Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2025

529. ODEON 275086 ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ ΜΑΡΚΟΣ- ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ 1939

Βαμβακάρης Μάρκος (Πατριάρχης του ρεμπέτικου- Συριανός- Φράγκος)- Χατζηχρήστος Απόστολος (Σμυρνιωτάκι) ODEON 275086 Τα δυο σου χέρια πήρανε (Βεργούλες) - Φοράς φουστάνι βυσσινί 1939- 78rpm- 10''
 
«Ο Μάρκος Βαμβακάρης γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1905 στον συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας της Σύρου από οικογένεια καθολικών και ήταν ο πρώτος από τα έξι παιδιά του Δομένικου και της Ελπίδας Βαμβακάρη. Η οικογένειά του ήταν φτωχή, έφερε όμως το «μικρόβιο» της μουσικής. Ο πατέρας του έπαιζε γκάιντα και ο παππούς του έγραφε τραγούδια.
Πριν καλά - καλά ξεκινήσει το σχολείο, ο Μάρκος αναγκάστηκε να διακόψει, διότι πήραν τον πατέρα του στο στρατό, και έπιασε δουλειά με τη μητέρα του σε ένα κλωστήριο. Τα επόμενα χρόνια δούλεψε ως χασάπης, εφημεριδοπώλης, οπωροπώλης, λούστρος, και το 1917, σε ηλικία 12 ετών, έφυγε για τον Πειραιά.
Αρχικά, εγκαταστάθηκε στα Ταμπούρια κι έπιασε δουλειά ως γαιανθρακεργάτης. Δούλεψε ακόμα ως λιμενεργάτης και ως εκδορέας στα σφαγεία, ενώ τα βράδια σύχναζε στους τεκέδες, όπου το 1924 άκουσε για πρώτη φορά στη ζωή του μπουζούκι. Εντυπωσιάστηκε και μέσα σε ελάχιστους μήνες έγινε ένας από τους καλύτερους αυτοδίδακτους μπουζουξήδες. Την περίοδο αυτή έκανε και τον πρώτο του γάμο με τη Ζιγκοάλα, την οποία όπως έλεγε μίσησε στο τέλος όσο καμία άλλη γυναίκα στον κόσμο.
Το 1925 κατατάχθηκε στο στρατό και όταν απολύθηκε άρχισε να γράφει τα πρώτα του τραγούδια. Έως το 1933 είχε γράψει πάνω από 50 τραγούδια και με την πιεστική παρότρυνση του Σπύρου Περιστέρη, o Μάρκος Βαμβακάρης γραμμοφώνησε στην Odeon τον πρώτο δίσκο με μπουζούκι στην Ελλάδα, που από τη μία μεριά είχε το «Καραντουζένι» (Έπρεπε να 'ρχόσουνα μάγκα μες στον τεκέ μας) και από την άλλη μεριά το «Αράπ» (ένα σόλο ζεϊμπέκικο).
Την επόμενη χρονιά δημιούργησε με τρεις φίλους του -τον Γιώργο Μπάτη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστη Δελιά- ένα πρωτοποριακό για την εποχή μουσικό σχήμα που ονομάστηκε «Η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς». Ο Μάρκος άνοιξε το δικό του μαγαζί στα Άσπρα Χώματα. Η αστυνομία, όμως, δεν του έδωσε άδεια. Έτσι αναγκάστηκε να το κλείσει και για πρώτη φορά έπειτα από 20 χρόνια ταξίδεψε με τον Μπάτη στη Σύρο. Έπαιξαν μαζί για περίπου δύο μήνες σ' ένα μαγαζί της παραλίας και όταν γύρισε στον Πειραιά έγραψε τη Φραγκοσυριανή, ίσως το πιο γνωστό τραγούδι του.
Η περίοδος λίγο πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν και η πιο παραγωγική. Τα τραγούδια του έβγαιναν σε δίσκους και ο Μάρκος έγινε περιζήτητος. Αφού περιόδευσε στη Θεσσαλονίκη, στο Βόλο, στη Λάρισα, στα Τρίκαλα και σε πολλές ακόμα πόλεις, άρχισε εμφανίσεις στον Βοτανικό, μαζί με τον Γιάννη Παπαιωάννου, τον Κώστα Καρίπη και τον Στέλιο Κερομύτη.
Με την έναρξη του πολέμου, ο Βοτανικός έκλεισε και ακολούθησαν δύσκολα χρόνια. Το 1941 πέθανε ο αδερφός του Λεονάρδος και το 1942 η μητέρα του Ελπίδα. Την εποχή εκείνη, έπειτα από παρότρυνση της μεγάλης του αδελφής, ο Μάρκος παντρεύτηκε με ορθόδοξο γάμο τη δεύτερη σύζυγό του, τη Βαγγελιώ. Για το γεγονός αυτό αφορίστηκε από την καθολική εκκλησία και μόλις το 1966 του δόθηκε και πάλι η κοινωνία των Καθολικών.
