Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2021

117. FIDELITY 2105008 ΤΣΑΓΚΑΡΑΚΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ- ΤΣΑΓΚΑΡΑΚΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ- ΤΣΑΓΚΑΡΑΚΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ 1969

Τσαγκαράκης Μιχάλης (Τσαγκαρομιχάλης)- Τσαγκαράκης Δημήτρης- Τσαγκαράκης Γιώργος FIDELITY 2105008 Αλικιανός συρτός - Η προξενειά (Μαντινάδες)  1969- 45rpm- 7''
 
 ««--Σε ποια ηλικία ξεκινήσατε να παίζετε λύρα και πόσο δύσκολα ήταν τότε τα πράγματα;
Προσπαθώ να μανταλώσω το νου μου μες τη ψυχή μου, να μη γυρίζει και να μου φέρνει πίσω χίλιες δυο αναμνήσεις. Μα όσο κι αν πολεμώ να τόνε σταματήσω, ο νους μου δε κουμαντέρνεται, ξεπορτίζει, φεύγει και γυρίζει σ’όλα τα χωριά τση Κρήτης
Όταν άρχιζα εγώ τη σταδιοδρομία μου σαν λυράρης το 1960 περίπου, ο κόσμος διασκέδαζε μόνο με τη  κρητική μουσική στα πανηγύρια, στους γάμους, στις βαφτίσεις και σε χοροεσπερίδες.
Ο παλιός λυράρης αντιμετώπιζε τελείως διαφορετικά προβλήματα από το σημερινό. Έπαιζε σε μικρούς χώρους, χωρίς μικροφωνικές εγκαταστάσεις, πολλές φορές δεν είχε πασαδόρο και είχε πρόβλημα της επικοινωνίας με τον κόσμο.
 --Γράφατε πολλά σατυρικά τραγούδια τότε. Ποιος ήταν ο λόγος;
Το γέλιο που είναι δύσκολο να το δώσεις στο κόσμο, πρέπει να ψάξεις να βρεις μέσα στη ψυχή σου, να’ναι μέσα από τη ζωή βγαλμένο και προπαντός να’ναι αληθινό κι όχι ψεύτικο. Τότε ο κόσμος το ευχαριστιέται, το καταλαβαίνει και το ανταποδίδει, με ένα δικό του χαμόγελο και ένα ζεστό χειροκρότημα
Σ’ένα γλέντι στη Τουρλωτή έπαιζα τα καλύτερα μου. Σωστό τραγούδι, σωστή μουσική.
Ο κόσμος ήταν ευχαριστημένος αλλά δε μου έδειξε κάτι το ιδιαίτερο. Κάποια γυναίκα είπε στον άντρα τση «Καλή λύρα παίζει το κοπέλι αυτό». Και τση λέει ο άντρας τση «Καλά παίζει, καλά τραγουδεί, μα δεν έχει το ταλέντο να μας επεί πράμα μαντινάδα, πράμα τραγούδι, να γελάσομε, να μας εβγάλει στο κέφι». Εγώ τ’άκουσα. Όπως καθόμαστε στη μέση και παίζαμε χωρίς μηχανήματα και χόρευε ο κόσμος γύρω μας καλαματιανό, σηκώθηκα
Όρθιος, αυθόρμητα πάτησα στη καρέκλα, θυμήθηκα τους στοίχους που είχα γράψει για τις «κουτσομπόλες» και έβγαλα εκείνη, τη στιγμή επιτόπου, τη μουσική και άρχισα να τραγουδώ τη πρώτη μου σύνθεση «Γυναίκες αποφάσισα να πω τα σχολιανά σας, πως μόνο τα κουτσομπολιά είναι εσάς η δουλεία σας» Το σατιρικό τραγούδι ήταν το μεγάλο μου όπλο.
