Κυριακή 3 Απριλίου 2022

176. COLUMBIA SCDG 2936 ΡΟΥΚΟΥΝΑΣ ΚΩΣΤΑΣ- ΑΡΑΠΑΚΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ- ΤΖΟΒΕΝΟΣ ΚΩΣΤΑΣ- ΣΚΑΡΒΕΛΗΣ ΚΩΣΤΑΣ 1961 (ηχογράφηση 1931)

Ρούκουνας Κώστας (Σαμιώτης)- Παύλου Γιώργος (Αραπάκης)- Τζόβενος Κώστας- Σκαρβέλης Κώστας (Παστουρμάς) COLUMBIA SCDG 2936 Λαγιαρνί (Κλέφτικο) - Τζαβέλενα (Κλέφτικο) 1961( ηχογράφηση 1931)- 45rpm- 7''
Ο Κώστας Ρούκουνας (Σάμος, 1903- Αθήνα, 11 Μαρτίου 1984), γνωστός και ως «Σαμιωτάκι», υπήρξε καταξιωμένος τραγουδιστής του ρεμπέτικου και δημοτικού τραγουδιού, καθώς και τραγουδοποιός.
Ο Ρούκουνας (βλέπε ανάρτηση 39)  προερχόταν από φτωχή οικογένεια και για τον λόγο αυτό αναγκάστηκε να ξεκινήσει να δουλεύει από τα οκτώ του χρόνια. Αρχικά εργάστηκε σε μια καπνοβιομηχανία και αργότερα ως ξυλουργός. Η καλλιτεχνική του καριέρα ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του '20. όταν άρχισε να τραγουδάει σε μια ταβέρνα. Ο νεαρός Ρούκουνας έγινε γρήγορα διάσημος μεταξύ των άλλων Σαμιωτών για τη φωνή του και δη τις επιδόσεις του στα Σμυρναίικα τραγούδια.
Σύντομα έφυγε για την Αθήνα (το 1927 ή το 1928). Εκεί τραγουδούσε επαγγελματικά σε γιορτές και πανηγύρια μέχρι που τον ανακάλυψε ο Παναγιώτης Τούντας, κορυφαίος συνθέτης και στέλεχος σε μεγάλη δισκογραφική εταιρεία. Υπό τον Τούντα, ο Ρούκουνας πραγματοποίησε τις πρώτες του ηχογραφήσεις για δίσκους 78 στροφών. Με την μαεστρία της φωνής του, διακρίθηκε τόσο στα παραδοσιακά όσο και στα ρεμπέτικα τραγούδια. Ιδιαίτερης μνείας χρήζουν οι επιδόσεις του στους (πλέον απαιτητικούς από τεχνικής σκοπιάς και ημι-αυτοσχεδιαστικούς) μανέδες.
Ο Ρούκουνας συνεργάστηκε με πολλούς συνθέτες κατά τη διάρκεια της μακράς καριέρας του, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται ο Παναγιώτης Τούντας, ο Σπύρος Περιστέρης, ο Κώστας Σκαρβέλης, ο Γρηγόρης Ασίκης και αρκετοί άλλοι.
Το 1934 παντρεύτηκε την τραγουδίστρια Άννα Παγανά (ή Άννα Πολίτισσα) η οποία όμως πέθανε το 1943 σε νεαρή ηλικία από καρδιακά προβλήματα. Ο Ρούκουνας παντρεύτηκε την δεύτερη γυναίκα του, την στιχουργό Αλεξάνδρα Κυριαζή το 1948 και πέρασε μαζί της το υπόλοιπο της ζωής του σε προάστιο των Αθηνών. 
 
Ο Γιώργος Παύλου, Αραπάκης όπως ήταν ξακουστός, με καταγωγή από την Σούρπη, ένα χωριό δίπλα στον Αλμυρό Μαγνησίας. Το πραγματικό του επώνυμο ήταν Παύλου, αλλά στον κόσμο ήταν γνωστός με το παρωνύμιο Αραπάκης, το οποίο κληρονόμησε από τον πατέρα του και οφειλόταν προφανώς στο μελαψό τους χρώμα.
Έφυγε από τη Σούρπη σε ηλικία 18 χρονών και ο δρόμος του τον έφερε στα
Ψαχνά της Εύβοιας. Εκεί παντρεύτηκε με τη Βασιλική Ντάβου γύρω στα 1915,
με την οποία απέκτησαν επτά παιδιά, τέσσερα κορίτσια και τρία αγόρια.
Το τέταρτο κατά σειρά παιδί ήταν ο Αλέκος, που γεννήθηκε το 1921, που έγινε εξίσου βιολιτζής, από τους πιο μεγάλους.
Ο Γιώργος Αραπάκης είχε συνεργαστεί με όλους τους μεγάλους εκείνης της εποχής. Συνεργασίες με τους παλιούς λαϊκούς και τους κλασικούς του Δημοτικού τραγουδιού.
Είχε λάβει μέρος, την δεκαετία του 30, σε πολλές ηχογραφήσεις δίσκων γραμμοφώνου. Πρωτομαγιά του 1964, έφυγε από την ζωή.  Άφησε πίσω του όμως, αντικαταστάτη, τον γιο του Αλέκο Αραπάκη.
 
Ο Κώστας Τζόβενος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1899 και πέθανε 29 Οκτωβρίου του 1985.
Σημαντικός δημιουργός του ρεμπέτικου με τη μικρότερη δισκογραφική παραγωγή αλλά μεγάλη εμπορική επιτυχία. Έμαθε από μικρός σαντούρι με δάσκαλο, τον Γιάννη Λειβαδίτη και πρωτοστάτησε στη δημιουργία των πρώτων κομπανιών με ντόπιους και μικρασιάτες μουσικούς μετά το 1922.
Εμφανίστηκε σε όλα τα γνωστά κέντρα της εποχής του Μεσοπολέμου. Μεταξύ των ετών 1932 και 1935 ηχογράφησε μόνο οκτώ τραγούδια και όλα χασικλίδικα, με 14 εκτελέσεις στη δισκογραφία των 78 στροφών. Κορυφαίο του το "Μες στου Μάνθου τον τεκέ", που πρωτοτραγούδησε ο Αντώνης Νταλγκάς και κυκλοφόρησε σε πέντε εκτελέσεις. Αποσύρθηκε από το επάγγελμα το 1940 και ασχολήθηκε με το εμπόριο δερμάτων. Διετέλεσε για περίπου δέκα χρόνια πρόεδρος του συνδικαλιστικού οργάνου των μουσικών «Η αλληλοβοήθεια».
 
Ο Κώστας Σκαρβέλης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1880 και από πολύ μικρός ασχολήθηκε με τη μουσική. Μετά την ενηλικίωσή του, για να αποφύγει την κατάταξή του στον τουρκικό στρατό, φυγαδεύτηκε και εγκαταστάθηκε με άλλους συγγενείς του στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Τουλάχιστον για μια δεκαπενταετία δεν υπάρχουν στοιχεία για το πού ήταν και με τι ασχολήθηκε. Βέβαιο είναι ότι δεν επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη, ούτε σε άλλο μέρος της Τουρκίας. Στην Αθήνα πρέπει να εγκαταστάθηκε μεταξύ 1915 και 1920, επομένως δεν ανήκει στους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Η κύρια εργασία του στην Αθήνα πριν από το 1922 ήταν ειδικός τεχνίτης στην κατασκευή υποδημάτων πολυτελείας.
Με την εγκατάσταση των Μικρασιατών στην Ελλάδα, ο Κώστας Σκαρβέλης ξαναβρήκε γνωστά πρόσωπα από το χώρο των μουσικών και άρχισε αμέσως την επαγγελματική του καριέρα ως μουσικός. Από το 1923 ανέβηκε στο πάλκο ως κιθαρίστας και έπαιξε σε όλα τα γνωστά στέκια που δημιουργήθηκαν από τους μικρασιάτες μουσικούς στην Αθήνα του Μεσοπολέμου: Στον «Πουρούζη» στη Λ. Αλεξάνδρας, στου «Πικίνου» στο θησείο, στο «Αραράτ» στην Λ. Αλεξάνδρας, στο «Απταιό» στο Φάληρο κ.α. Μαζί του ήταν, μεταξύ άλλων, ο Κώστας Τζοβένος, ο Μήτσος Αραπάκης, ο Κώστας Καρίπης, ο Αντώνης Νταλγκάς, ο Γιώργος Λαζαρίδης (ή Σπανός), ο Κώστας Ρούπανας, ο Στελλάκης Περπινιάδης κ.ά.
Με την έναρξη της μαζικής δισκογραφίας στην Ελλάδα (1924-1925) παίρνει μέρος στις πρώτες ηχογραφήσεις, με όλες τις τότε γνωστές εταιρίες (Οdeon, His Master's Voice, Columbia Αγγλίας, Ρathe, Polydor, Parlophone), παίζοντας σε όλα τα είδη μουσικής (δημοτικά, ελαφρά και κυρίως ρεμπέτικα). Ήταν εξαίρετος τραγουδιστής στο πάλκο, αλλά προτίμησε να μην «ανταγωνίζεται» τους συναδέλφους του τραγουδιστές κι έτσι συμμετείχε ελάχιστες φορές σε ηχογραφήσεις με τη φωνή του (κυρίως έκανε δεύτερες φωνές σε γνωστούς τραγουδιστές της πριν από το 1930 περιόδου). Τα πρώτα δικά του τραγούδια εμφανίζονται με τη γαλλική εταιρία Ρathe γύρω στο 1928-1929, ενώ η φωνή του αποτυπώθηκε σε δίσκους της γερμανικής Ροlydor.
Από το 1930, με την ίδρυση και λειτουργία του εργοστασίου παραγωγής δίσκων στον Περισσό από την αγγλική Grammophone, αναλαμβάνει τη διεύθυνση της ελληνικής Columbia. Έτσι, καταγράφεται στην ιστορία της δισκογραφίας ως ο πρώτος καλλιτεχνικός διευθυντής της. Από τη θέση αυτή γίνεται ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες προεπιλογής των τραγουδιών που θα περνούσαν στη δισκογραφία και μαζί με τους Δημήτρη Σέμση (Σαλονικιό), Σπύρο Περιστέρη, Παναγιώτη Τούντα και Ιωάννη Δραγάτση (Ογδοντάκη) συνθέτουν την πεντάδα των μαέστρων - καλλιτεχνικών διευθυντών, που διαμόρφωσαν το νεότερο μουσικό ύφος των τραγουδιών των πόλεων στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου.
Ο Κώστας Σκαρβέλης συνεργάστηκε στη δισκογραφία και το πάλκο με τον Μάρκο Βαμβακάρη και τους υπόλοιπους της πειραιώτικης κομπανίας. Μάλιστα, από το 1935 έπαιξε και στο μαγαζί του ιδίου του Μάρκου στα Άσπρα Χώματα της Κοκκινιάς. Εκείνη τη χρονιά ήταν μαζί του οι Μάρκος Βαμβακάρης, Γιώργος Μπάτης, Στράτος Παγιουμτζής, Σοφία Καρίβαλη και για λίγο ο Ανέστος Δελιάς (Αρτέμης).
Ο Κώστας Σκαρβέλης έγραψε εκατοντάδες τραγούδια, εκ των οποίων πάνω από 200 έχουν εντοπιστεί στη δισκογραφία των 78 στροφών. Ξεχωρίζουν: «Τράβα ρε μάγκα και αλάνη», «Το παιγνίδι του Αμερικάνου», «Δυο μάγκες με βαρέσανε», «Τουρκολιμανιώτισσα», «Στα ξένα μ' άφησες», «Γιατί να με γελάσεις», «Κρυφό τον έχω τον καημό», «Δεν είσαι εσύ για μένα», «Δερβισάκι», «Τσαγκαράκι», «Το μπουζουκάκι», «Βρε χήρα κάθισε καλά», «Ο βλάμης του Ψυρή», «Σμυρνιά καμωματού», «Όταν το πίνω το κρασί», «Αλανιάρα σεβνταλού», «Είναι δυο χρόνια π' αγαπώ», «Ξενύχτης πάλι έμεινα», «Τα τσαχπίνικά σου μάτια», «Ο κόσμος πλούτη λαχταρά», «Δεν θα 'ρθω πια στην Κοκκινιά», «Μαρικάκι μου», «Ο μπεκρής», «Κάθε βραδάκι με γελάς», «Θα σε πλανέψω μια φορά», «Είμαι τεχνίτης ξακουστός», «Παραπονιέμαι στον ντουνιά», «Απόψε είδα όνειρο», «Σε γελάσανε», «Ερηνάκι», «Είσαι γκρινιάρα και γλωσσού», «Πλανεύτρα», «Στο καφέ αμάν», «Μάγισσα», «Πολίτισσα», «Βρε τύχη πως με τυραννάς», «Παραπονιάρα», «Μέσα στο Πασαλιμάνι», «Στρίβε ρε Καράμπελα», «Γιατί δεν βγαίνεις να σε δω», «Ελενίτσα», «Θα σε κάνω ταίρι μου» κ.ά.
Τα τραγούδια του ερμηνεύτηκαν από τους μεγαλύτερους τραγουδιστές του μεσοπολέμου, όπως ο Κώστας Νούρος, η Μαρίκα Φραντζεσκοπούλου (Τιλίτισσα), η Ρίτα Αμπατζή, η Ρόζα Εσκενάζυ, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Κώστας Τσανάκος, ο Αντώνης Νταλγκάς, ο Γρηγόρης Ασίκης, ο Κώστας Ρούκουνας, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Απόστολος Χατζηχρήστος, ο Ευάγγελος Σωφρονίου, ο Ζαχαρίας Κασιμάτης κ.ά. Όμως, εκείνος που ταύτισε τη φωνή του με τις εξαίρετες μελωδίες και τους στίχους του Κώστα Σκαρβέλη ήταν ο Γιώργος Κάβουρας, ο οποίος την περίοδο 1935-1941 γραμμοφώνησε πάνω από πενήντα τραγούδια του.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, ο Κώστας Σκαρβέλης για να επιβιώσει άσκησε το παλιό του επάγγελμα, επισκευάζοντας παπούτσια. Όμως δεν άντεξε και από ειρωνεία της μοίρας, αυτός ο γλεντζές και καλοφαγάς (από εκεί και το παρατσούκλι «Παστουρμάς»), άφησε την τελευταία του πνοή στις 8 Απριλίου 1942, από την πείνα. Το πιστοποιητικό θανάτου αναφέρει «θάνατος εξ οιδήματος εξ υποσιτισμού».
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).