Τα δύο πρώτα παιδιά τους χάθηκαν πρόωρα. Το 1944 η Βαγγελιώ γέννησε τον Βασίλη και ακολούθησαν άλλα δύο αγόρια, ο Στέλιος το 1947 και ο Δομένικος το 1949.
Μετά τον πόλεμο, ο Μάρκος Βαμβακάρης άρχισε να βγάζει ξανά δίσκους σε διάφορες εταιρίες και όλοι γίνονταν ανάρπαστοι. Το 1954 αρρώστησε με βαριά αρθρίτιδα και σταμάτησε να παίζει. Όταν θέλησε να επιστρέψει στο πάλκο, όλοι τον είχαν ξεχάσει. Η ελληνική μουσική βιομηχανία τον θεωρούσε «ξεπερασμένο» και δεν τον έπαιρνε κανένας σε κάποιο μαγαζί.
Η κατάσταση άλλαξε δραματικά το 1960, όταν έπειτα από πρωτοβουλία του Βασίλη Τσιτσάνη, κυκλοφορούν από την Columbia παλιά και καινούρια τραγούδια του Βαμβακάρη, τραγουδισμένα από τον ίδιο και από καλλιτέχνες όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέι, η Άντζελα Γκρέκα, ο Στράτος Διονυσίου, κ.ά. Το εγχείρημα σημείωσε τεράστια επιτυχία και ο Μάρκος είχε την ευκαιρία να ξαναδουλέψει στα λαϊκά πάλκα, αλλά και να δώσει συναυλίες σε πρωτόγνωρους για τους ρεμπέτες χώρους.
Το 1966 έκανε την εμφάνισή του σε μπουάτ στην Πλάκα, ενώ ακολούθησε η συναυλία στο θέατρο «Κεντρικόν» το χειμώνα της ίδιας χρονιάς και στη συνέχεια πολλές εμφανίσεις στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας.
Στις 8 Φεβρουαρίου του 1972, ο Μάρκος Βαμβακάρης πέρασε στην ιστορία, αφήνοντας μια τεράστια παρακαταθήκη.»
«Ο Απόστολος Χατζηχρήστος (Σμυρνιωτάκι) γεννήθηκε το 1901 (ή κατά άλλες πληροφορίες το 1903 ή 1904) στο προάστιο Κοκαριαλί (Μυρακτή) της Σμύρνης από γονείς ευκατάστατους και πέθανε στην Αθήνα, χτυπημένος από τον επάρατο καρκίνο στους πνεύμονες, στις 5 Ιουνίου 1959.
Κατάγεται από ιστορική οικογένεια της Μικράς Ασίας και είχε το προνόμιο από πολύ μικρός να μάθει πιάνο και ακορντεόν, παρακινούμενος από τους γονείς του, κυρίως από τον πατέρα του Δημήτριο Χατζηχρήστο, να ασχοληθεί με τη μουσική. Έτσι από τα παιδικά του χρόνια αποκτά τα πρώτα του βιώματα της ραφινάτης μικρασιατικής μουσικής.
Όταν ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στα μικρασιατικά παράλια, ο Αποστόλης με μεγάλο νεανικό ενθουσιασμό και εθνική έπαρση κατετάγη στις τάξεις του εθελοντής, συμμετέχοντας στα ιστορικά γεγονότα της περιόδου 1919-1922. Σε κάποια μάχη πιάνεται αιχμάλωτος από τους Τούρκους και ενώ οδηγείται προς εκτέλεση, κατορθώνει άγνωστο πώς να δραπετεύσει και να γλιτώσει τη ζωή του (στοιχεία από τις κατά καιρούς αφηγήσεις των συγγενών του). Τα ίχνη του χάνονται για τρία χρόνια. Ο ίδιος καταφεύγει στην Ελλάδα και οι δικοί του, μετά την καταστροφή και το κάψιμο της Σμύρνης το 1922 έρχονται κι αυτοί στην Ελλάδα και εγκαθίστανται στη νήσο Τζια. Ο Απόστολος αναζητώντας την οικογένειά του τη βρίσκει τελικά στο νησί και αποφασίζουν να εγκατασταθούν όλοι μαζί οριστικά στον Πειραιά, στο Τουρκολίμανο.
Από το 1922 και για περισσότερο από μια δεκαετία ασχολείται με τη μουσική τελείως ερασιτεχνικά, εργαζόμενος στα Ελληνικά Σωληνουργεία ως ηλεκτροσυγκολλητής. Παράλληλα φροντίζει και μαθαίνει άριστα κιθάρα, μπουζούκι και μπαγλαμά, γενόμενος δεξιοτέχνης οργανοπαίκτης. Μουσικός άριστος.
