Τσιτσάνης Βασίλης (Βλάχος)-
Λίντα (Δημητρακοπούλου) Μαίρη- Νίνου Μαρίκα (Ευαγγελία "Βανούι"
Ανταμιάν- Νικολαΐδου) LIBERTY L 216 Για να σε κάνω άνθρωπο (Ζεϊμπέκικο) - Ζαΐρα (Ανατολίτικο)
1954- 78rpm- 10''
«Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 18
Ιανουαρίου 1915 από Ηπειρώτες γονείς οι οποίοι κατέβηκαν από τα Άγραφα.
Τσαρουχάς ο πατέρας του, είχε ένα μαντολίνο με το οποίο έπαιζε σχεδόν
αποκλειστικά κλέφτικα τραγούδια της πατρίδας του. Αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα
του μικρού Βασίλη μαζί με τις βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην εκκλησία.
Στα 11 χρόνια του χάνει τον πατέρα του και μόνον τότε πέφτει στα χέρια του το
μαντολίνο – το οποίο στο μεταξύ έχει μετατραπεί από κάποιον ντόπιο οργανοποιό
σε μπουζούκι.
Στα γυμνασιακά του χρόνια στα Τρίκαλα μαθαίνει
παράλληλα βιολί, συμμετέχοντας με αυτό σε τοπικές εκδηλώσεις. Το μπουζούκι
όμως, αν και χωρίς κοινωνική καταξίωση στη μικρή τοπική κοινωνία, τραβάει
περισσότερο το ενδιαφέρον του. Τα πρώτα του τραγούδια τα γράφει σε ηλικία 15
χρονών. Στα τέλη του 1936 φεύγει από τα Τρίκαλα για την Αθήνα με σκοπό να
σπουδάσει νομικά.
Για να συμπληρώσει τα έσοδά του δουλεύει παράλληλα σε
ταβέρνες. Σε μια απ’αυτές γνωρίζει τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο ο
οποίος τον πηγαίνει σε μια δισκογραφική εταιρεία. Ηχογραφεί για πρώτη φορά το
1937, αλλά το κύριο μέρος των προπολεμικών δίσκων του πραγματοποιείται τα
επόμενα χρόνια. Η “Αρχόντισσα” είναι το πιο γνωστό τραγούδι που ηχογραφεί τότε
αλλά μαζί μ’αυτό βρίσκουν θέση στη δισκογραφία τραγούδια όπως τα “Να γιατί
γυρνώ”, “Γι ‘αυτά τα μαύρα μάτια σου” και πολλά άλλα που ερμηνεύουν ο Στράτος
Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Κερομύτης αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης.
Με αυτά τα τραγούδια ο Τσιτσάνης εισήγαγε ένα νέο είδος Λαϊκού τραγουδιού το
οποίο αποτείνεται στο πλατύτερο κοινό, σε αντίθεση με το ρεμπέτικο τραγούδι που
ενδιαφέρει ένα περιορισμένο κύκλο ακροατών.
Μ’ αυτά απαντά στην λογοκρισία της Μεταξικής
δικτατορίας η οποία απαγορεύει τόσο τα προϋπάρχοντα τραγούδια του ρεμπέτικου
περιθωρίου όσο και τις εμφανείς ανατολίτικες μελωδίες. Τα χρόνια της κατοχής τα
περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου δουλεύει σε διάφορα μαγαζιά. Αυτά τα χρόνια γράφει
πολλά από τα τραγούδια που ηχογραφεί μετά τον πόλεμο όταν άνοιξαν ξανά τα
εργοστάσια δίσκων. “Αχάριστη”, “Μπαξέ τσιφλίκι”, “Τα πέριξ”, “Νύχτες μαγικές”,
“Ζητιάνος της αγάπης”, “Ντερμπεντέρισσα” και βέβαια τη “Συννεφιασμένη Κυριακή”.
Το 1946 εγκαθίσταται ξανά στην Αθήνα και αρχίζει πάλι να ηχογραφεί. Η δεκαετία
1945 – 1955 είναι ίσως η κορυφαία της καριέρας του καθώς γνωρίζει την πλατιά
καταξίωση στη δισκογραφία και η πιο μεστή δημιουργικά γι’ αυτόν.
Φέρνει στο προσκήνιο νέες φωνές που υπηρετούν τα
τραγούδια του και δένονται μαζί του : τη Μαρίκα Νίνου, τη Σωτηρία Μπέλλου, τον
Πρόδρομο Τσαουσάκη. “Είμαστε αλάνια”, “Πήρα τη στράτα κι έρχομαι”, “Χωρίσαμε
ένα δειλινό”, “Τρελός τσιγγάνος”, “Πέφτουν της βροχής οι στάλες”, “Όμορφη
Θεσσαλονίκη”, “Αντιλαλούνε τα βουνά”, “Κάνε λιγάκι υπομονή”, “Φάμπρικες”,
“Πέφτεις σε λάθη”, “Καβουράκια”, “Κάθε βράδυ λυπημένη”, “Ξημερώνει και
βραδιάζει”, “Έλα όπως είσαι”, είναι μερικά μόνο από τα τραγούδια του γι’ αυτή
την περίοδο. Κι ίσως θα’ πρεπε να σημειώσουμε τόσο το μελωδικό πλούτο, όσο και
τη δεξιοτεχνία στην απόδοση πολλών απ’ αυτά τα τραγούδια. Χαρακτηριστικές οι εισαγωγές
τους – που κάποτε είναι τρείς : ταξίμι, προεισαγωγή, εισαγωγή – δείγματα
ιδιαίτερης σπουδής και απίστευτης ευχέρειας στη μελωδική έκφραση.
Καθώς, μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’50, το σκηνικό
στο λαϊκό τραγούδι πλατιάς αποδοχής αλλάζει και κυριαρχούν κάποιες αραβικές ή
και ινδικές επιρροές, ο Τσιτσάνης προσπαθεί να εγκλιματιστεί χωρίς να
εγκαταλείψει το προσωπικό του ύφος. Το ίδιο κάνει και σε επόμενες εποχές που η
περιρρέουσα ατμόσφαιρα αλλάζει ξανά.
Χωρίς ποτέ να αποδεχτεί κάποια απ’ τις εποχιακές “μόδες”, παρουσιάζει πάντα
κάποια τραγούδια που μπορούν να προστεθούν στα κλασικά του, αν και ανήκουν σε
νεότερα χρόνια κι έχουν επιρροές απ’ τον κυρίαρχο ήχο αυτών.
Τραγούδια του ερμηνεύουν ο Καζαντζίδης, ο
Μπιθικώτσης,ο Γαβαλάς, ο Αγγελόπουλος, η Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα
Λαμπράκη, ο Σταμάτης Κόκοτας κι από κάποιο σημείο και κάτω, κατ’ εξοχήν ο
ίδιος. Απ’ αυτά ν’ αναφέρουμε ενδεικτικά : “Ίσως αύριο (1958), “Τα λιμάνια”
(1962), “Τα ξένα χέρια”(1962), “Μείνε αγάπη μου κοντά μου”(1962), “Κορίτσι μου όλα
για σένα”(1967), “Απόψε στις ακρογιαλιές”(1968), “Κάποιο αλάνι”(1968), “Της
Γερακίνας γιος” (1975),”Δηλητήριο στη φλέβα”(1979). Το 1980 με πρωτοβουλία της
UNESCO ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο “Χάραμα” – έτσι λεγόταν το
μαγαζί στο οποίο ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν τα τελευταία 14 χρόνια της καριέρας
του και της ζωής του. Σ’ αυτό το δίσκο παίζει μια σειρά από κλασικά του
τραγούδια αλλά και πολλά αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι.
Ο δίσκος αυτός με την έκδοσή του στην Γαλλία (1985)
παίρνει το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας CharlesGross. Όμως στο μεταξύ ο
κορυφαίος δημιουργός έχει φύγει για πάντα. Το 1984, ακριβώς την ημέρα των
γενεθλίων του (18 Ιανουαρίου), πεθαίνει στο νοσοκομείο Brompton του Λονδίνου
ύστερα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Μέχρι και 24 μέρες πριν
εμφανιζόταν κανονικά σε κέντρο και δούλευε καινούργια τραγούδια…»
«Η Μαίρη Λίντα γεννήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 1936 στον
Πύργο Ηλείας και ανατράφηκε σε δύσκολες συνθήκες, κάτι που διαμόρφωσε την
αποφασιστικότητα και την εσωτερική της δύναμη. Από παιδί είχε πάθος για τη
μουσική και, όπως έχει πει η ίδια, το τραγούδι της έδινε χαρά και ήταν μια
μορφή διαφυγής. Στα πρώτα βήματα της καριέρας της, κατάφερε να ξεχωρίσει λόγω
της μοναδικής φωνής της και της επιμονής της να κάνει κάτι διαφορετικό: να
φέρει μία νέα ερμηνευτική διάσταση στις λαϊκές σκηνές.
Σε ηλικία μόλις 11 ετών γνώρισε τον 24χρονο Μανώλη
Χιώτη, ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην καριέρα της και στη ζωή της. Ο
Χιώτης είχε ανακαλύψει την ξεχωριστή φωνή της και οι δυο τους έγιναν ένα από τα
πιο διάσημα καλλιτεχνικά ζευγάρια της εποχής. Στην πορεία τους, δεν παρέμειναν
στις παραδοσιακές φόρμες του ρεμπέτικου, αλλά υιοθέτησαν στοιχεία της ελαφράς
ποπ και σάλσα και μάμπο μουσικής, εισάγοντας το μπουζούκι σε νέα πλαίσια και
κάνοντας το ρεπερτόριο πιο προσιτό στο κοινό. Το στιλ τους αποτέλεσε καινοτομία
και έκανε τεράστια επιτυχία. Όπως ανέφερε σε συνέντευξή της, «με τον Χιώτη
κάναμε τα μπουζούκια πραγματικά λαϊκά».
Το 1959 παντρεύεται τον Χιώτη και μένουν μαζί μέχρι το
1966. Μαζί εμφανίσθηκαν σε αρκετές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Το
1964, κατά τη διάρκεια περιοδείας της με τον Χιώτη στις Ηνωμένες Πολιτείες,
τραγούδησε στο Λευκό Οίκο προς τιμήν του προέδρου Λίντον Τζόνσον. Στον κατάλογο
των δημοφιλών θαυμαστών του ζεύγους ανήκε επίσης ο θρυλικός Άντονι Πέρκινς
καθώς και η παγκοσμίου φήμης σοπράνο Μαρία Κάλλας.
Η παρουσία της Λίντα στο πάλκο αποτέλεσε πραγματική
επανάσταση. Ήταν από τις πρώτες γυναίκες τραγουδίστριες που σηκώθηκαν στη σκηνή
κατά τη διάρκεια της ερμηνείας, αφήνοντας πίσω την καθιερωμένη στατικότητα της
καρέκλας. Με αυτόν τον τρόπο απέδιδε το τραγούδι με κίνηση, φέρνοντας ένταση
και δυναμική στην ερμηνεία της. Αυτή της η καινοτομία βοήθησε να αλλάξει η
εικόνα της γυναίκας τραγουδίστριας στην Ελλάδα, κάνοντάς την περισσότερο
απελευθερωμένη και ενεργή στη σκηνή.
Οι τελευταίες της εμφανίσεις σε νυχτερινά μαγαζιά
ήταν: την σεζόν 1995-1996 με την Χαρούλα Αλεξίου στο νυχτερινό κέντρο Νεφέλη,
την σεζόν 2002-2003 με την Γλυκερία στο νυχτερινό κέντρο Χάραμα και την σεζόν
2011-2012 με την Άννα Βίσση στο νυχτερινό κέντρο Rex.
Τα τελευταία χρόνια, η Μαίρη Λίντα βρέθηκε σε δύσκολες
συνθήκες, με την υγεία της να επιδεινώνεται, κάτι που την οδήγησε σε ίδρυμα
φροντίδας. Παρά τη μεγάλη της καριέρα και τις σημαντικές επιτυχίες της,
εξέφρασε συχνά την πικρία της για το ότι το ελληνικό καλλιτεχνικό στερέωμα δεν
αναγνώρισε πάντα την προσφορά της, ειδικά στα δύσκολα χρόνια της. Όπως είπε
χαρακτηριστικά, «Έκανα πολλά για το τραγούδι και το κοινό, αλλά στο τέλος η
μοναξιά είναι ο πιο πιστός σύντροφος».
Η Μαίρη Λίντα, με το ταλέντο και την ανεξάντλητη
ενέργειά της, κατάφερε να ανατρέψει το καθιερωμένο πρότυπο της γυναικείας
παρουσίας στη νυχτερινή διασκέδαση. Με τις εκρηκτικές της εμφανίσεις, όχι μόνο
ανέβασε τον πήχη για τις μελλοντικές τραγουδίστριες, αλλά και άλλαξε την εικόνα
των μπουζουκιών. Η δυναμική της σκηνική παρουσία και ο τρόπος που καθήλωνε το
κοινό, δίνοντας μια νέα διάσταση στο λαϊκό τραγούδι, έκαναν την Μαίρη Λίντα
λαϊκό θρύλο.»
«Η Μαρίκα Νίνου γεννήθηκε το 1918 στον Καύκασο. Το
πραγματικό της όνομα ήταν Ευαγγελία Νικολαΐδου. Σε ηλικία 10 ετών ήρθε στη
Θεσσαλονίκη, και το 1945 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου εμφανίστηκε σε διάφορα
νυχτερινά κέντρα, κάνοντας ακροβατικά νούμερα, μαζί με τον άντρα και το παιδί
της.
Τον Οκτώβριο του 1948, ο Στελλάκης Περπινιάδης την
πήρε κοντά του για τραγουδίστρια στο κέντρο «Φλόριντα» της Λεωφόρου Αλεξάνδρας,
όπου και της έμαθε τα μυστικά του τραγουδιού. Η συνεργασία της με τον Βασίλη Τσιτσάνη το 1949
στο κέντρο «Τζίμης ο Χοντρός» υπήρξε καθοριστική στη ζωή και των δύο. Τα
επόμενα χρόνια συνεργάστηκε στο πάλκο και στη δισκογραφία με πλήθος σημαντικών
λαϊκών συνθετών, όπως ο Μανώλης
Χιώτης, ο Γιάννης
Παπαϊωάννου, ο Γιώργος Μητσάκης, ο Απόστολος Καλδάρας κ.ά.
Η μακροβιότερη, όμως, και πιο παραγωγική συνεργασία
της ήταν αυτή με τον Τσιτσάνη. Υπήρξε η μούσα, που τον ενέπνευσε όσο καμιά
άλλη. Τον Οκτώβριο του 1951 πήγαν μαζί στην Κωνσταντινούπολη. Μετά το ταξίδι
αυτό χώρισαν ξαφνικά και η Μαρίκα πήγε στην Αμερική, όπου τραγούδησε δίπλα στον
Κώστα Καπλάνη επί δύο
χρόνια.
Πριν πάει στην Αμερική είχε κάνει στην Αθήνα εγχείρηση
καρκίνου, αλλά στην Αμερική παρουσίασε ραγδαία μετάσταση. Επέστρεψε αμέσως στην
Ελλάδα, όπου εργάστηκε για λίγο με φοβερούς πόνους. Πέθανε, σε ηλικία μόλις 39
ετών, στις 23
Φεβρουαρίου του 1957.»
Βασίλης Τσιτσάνης ο ¨Πατριάρχης του Λαϊκού τραγουδιού¨, στο σημερινό Αμερικάνικο δίσκο, που έχει ηχογραφηθεί και κυκλοφορήσει σε δυο δίσκους γραμμοφώνου το 1954 από την Odeon. Συνοδεία στα τραγούδια, για την πρώτη πλευρά η Μαίρη Λίντα και στη δεύτερη, η μούσα του, η Μαρίκα Νίνου.
Το πρώτο ένα εξαιρετικό ζεϊμπέκικο που ακούγεται σε Ελληνική ταινία με Βασιλειάδου και Χατζηχρήστο αλλά στο τραγούδι δεύτερη φωνή έκανε η Νίνου. Η ταινία του 1955 ¨Πιάσαμε την καλή¨. Το αμέσως επόμενο είναι η ¨Ζαΐρα¨ και μετά τα ¨Καβουράκια¨.
Ξεφύγαμε λίγο από τα παραδοσιακά μονοπάτια αλλά ποιος ορίζει τι είναι παραδοσιακό;
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο ….(εδώ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου