Φουσταλιεράκης
Στέλιος (Φουσταλιέρης- Το Στελάκι από την Κρήτη)- Μπερνιδάκης Ιωάννης
(Μπαξεβάνης- Μπαξές- Αηδόνι της Κρήτης)- Μπερνιδάκης Πολυχρόνης COLUMBIA D.G.6364 Όσο βαρούν τα σίδερα (Κρητικό) - Τα βάσανα μου χαίρομαι
(Κρητικό) 1938- 78rpm- 10''
«Συμβαίνει κάποιες φορές να αμφισβητείται η κυριότητα
ενός τραγουδιού και μάλιστα όταν ο χρόνος το έχει καταξιώσει ως ένα μεγάλο
τραγούδι. Ένα από αυτά είναι και το «Όσο βαρούν τα σίδερα». Χρεώθηκε στα
παραδοσιακά, ως ένα παρμένο μικρασιατικό. Το τραγούδι όμως ανήκει στον Στέλιο
Φουσταλιεράκη (Φουσταλιέρη). Από ό,τι καταδεικνύεται ο Φουσταλιέρης πήρε δύο
και μόνο στίχους, σημειωτέον μόνο στίχους, από ένα παραδοσιακό καθιστικό
τραγούδι της Κωνσταντινούπολης του 1910, το οποίο ηχογράφησε στις ΗΠΑ το 1927
και η Μαρίκα Παπαγκίκα με τον τίτλο «Μπουρνοβαλιό». Παραθέτουμε αυτούς τους δύο
στίχους του προαναφερθέντος τραγουδιού:
Βαρύτερ’ απ’ τα σίδερα, καλέ, είναι τα μαύρα ρούχα
Γιατί τα φόρεσα και γω για μιαν αγάπη που ’χα
Γιατί τα φόρεσα και γω για μιαν αγάπη που ’χα
Η μελωδία αυτού του τραγουδιού φυσικά δεν σχετίζεται καθόλου με το εξαιρετικό
δημιούργημα του Φουσταλιέρη. Το τραγούδι λοιπόν είναι δικό του και το
κυκλοφόρησε το 1938 σε δίσκο με τη φωνή του Ιωάννη Μπερνιδάκη - Μπαξεβάνη.
Αναμφίβολα είναι πάντα το απαιτούμενο η σωστή καταγραφή της μουσικής ιστορίας.
Και αυτή μας παραδίδει ότι και η Κρήτη ως σταυροδρόμι, λόγω γεωγραφικής θέσεως,
έχει επηρεασθεί από τη μουσική των Μικρασιατών προσφύγων και έχει αφήσει τα
σημάδια της στα κρητικορεμπέτικα ή αλλιώς ταμπαχανιώτικα. Ονομάστηκαν έτσι
επειδή τα τραγουδούσαν στη Σμύρνη οι εργάτες που δούλευαν στα Ταμπακαριά,
δηλαδή τα δερματάδικα. Άλλοι λένε ότι οι Ταμπάκηδες, που είχαν τα δερματάδικα,
φώναζαν μουσικούς για να τους διασκεδάσουν και έπαιζαν Ταμπαχανιώτικα.
Χαρακτηριστικό δείγμα είναι το εν λόγω τραγούδι. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν αρκετές διαστάσεις για την καταγωγή του. Ο Λάμπρος Λιάβας, ωστόσο, ασχολήθηκε με αυτόν τον Κρητικό μουσικό και, όντας ο πιο κατάλληλος και πιο ειδήμονας ,σίγουρα η μαρτυρία του παρουσιάζει ενδιαφέρον. Ας διαβάσουμε τι γράφει:
Χαρακτηριστικό δείγμα είναι το εν λόγω τραγούδι. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν αρκετές διαστάσεις για την καταγωγή του. Ο Λάμπρος Λιάβας, ωστόσο, ασχολήθηκε με αυτόν τον Κρητικό μουσικό και, όντας ο πιο κατάλληλος και πιο ειδήμονας ,σίγουρα η μαρτυρία του παρουσιάζει ενδιαφέρον. Ας διαβάσουμε τι γράφει:
Ο Φουσταλιέρης συνεργάστηκε δισκογραφικά με πολλούς
μεγάλους μουσικούς της εποχής. Παράλληλα, στις ρεθυμνιώτικες συντροφιές έπαιζε
συχνά με Μικρασιάτες μουσικούς, οι οποίοι είχαν βρεθεί στην Κρήτη μετά τη
Μικρασιατική Καταστροφή. Ιδιαίτερο ρόλο στη διαμόρφωση της μουσικής
προσωπικότητας του Φουσταλιέρη έπαιξε η παραμονή του στον Πειραιά (1933-1937).
