενθουσιαστεί!»

Έτσι πήρε η Λαυρεντία το ανηφόρι για την επιτυχία. Ακολούθησαν και άλλοι δίσκοι με τον αδελφό της πάντα. Τα δυο αδέλφια είναι πια περιζήτητα στα γλέντια. Σε εποχές που δύσκολα βγαίνει το ψωμί οι μερακλήδες κάνουν ότι μπορούν για να εντυπωσιάσουν με τα φιλοδωρήματα τους την ορχήστρα. Για να χορέψουν ένα χορό με τη Λαυρεντία που σαν γνήσια Κρητικοπούλα ξέρει να κρατά τη θέση της χωρίς να προκαλεί. Μα και ποιος να σκεφτεί διαφορετικά; Η Λαυρεντία είναι ένα είδωλο. Και αντιμετωπίζεται από όλους με τον ανάλογο σεβασμό. Ταλέντο και ομορφιά αποθεώνονται στο πρόσωπό της.

Ο πόλεμος που ακολουθεί αφήνει ερείπια και κάθε διάθεση για δημιουργία. Η κρητική μουσική περνά μεγάλη κρίση. Ο κόσμος προσπαθεί να επουλώσει πληγές που άφησε η λαίλαπα του ναζισμού. Τα περισσότερα σπίτια θρηνούν ακόμα τους αγαπημένους τους που έπεσαν είτε από τις σφαίρες του κατακτητή, είτε από τις συνέπειες εκείνης της μεγάλης συμφοράς που σημάδεψε την ανθρωπότητα. Που καρδιά για γλέντια;

Στα γλέντια όμως παραμένει περιζήτητη. Σε κάθε γιορτή σε φιλικά σπίτια ρωτούσαν οι καλεσμένοι αν θα έρθουν ο Γιάννης με τη Λαυρεντία. Η καταφατική απάντηση σήμαινε πως το γλέντι θα έμενε αξέχαστο. Ο Γιάννης Μπερνιδάκης έφυγε νωρίς. Ο θάνατός του ήταν μεγάλο πλήγμα για την αδελφή. Σιγά-σιγά ήταν και η χηρεία στο μεταξύ που της στέρεψε κάθε διάθεση για τραγούδι. Η ίδια θεωρούσε ότι «έσπασε» η φωνή της. Η Λαυρεντία έφυγε από τη ζωή το Σάββατο 4 Αυγούστου 2012, σε ηλικία 97 ετών. Έζησε την απλή ζωή των ανθρώπων που μένουν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.

Ο Μανόλης Λαγουδάκης (Λαγός) γεννήθηκε το 1910 στα Περβόλια του Ρεθύμνου και το πάθος του για την κρητική λύρα το συναντάμε από τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Λένε οι συνομήλικοί του που ζουν ακόμη ότι μαθητής του Δημοτικού Σχολείου είχε καταφέρει να βρει μια μικρή λύρα, στην οποία έπαιζε όποιους σκοπούς άκουγε. Ο πατέρας του βέβαια δεν έβλεπε με καλό μάτι τη μουσική ευαισθησία του γιου του και έκανε ό,τι μπορούσε να την αποθεραπεύσει πριν γίνει επικίνδυνη (φοβόταν ο άνθρωπος ότι θα πεθάνει στην ψάθα). Δεν τα κατάφερε όμως. Μια μέρα μάλιστα, αφηγούνται οι συμμαθητές του στο Δημοτικό, που έλειπε ο πατέρας του από τα Περβόλια, τους μάζεψε σε κάποια γωνιά περβολιανής αλάνας και τους έπαιξε το Θούριο του Ελευθερίου Βενιζέλου «Βενιζέλε μας πατέρα της Ελλάδας...», το οποίο ήταν απαγορευμένο, γιατί βρισκόμασταν προφανώς λίγο μετά το 1920.

Αν αξιολογηθούν τα παραπάνω, όπως και η μετέπειτα πορεία του Μανόλη Λαγού, δεν αποτελεί υπερβολή να καταγράψουμε ότι ο εξαίρετος λαϊκός καλλιτέχνης ερωτεύθηκε από τα παιδικά του χρόνια τη λύρα με ένα παθολογικό έρωτα, από τον οποίο δεν λυτρώθηκε ως το τέλος της ζωής του. Αυτός ο έρωτας ήταν η αφορμή που δεν προχώρησε στα γράμματα ούτε έμαθε ποτέ καμία τέχνη.
Ακόμη και η επιλογή του να καταταγεί στη Χωροφυλακή -την οποία υπηρέτησε για λίγα χρόνια- έγινε ακριβώς επειδή θα είχε ελεύθερο χρόνο να παίζει λύρα.
 Η «ερασιτεχνική» του ενασχόληση με τη λύρα τον οδήγησε κατά καιρούς σε διάφορα άλλα επαγγέλματα. Έτσι τον βρίσκουμε, μετά την Κατοχή και μέχρι το 1954, να ασχολείται με την αλιεία, διατηρώντας ένα μικρό «στόλο» από καΐκια και τράτες.
  Το 1955, ύστερα από επιμονή των φίλων του, πείθεται και ανοίγει στα Περβόλια μια οικογενειακή ταβέρνα, που κατά τη δεκαετία 1954-1964 άφησε εποχή. Εκεί μαζεύονταν οι φίλοι του από κάθε μεριά της Κρήτης και για χάρη τους έπαιζε λύρα σε γλέντια που, πολλές φορές, κρατούσαν χωρίς διακοπή δυο και τρεις μέρες! Η ταβέρνα όμως δεν φτούρησε επαγγελματικά, γιατί είχε πάντοτε το νου του στη λύρα. Ήξερε ότι οι φίλοι του και πελάτες του πήγαιναν για ν' ακούσουν τις δοξαριές του κι αυτό του χάριζε ιδιαίτερη ικανοποίηση. Έπιανε λοιπόν το λυράκι του και του έδινε να καταλάβει χωρίς ποτέ να τον ενδιαφέρει αν το όμορφο αυτό πάθος του το πλήρωνε την επόμενη με άδειο το συρτάρι που είχε στο «τεζάκι» του.
 Και μη σκεφτείτε ποτέ ότι μπορεί να μην εισέπραττε το μαγαζί αλλά στοιβάζονταν τα χαρτονομίσματα στα γόνατα και στα πόδια του. Τα χρήματα τον πρόσβαλαν. Ένιωθε να τραυματίζουν το καλλιτεχνικό του μεράκι και την προσωπική του αξιοπρέπεια.
Οι Περβολιανοί και όσοι τον γνώριζαν λένε ότι όποιος άλλος στη θέση του θα είχε θησαυρίσει από τον κόσμο που πήγαινε στην ταβέρνα του για να τον ακούσει. Εκείνος όμως ξεκίνησε φτωχός την καθυστερημένη επαγγελματική του σταδιοδρομία και τα κατάφερε να τερματίσει το ίδιο φτωχός, αλλά με αξιοπρέπεια και αρχοντιά.
 Στη δισκογραφία ο Μανόλης Λαγός εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1938, με τελευταία ηχογράφηση του γύρω στο 1955. Το δισκογραφικό του έργο δεν είναι μεγάλο σε έκταση, αλλά είναι τεράστιο σε ποιότητα και λάμψη. Από τις πιο χαρακτηριστικές μελωδίες του είναι εκείνη που είναι αφιερωμένη στο συνοικισμό του:

                                         Περβόλια μου με τ' άνθη σου, με τσι γαρεφαλιές σου
                                             και με το περιγιάλι σου και με τσι κοπελιές σου.

  Ανάμεσα στο 1938 και το 1955 ηχογράφησε πάνω από είκοσι τραγούδια, σε συνεργασία πάντα με το λαούτο και τη ρωμαλέα φωνή του Γιάννη Μπερνιδάκη (Μπαξεβάνη), με τον οποίο, όπως διηγούνται οι φίλοι του, τον συνέδεε μια βαθειά φιλία, αλλά συγχρόνως ταίριαζαν και ως χαρακτήρες και ως παίξιμο.
Οι παλιοί Περβολιανοί θυμούνται συχνά το χωριανό τους καλλιτέχνη να κλείνεται πολλά βράδια με τον Μπαξεβάνη στην ταβέρνα και να παίζουν μόνο για τους εαυτούς τους, για να θρέψουν τους καλλιτεχνικούς δαίμονες -έτσι έλεγαν- που φώλιαζαν μέσα τους. Ακόμη, ο Λαγός έβαζε ένα χτένι στις χορδές της λύρας του, γιατί πίστευε ότι μ' αυτό χαμηλώνουν οι τόνοι και γίνονται γλυκύτεροι. Όσοι έτυχε ν' ακούσουν τους δύο καλλιτέχνες σε αυτές τις προσωπικές τους ώρες λένε ότι άκουγαν αγγελικές μελωδίες!
 Τα τραγούδια του Μανόλη Λαγού που γράφτηκαν με τη συνεργασία του Μπαξεβάνη έμειναν ανεπανάληπτα και κλασικά στην ιστορία της κρητικής μουσικής παράδοσης και ξεχωρίζουν για την άψογη και μερακλίδικη εκτέλεσή τους και την ομορφιά των στίχων τους.
Τα παρακάτω δύο περιστατικά από τη ζωή του Περβολιανού λυράρη μιλούν από μόνα τους για την προσωπικότητά του:
«Κάποτε έσμιξαν πέντε μερακλήδες του Ρεθύμνου, ο Γ. Ψυρρής, ο Σταμάτης Παπαδάκης, ο Σταγουρογιάννης, ο Γιάννης Μπερνιδάκης και ο Μανόλης Λαγός, και πήγαν στην Αίγυπτο, όπου τους είχε προσκαλέσει ο Πολιτιστικός Σύλλογος των ομογενών. Εκεί έμειναν αρκετές μέρες και κυριολεκτικά ξεσήκωσαν τους ομογενείς με τη λύρα, το χορό και τα τραγούδια τους. Έπειτα από αυτές τις πετυχημένες εμφανίσεις έπεσαν βροχή οι προτάσεις του κέντρου ψυχαγωγίας για να εμφανιστούν με πολύ ακριβό κασέ.
Ούτε που το συζήτησαν. Επέστρεψαν από την Αίγυπτο με μόνη αντιπαροχή κάποιες φωτογραφίες με τους ομογενείς και τη γνωριμία μιας ξένης χώρας. Την ευκαιρία να γυρίσουν με πολλά λεφτά την περιφρόνησαν. Κάτι ανάλογο συνέβη με την πρόταση που έστειλε πλούσιος ομογενής από την Αμερική στο Μανόλη Λαγό. Τη συνόδευε με ένα πολύ ενδιαφέρον συμβόλαιο. Που μεταφραζόταν σε πολυψήφιο αριθμό δολαρίων. Η απάντηση ήταν όχι· δεν παίζω για τα λεφτά».
 Μετά το 1964 ο Μανόλης Λαγός εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα και άνοιξε ζαχαροπλαστείο στο Φάληρο. Ήταν παντρεμένος με την Άννα Σταγάκη (την έκλεψε), με την οποία απέκτησε τέσσερις κόρες, που αποκαταστάθηκαν και έμειναν στην Αθήνα. Η κόρη του Φιλίππα, η τρίτη στη σειρά, εξομολογήθηκε με πολλή συγκίνηση:
«Ο πατέρας μου ήταν πάνω απ' όλα άνθρωπος αξιοπρεπής, αισθηματίας και άρχοντας. Τον λατρεύαμε όλες μας. Ήταν τόσο καλός πατέρας και οικογενειάρχης, που πολλές φορές αναρωτιόμαστε αν υπήρχε δεύτερος!
Όμως πιο πολύ από μας αγαπούσε με πάθος τη λύρα του. Σ' αυτήν αφιέρωνε κάθε ελεύθερο χρόνο του. Μαζί της ήταν κυριολεκτικά ευτυχισμένος, χωρίς όμως να παραμελεί την οικογένειά του. Ο θάνατός του μας συγκλόνισε. Τη μητέρα μου τη συνέτριψε κυριολεκτικά. Να σκεφτείτε ότι μόλις ένα μήνα μετά το φευγιό του δεν άντεξε και πέθανε κι αυτή. Τόσο πολύ της στοίχισε. Έτσι, μέσα σ' ένα μήνα τους χάσαμε και τους δύο...»
 Ο Μανόλης Λαγουδάκης, ο λυράρης, ο μερακλής, πέθανε το Σεπτέμβρη του 1981 στην Αθήνα.
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).
 

 


Κυριακή 26 Ιουνίου 2022

202. ODEON GA 1540 ΠΟΛΙΤΙΣΣΑ ΜΑΡΙΚΑ- ΤΟΥΝΤΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ 1930

Φραντζεσκοπούλου (Πολίτισσα) Μαρίκα (Ουρανία)- Τούντας Παναγιώτης- Λεονταρίδης Λάμπρος- Τομπούλης Αγάπιος ODEON GA 1540 Στον Ποδονήφτη - Δολοφόνισσα 1930- 78rpm- 10''
 
Η Μαρίκα Φραντζεσκοπούλου, πιο γνωστή και ως Μαρίκα η Πολίτισσα γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1898. Οι γονείς της Χρήστος και Αλεξάνδρα την βάφτισαν Ουρανία, αλλά όλοι την φώναζαν Μαρίκα, πιθανότατα επειδή ήταν το πιο κοινό όνομα ανάμεσα στους πρόσφυγες.
Θεωρείται μία από τις πιο αξιόλογες τραγουδίστριες του Σμυρναίικου τραγουδιού,
τραγουδούσε με άνεση σε τρεις γλώσσες - ελληνικά, τουρκικά και αραβικά - και
κατάφερε να κατακτήσει με τις περιοδείες της την Ανατολή. Τραγουδούσε με ευχέρεια,
χωρίς ερασιτεχνικά τσακίσματα, επιτυγχάνοντας με αυτό τον τρόπο να μεταδώσει –
μέσα από την ερμηνεία της – την ψυχή της Ανατολής. Η Μαρίκα ανήκε σε εκείνες τις
γυναίκες που είχαν αυτοπεποίθηση, τη σιγουριά του "κατακτητή", αλλά και την
ασφάλεια των υλικών αγαθών, έχοντας καταφέρει να ηχογραφήσει τραγούδια σχεδόν
σε όλες τις φωνογραφικές εταιρείες. Εκτός από εξαίρετη τραγουδίστρια ήταν συνθέτρια και στιχουργός.
Στην δισκογραφία μπήκε το 1928 με τον ¨Ραστ Μανέ¨ για την Polydor. Μαζί της στη λύρα ο Λάμπρος Λεονταρίδης που πιθανότατα είχαν σχέση, όχι μόνο καλλιτεχνική. Το 1928 ξεκίνησε και η Ρόζα.  
Μολονότι την περίοδο που μεσουρανούσε πολλοί επαρχιώτες κατέφθαναν στην
Αθήνα μόνο για να την ακούσουν, τόσο η συμβολή της στη διαμόρφωση της
ρεμπέτικης μουσικής όσο και η παρουσία της δεν έχουν αποτελέσει μέχρι και σήμερα
αντικείμενο ιστορικής έρευνας. Θεωρούνταν πολύ καλύτερη στους αμανέδες από
οποιαδήποτε άλλη τραγουδίστρια του Σμυρναίικου, ωστόσο παρέμεινε στην αφάνεια
και πέθανε μόνη της τη δεκαετία του 60' (1968) στην περιοχή του Βύρωνα χωρίς να ασχοληθεί μαζί της ποτέ κάποιος από τους ερευνητές του ρεμπέτικου τραγουδιού.
Η Μαρίκα Φραντζεσκοπούλου (Πολίτισσα) ανήκει στη φημισμένη τριάδα των
λαϊκών / ρεμπέτικων ερμηνευτριών της πολύ ενδιαφέρουσας δεκαετίας του '30, καθώς
μαζί με την Ρίτα Αμπατζή και την Ρόζα Εσκενάζυ, συνέβαλαν στη διαμόρφωση του
ηχητικού κλίματος εκείνης της δεκαετίας. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, για κάποιους
άγνωστους λόγους αποτέλεσε την πιο απόμακρη γοητευτική γυναικεία ύπαρξη στο
χώρο της ρεμπέτικης μουσικής, καθώς κανείς δεν φαίνεται να αναζητά να βρει στοιχεία
γι’ αυτή. Ωστόσο, ο εκ Κωνσταντινούπολης ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος την αναφέρει
στο ποίημά του "Αμαζόνες", το οποίο ανήκει στη συλλογή "Μην ομιλείτε εις τον
οδηγό", και παρατίθεται στη συνέχεια:
"Η «ωραία Μαρίκα η Πολίτισσα» ήτο η μόνη αναδεκτή του Πάπα Ιννοκεντίου του VIII.
Αυτός ήτο τότε μικρό παιδί, ίσως μάλιστα και να μην είχε γεννηθεί ακόμη. Εκείνη ήτο ήδη
πανδρεμένη, σύζυγος του εξ ηγεμονικού οίκου Αρτάβαζου Σφυρικτρόπουλου, ανεψιού —
επ’ αδελφή του Νώε. Όμως, το έγκλημα τούτο δεν ημπορούσε να μείνη χωρίς σκληράν τιμωρίαν, προς παραδειγματισμόν. Πράγματι, αμέσως από της επομένης, εδόθη διαταγή
εις ικανόν αριθμόν πλοίων να πλεύσουν εσπευσμένως προς τας Καναρίους Νήσους και
τας νήσους Φϊτζιι, με τον σκοπόν να περισυλλέξουν όσο τον δυνατόν περισσοτέρας
νεφέλας, χειμερινά ψεύδη, λησμονημένας αναμνήσεις, θανάσιμα αμαρτήματα και βελόνας
φωνογράφου, ίσως αγγλικής κατασκευής. Τα περί ου ο λόγος πλοία ήσαν εν όλω 7 τον
αριθμόν, δήλα δη: 4 σακολέβες, 12 πρεγαντίνια, 2 βασιλικοί ντονανμάδες και μία
πεθαμένη αρρεβωνιαστικιά. Ο στόλος επέρασεν λίαν πρωί κάτω από το παράθυρό μου.
Έψαλλε ύμνον ωραιότατον, αλλά κάπως θλιμμένον και μελαγχολικόν. Ενθυμούμαι ακόμη
και τώρα, αμυδρά βέβαια, τον σκοπόν: ήτο πολύ ανώτερος από χτύπημα κουδουνιού,
αλλά πάντως κατώτερος από σκούπα."
Η Μαρίκα Φραντζεσκοπούλου έχει ερμηνεύσει τραγούδια από διάφορους
συνθέτες / στιχουργούς των ρεμπέτικων, με τα ηχογραφημένα να είναι μεταξύ των ετών
1929 και 1935, τα οποία σύμφωνα με τον Δαμιανάκο ανήκουν στην
κλασική περίοδο (1922 – 1940), κατά την οποία εμφανίζονται οι πρώτες ηχογραφήσεις
και το επώνυμο τραγούδι με τη θεματολογία τους να αφορά τον έρωτα, τη γυναίκα, την
απελπισία, τη θλίψη, και τη διαμαρτυρία. Στην αρχή της πορείας της (1929 – 1931)
πολλά από τα τραγούδια της δισκογραφίας της ανήκαν στην κατηγορία των αμανέδων,
ενώ όσον αφορά τα ρεμπέτικα, ερμήνευσε κυρίως τραγούδια του Παναγιώτη Τούντα.
Τα επόμενα χρόνια (1932 – 1395), πολλοί ήταν οι ρεμπέτες που έγραψαν
τραγούδια, τα οποία αναδείχθηκαν εξαιτίας της ερμηνείας της Μαρίκας
Φραντζεσκοπούλου, μεταξύ των οποίων ο Γιάννης Δραγάτσης (Ογδοντάκης), ο
Ιάκωβος Μοντανάρης, ο Σπύρος Περιστέρης, ο Κώστας Σκαρβέλης, ο Μίνωας Μάτσας
(Τσάμας), ο Γρηγόρης Ασίκης, ο Παναγιώτης Τούντας κ.α. Τη συγκεκριμένη περίοδο η
φήμη της Μαρίκας Φραντζεσκοπούλου μαζί με τον συνθέτη Γιάννη Δραγάτση
(Ογδοντάκης) ήταν πανελλήνια καθώς οι στίχοι του, αλλά και οι φωνές τους είχαν
αποτυπωθεί σε πολλές φωνογραφικές πλάκες.
Ο Παναγιώτης Τούντας είναι ένας από τους διασημότερους συνθέτες της
Σμυρναϊκής Σχολής, που ανήκει στην ομάδα των Μικρασιατών μουσικών οι οποίοι
κατάφεραν, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, να διαμορφώσουν τα
ρεμπέτικα τραγούδια στην Ελλάδα. Αποτελεί, αναμφίβολα, τον συνθέτη που ξεχώρισε
τόσο με την ποιότητα όσο και με τον όγκο των τραγουδιών του από το σύνολο των
καλλιτεχνών της προσφυγιάς – περίπου 350, τα οποία έχουν ερμηνευτεί από σχεδόν
όλους τους προπολεμικούς τραγουδιστές της εποχής.
Ο Χαράλαμπος(Λάμπρος) Λεονταρίδης υπήρξε ο «ένας αλλά λέων» με πολίτικη λύρα στις ηχογραφήσεις των 78 στροφών που έγιναν στην Ελλάδα. Ο πατέρας του Αναστάσιος, ο αδελφός του Παράσχος, αλλά και ο πρώτος του εξάδελφος Αλέκος Μπατζανός έπαιζαν επίσης πολίτικη λύρα και ηχογραφήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Ο Λάμπρος από την Πόλη βρέθηκε κάποια στιγμή στην Ελλάδα και διέπρεψε ως λυράρης.
Ο Λάμπρος λοιπόν, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1898. Έμαθε λύρα κοντά στον πατέρα του και καθιερώθηκε επαγγελματικά εκεί από νεαρή ηλικία. Το 1922, στη διάρκεια της Μικρασιατικής καταστροφής, έτυχε να είναι σε μουσική περιοδεία στην Αίγυπτο και στη Βηρυτό. Αναγκαστικά λόγω των γεγονότων ήρθε στην Ελλάδα και έκτοτε για μεγάλο διάστημα θεωρείτο φυγάς από το τούρκικο κράτος (προφανώς γιατί απέφυγε την επιστράτευση), οπότε δεν μπορούσε να γυρίσει στην Πόλη. Συνέχισε τη μουσική του σταδιοδρομία στην Ελλάδα, και το 1936-37 παντρεύτηκε την Παναγιώτα Δανιηλίδου που καταγόταν από την Πριγκιπόνησο. Είχε ένα προτέρημα που καμιά φορά στη ζωή θεωρείται ελάττωμα, ήταν κιμπάρης άνθρωπος, δεν έμπαινε σε ίντριγκες και ζηλοφθονίες με τους συναδέλφους του. Πέρασε και δύσκολες εποχές, όμως δεν έριξε ποτέ κανέναν για να του πάρει το ψωμί.
Γύρω στο 1936, που ήταν ακόμα στις δόξες του, έχτισε ένα αρχοντικό σπίτι στη Νέα Ελβετία που το ονόμασε «Βίλα Νότα¨, χάριν της μουσικής νότας αλλά και της συζύγου του Παναγιώτας (Νότας). Το χολ του σπιτιού του ήταν τεράστιο και στο δάπεδο υπήρχε ψηφιδωτό όπου απεικονιζόταν μια λύρα. Το σημείο είχε καλή ακουστική και εκεί έκαναν πρόβες με τους άλλους μουσικούς. Ο γιος του Λάμπρου, γεννημένος το 1938, είχε τα πρώτα του ακούσματα από αυτές τις πρόβες, που τις περισσότερες φορές εξελίσσονταν σε γλέντια ανατολίτικα. Οι ήχοι αυτοί έμειναν ονειρικοί και ανεξίτηλοι στη μνήμη του.
Όμως ήρθε ο πόλεμος και η κατοχή και όσες οικονομίες υπήρχαν από τις καλές εποχές εξανεμίστηκαν. Ευτυχώς ο Λάμπρος Λεονταρίδης είχε φέρει αρκετά κοσμήματα στη γυναίκα του από τις περιοδείες του στη Μέση Ανατολή. Στη μεγάλη πείνα πήγαινε στα χωριά, έδινε τα κοσμήματα και έπαιρνε τρόφιμα. Μετά την κατοχή και τον εμφύλιο, το 1949, η Ελλάδα ήταν γεμάτη πόνο και ερείπια και ο κόσμος έφευγε στο εξωτερικό αναζητώντας μια καλύτερη μοίρα. Πολλοί μουσικοί πήραν τότε το δρόμο της ξενιτιάς.
Έτσι και ο Λάμπρος πήγε με την οικογένειά του το 1950 στην Πόλη, να ανταμώσει τους συγγενείς και τους παλιούς φίλους. Έμεινε εκεί περίπου τρεις μήνες και έπαιξε για λίγο στο ίδιο μαγαζί με τον μικρότερο αδελφό του Παράσχο, ωστόσο τελικά γύρισε πίσω στην Ελλάδα. Την ίδια χρονιά έλαβε μέρος στους Απάχηδες των Αθηνών, μια ταινία της «Ολύμπια Φιλμ» σε σενάριο και σκηνοθεσία του Ηλία Παρασκευά. Στις 02/09/1951, όπως φαίνεται στο διαβατήριό του, ξαναπήγε στην Πόλη, μαζί με τον ουτίστα Αγάπιο Τομπούλη και την τραγουδίστρια Ρόζα Εσκενάζυ, που ήταν παλιοί του φίλοι, συμπατριώτες και συνεργάτες. Εκεί σε συνεργασία με τον αδελφό του Παράσχο και κάποιους Τούρκους μουσικούς ηχογράφησαν για την Αμερικάνικη εταιρεία Balkan.
Τον Νοέμβριο του 1951 επιστρέφει στην Ελλάδα και εργάζεται στο κέντρο «Τριάννα» όπου για λίγο διάστημα ήρθε και έπαιξε μαζί του ο αδελφός του Παράσχος. Αυτή ήταν και η τελευταία του επαγγελματική αναλαμπή. Συνέχισε βέβαια να παίζει σε γιορτές και πανηγύρια, όμως το τοπίο είχε αλλάξει, ο κόσμος άκουγε άλλα πράγματα και οι παλιοί δεξιοτέχνες περνούσαν πλέον στην αφάνεια. Σ’ αυτή τη δύσκολη περίοδο, όταν ο μικρός τότε μοναχογιός του Τάσος πλησίαζε τις λύρες του πατέρα του, άκουγε τη μάνα του να τον αποπαίρνει με κάθε τρόπο. Έτσι το 1965 που ο Λάμπρος πέθανε από την ανίατη ασθένεια πήρε μαζί του τα μυστικά μιας μεγάλης μουσικής παράδοσης. Η Ρόζα Εσκενάζυ ήταν στη κηδεία του και έκλαιγε απαρηγόρητη τον Πολίτη Λυράρη που σίγησε για πάντα.
Ο Αγάπιος Τομπούλης (Κωνσταντινούπολη, περί το 1885 - Αθήνα περί το 1965) από την Πόλη υπήρξε δεξιοτέχνης του ουτιού και συνθέτης. Συνεργάστηκε με όλες τις σημαντικές φωνές του Σμυρναίικου τόσο στο πάλκο όσο και στη δισκογραφία και ήταν ο επιφανέστερος ουτίστας του είδους. Άφησε επίσης αξιόλογες ηχογραφήσεις ως σολίστας. Η οικογένεια του Τομπούλη φέρεται να είχε καταγωγή εν μέρει αρμενική. Ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία στη μουσική απρόθυμα (όπως αργότερα διηγήθηκε ο ίδιος), ως οργανοπαίκτης στην αυλή του Οθωμανού Σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Β' (ο οποίος βασίλευσε μεταξύ 1876 και 1909).
Συγκεκριμένα, ο Σουλτάνος έτυχε να ακούσει τον νεαρό τότε ουτιέρη και να θαυμάσει την τέχνη του ενώ έκανε βαρκάδα στον Βόσπορο με την συνοδεία του. Του ζήτησε, χωρίς να αφήσει περιθώρια για τυχόν αντιρρήσεις, να παρουσιασθεί το επόμενο βράδυ και να παίξει για τους καλεσμένους του. Ο Τομπούλης φοβήθηκε και, θέλοντας και μη, παρουσιάστηκε. Έλαβε γενναίο φιλοδώρημα και αργότερα καθιερώθηκε ως έμμισθος μουσικός των ανακτόρων.
Παρέμεινε στα ανάκτορα ακόμα και μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Μεχμέτ τον Ε', νεότερο αδερφό του Αβδούλ Χαμίτ, ο οποίος απομάκρυνε πολλούς μουσικούς αλλά κράτησε τους Ρωμιούς.
Αργότερα όμως, κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο, παρόλο που ο Τομπούλης αντιμετώπιζε τους Σουλτάνους με μεγάλο φόβο, εκδηλώθηκε ανοιχτά υπέρ της ελληνικής πλευράς. Έτσι αργότερα, όταν επήλθε η Μικρασιατική Καταστροφή, αναγκάστηκε να καταφύγει στην Ελλάδα για να γλιτώσει.
Στο σημερινό δίσκο συναντάμε την Μαρίκα την Πολίτισσα σε στίχους και σύνθεση του Παναγιώτη Τούντα και συνοδεία, πολίτικης λύρας από τον Λάμπρο Λεονταρίδη και ούτι από τον Αγάπιο Τομπούλη. Στις ετικέτες δεν αναγράφονται τα ονόματα του Λάμπρου και του Αγάπιου αλλά ότι υπάρχει συνοδεία από λύρα και ούτι. Δεξιοτέχνες και οι δυο, συνοδεύουν άριστα την εξαιρετική Μαρίκα. Στο σημερινό φάκελο που θα κατεβάσετε υπάρχει, σαν δώρο (για τις 202 αναρτήσεις), μια εξαιρετική συλλογή με τραγούδια της Μαρίκας, από τις Αμερικάνικες  Mississippi Records και Olvido Records του 2020. Φυσικά οι επεξεργαστές του ήχου, έχουν αφαιρέσει το ενοχλητικό φύσημα (όχι για εμένα) των 78 στροφών.
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).