--Πως ήταν τα γλέντια εκείνη την εποχή;
Το μέσο συγκοινωνίας για το λυράρη ήταν το λεωφορείο και πολλές φορές πήγαινε με τα πόδια από το ένα μέρος στο άλλο. Τα γλέντια γινότανε πάντα δύο βράδια και ο καφετζής έπρεπε να κοιμίσει τους οργανοπαίχτες, αλλά πολλές φορές είχε κι άλλους επισκέπτες και όταν τελείωνε το γλέντι ξημερώματα δεν είχε κρεβάτι και έστρωνε στο καφενείο δυο τρείς πατανίες πάνω σε καρέκλες και κοιμόταν ο λυράρης και ο πασαδόρος μερικές ώρες  μέχρι να τελειώσει η λειτουργία και να ξαναρχίσει πάλι το γλέντι. Η λύρα δεν ήτανε επάγγελμα, ήτανε πάθος, αγάπη, μεράκι δεν είχαμε ούτε μικροφωνικές ούτε μικρόφωνα.
--Πιστεύετε ότι το κοινό είναι ακόμα το ίδιο αυστηρό με τον καλλιτέχνη, όπως ήταν κάποτε;
Την εποχή εκείνη υπήρχε ένα κοινό που έκρινε με αξιοκρατικά κριτήρια τους οργανοπαίχτες και τους βαθμολογούσε ανάλογα με τη προσφορά και το έργο τους. Ποιός παίζει τη καλύτερη παραδοσιακή λύρα; Τα καλύτερα συρτά; Το καλύτερο μαλεβιζιώτη; Ποιος παίζει καλύτερη σούστα; Πεντοζάλη; κοντυλιές; Και ποιος τραγουδεί καλύτερα ριζίτικα και άλλα τραγούδια; Επίσης κρίνανε και σχολιάζανε τη συνθετική και στιχουργική ικανότητα του κάθε καλλιτέχνη.
Έτσι του έδιναν και τη θέση που του άξιζε. Ένα τέτοιο πελάτη μερακλή είχα τον Μπαλτζάκη το γιατρό. Ο γιατρός είχε αδυναμία να ακούει και να βλέπει να χορεύουν μαλεβιζιώτη. Μια βραδιά στον Ερωτόκριτο μου έστειλε χάρισμα με ένα σερβιτόρο και παράγγειλε να του παίξω ένα μαλεβιζιώτη. Όση ώρα έπαιζα ο Μπαλτζάκης έτρωγε και μετρούσε τα δάχτυλα του. Συνέχιζα να παίζω και συνέχιζε και κείνος να μετρά τα δάχτυλα του. Επειδή δε χορεύανε μετά από λίγη ώρα σταμάτησα. Ο Μπαλτζάκης ο γιατρός σηκώθηκε όρθιος μπροστά στο κόσμο και μου φώναξε δυνατά «Μιχάλη, όση ώρα έπαιζες μετρούσα τα γυρίσματα και έπαιξες δεκαεφτά. Έχω ακούσει ότι ο μαλεβιζιώτης έχει σαρανταπέντε γυρίσματα. Πού είναι τα υπόλοιπα;»
Εγώ δικαιολογήθηκα ότι δεν τα παίξα όλα γιατί δεν εχορεύανε.
«Αν δεν τα ξέρεις όλα τα γυρίσματα να φροντίσεις να τα μάθεις από τσι παλιούς»
Υπάρχει και σήμερα αλλά ο κόσμος δεν εκφράζεται όπως παλιά.
--Πόσο δύσκολο ήταν για σας να συνδυάσετε καριέρα και οικογένεια;
 Γυρίζοντας από κάθε γλέντι, η γυναίκα μου με περίμενε έχοντας έτοιμο πάντα ένα ποτήρι γάλα και πολλές φορές έμενε ξάγρυπνη για να υποδεχτεί εμένα και τους συνεργάτες μου, μετά από το τέλος κάποιου γλεντιού, για να μας ετοιμάσει να φάμε και να μας περιποιηθεί. Έχοντας  λοιπόν την πλήρη υποστήριξη της μπορώ να πω ότι ήταν πολύ εύκολο για μένα γιατί ήξερα ότι η γυναίκα μου στήριζε το σπίτι όταν έλειπα και δεν είχα κανένα λόγο να ανησυχώ. Μπορούσα να αφοσιωθώ στην καριέρα μου..
--Το «Πάλκο» σας άλλαξε σαν άνθρωπο; Αλλοίωσε τον χαρακτήρα σας;
 Δεν αλλοίωσε τον χαρακτήρα μου, δεν με άλλαξε σαν άνθρωπο, όμως έμαθα να κρύβω τα συναισθήματα μου για το χατίρι του κόσμου. Μια φορά θυμάμαι πως έκλαιγα πάνω στο πάλκο και ο Βασίλης μου είπε "σταμάτα θα γίνουμε ρεζίλι". Γύρισα το κεφάλι μου προς τα μηχανήματα και έκανα πως τα διορθώνω. Σκούπισα τα μάτια μου και συνέχισα κανονικά το πρόγραμμα μου χαμογελώντας.
--Μιλήστε μου λίγο για τα δυο Κρητικά κέντρα που είχατε την «Ξαστεριά» και τον «Ερωτόκριτο».
Στη Λ.Κνωσσού 92 υπήρχε μια ψησταριά, που είχε την επιχείρηση ο Νίκος Μοσχόβης. Δίπλα ήταν ένα μεγάλο οικόπεδο και συνεταιριστήκαμε και φτιάξαμε το κέντρο «Ξαστεριά». Το να φτιάξεις όμως ένα τέτοιο κέντρο από τα θεμέλια, το κόστος ήτανε πολύ μεγάλο. Τα λεφτά που είχα δεν εφτάξανε, δάνεια οι τράπεζες δεν εδίνανε και έτσι υποχρεώθηκα σε φίλους και γνωστούς, υπόγραφα γραμμάτια, για να μπορέσω να ανοίξω τη καλοκαιρινή «Ξαστεριά»., τέλος Μαΐου 1972, ημέρα Σάββατο.
Το κέντρο αυτό αγαπήθηκε πολύ από τον κόσμο, γινόταν πανικός κάθε βράδυ, πολύ κόσμος. Έκανα και δεύτερο μαγαζί. τον «Ερωτόκριτο» και τραγουδούσα και στα δυο. Ωραίες εποχές.
--Υπάρχει κάτι στην καριέρα σας για το οποίο να έχετε μετανιώσει; Τι θα αλλάζατε αν μπορούσατε;
 Θα ξεκινούσα με τον ίδιο τρόπο όπως και τότε. Θα προσπαθούσα όμως να μην έκανα λάθη ,καλλιτεχνικά λάθη, που έκανα όταν ήμουν νέος. Είχα εμπιστοσύνη στους φίλους και με πλήγωσαν, έδειξα εμπιστοσύνη σε ορισμένους ανθρώπους που τελικά αποδείχτηκε ότι δεν ήταν αυτό που πίστευα. Τέτοια λάθη θα προσπαθούσα να αποφύγω. Δισκογραφικά δεν έχω μετανιώσει για κανένα μου τραγούδι, για καμία δισκογραφική μου δουλειά. Τις έχω αγαπήσει όλες.»»
Ολόκληρη την συνέντευξη του Τσαγκαρομιχάλη θα την βρείτε στις πληροφορίες στο φάκελο που θα κατεβάσετε.
Βιογραφικά στοιχεία για τον Μιχάλη Τσαγκαράκη θα βρείτε στην ανάρτηση 46. Για τα αδέρφια του Δημήτρη και Γιώργο σε επόμενες αναρτήσεις.
(Τα σκαναρισμένα εξώφυλλα που προστέθηκαν είναι του Ιδομενέα από Ρέθυμνο και τον ευχαριστώ πολύ που συμβάλει στη προσπάθεια καταγραφής).
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο ….(εδώ)