Η επιτυχία της Τετράδος της Ξακουστής του Πειραιώς το 1933, η γέννηση ουσιαστικά της νέας Πειραιώτικης Σχολής του Ρεμπέτικου Τραγουδιού και η εσωτερική του μουσική ανησυχία, τον φέρνουν δειλά στο μουσικό προσκήνιο γύρω στο 1933-34, σαν ερασιτέχνη ακόμα. Στην αρχή εμφανίστηκε παίζοντας και τραγουδώντας σε μικρά ταβερνάκια της Δραπετσώνας και του Πειραιά. Πρωτοεμφανίστηκε εκεί συνεργαζόμενος με λιγότερο τότε γνωστά ονόματα, όπως ο Γιώργος Κωνσταντινίδης (κιθαρίστας και τραγουδιστής, γνωστός ως «Μακαρόνας»), ο Ηλίας Ποτοσίδης (μπουζουξής, γνωστός ως «Κάτω βλέπας»), ο αλανιάρης νεαρός μπουζουξής και τραγουδιστής Μιχάλης Γενίτσαρης, και άλλοι, ενώ αρχίζει να γράφει και τα πρώτα του τραγούδια.
Ουσιαστικά όμως, από τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα, γύρω στα 1935-36, γνωρίζει τον Μάρκο Βαμβακάρη και τη ρεμπέτικη παρέα του (Μπάτη, Στράτο ή Τεμπέλη και Ανέστο Δελιά ή Αρτέμη) και συμμετέχει στα καλύτερα ρεμπέτικα συγκροτήματα. Δούλεψε σε όλα σχεδόν τα γνωστά κέντρα διασκέδασης της εποχής εκείνης. Στου Δερέμπεη, στου Πίκινου τη Μπύρα, στου διαβόητου Κατελάνου, στο «Δάσος» του άγριου Βλάχου, στου Μάριου στην οδό Ίωνος (στην Ομόνοια), κι αλλού.
Οι μικρασιατικές του καταβολές και τα προσωπικά του μουσικά βιώματα, η κλασσική του μουσική παιδεία, τα βάσανα του πολέμου και της αιχμαλωσίας, ο πόνος του ξεριζωμού και της αναγκαστικής του προσφυγιάς, και τέλος η βασανισμένη και μαρτυρική του ζωή βαρύνουν καταλυτικά πάνω στο ύφος του. Ο αυτοβιογραφικός του στίχος «Φίλε παραπονιάρη» περικλείει όλη του τη ζωή!
Με το Μάρκο, ως ντουέτο, πέρασαν συνολικά 44 τραγούδια στους δίσκους γραμμοφώνου. 15 από αυτά είναι τραγούδια του Μάρκου, 16 του Σπύρου Περιστέρη, 6 του ίδιου και τα υπόλοιπα 7 ανήκουν σε άλλους συνθέτες, όπως στον Β. Τσιτσάνη, στον Κώστα Σκαρβέλη, κ.α.
Ως στιχουργός, έγραψε ο ίδιος τους στίχους των περισσότερων τραγουδιών του, συνεργάστηκε όμως και με τους περισσότερο γνωστούς στιχουργούς του ρεμπέτικου, όπως ο Γιάννης Λελάκης (που του έδωσε τα καλύτερά του τραγούδια), ο Τσάντας (Μπάμπης Βασιλειάδης), ο Κώστας Μάνεσης, ο Γιώργος Φωτίδας, κ.α.»
Στην πρώτη πλευρά του σημερινού δίσκου έχουμε τις γνωστές ¨Βεργούλες¨, ένα ερωτικό τραγούδι του Μάρκου, με το πρώτο δίστιχο παρμένο από τη δημοτική παράδοση (για να κολλήσουμε με τις συνήθεις αναρτήσεις για τους ψυχαναγκαστικούς). Την ευθύνη της ηχογράφησης έχει ο Σπ. Περιστέρης, ο οποίος παίζει μπουζούκι (μαζί του ο Σκαρβέλης που παίζει κιθάρα;). Το τραγούδι ηχογραφήθηκε ή τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο του 1939. Δίσκος Parlophon (χωρίς e τα προπολεμικά) B-74018-1 αριθμός κυκλοφορίας και GO 3361 αριθμός μήτρας. Στην σημερινή Τούρκικη κόπια (πιθανότατα του 1941) σε δίσκο Odeon, οι μήτρες είναι ίδιες με τις Ελληνικές.
 Στη δεύτερη πλευρά το υπέροχο ¨Φοράς φουστάνι βυσσινί¨, που διαβάζοντας την βιογραφία του Μάρκου, εύκολα συμπεραίνουμε από που εμπνεύστηκε (όπως και την ¨Κλωστηρού¨).
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο ….(εδώ).
 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου