Τετάρτη 15 Μαΐου 2024

398. PAN-VOX PAN 6488 ΚΩΣΤΑΣ ΑΛΕΚΟΣ- ΣΟΥΚΑΣ ΒΑΣΙΛΗΣ 1972

Κώστας Αλέκος- Σούκας Βασίλης PAN-VOX PAN 6488 Απ΄τα μέρη της Ηπείρου - Θα ρίξω μάγια στο νερό 1972- 45rpm- 7''
 
Ο δημοφιλής τραγουδιστής της Ηπείρου Αλέκος Κώστας που στη δεκαετία του ’70 γνώρισε μεγάλες επιτυχίες, είχε γεννηθεί στα Δεσποτικά Πρέβεζας (Βλάντα) και ασχολήθηκε επαγγελματικά με το δημοτικό τραγούδι από το 1965. Είχε εργαστεί στα για πολλά χρόνια με το Βασίλη Σούκα στον ”Πετροκότσιφα” (Γλυκοχαράματα) στο “Ελληνικό Χωριό” κ’α.
Από τα πιο γνωστά του τραγούδια που διαφημίζονταν από την τότε δισκογραφική MUSIC BOX είναι: ”Ο κουμπάρος και η κουμπάρα”, ‘Σταμάτα Χάρε τ’ άλογο”, ”Έμαθα πως παντρεύεσαι”, ”Άλλαξες πολύ κυρά μου”,
Λενιώ μου μη με λησμονείς”, ”Γειτονοπούλα μου μικρή”, ”Μικρό παιδί ξεκίνησα”, ”Φίλε μου πες μου γιατί κλαις”. ”Λιώσανε τα χιόνια”, ”Πολλούς γιατρούς εγύρισα”, ”Παραθυράκι άνοιξε”, Τώρα που το θυμήθηκες.”. Ο Αλέκος Κώστας έφυγε από κοντά μας το 2021.
Ο Βασίλης Σούκας γεννήθηκε το 1931 στο Κομπότι Άρτας. Από μικρό παιδί ξεχώρισε για τις επιδόσεις του σε διάφορα μουσικά όργανα και τελικά καταστάλαξε στο κλαρίνο. Πηγαίος μουσικός, με δική του έντονη προσωπικότητα, ύφος και χαρακτήρα αναδείχτηκε γρήγορα ως πρωταγωνιστής στα πανηγύρια και την δισκογραφία όπου συμμετείχε ως εκτελεστής και συνθέτης. Από τα τέλη του ’50 που ρίζωσε στην Αθήνα δούλεψε σε όλα τα φημισμένα δημοτικά κέντρα που ανθούσαν στην ευρύτερη περιοχή και σύντομα απέκτησε δική του στέγη στην διασκέδαση, τα Γλυκοχαράματα (πρώην Πετροκότσυφας) όπου για χρόνια ήταν επικεφαλής ενός λαμπρού επιτελείου που απαρτιζόταν από τους Τάκη Καρναβά -μνημειώδης η σύμπραξή τους-, Γιούλα Κοτρώτσου, Αλέκο Κώστα, Σοφία Παπακώστα, Θανάση Βαρσαμά κ.ά.
Παράλληλα ο Βασίλης Σούκας από τα μισά του ’60 μέχρι και τα πρώτα χρόνια του ’80 διετέλεσε μαέστρος στην Pan-Vox του Μαρτέν Γκεσάρ όπου ηχογράφησε παραδοσιακά και καινούργια τραγούδια με κλασικούς εκπροσώπους του δημοτικού τραγουδιού αλλά και ανερχόμενους αστέρες του είδους που μοιραία αναπτύχθηκε, το λεγόμενο λαϊκοδημοτικό, το οποίο αναμφίβολα σε ορισμένες περιπτώσεις στιγματίστηκε από ακρότητες και φτήνιες αλλά σε πολλές άλλες στιγμές απέφερε αληθινά διαμάντια. Τα παιξίματα, οι ενορχηστρώσεις αλλά και οι νέες συνθέσεις του Σούκα έχουν πάντα την αύρα του χαρισματικού εκτελεστή, του ανθρώπου που γνωρίζει την παράδοση από πρώτο χέρι και το χώρο που κινείται και ξέρει να κατευθύνει υποδειγματικά τους υπόλοιπους συντελεστές.
Να σημειωθεί ότι ο Βασίλης Σούκας μέχρι και το πρόωρο φινάλε του στις 28 Ιουνίου 1993 παρέμενε ανήσυχος και δημιουργικός, μπήκε στην διαδικασία σε μεγάλη ηλικία να διδαχθεί βυζαντινή μουσική (γραφή και ανάγνωση) υπό τον ιεροψάλτη μουσικοδιδάσκαλο Βασίλη Κατσιφή και ήταν ανοιχτός σε ετερόκλητες φαινομενικά συνεργασίες με τον Κυριάκο Σφέτσα, τον Νίκο Τουλιάτο, τον Ros Dally κ.ά. σε έργα εκτός της πεπατημένης, ορισμένα εκ των οποίων παρουσιάστηκαν στο Μέγαρο Μουσικής με πρωταγωνιστή τον ίδιο τον σολίστα και δημιουργό.
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).
 

 

Τετάρτη 8 Μαΐου 2024

397. POLYGRAM 91063 ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ- ΦΑΡΑΓΚΟΥΛΙΤΑΚΗΣ ΜΑΝΩΛΗΣ- ΛΙΑΒΑΣ ΛΑΜΠΡΟΣ 1987

Φαραγκουλιτάκης Μανώλης (Μπαξές)- Λιάβας Λάμπρος POLYGRAM 91063 Μουσικές στο Αιγαίο 1987- 45rpm- 7''
 
«Ο Μανώλης Φαραγκουλιτάκης γεννήθηκε το 1923 κι έζησε στα Βορίζα, στις πρόποδες του Ψηλορείτη. Ήταν αυτοδίδαχτος δεξιοτέχνης. Στα όρη παρακολουθούσε τους παλαιότερους βοσκούς κι έτσι έμαθε μόνος να παίζει και να κατασκευάζει χαμπιόλια, ασκομαντούρες και άλλα πνευστά όργανα σε ηλικία δώδεκα χρονών. Στην βούργια είχε το βιβλίο με τον Ερωτόκριτο και τον διάβαζε, όση ώρα δεν τον απασχολούσε η βοσκική τέχνη ή δεν έπαιζε μουσική. Του Βικέντιου Κορνάρου, όπως έλεγε. Απάγγειλε, έπαιζε θιαμπόλι και τραγουδούσε στο χείλος του φαραγγιού, που απαντούσε από τα βάθη του.
Εκεί, στα βουνά έμαθε να ξομπλιάζει τις ασκομαντούρες με τον σουγιά και να κάνει ξόμπλια στα ξύλα. Σκάλιζε πετσετοθήκες , πιατέλες κι άλλα ξυλόγλυπτα. Αργότερα σε ηλικία εβδομήντα και πλέον χρονών, παράδωσε μαθήματα για ξόμπλια σε παιδιά, συμμετέχοντας στα προγράμματα της λαϊκής επιμόρφωσης.
Σαν βοσκός στα βουνά έψαχνε κορυφές για να παίζει. Του άρεσε να παίζει στη σιγαλιά της νύχτας, στο μελωδικό και «νόστιμο» χαμπιόλι με τα επτά πατήματα, πολλώ λογιώ σκοπούς και κοντυλιές, συρτά, ριζίτικα τραγούδια και μελωδίες του Ερωτόκριτου. Με την ασκομαντούρα έπαιζε κοντυλιές, πεντοζάλια και πηδηχτούς χορούς.
Χρησιμοποιούσε ακόμη χαμπιόλι με μονό και λιανό καλάμι και γλώσσα, που του έδινε την δυνατότητα να παίζει περισσότερες κοντυλιές από την ασκομαντούρα. Ο Μανώλης Φαραγκουλιτάκης θυµάται: «Τα παλιά είχανε πέντε τρύπες. Εγώ ήµαθα µε πέντε. Αλλά τη Κατοχή µέσα ήταν ένα παιδί απ’ τη Μιαµού, απ’ τ’ Αστερούσια, και έπαιζε. Το γνώρισα στ’ αεροδρόµιο απού φτιάχνανε οι Γερµανοί στο Ντυµπάκι. Ήταν εκειά χιλιάδες κόσµος κι εδούλευγε. Ήτανε στα σύρµατα. Κι εγλεντίζανε κάθ’ αργά οι αθρώποι, είντα ’θελα κάµουνε; και τον είδα εκειά και τον άκουσα µια φορά κι έπαιζε µε εφτά τρύπες, όπως είν’ αυτό ακριβώς. Εγώ εβάστουν ένα µε πέντε. Και µου λέει: “Κουµπάρε Μανώλη, να σάξεις ένα µε εφτά πού ’χει πιο πολλά πατήµατα και παίζεις άνετα οτιδήποτε κοντυλιά και να ’ναι”. Αυτός ήτανε πιο μεγάλος από µένα, λεγότανε Χαρίδηµος Γερµανάκης.»
Του Μπαξέ του άρεσαν οι καλές παρέες στα όρη και στα γλέντια στα χωριά, σε γάμους, βαπτίσεις και πανηγύρια. Αργότερα συνεργάστηκε στη δισκογραφία, σε γλέντια και σε μουσικές περιοδείες με τον Ψαραντώνη, τους Σταυρακάκηδες , τους αδελφούς Στιβακτάκη, με τον Ross Daly, τον Ψαρογιώργη, τον Σγουρό κ.α. Διασκεύασε πολλές μελωδίες για πνευστά όργανα και διέσωσε τεχνικές σε μια εποχή που αυτά τα όργανα απειλήθηκαν με εξαφάνιση. Ήταν γλυκύτατος και ευγενικός άνθρωπος, ευρηματικός και παρατηρητικός, με δικά του αυστηρά κριτήρια κι αυτά τον χαρακτήριζαν και στο παίξιμο του. Αγαπούσε τους καλούς ανθρώπους και απεχθανόταν τα « παράσιτα» που δεν κάνουν καλή παρέα, όπως έλεγε. Έφυγε από κοντά μας το 2004.
Σήμερα σώζεται μία ασκομαντούρα του Μπαξέ σε ιδιωτική συλλογή στο Ηράκλειο και είναι ένα κομψοτέχνημα αφού είναι χειροποίητη από τον ίδιο, με απίστευτης τέχνης σκαλίσματα στα ξύλινα της μέρη, όπως επίσης σώζεται ένα διπλό φιαμπόλι με την ίδια τεχνική στα σκαλίσματα.»
Ο Λάμπρος Λιάβας είναι αναπληρωτής καθηγητής εθνομουσικολογίας στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σπούδασε Νομικά στην Αθήνα, Eθνολογία Ν.Α Ευρώπης και Εθνομουσικολογία στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales στο Παρίσι, πιάνο και ανώτερα θεωρητικά στο Ελληνικό Ωδείο και με τον Γιάννη Ιωαννίδη, βυζαντινή και δημοτική μουσική με τον Σίμωνα Καρά. Είναι πρόεδρος του Μουσείου Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων Φ. Ανωγειανάκη - Κέντρου Εθνομουσικολογίας. Έχει πραγματοποιήσει επιτόπιες έρευνες και μουσικές καταγραφές σ’ όλη την Ελλάδα και στα Ελληνόφωνα χωριά της Κ. Ιταλίας.
Έχει επιμεληθεί βιβλιογραφικές και δισκογραφικές εκδόσεις, ταινίες ντοκιμαντέρ, εκθέσεις, συνέδρια, φεστιβάλ και συναυλίες παραδοσιακής μουσικής στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έχει ασχοληθεί με οργάνωση αρχείων, μουσικοκριτική και παραγωγή ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εκπομπών για την ελληνική μουσική. Στο θέατρο έχει ασχοληθεί με την έρευνα, συγγραφή κειμένων, μουσική και σκηνοθετική επιμέλεια σε παραστάσεις αρχαίου δράματος, μουσικού θεάτρου και σύγχρονου χορού.
Στα επιστημονικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνονται η ελληνική δημοτική μουσική (με έμφαση στα επιμέρους τοπικά ιδιώματα και στα λαϊκά μουσικά όργανα), η αστική λαϊκή μουσική (ρεμπέτικο, θέατρο σκιών) και το νεότερο ελληνικό τραγούδι.
Από το 1992 διδάσκει στο Τ.Μ.Σ. τα μαθήματα: "Εισαγωγή στην ελληνική δημοτική μουσική", "Αστική λαϊκή μουσική" και "Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα" καθώς και τα σεμινάρια: "Μεθοδολογία της επιτόπιας εθνομουσικολογικής έρευνας", "Μουσική στο θέατρο σκιών" και "Ιστορική ανασκόπηση του νεότερου ελληνικού τραγουδιού". Επίσης, διδάσκει στο Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Μουσική Κουλτούρα και Επικοινωνία. Ανθρωπολογικές και επικοινωνιακές προσεγγίσεις της μουσικής το μάθημα: "Μουσική και πολιτιστική διαχείριση".
Το σημερινό δισκάκι έρχεται σε συνέχεια της προηγούμενης ανάρτησης και τον σχολιασμό του Λάμπρου Λιάβα για το τραγούδι του Φουσταλιέρη ¨Όσο βαρούν τα σίδερα¨. ¨Μουσικές στο Αιγαίο¨ ένα βιβλίο με ένθετο δίσκο το σημερινό 45άρι βινύλιο (κάπου διάβασα ότι κυκλοφόρησε και cd), του 1987, σε επιμέλεια Λάμπρου Λιάβα και εκδότη το Υπουργείο Πολιτισμού-Υπουργείο Αιγαίου, με την Μελίνα Μερκούρη να το προλογίζει.   Δυστυχώς το βιβλίο δεν το έχω, οπότε δεν γνωρίζω τους μουσικούς και τα τραγούδια. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι σφυροχάμπιολο παίζει ο Μανώλης Φαραγκουλιτάκης και πιθανότατα τραγουδάει και τον Ερωτόκριτο (συνάδει με τα παραπάνω βιογραφικά στοιχεία). Όποιος γνωρίζει τους μουσικούς και τα τραγούδια μπορεί να στείλει μήνυμα για να προσθέσω, ευχαριστώ.   
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).
 

 

Πέμπτη 2 Μαΐου 2024

396. COLUMBIA D.G.6364 ΦΟΥΣΤΑΛΙΕΡΑΚΗΣ ΣΤΕΛΙΟΣ- ΜΠΕΡΝΙΔΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ- ΜΠΕΡΝΙΔΑΚΗΣ ΠΟΛΥΧΡΟΝΗΣ 1938

Φουσταλιεράκης Στέλιος (Φουσταλιέρης- Το Στελάκι από την Κρήτη)- Μπερνιδάκης Ιωάννης (Μπαξεβάνης- Μπαξές- Αηδόνι της Κρήτης)- Μπερνιδάκης Πολυχρόνης COLUMBIA D.G.6364 Όσο βαρούν τα σίδερα (Κρητικό) - Τα βάσανα μου χαίρομαι (Κρητικό) 1938- 78rpm- 10''
«Συμβαίνει κάποιες φορές να αμφισβητείται η κυριότητα ενός τραγουδιού και μάλιστα όταν ο χρόνος το έχει καταξιώσει ως ένα μεγάλο τραγούδι. Ένα από αυτά είναι και το «Όσο βαρούν τα σίδερα». Χρεώθηκε στα παραδοσιακά, ως ένα παρμένο μικρασιατικό. Το τραγούδι όμως ανήκει στον Στέλιο Φουσταλιεράκη (Φουσταλιέρη). Από ό,τι καταδεικνύεται ο Φουσταλιέρης πήρε δύο και μόνο στίχους, σημειωτέον μόνο στίχους, από ένα παραδοσιακό καθιστικό τραγούδι της Κωνσταντινούπολης του 1910, το οποίο ηχογράφησε στις ΗΠΑ το 1927 και η Μαρίκα Παπαγκίκα με τον τίτλο «Μπουρνοβαλιό». Παραθέτουμε αυτούς τους δύο στίχους του προαναφερθέντος τραγουδιού:
Βαρύτερ’ απ’ τα σίδερα, καλέ, είναι τα μαύρα ρούχα
Γιατί τα φόρεσα και γω για μιαν αγάπη που ’χα

Η μελωδία αυτού του τραγουδιού φυσικά δεν σχετίζεται καθόλου με το εξαιρετικό δημιούργημα του Φουσταλιέρη. Το τραγούδι λοιπόν είναι δικό του και το κυκλοφόρησε το 1938 σε δίσκο με τη φωνή του Ιωάννη Μπερνιδάκη - Μπαξεβάνη.
Αναμφίβολα είναι πάντα το απαιτούμενο η σωστή καταγραφή της μουσικής ιστορίας. Και αυτή μας παραδίδει ότι και η Κρήτη ως σταυροδρόμι, λόγω γεωγραφικής θέσεως, έχει επηρεασθεί από τη μουσική των Μικρασιατών προσφύγων και έχει αφήσει τα σημάδια της στα κρητικορεμπέτικα ή αλλιώς ταμπαχανιώτικα. Ονομάστηκαν έτσι επειδή τα τραγουδούσαν στη Σμύρνη οι εργάτες που δούλευαν στα Ταμπακαριά, δηλαδή τα δερματάδικα. Άλλοι λένε ότι οι Ταμπάκηδες, που είχαν τα δερματάδικα, φώναζαν μουσικούς για να τους διασκεδάσουν και έπαιζαν Ταμπαχανιώτικα.
Χαρακτηριστικό δείγμα είναι το εν λόγω τραγούδι. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν αρκετές διαστάσεις για την καταγωγή του. Ο Λάμπρος Λιάβας, ωστόσο, ασχολήθηκε με αυτόν τον Κρητικό μουσικό και, όντας ο πιο κατάλληλος και πιο ειδήμονας ,σίγουρα η μαρτυρία του παρουσιάζει ενδιαφέρον.
Ας διαβάσουμε τι γράφει:
Ο Φουσταλιέρης συνεργάστηκε δισκογραφικά με πολλούς μεγάλους μουσικούς της εποχής. Παράλληλα, στις ρεθυμνιώτικες συντροφιές έπαιζε συχνά με Μικρασιάτες μουσικούς, οι οποίοι είχαν βρεθεί στην Κρήτη μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ιδιαίτερο ρόλο στη διαμόρφωση της μουσικής προσωπικότητας του Φουσταλιέρη έπαιξε η παραμονή του στον Πειραιά (1933-1937).
Στον Πειραιά, η κρητική παραδοσιακή μουσική συναντά το ρεύμα του Παγιουμτζή, τον Κερομύτη, τον Μπαγιαντέρα και άλλους. Με τον Μπάτη, μάλιστα, ήταν και παλιοί γνώριμοι και σύχναζε και στην παράγκα του (χοροδιδακαλείον), στου Καραϊσκάκη. Εκεί, ήταν κρεμασμένα στη σειρά τα μπουζούκια, έχοντας το καθένα το όνομά του! Η «Μαριγούλα», η «Κούλα», ο «γέρο-Μάγκας» κτλ.! Ανάμεσα σ’ αυτά και το μπουλγαρί που παίζει το «Στελάκι» από την Κρήτη και ενθουσιάζει τους ρεμπέτες με τη «διπλοπενιά» και την «τριπλοπενιά» του.
Από το 1937 έως και το 1992 που πέθανε, ο Στέλιος Φουσταλιεράκης - Φουσταλιέρης ζούσε στο Ρέθυμνο, ασχολούμενος με τις δύο μεγάλες αγάπες του. Την τέχνη του ρολογά και το μπουλγαρί! «Γιατί και οι δυο αυτές τέχνες έχουν μεγάλη σχέση μεταξύ τους, είναι λεπτή δουλειά, όπως παλιά κάναμε τα εξαρτήματα των ρολογιών στο χέρι και τα δουλεύαμε με το φακό, έτσι και στη μουσική χρειάζεται σημασία στη λεπτομέρεια, στην πενιά. Χρειάζεται αξιοπρέπεια τόσο πίσω από τον πάγκο, όσο και όταν παίζω το όργανο».
Ο Φουσταλιέρης με την ίδια αξιοπρέπεια και το ίδιο αμείωτο μεράκι παρέμεινε ως τον θάνατό του, όχι μόνο στην Κρήτη, αλλά και σ’ ολόκληρη την Ελλάδα ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της παράδοσης του ελληνικού ταμπουρά. Γιατί δυστυχώς, στις μέρες μας, η μακραίωνη αυτή παράδοση κινδυνεύει να εξαφανιστεί. Το λαγούτο και το μπουζούκι, εκτόπισαν το μπουλγαρί. Η μουσική του Φουσταλιέρη αποτελεί ένα ξεχωριστό και ιδιαίτερα σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία της Κρητικής μουσικής.
Η ξεχωριστή του πορεία, όμως, στην ιστορία της κρητικής μουσικής δεν σφραγίστηκε μόνο από αυτό ούτε από τις επιδράσεις που δέχτηκε από Μικρασιάτες μουσικούς που είχαν έρθει στο Ρέθυμνο με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Είναι, ίσως, ο μοναδικός παραδοσιακός μουσικός της Κρήτης που θα «μπλέξει» με τους ρεμπέτες. Αυτό θα γίνει την περίοδο ανάμεσα στο 1933 και στο 1937, όταν έζησε στον Πειραιά.
Το «Στελάκι από την Κρήτη», όπως τον βάφτισαν οι μάγκες εκεί, γνωρίστηκε και έπαιξε με τον Μάρκο, τον Δελλιά, τον Παγιουμτζή, τον Μπαγιαντέρα και τον Μπάτη, που ήταν ο συνδετικός κρίκος. Είχαν γνωριστεί όταν ο Μπάτης είχε κατεβεί στην Κρήτη ως βοηθός πλανόδιου οδοντίατρου, και σμίξανε ξανά στον Πειραιά. Τα τραγούδια, λοιπόν, του Φουσταλιέρη, χωρίς να είναι αποκομμένα από τον βασικό κορμό της κρητικής μουσικής, έχουν ολοφάνερες τις επιδράσεις από τα χρόνια που έζησε κοντά στους μεγάλους ρεμπέτες.
Πολύ αργότερα, όταν το «Στελάκι» έχει γυρίσει στην Κρήτη, ο Γιάννης Παπαϊωάννου θα πει, σε μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Άλφα» (Μάιος 1968): «…Έξω από τον Χαλκιά γνώρισα και έναν Κρητικό. Στέλιος Φουσταλιεράκης λεγόταν. Ήταν τσαγκάρης. Έφαγα τον κόσμο να τον βρω. Έπαιζε κάτι κρητικά στο μπουζούκι και τρελαινόμουν… Τον έχασα όμως…».
Εκείνη την περίοδο μπαίνει και στη δισκογραφία με τρεις δίσκους 78 στροφών. Στις ετικέτες τους αναγράφεται ότι παίζει μπουζούκι, καθώς το μπουλγαρί ήταν άγνωστο όργανο για τους υπεύθυνους των δισκογραφικών εταιρειών στην Αθήνα. Η αλήθεια είναι, όμως, πως και στην Κρήτη συχνά το ονόμαζαν μπουζούκι ή και τουρκομπούζουκο. Εκεί, στα στούντιο της Columbia, είναι καλλιτεχνικός διευθυντής ο συνθέτης Παναγιώτης Τούντας. Κάποια τραγούδια από τις ηχογραφήσεις του Φουσταλιέρη περνούν στη δισκογραφία με το όνομα του Τούντα, χωρίς να έχουν καμία σχέση με την έτσι κι αλλιώς αξιόλογη καριέρα του λαϊκού συνθέτη.
Ούτε πριν ούτε μετά έφτιαξε τραγούδια που το ηχόχρωμά τους να θυμίζει αυτά που αργότερα διεκδίκησε ο Φουσταλιέρης – αλλά αυτή είναι μια συνηθισμένη ιστορία, τουλάχιστον για την εποχή εκείνη. Το χειρότερο βέβαια είναι, πέρα από την ιστορία με τον Τούντα, ότι έγιναν κι αργότερα ηχογραφήσεις τραγουδιών του (και μάλιστα την εποχή που ζούσε ακόμη ο δημιουργός τους) από τραγουδιστές γνωστούς και άγνωστους, οι οποίοι πήραν τραγούδια του Φουσταλιέρη και τα βάφτισαν παραδοσιακά. Ειδικά το «Όσο βαρούν τα σίδερα» έχει ηχογραφηθεί πολλές φορές, μόνο που κάποιοι είτε από άγνοια είτε από «ευκολία» το αναφέρουν ως παραδοσιακό – και ξεμπερδεύουν».
Πηγή: Τα γραφόμενα του Λάμπρου Λιάβα –εθνομουσικολόγου, επίκουρου καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών– είναι από την ΚΡΗΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ»
Στα δύο κομμάτια παίζει επίσης ο Πολ.Μπερνιδάκης κιθάρα. Μέχρι τώρα δεν είχε γνωστό ποιος ήταν ο Πολ.. Με τη βοήθεια του καθηγητή Σήφη Λεκάκη και μέσω του φίλου του Μανώλη Τζιράκη μάθαμε! Ρωτώντας την κόρη του Μπαξεβάνη στο Ρέθυμνο λοιπόν μάθαμε πως ο Πολ. ήταν ο αδερφός του Μπαξεβάνη, Πολυχρόνης. Για το πόσο καλή κιθάρα έπαιζε και τι άλλο έκανε δεν μάθαμε. Σε κάποιο άρθρο ο Χάρης Στρατιδάκης έχει γράψει μεταξύ άλλων ότι ο Πολυχρόνης Μπερνιδάκης είχε μαγαζί με σφραγίδες μεταπολεμικά.
Επίσης ένα άλλο ενδιαφέρον είναι κάτι σαν κρουστό με μεταλλικό ήχο που ακούγεται στο "Όσο βαρούν τα σίδερα" ειδικά μετά το 0'48''. Μία σκέψη είναι μήπως οι χορδές κάνουν αυτό το χαρακτηριστικό ήχο όπως χτυπάει πάνω τους το φτερό του καναβού με το οποίο έπαιζε ο Φουσταλιέρης. Τα παραπάνω σχόλια είναι του Γιώργη Βαβουλέ. Ο φίλος Ανδέας Ανδρεωσάτος πιστεύει ότι αυτά που ακούγονται είναι γυάλινα ποτηράκια και θα συμφωνήσω μαζί του.
Στο σημερινό γραμμοφωνικό δίσκο ο Μπαξεβάνης (εικονίζεται παραπάνω αλλά σε καμία φωτογραφία με τον Φουσταλιέρη) πραγματικά απογειώνει και τα δυο τραγούδια. Συνήθως το ένα από τα δυο τραγούδια (τουλάχιστον έτσι λειτουργούν στο εξωτερικό γι’αυτό και τα λένε b-sides), είναι το ¨καλό¨ ή αλλιώς το σουξεδιάρικο. Στην προκειμένη περίπτωση είναι και τα δύο τραγούδια ¨σταθμοί¨ της Κρητικής (για κάποιους αστικής) μουσικής. Την απήχηση που είχε ο Φουσταλιέρης και στο ρεμπέτικο κοινό, μας δηλώνουν και οι ετικέτες του δίσκου (σημειωτέον ότι για κάθε εξάντληση του δίσκου άλλαζαν γραμματοσειρά και για διαφορετική δεκαετία-σειρά χρώμα). Εφτά διαφορετικές ετικέτες (δίσκους) κατάφερα  να βρω. Τρεις από αυτές από την προσωπική μου συλλογή, άλλες δυο από του Χατζηαντωνίου (greekdiscography), μία από τον φίλο Ιδομενέα από το Ρέθυμνο (μαύρες με χρυσά γράμματα) και μια από discogs σε γραμμοφωνικό εξωτερικού και την Odeon που αντιπροσώπευε την Columbia. Εικονίζονται παρακάτω.
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).