Στον Πειραιά, η κρητική παραδοσιακή μουσική συναντά το
ρεύμα του Παγιουμτζή, τον Κερομύτη, τον Μπαγιαντέρα και άλλους. Με τον Μπάτη,
μάλιστα, ήταν και παλιοί γνώριμοι και σύχναζε και στην παράγκα του
(χοροδιδακαλείον), στου Καραϊσκάκη. Εκεί, ήταν κρεμασμένα στη σειρά τα
μπουζούκια, έχοντας το καθένα το όνομά του! Η «Μαριγούλα», η «Κούλα», ο
«γέρο-Μάγκας» κτλ.! Ανάμεσα σ’ αυτά και το μπουλγαρί που παίζει το «Στελάκι»
από την Κρήτη και ενθουσιάζει τους ρεμπέτες με τη «διπλοπενιά» και την
«τριπλοπενιά» του.
Από το 1937 έως και το 1992 που πέθανε, ο Στέλιος
Φουσταλιεράκης - Φουσταλιέρης ζούσε στο Ρέθυμνο, ασχολούμενος με τις δύο
μεγάλες αγάπες του. Την τέχνη του ρολογά και το μπουλγαρί! «Γιατί και οι δυο
αυτές τέχνες έχουν μεγάλη σχέση μεταξύ τους, είναι λεπτή δουλειά, όπως παλιά
κάναμε τα εξαρτήματα των ρολογιών στο χέρι και τα δουλεύαμε με το φακό, έτσι
και στη μουσική χρειάζεται σημασία στη λεπτομέρεια, στην πενιά. Χρειάζεται
αξιοπρέπεια τόσο πίσω από τον πάγκο, όσο και όταν παίζω το όργανο».
Ο Φουσταλιέρης με την ίδια αξιοπρέπεια και το ίδιο
αμείωτο μεράκι παρέμεινε ως τον θάνατό του, όχι μόνο στην Κρήτη, αλλά και σ’
ολόκληρη την Ελλάδα ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της παράδοσης του
ελληνικού ταμπουρά. Γιατί δυστυχώς, στις μέρες μας, η μακραίωνη αυτή παράδοση
κινδυνεύει να εξαφανιστεί. Το λαγούτο και το μπουζούκι, εκτόπισαν το μπουλγαρί.
Η μουσική του Φουσταλιέρη αποτελεί ένα ξεχωριστό και ιδιαίτερα σημαντικό
κεφάλαιο στην ιστορία της Κρητικής μουσικής.
Η ξεχωριστή του πορεία, όμως, στην ιστορία της
κρητικής μουσικής δεν σφραγίστηκε μόνο από αυτό ούτε από τις επιδράσεις που
δέχτηκε από Μικρασιάτες μουσικούς που είχαν έρθει στο Ρέθυμνο με την ανταλλαγή
των πληθυσμών. Είναι, ίσως, ο μοναδικός παραδοσιακός μουσικός της Κρήτης που θα
«μπλέξει» με τους ρεμπέτες. Αυτό θα γίνει την περίοδο ανάμεσα στο 1933 και στο
1937, όταν έζησε στον Πειραιά.
Το «Στελάκι από την Κρήτη», όπως τον βάφτισαν οι
μάγκες εκεί, γνωρίστηκε και έπαιξε με τον Μάρκο, τον Δελλιά, τον Παγιουμτζή,
τον Μπαγιαντέρα και τον Μπάτη, που ήταν ο συνδετικός κρίκος. Είχαν γνωριστεί
όταν ο Μπάτης είχε κατεβεί στην Κρήτη ως βοηθός πλανόδιου οδοντίατρου, και
σμίξανε ξανά στον Πειραιά. Τα τραγούδια, λοιπόν, του Φουσταλιέρη, χωρίς να
είναι αποκομμένα από τον βασικό κορμό της κρητικής μουσικής, έχουν ολοφάνερες
τις επιδράσεις από τα χρόνια που έζησε κοντά στους μεγάλους ρεμπέτες.
Πολύ αργότερα, όταν το «Στελάκι» έχει γυρίσει στην
Κρήτη, ο Γιάννης Παπαϊωάννου θα πει, σε μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στο
περιοδικό «Άλφα» (Μάιος 1968): «…Έξω από τον Χαλκιά γνώρισα και έναν Κρητικό.
Στέλιος Φουσταλιεράκης λεγόταν. Ήταν τσαγκάρης. Έφαγα τον κόσμο να τον βρω.
Έπαιζε κάτι κρητικά στο μπουζούκι και τρελαινόμουν… Τον έχασα όμως…».
Εκείνη την περίοδο μπαίνει και στη δισκογραφία με
τρεις δίσκους 78 στροφών. Στις ετικέτες τους αναγράφεται ότι παίζει μπουζούκι,
καθώς το μπουλγαρί ήταν άγνωστο όργανο για τους υπεύθυνους των δισκογραφικών
εταιρειών στην Αθήνα. Η αλήθεια είναι, όμως, πως και στην Κρήτη συχνά το
ονόμαζαν μπουζούκι ή και τουρκομπούζουκο. Εκεί, στα στούντιο της Columbia,
είναι καλλιτεχνικός διευθυντής ο συνθέτης Παναγιώτης Τούντας. Κάποια τραγούδια
από τις ηχογραφήσεις του Φουσταλιέρη περνούν στη δισκογραφία με το όνομα του
Τούντα, χωρίς να έχουν καμία σχέση με την έτσι κι αλλιώς αξιόλογη καριέρα του
λαϊκού συνθέτη. Ούτε πριν ούτε μετά έφτιαξε τραγούδια που το ηχόχρωμά τους να
θυμίζει αυτά που αργότερα διεκδίκησε ο Φουσταλιέρης – αλλά αυτή είναι μια
συνηθισμένη ιστορία, τουλάχιστον για την εποχή εκείνη. Το χειρότερο βέβαια
είναι, πέρα από την ιστορία με τον Τούντα, ότι έγιναν κι αργότερα ηχογραφήσεις
τραγουδιών του (και μάλιστα την εποχή που ζούσε ακόμη ο δημιουργός τους) από
τραγουδιστές γνωστούς και άγνωστους, οι οποίοι πήραν τραγούδια του Φουσταλιέρη
και τα βάφτισαν παραδοσιακά. Ειδικά το «Όσο βαρούν τα σίδερα» έχει ηχογραφηθεί
πολλές φορές, μόνο που κάποιοι είτε από άγνοια είτε από «ευκολία» το αναφέρουν
ως παραδοσιακό – και ξεμπερδεύουν».
Πηγή: Τα γραφόμενα του Λάμπρου Λιάβα
–εθνομουσικολόγου, επίκουρου καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών– είναι από την ΚΡΗΤΙΚΗ
ΠΑΡΑΔΟΣΗ»
Στα δύο κομμάτια παίζει επίσης ο Πολ.Μπερνιδάκης
κιθάρα. Μέχρι τώρα δεν είχε γνωστό ποιος ήταν ο Πολ.. Με τη βοήθεια του
καθηγητή Σήφη Λεκάκη και μέσω του φίλου του Μανώλη Τζιράκη μάθαμε! Ρωτώντας την
κόρη του Μπαξεβάνη στο Ρέθυμνο λοιπόν μάθαμε πως ο Πολ. ήταν ο αδερφός του
Μπαξεβάνη, Πολυχρόνης. Για το πόσο καλή κιθάρα έπαιζε και τι άλλο έκανε δεν
μάθαμε. Σε κάποιο άρθρο ο Χάρης Στρατιδάκης έχει γράψει μεταξύ άλλων ότι ο
Πολυχρόνης Μπερνιδάκης είχε μαγαζί με σφραγίδες μεταπολεμικά.
Επίσης ένα άλλο ενδιαφέρον είναι κάτι σαν κρουστό με
μεταλλικό ήχο που ακούγεται στο "Όσο βαρούν τα σίδερα" ειδικά μετά το
0'48''. Μία σκέψη είναι μήπως οι χορδές κάνουν αυτό το χαρακτηριστικό ήχο όπως
χτυπάει πάνω τους το φτερό του καναβού με το οποίο έπαιζε ο Φουσταλιέρης. Τα παραπάνω σχόλια είναι του Γιώργη Βαβουλέ. Ο φίλος Ανδέας Ανδρεωσάτος πιστεύει ότι αυτά που ακούγονται είναι γυάλινα ποτηράκια και θα συμφωνήσω μαζί του.
Στο σημερινό γραμμοφωνικό δίσκο ο Μπαξεβάνης
(εικονίζεται παραπάνω αλλά σε καμία φωτογραφία με τον Φουσταλιέρη) πραγματικά
απογειώνει και τα δυο τραγούδια. Συνήθως το ένα από τα δυο τραγούδια
(τουλάχιστον έτσι λειτουργούν στο εξωτερικό γι’αυτό και τα λένε b-sides), είναι το ¨καλό¨ ή αλλιώς το
σουξεδιάρικο. Στην προκειμένη περίπτωση είναι και τα δύο τραγούδια ¨σταθμοί¨
της Κρητικής (για κάποιους αστικής) μουσικής. Την απήχηση που είχε ο
Φουσταλιέρης και στο ρεμπέτικο κοινό, μας δηλώνουν και οι ετικέτες του δίσκου
(σημειωτέον ότι για κάθε εξάντληση του δίσκου άλλαζαν γραμματοσειρά και για
διαφορετική δεκαετία-σειρά χρώμα). Εφτά διαφορετικές ετικέτες (δίσκους) κατάφερα να βρω. Τρεις από αυτές από την προσωπική μου
συλλογή, άλλες δυο από του Χατζηαντωνίου (greekdiscography), μία από τον φίλο Ιδομενέα από το Ρέθυμνο (μαύρες με χρυσά γράμματα) και μια από discogs σε γραμμοφωνικό εξωτερικού και
την Odeon που αντιπροσώπευε την Columbia. Εικονίζονται παρακάτω.
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).
Το τραγούδι "Όσο βαρούν τα σίδερα" μοιράζεται την ίδια μελωδία με το τραγούδι "Φόρα τα μαύρα" του μικρασιατικής καταγωγής συνθέτη και κιθαρίστα Κώστα Καρίπη, σε στίχους Γιώργου Πετροπουλέα. Κυκλοφόρησε σε δίσκο με την φωνή της Ρόζας Εσκενάζυ το 1936, 2 χρόνια νωρίτερα από το "Όσο βαρούν τα σίδερα".
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο τραγούδι "Τα βάσανά μου χαίρομαι" είναι ο Χαλεπιανός μανές ο οποίος είναι πολύ παλιά μελωδία. Δεν γνωρίζω εάν η ονομασία συνδέεται με το Χαλέπι της Συρίας, πάντως η μελωδία ήταν από παλιά διαδεδομένη στην Μικρά Ασία αλλά και στους αραβικούς πλυθησμούς της Ανατολικής Μεσογείου. Επάνω στην ίδια μελωδία βασίζεται και το "Μάτια μου" ή "Σαν πας στα ξένα" που πρωτοηχογραφήθηκε από τον Αντώνη Διαμαντίδη "Νταλγκά" το 1928.
Να είσαι καλά Κώστα. Η αλήθεια είναι ότι έχει πάρα πολλές ομοιότητες της Ρόζας, ιδιαίτερα στην εισαγωγή. Η παραπάνω άποψη είναι του Λιάβα. Εγώ προσωπικά θα συμφωνήσω ότι υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν αντιγραφές. Ξεκινάει από το 1910, το παίρνει η Παπαγκίκα, το παίρνει ο Καρίπης, το παίρνει ο Φουσταλιέρης το τερματίζει και το κατοχυρώνει.
ΑπάντησηΔιαγραφή