Κυριακή 3 Αυγούστου 2025

520. RCA VICTOR 47g 2246 ΛΗΤΟΥ ΣΤΕΛΛΑ- ΜΑΣΤΟΡΑΣ ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ 1962

Λήτου Στέλλα- Μάστορας Μιλτιάδης RCA VICTOR 47g 2246 Μαύρο χελιδόνι – Πανάγιω 1962- 45rpm- 7''
 
«Ο Μιλτιάδης Μάστορας (βλέπε και ανάρτηση 273), Πανωδροπολίτης ταλαντούχος μουσικός της οικογενείας των Μαστοραίων από το Λόγγο της Άνω Δρόπολης (εικάζετε ότι οι Μαστοραίοι είναι η κοιτίδα των Χαλκιάδων και των Λουκαίων). Ο Μιλτιάδης βρέθηκε στην Ελλάδα μετά τον πόλεμο σαν πολιτικός πρόσφυγας και συμμετείχε σε πολλά συγκροτήματα, ηχογραφήσεις δίσκων (πολυφωνικά ,πωγωνίσια και βλάχικα-Μετζητιέ της εταιρείας RCA, Olympic, Melophone).
Ανέδειξε με την τέχνη και την εμπειρία του το πολυφωνικό Βορειοηπειρώτικο τραγούδι παγκόσμια. Συνεργάστηκε με τον Σίμωνα Καρρά, την Δόμνα Σαμίου κ.ά. , συμμετείχε σε διεθνή και ντόπια φεστιβάλ και συμμετείχε ή πρωτοστατούσε σε πολλές δισκογραφικές παραγωγές Βορειοηπειρώτικων τραγουδιών.
Δισκογραφικά έχει περίπου 34 45άρια, ένα LP δίσκο και συμμετοχές σε συλλογές. Στις πρώτες του ηχογραφήσεις τραγουδάει με την Στέλλα Λήτου (δυστυχώς δεν υπάρχουν βιογραφικά στοιχεία).
Φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο ….(εδώ).
 



Πέμπτη 31 Ιουλίου 2025

519. COLUMBIA 56189-F (E-5265) ΠΑΠΑΓΚΙΚΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ- ΡΕΛΛΙΑΣ ΝΙΚΟΣ- ΣΙΦΝΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ 1922

Παπαγκίκας (Gus) Κώστας- Ρέλλιας (Ρέλιας) Νίκος - Σιφνιός Μάρκος COLUMBIA 56189-F (E-5265) Ο Λούλιος (Τσάμικος) - Αργήτικος χορός 1922- 78rpm- 12''
«Ο Κώστας Παπαγκίκας (Gus) γεννήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 1882 (ή 8/8/1883) στο Μαρτίνο Φθιώτιδας. Πατέρας του ήταν ο Ιωάννης Παπαγκίκας, κτηματίας, μητέρα του η Αικατερίνη Δημάκη και ήταν το πέμπτο από τα έξι παιδιά της οικογένειας: Νικόλαος (1873), Φράγκω (1875), Παναγιώτης (1879), Μαρία (1880), Κώστας (1882), Λεωνίδας (1889). Ο παππούς του, Νικόλαος Γκίκας, ήταν παπάς, και έτσι προέκυψε το επώνυμο «Παπαγκίκας». Στην οικογένεια δεν γνωρίζουμε αν υπήρξαν και άλλοι μουσικοί ξέρουμε, όμως, ότι υπήρχαν πολλοί ψαλτάδες.
Δεν έχει εντοπιστεί κανένα στοιχείο για τη ζωή του Κώστα μέχρι τη συνάντησή του με τη Μαρίκα. Το βέβαιον είναι ότι, εκτός από τη ζωή του και η μουσική του πορεία είναι συνυφασμένη με τη Μαρίκα. Συμμετείχε σε τουλάχιστον 127 ηχογραφήσεις της γυναίκας του παίζοντας τσίμπαλο ή σαντούρι. Επίσης, εμφανίζεται και σε ακόμη 22 ορχηστρικά κομμάτια, μαζί με τους Μάρκο Σιφνιό (τσέλο), Νίκο Ρέλια (κλαρίνο), Αθανάσιο Μακεδόνα (βιολί) κ.ά.
Τον Δεκέμβριο του 1913, ή τον Ιανουάριο του 1914, η Μαρίκα, με τον Κώστα στο τσίμπαλο, ηχογράφησε έξι τραγούδια για τη δισκογραφική εταιρεία Gramophone Company, υπό την εποπτεία του Hugh Murtagh: «Με ξέχασες», «Μαζί σου για να κλαίω», «Η φλογέρα», «Κωνσταντίνος ο λεβέντης», «Ο στατηλάτης», «Νεράιδα του γιαλού», των οποίων οι μήτρες έχουν καταστραφεί.
Ο David Soffa υποθέτει ότι η Μαρίκα Παπαγκίκα, όπως και πολλοί άλλοι μουσικοί της Ανατολικής Μεσογείου στο τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έκανε περιοδείες στα μεγάλα λιμάνια και εμφανιζόταν, προσαρμόζοντας ανάλογα το ρεπερτόριό της, στα «καφέ αμάν» της Αλεξάνδρειας, της Σμύρνης, της Κωνσταντινούπολης, της Αθήνας, του Πειραιά κ.α.
Το 1915, μαζί με την σύζυγό του, αποφασίζουν να αναζητήσουν μια καλύτερη τύχη στο Νέο Κόσμο και αποφασίζουν να μεταναστεύσουν στις ΗΠΑ, όπως και χιλιάδες άλλοι Έλληνες την ίδια εποχή. Από το 1893 και μέχρι το 1924 υπολογίζεται ότι περίπου μισό εκατομμύριο Έλληνες εγκατέλειψαν την Ελλάδα.
Ο Κώστας Παπαγκίκας απεβίωσε 12 Οκτωβρίου 1947.»
«Ο Νίκος Ρέλλιας γεννήθηκε στη Γκούρα Κορινθίας το έτος 1892 από γονείς βοσκούς. Από μικρός φύλαγε τα πρόβατα τους στις πλαγιές της Ζήρειας, του βουνού στο οποίο γεννήθηκε κατά τη μυθολογία ο γοργοπόδαρος Θεός Ερμής από τη νύμφη Μαία.
Σε ηλικία 14 ετών (το 1906) ακολουθώντας το ρεύμα της μετανάστευσης, ταξίδεψε για την Αμερική. Έφτασε στη Νέα Υόρκη έχοντας κρεμασμένο εμπρός και πίσω του ένα σημείωμα για το τόπο προορισμού του το Σικάγο. Εκεί κατοικούσε ο θείος του Χρήστος Παλυβός. Πλήρωσε τον αστυνομικό που προσφέρθηκε να τον εξυπηρετήσει για να του βγάλει εισιτήριο για τον τόπο προορισμού, όπου τον περίμενε ο θείος του. Στη συνέχεια πιάνει δουλειά στις σιδηροδρομικές γραμμές. Το 1909 έρχεται στη Νέα Υόρκη. Έχει αγοράσει ένα κλαρίνο και γράφεται στο περίφημο Ουγγρικό ωδείο. Εργάζεται και συγχρόνως μελετάει μουσική. Τον έλκει η παραδοσιακή μας μουσική, αφού την είχε βιώσει παιδί στην πατρίδα του Γκούρα. Μελετούσε αδιάκοπα. Οι ήχοι του κλαρίνου ενοχλούν τη σπιτονοικοκυρά του που για να διώξει τον καταγγέλλει στα αρμόδια όργανα για διατάραξη της κοινής ησυχίας. Προσάγεται στο αυτόφωρο. Εκεί θα συμβεί κάτι πρωτόγνωρο. Ο δικηγόρος συμβουλεύει το Ν. Ρέλλια τι πρέπει να κάνει. Κατά την εκδίκαση της υπόθεσης ο δικηγόρος προτείνει στο δικαστήριο να επιτρέψει στον κατηγορούμενο να παίξει ένα κομμάτι για να σχηματίσουν άμεση γνώμη οι δικαστές.
Το δικαστήριο δέχεται την πρόταση του συνηγόρου. Ο Ν. Ρέλλιας βγάζει το κλαρίνο του και αρχίζει να παίζει με περισσή δεξιοτεχνία. Όλοι σηκώνονται όρθιοι και στέκονται σε στάση προσοχής. Γιατί; Απλούστατα ο δασκαλεμένος Ν. Ρέλλιας έπαιξε τον Εθνικό Ύμνο της Αμερικής. Το δικαστήριο αθωώνει τον κλαριντζή. Την άλλη ημέρα οι εφημερίδες σε πρωτόστηλά τους αναφέρουν: «Ο πονηρός Έλληνας νίκησε το δικαστήριο». Ο Διευθυντής του ωδείου παρακολουθώντας την όρεξη, την καταπληκτική τεχνική, και την πρόοδο του Ν. Ρέλια του χορηγεί υποτροφία και του αποκαλύπτει πως τον προορίζει για Σολίστ του κλαρίνου. Το χωριατόπουλο με τη σωστή καθοδήγηση σπουδάζει αρμονία και κόντρα πούντο. Το 1921 μεσουρανεί στην Αμερική η αοιδός Μαρία Παπαγκίκα με το συγκρότημά της. Γνωρίζεται με το Ν. Ρέλλια, που εκτός από το κλαρίνο είναι και άριστος και στο σαξόφωνο. Του κάνει πρόταση για συνεργασία, την οποία αποδέχεται. Αφήνει τις σπουδές του και επιδίδεται μετά ζήλο στην ερμηνεία της παραδοσιακής μας μουσικής. Είναι ο μόνιμος «κλαριντζής» στο συγκρότημα της Παπαγκίκα. Γίνεται πασίγνωστος αλλά και περιζήτητος.
Ενώ έχει φτάσει στις κορυφές της αναγνώρισης αποφασίζει το 1925, να γυρίσει στην πατρίδα που τόσο νοσταλγούσε. Η φήμη του προτρέχει του ερχομού του και πολλοί μουσικοί θέλουν να συνεργαστούν μαζί του. Το 1926 παντρεύεται την Φωτεινή Βασιλείου Πλατή και αποκτούν τρεις γιούς, τον Πέτρο, τον Παύλο και το Θεόδωρο.
Από το 1925 ως το 1965 μεσουρανεί το άστρο του Pέλλια στους χώρους της δημοτικής μας μουσικής. Η συνεργασία του που άρχισε από την Nέα Yόρκη με την μεγάλη Mαρίκα Παπαγκίκα, την κυρία Kούλα, τον Σωτήρη Στασινόπουλο από τη Δάφνη Kαλαβρύτων, τον Δημήτρη Aράπάκη, το Γιάννη Παναγιωτόπουλο ή Kούρο και το Mιχάλη Xατζή θα συνεχιστεί με την ίδια ή και μεγαλύτερη επιτυχία με τους κορυφαίους τραγουδιστές της εποχής του, τον Γιώργο Παπασιδέρη, την Pίτα Aμπατζή, την Pόζα Eσκενάζυ, τη Kα Πίκω και πολλούς άλλους. Είναι γνωστό το χαριτωμένο δίστιχο που λεγόταν! «Γεια σου Pίτα, γεια σου Kούλα γεια σου Pέλλια από την Γκούρα».
Δεν ήταν δυνατόν να μην περάσει και από το φημισμένο κέντρο «Έλατος» που γαλούχησε σχεδόν όλους τους Έλληνες μουσικούς και τραγουδιστές της παραδοσιακής μας μουσικής. Ο κόσμος του χορού και του κεφιού τον αποθεώνει. Το 1937 βρίσκεται στο ζενίθ της καριέρας του. Δίνει το παρόν στο Φεστιβάλ Κωνσταντινούπολης. Εκεί δεξιοτέχνες όλων των οργάνων από πολλές χώρες παρουσιάζουν το ταλέντο τους. Ο Pέλλιας με τη διαύγεια και την καθαρότητα της μουσικής του, με τη θαυμάσια εκτέλεση και την θεσπέσια μελωδία των μουσικών κομματιών, αγγίζει τις καρδιές των ακροατών.
Ο αρχηγός του Tουρκικού κράτους Kεμαλ Aτατούρκ, που παρακολούθησε τις εκδηλώσεις ενθουσιασμένος τον καλεί να πάει κοντά του. Του σφίγγει το χέρι, τον αγκαλιάζει, τον φιλάει και του απονέμει έπαινο εκφράζοντας το θαυμασμό του. Ο ανώνυμος κόσμος τον επευφημεί και η κριτική επιτροπή τον κατατάσσει πρώτο σολίστα του κλαρίνου. Το έτος 1949-1950 γίνεται μέλος της Λαογραφικής Ακαδημίας του Κράτους, ηχογραφήσας δια το αρχείο αυτής 60 δικές του συνθέσεις. Το γεγονός αυτό ήταν και η κατάκτηση του κεφαλόσκαλου της δόξας του.
Το 1957-1959 τον καλούν οι ομογενείς να επισκεφθεί τις HΠA και τον Καναδά, ζητάνε να μην τους το αρνηθεί και δηλώνουν πως τον περιμένουν. Ο Pέλλιας που γνωρίζει τα βάσανα, τους καημούς και τους πόνους των ξενιτεμένων από δικές του προσωπικές εμπειρίες δεν μπορεί να αρνηθεί. Με τις πρώτες εμφανίσεις του συγκροτήματός του αποθεώνεται. Οι Έλληνες της κάθε περιοχής τρέχουν να παρακολουθήσουν τις παραστάσεις του συνωστίζονται χειροκροτούν και ρουφούν τους ήχους που θυμίζουν πατρίδα. Το 8μελές συγκρότημα του δημιουργεί το σημαντικότερο επίκαιρο γεγονός για τις εφημερίδες τα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις. Τα τραγούδια του είναι η φωνή της πατρίδας. Είναι η φωνή που πυργώνει μέσα τους την εθνική συνείδηση. O Nίκος Pέλλιας, σεμνός εργάτης του μουσικού πλούτου της γενέθλιας γης, γίνεται ακόμη πανίσχυρος κρίκος που συνδέει τους ξενιτεμένους με τον τόπο τους.
Είναι πασίγνωστο το εναρκτήριο σήμα του ραδιόφωνου της ΕΡΑ (Εθνικής Ραδιοφωνίας) που είναι κάποια παραλλαγή του βουκολικού τραγουδιού «Tσοπανάκος ήμουνα, προβατάκια φύλαγα». Ελάχιστοι όμως γνωρίζουν τον συνθέτη και τον εκτελεστή αυτού. Ας δούμε με απλά λόγια την ιστορία του. Βρισκόμαστε στο 1936- 37. Κυβερνήτης της Ελλάδος, έστω και πραξικοπηματικά είναι ο Ιωάννης Μεταξάς. Αυτός έδωσε μεγάλη ώθηση στην νηπιακή ραδιοφωνία που έκανε δειλά τα πρώτα της βήματα. Τότε πάρθηκαν διάφορες αποφάσεις που θα σηματοδοτούσαν μια ταχύτατα αναπτυσσόμενη κρατική ραδιοφωνία. Από τις πρώτες επιλογές του είναι και η σύνθεση του σήματος που θα έμελε να μείνει ιστορικό.
Ας παρακολουθήσουμε το λογοτέχνη Ντίνο Βλαχογιάννη που ήταν παρών στη συζήτηση που έγινε έξω από το δικαστικό μέγαρο Κορίνθου όπου έπιναν καφέ ο Ρέλλιας, ο Μαυραγάνης ο δικηγόρος και άλλοι φίλοι τους. H Ραδιοφωνία που βρισκόταν στα αρχικά της στάδια έπρεπε να αποκτήσει σήμα αναγνωρίσεως στη Ελλάδα αλλά και στον έξω κόσμο. Η επιτροπή που συστήθηκε για τον σκοπό αυτό είχε και τον Ν. Ρέλλια σαν μέλος της. Εξέτασαν διάφορες παραλλαγές δημοτικών τραγουδιών. Μεταξύ αυτών ήταν και το τραγούδι «ένα καράβι από τη Χίο» που τελικά απορρίφτηκε. Τότε ανάλαβε ο Ρέλλιας τη προτροπή του ιδίου του Μεταξά που τον κάλεσε και του είπε: «θέλω ένα σήμα που να θυμίζει Ελλάδα».
Τότε του ήρθε ανάμεσα σε πολλά άλλα και το βουκολικό «τσοπανάκος ήμουνα, προβατάκια φύλαγα…». Ο σκοπός άρεσε στην επιτροπή που το προέκρινε. Πήγε λοιπόν στο Μοναστηράκι ο Ρέλλιας και αγόρασε τροκάνια και κουδουνάκια και αποφάσισαν να το παίξουν με φλάουτο. Είναι λάθος, όπως γράφεται, ότι ο Ρέλλιας κούρντισε το φλάουτο. Το φλάουτο έπαιξε ο Μάγγος και το πιάνο ο Παπαδόπουλος.
Έτσι έγινε και έμεινε το σήμα του εθνικού ραδιοφωνικού σταθμού σαν σύμβολο της πατρίδας για όλους τους Έλληνες της υφηλίου. Με αυτό το σήμα το αγγλικό BBC άρχιζε την μετάδοση των ειδήσεων στην Ελληνική γλώσσα στις φοβερές ώρες του Παγκοσμίου πολέμου. Με αυτό το σήμα ο ραδιοσταθμός των Τιράνων μετέδωσε στις ειδήσεις του τις νίκες του Ελληνικού στρατού. Δυστυχώς πολλοί θέλησαν να το καταργήσουν σαν «απαρχαιωμένο» βάζοντας κάποιο άλλο δικής τους εμπνεύσεως. Δυστυχώς έγιναν προσπάθειες καπηλείας του σήματος από γνωστό συνθέτη, εν ζωή και από τους απογόνους του. Σήμερα το σήμα ακούγεται μόνο σε περιορισμένες στιγμές της Εθνικής Ραδιοφωνίας κατά την έναρξη και τη λήξη του προγράμματος.
Το ρολόι της ζωής του σταμάτησε στις 8 Μαΐου του 1969. Ο δικός μας μπάρμπα Nίκος έφυγε αθόρυβα. Ήρθε άσημος έφυγε διάσημος στον κόσμο της παραδοσιακής μας μουσικής. Η σκιά του λαμπερού κλαριντζή θα πλανιέται στις πλαγιές της Zήρειας, Θα σιγοτραγουδά εύθυμους ή μελαγχολικούς σκοπούς του βουνού και της στάνης. H μνήμη του και τα τραγούδια του θα ζουν μέσα στις καρδιές των φίλων και των εραστών της παραδοσιακής μας μουσικής, ενώ το γνωστό βουκολικό «τσοπανάκος ήμουνα, προβατάκια φύλαγα», εγερτήριο σάλπισμα, θα μα ξυπνά κάθε αυγή, από το εθνικό ραδιόφωνο.»
Ο σημερινός δίσκος πρωτοκόπηκε το 1922 σε 12΄ιντσο με κωδικό Ε-5265. Στις ετικέτες αναγράφονται όλοι οι καλλιτέχνες, Ρέλλιας, Παπαγκίκας, Σιφνιός. Τα ίδια τραγούδια ¨Λούλιος¨ και ¨Αργήτικος χορός¨ κυκλοφόρησαν αργότερα με διαφορετικές μήτρες (πιθανότατα αφού είχε επιστρέψει ο Ρέλλιας στην Ελλάδα) σε 12’ιντσο με κωδικό 56189-F (σημερινή ψηφιοποίηση) ενώ στις ετικέτες αναγράφετε μόνο ο Παπαγκίκας.
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο ….(εδώ).



Δευτέρα 28 Ιουλίου 2025

518. HIS MASTER'S VOICE AO 1087 ΛΑΓΟΥΔΑΚΗΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ- ΜΠΕΡΝΙΔΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ 1936

Λαγουδάκης (Λαγός) Εμμανουήλ- Μπερνιδάκης Ιωάννης (Μπαξεβάνης- Μπαξές- Αηδόνι της Κρήτης) HIS MASTER'S VOICE AO 1087 Περβολιανός συρτός - Αμαριώτικο πεντοζάλη 1936- 78rpm- 10''
 
«Ο Μανόλης Λαγουδάκης (Λαγός)(βλέπε και αναρτήσεις 203 και 331). γεννήθηκε το 1910 στα Περιβόλια του Ρεθύμνου και το πάθος του για την κρητική λύρα το συναντάμε από τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Λένε οι συνομήλικοί του που ζουν ακόμη ότι μαθητής του Δημοτικού Σχολείου είχε καταφέρει να βρει μια μικρή λύρα, στην οποία έπαιζε όποιους σκοπούς άκουγε...
Ο πατέρας του βέβαια δεν έβλεπε με καλό μάτι τη μουσική ευαισθησία του γιου του και έκανε ό,τι μπορούσε να την αποθεραπεύσει πριν γίνει επικίνδυνη (φοβόταν ο άνθρωπος ότι θα πεθάνει στην ψάθα). Δεν τα κατάφερε όμως.
Μια μέρα μάλιστα, αφηγούνται οι συμμαθητές του στο Δημοτικό, που έλειπε ο πατέρας του από τα Περβόλια, τους μάζεψε σε κάποια γωνιά περβολιανής αλάνας και τους έπαιξε το Θούριο του Ελευθερίου Βενιζέλου «Βενιζέλε μας πατέρα της Ελλάδας...», το οποίο ήταν απαγορευμένο, γιατί βρισκόμασταν προφανώς λίγο μετά το 1920.
Αν αξιολογηθούν τα παραπάνω, όπως και η μετέπειτα πορεία του Μανόλη Λαγού, δεν αποτελεί υπερβολή να καταγράψουμε ότι ο εξαίρετος λαϊκός καλλιτέχνης ερωτεύθηκε από τα παιδικά του χρόνια τη λύρα με ένα παθολογικό έρωτα, από τον οποίο δεν λυτρώθηκε ως το τέλος της ζωής του. Αυτός ο έρωτας ήταν η αφορμή που δεν προχώρησε στα γράμματα ούτε έμαθε ποτέ καμία τέχνη.
Ακόμη και η επιλογή του να καταταγεί στη Χωροφυλακή –την οποία υπηρέτησε για λίγα χρόνια– έγινε ακριβώς επειδή θα είχε ελεύθερο χρόνο να παίζει λύρα.
Η «ερασιτεχνική» του ενασχόληση με τη λύρα τον οδήγησε κατά καιρούς σε διάφορα άλλα επαγγέλματα. Έτσι τον βρίσκουμε, μετά την Κατοχή και μέχρι το 1954, να ασχολείται με την αλιεία, διατηρώντας ένα μικρό «στόλο» από καΐκια και τράτες.
Το 1954, ύστερα από επιμονή των φίλων του, πείθεται και ανοίγει στα Περβόλια μια οικογενειακή ταβέρνα, που κατά τη δεκαετία 1954-1964 άφησε εποχή. Εκεί μαζεύονταν οι φίλοι του από κάθε μεριά της Κρήτης και για χάρη τους έπαιζε λύρα σε γλέντια που, πολλές φορές, κρατούσαν χωρίς διακοπή δυο και τρεις μέρες! Η ταβέρνα όμως δεν φτούρησε επαγγελματικά, γιατί είχε πάντοτε το νου του στη λύρα. Ήξερε ότι οι φίλοι του και πελάτες του πήγαιναν για ν’ ακούσουν τις δοξαριές του κι αυτό του χάριζε ιδιαίτερη ικανοποίηση. Έπιανε λοιπόν το λυράκι του και του έδινε να καταλάβει χωρίς ποτέ να τον ενδιαφέρει αν το όμορφο αυτό πάθος του το πλήρωνε την επόμενη με άδειο το συρτάρι που είχε στο «τεζάκι» του.
Και μη σκεφτείτε ποτέ ότι μπορεί να μην εισέπραττε το μαγαζί αλλά στοιβάζονταν τα χαρτονομίσματα στα γόνατα και στα πόδια του. Τα χρήματα τον πρόσβαλλαν. Ένιωθε να τραυματίζουν το καλλιτεχνικό του μεράκι και την προσωπική του αξιοπρέπεια.
Οι Περβολιανοί και όσοι τον γνώριζαν λένε ότι όποιος άλλος στη θέση του θα είχε θησαυρίσει από τον κόσμο που πήγαινε στην ταβέρνα του για να τον ακούσει. Εκείνος όμως ξεκίνησε φτωχός την καθυστερημένη επαγγελματική του σταδιοδρομία και τα κατάφερε να τερματίσει το ίδιο φτωχός, αλλά με αξιοπρέπεια και αρχοντιά.
Στη δισκογραφία ο Μανόλης Λαγός εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1936, με τελευταία ηχογράφησή του γύρω στο 1955. Το δισκογραφικό του έργο δεν είναι μεγάλο σε έκταση, αλλά είναι τεράστιο σε ποιότητα και λάμψη. Από τις πιο χαρακτηριστικές μελωδίες (σημερινός δίσκος) του είναι εκείνη που είναι αφιερωμένη στο συνοικισμό του:
Περβόλια μου με τ’ άνθη σου, με τσι γαρεφαλιές σου
και με το περιγιάλι σου και με τσι κοπελιές σου.

Ανάμεσα στο 1936 και το 1955 ηχογράφησε πάνω από είκοσι τραγούδια, σε συνεργασία πάντα με το λαούτο και τη ρωμαλέα φωνή του Γιάννη Μπερνιδάκη (Μπαξεβάνη), με τον οποίο, όπως διηγούνται οι φίλοι του, τον συνέδεε μια βαθειά φιλία, αλλά συγχρόνως ταίριαζαν και ως χαρακτήρες και ως παίξιμο.
Οι παλιοί Περβολιανοί θυμούνται συχνά το χωριανό τους καλλιτέχνη να κλείνεται πολλά βράδια με τον Μπαξεβάνη στην ταβέρνα και να παίζουν μόνο για τους εαυτούς τους, για να θρέψουν τους καλλιτεχνικούς δαίμονες –έτσι έλεγαν– που φώλιαζαν μέσα τους. Ακόμη, ο Λαγός έβαζε ένα χτένι στις χορδές της λύρας του, γιατί πίστευε ότι μ’ αυτό χαμηλώνουν οι τόνοι και γίνονται γλυκύτεροι. Όσοι έτυχε ν’ ακούσουν τους δύο καλλιτέχνες σε αυτές τις προσωπικές τους ώρες λένε ότι άκουγαν αγγελικές μελωδίες!
Τα τραγούδια του Μανόλη Λαγού που γράφτηκαν με τη συνεργασία του Μπαξεβάνη έμειναν ανεπανάληπτα και κλασικά στην ιστορία της κρητικής μουσικής παράδοσης και ξεχωρίζουν για την άψογη και μερακλίδικη εκτέλεσή τους και την ομορφιά των στίχων τους.
Κάποτε έσμιξαν πέντε μερακλήδες του Ρεθύμνου, ο Γ. Ψυρρής, ο Σταμάτης Παπαδάκης, ο Σταγουρογιάννης, ο Γιάννης Μπερνιδάκης και ο Μανόλης Λαγός, και πήγαν στην Αίγυπτο, όπου τους είχε προσκαλέσει ο Πολιτιστικός Σύλλογος των ομογενών. Εκεί έμειναν αρκετές μέρες και κυριολεκτικά ξεσήκωσαν τους ομογενείς με τη λύρα, το χορό και τα τραγούδια τους. Έπειτα από αυτές τις πετυχημένες εμφανίσεις έπεσαν βροχή οι προτάσεις του κέντρου ψυχαγωγίας για να εμφανιστούν με πολύ ακριβό κασέ. Ούτε που το συζήτησαν. Επέστρεψαν από την Αίγυπτο με μόνη αντιπαροχή κάποιες φωτογραφίες με τους ομογενείς και τη γνωριμία μιας ξένης χώρας. Την ευκαιρία να γυρίσουν με πολλά λεφτά την περιφρόνησαν.
Κάτι ανάλογο συνέβη με την πρόταση που έστειλε πλούσιος ομογενής από την Αμερική στο Μανόλη Λαγό. Τη συνόδευε με ένα πολύ ενδιαφέρον συμβόλαιο. Που μεταφραζόταν σε πολυψήφιο αριθμό δολαρίων. Η απάντηση ήταν όχι• δεν παίζω για τα λεφτά.
Μετά το 1964 ο Μανόλης Λαγός εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα και άνοιξε ζαχαροπλαστείο στο Φάληρο. Ήταν παντρεμένος με την Άννα Σταγάκη (την έκλεψε), με την οποία απέκτησε τέσσερις κόρες, που αποκαταστάθηκαν και έμειναν στην Αθήνα. Η κόρη του Φιλίππα, η τρίτη στη σειρά, εξομολογήθηκε με πολλή συγκίνηση:
«Ο πατέρας μου ήταν πάνω απ’ όλα άνθρωπος αξιοπρεπής, αισθηματίας και άρχοντας. Τον λατρεύαμε όλες μας. Ήταν τόσο καλός πατέρας και οικογενειάρχης, που πολλές φορές αναρωτιόμαστε αν υπήρχε δεύτερος! Όμως πιο πολύ από μας αγαπούσε με πάθος τη λύρα του. Σ’ αυτήν αφιέρωνε κάθε ελεύθερο χρόνο του. Μαζί της ήταν κυριολεκτικά ευτυχισμένος, χωρίς όμως να παραμελεί την οικογένειά του... Ο θάνατός του μας συγκλόνισε. Τη μητέρα μου τη συνέτριψε κυριολεκτικά. Να σκεφτείτε ότι μόλις ένα μήνα μετά το φευγιό του δεν άντεξε και πέθανε κι αυτή. Τόσο πολύ της στοίχισε. Έτσι, μέσα σ’ ένα μήνα τους χάσαμε και τους δύο...»
Ο Μανόλης Λαγουδάκης, ο λυράρης, ο μερακλής, πέθανε το Σεπτέμβρη του 1981 στην Αθήνα.»
Στο σημερινό γραμμοφωνικό δίσκο, στα φωνητικά και το λαούτο ο Μπαξεβάνης με την εξαιρετική φωνή του. Βιογραφικά θα βρείτε σε παλαιότερες αναρτήσεις.
Ο δίσκος κόπηκε με τρεις διαφορετικές ετικέτες. Με δυο διαφορετικές μπορντό (καφέ) και με λευκές. Στο φάκελο οι λευκές είναι από το greekdiscography. Οι καφέ ετικέτες αρχικά κόπηκαν με το ¨Αμαριώτικο πεντοζάλη¨ να το γράφουν με ¨η¨ και μετέπειτα με ¨ι¨. Επίσης η γραμματοσειρά είναι διαφορετική όπως και οι ¨απαγορεύσεις¨ που αναγράφονται στα Ελληνικά και στα Γαλλικά!!! Διάλεξα να ψηφιοποιήσω την πρώτη έκδοση με το πεντοζάλι να το αναγράφουν με ¨η¨. 
Φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο ….(εδώ).
 
 


Παρασκευή 25 Ιουλίου 2025

517. ODEON DSOG 3452 ΜΟΥΝΤΑΚΗΣ ΚΩΣΤΑΣ- ΜΑΡΚΟΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ- ΔΙΑΚΟΓΙΩΡΓΗΣ ΤΑΣΟΣ 1968

Μουντάκης Κώστας (Μουντόκωστας)- Μαρκογιαννάκης Ευάγγελος (Μαρκοβαγγέλης)- Διακογιώργης Τάσος ODEON DSOG 3452 Συρτός Ρεθυμνιώτικος - Αποχαιρετισμός 1968- 45rpm -7''
«Ο κορυφαίος Κρητικός λυράρης Κώστας Μουντάκης, γνήσιος εκφραστής της Κρητικής παράδοσης, ο οποίος άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του από την προσωπική του τεχνική στη λύρα, γεννήθηκε το 1926 στο χωριό Αλφά Μυλοποτάμου στο Ρέθυμνο και μεγάλωσε σε πολυμελή ορφανή οικογένεια. Ήδη σε ηλικία 15 ετών έπαιζε λύρα και τραγουδούσε στο καφενείο του χωριού του. Το 1943 απόκτησε την πρώτη του λύρα και μάθαινε τα μυστικά της από αξιόλογους καλλιτέχνες, τραγουδιστές και λυράρηδες, οι οποίοι βρίσκονταν στο χωριό του ενώ παράλληλα έκανε πολλές δουλειές για τα προς το ζην.
Στην Αθήνα ο Μουντάκης έκανε στέκι του την Κρητική ταβέρνα τα “ΧΑΝΙΑ”, όπου έπαιζε τα Σαββατοκύριακα. Στην ταβέρνα αυτή, έμεινε για δεκαοκτώ χρόνια περίπου, με συνεργάτες του τον Νίκο Μανιά, και αργότερα τον Γιάννη Ξυλούρη (Ψαρογιάννη) και τον Βαγγέλη Μαρκογιαννάκη (Μαρκοβαγγέλη). Κατόρθωσε να καθιερωθεί ως ένας από τους περισσότερο ηχογραφημένους λυράρηδες της Κρητικής μουσικής.
Δίσκοι και τραγούδια όπως: «Ένα ματσάκι γιασεμιά», «Αργαλειός», «Μυλωνάδες και μαζώχτρες», «Κρητικός γάμος», «Η Μάχη της Κρήτης», «Κρητικά νάκλια», «Αναφορά στον Καζαντζάκη», είναι μόνο μερικά δείγματα της τεράστιας δισκογραφίας του. Η καταξίωση και η φήμη του εξαπλώθηκε σε όλη την Κρήτη και στους ξενιτεμένους Κρητικούς και Έλληνες της διασποράς τους οποίους είχε επισκεφτεί πολλές φορές. Για πρώτη φορά πήγε στην Αμερική σε ηλικία 34 ετών το 1960 και το 1971 επισκέφθηκε τον Καναδά, την Αυστραλία την Νότιο Αφρική και άλλες χώρες στις οποίες έμεναν Έλληνες και Κρητικοί μετανάστες.
Σημαντική ήταν, επίσης, η πρωτοβουλία του στην οργάνωση της κρητικής μουσικής διδασκαλίας, δηλωτική της συμβολής του στη διατήρηση της λαϊκής μουσικής παράδοσης του τόπου του. Ιδρύει την πρώτη σχολή λύρας στο Ηράκλειο στο «Ωδείο Απόλλων», το 1979, οπότε ξεκίνησε να διδάσκει σε ηλικία 53 ετών, μετά στο Ρέθυμνο (1980), έπειτα στα Χανιά το 1981 και στον Άγιο Νικόλαο Λασιθίου (1983). Τέλος ιδρύει το «Ελληνικό Ωδείο» στην Αθήνα το 1985.
Ο Κώστας Μουντάκης πέθανε την 31η Ιανουαρίου 1991».
«Ο ΒαγγέληςΜαρκογιαννάκης γεννήθηκε το 1936 στο Σπήλι του Ρεθύμνου από οικογένεια μουσικών. Ο πατέρας του έπαιξε λύρα, τα αδέρφια του Κώστας και Στέλιος λαούτο, ο Χαράλαμπος λύρα και μπουζούκι και ο Γιάννης λαούτο. Άρχισε σε ηλικία 12 χρονών, με πολύ ζήλο και αγάπη για το λαούτο αλλά και τη σύνθεση σκοπών και τραγουδιών.
Αργότερα ερχόμενος στην Αθήνα είχε την ευκαιρία να σπουδάσει και να αποκτήσει περισσότερες γνώσεις πάνω στο αντικείμενο που αγαπούσε τόσο πολύ, δηλαδή την μουσική. Ασχολήθηκε με το κοντραμπάσο στο οποίο πήρε και δίπλωμα από το Ωδείο Αθηνών.
Εργάσθηκε στην Κρατική Ορχήστρα των Αθηνών και στην Συμφωνική της ΕΡΤ. Παράλληλα έβρισκε μεγάλη ευχαρίστηση στο λαούτο. Συνεργάστηκε με τους αξέχαστους Θανάση Σκορδαλό και Κώστα Μουντάκη. Στη δισκογραφία είχε τη μεγάλη συνεργασία με το Νίκο Μανιά, η οποία απέφερε υπέροχα τραγούδια στο ύφος των ταμπαχανιώτικων, καθώς και με το Σπύρο Σηφογιωργάκη, το Μανώλη Κακλή, τον αδερφό του Γιάννη και άλλους. Επίσης έχει γράψει δίσκο σε συνεργασία με τον Μπάμπη Γαργανουράκη με τίτλο "Παίζω με το λαούτο μου". Ακολούθησαν πολλές συνεργασίες όπως με Ζ. Μελεσσανάκη, Καλογρίδη, Ροδάμανθο Ανδρουλάκη, Μάρκο Φουρναράκη, Παντελή Κρασαδάκη, Γιώργο Παπαδάκη, Στέλιο Μπικάκη και Μανώλη Αλεξάκη. Ο Βαγγέλης Μαρκογιαννάκης θεωρείται και είναι ένας εκ των κορυφαίων δημιουργών της Κρητικής μουσικής.»
«Ο Αναστάσιος (Τάσος) Διακογιώργης γεννήθηκε στα Μαριτσά της Ρόδου το 1924. Σε ηλικία δέκα ετών πήρε τα πρώτα μαθήματα σαντουριού. Δυο χρόνια αργότερα άρχισε να  παίζει επαγγελματικά σε λαϊκές εκδηλώσεις (γάμους, πανηγύρια κ. λ. π.). Δέκα πέντε ετών και για έξι χρόνια σπουδάζει βιολί. Το 1954 έρχεται στην Αθήνα και συνεργάζεται με το συγκρότημα της Δόρας Στράτου και παράλληλα σπουδάζει ανώτερα θεωρητικά με τους καθηγητές Μανώλη Καλομοίρη και Λεωνίδα Ζώρα. Η συνεργασία του με τον Μάνο Χατζιδάκι σηματοδότησε την είσοδό του στην ονομαζόμενη «έντεχνη» μουσική. Παράλληλα με το σαντούρι ασχολήθηκε με το ξυλόφωνο, το μεταλλόφωνο, αλλά και με όλη σχεδόν την οικογένεια των κρουστών. Το 1964 έγινε μέλος της ελαφράς ορχήστρας του Ε.Ι.Ρ. και αργότερα μετατάχθηκε στη συμφωνική ορχήστρα της ΕΡΤ όπου και παρέμεινε μέχρι τον Αύγουστο του 1989. Ακολούθησαν ηχογραφήσεις μουσικής για το θέατρο, τον κινηματογράφο και την δισκογραφία Ερμήνευσε έργα του Νίκου Μαμαγκάκη και του Δημήτρη Τερζάκη και υπήρξε σολίστ στο έργο του Δημήτρη Δραγατάκη «κοντσερτίνο για σαντούρι», το 1988. Το «Άξιον Εστί», αποτέλεσε την απαρχή της συνεργασίας του με τον Μίκη Θεοδωράκη.
Ο Γιάννης Μαρκόπουλος τον γνωρίζει απ’ το Νίκο Κούνδουρο όταν του ανέθεσε να γράψει τη μουσική για τις «Μικρές Αφροδίτες» το 1962 (σολίστ Τ.Διακογιώργης). Αμέσως μετά έπαιξε στο χορόδραμα «Θησέας», «Ιθαγένεια», «Χρονικό», «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» (1969-1972). Ακολούθησαν συναυλίες στην Ελλάδα και το εξωτερικό και δίδαξε την τέχνη του σαντουριού σε νέους ανθρώπους.     
Ήταν «άριστα μορφωμένος μουσικά και καταρτισμένος για τις σύγχρονες τάσεις της μουσικής, αποτελεί την πρώτη ίσως προσωπικότητα δεξιοτέχνη ενός ελληνικού οργάνου (που η προέλευσή του βυθίζεται στα πανάρχαια χρόνια) που μπόρεσε να συνδυάσει το παίξιμο με τη γνώση των θεωρητικών της μουσικής παιδείας και τη φυσικότητα και γνησιότητα του οργανοπαίχτη της δημοτικής μουσικής. Του ανήκει η τιμή του πρώτου μουσικού άρχοντα ερμηνευτή στο τιμόνι της ηχοδύναμης του σαντουριού. Σπουδαίος δάσκαλός, ευαίσθητος και εξαιρετικά απλός και ταπεινός» (Γιάννης Μαρκόπουλος 14/3/2007, Ελευθεροτυπία). 
Τα τελευταία χρόνια παρέδιδε μαθήματα σαντουριού στην Αθήνα και από το 1987 δίδασκε σαντούρι και διηύθυνε το «Εργαστήρι Εθνικής Μουσικής Του Πολιτιστικού Οργανισμού Δήμου Ρόδου».
Ο Τάσος Διακογιώργης πέθανε στις 12 Μαρτίου 2007 σε ηλικία 83 ετών.»
Φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο ….(εδώ).
 



Τρίτη 22 Ιουλίου 2025

516. PHILIPS 7779 ΚΑΛΟΜΟΙΡΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ- ΤΣΑΓΚΑΡΑΚΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ 1961

Καλομοίρης Γιώργος (Γιωργαντός)- Τσαγκαράκης Δημήτρης PHILIPS 7779 Πάει και πάει το σταμνί στη βρύση (Καλαματιανός) - Μεσ' απ' του κόσμου τις χαρές 1961- 45rpm- 7''
«Ο Γιώργος Καλομοίρης γνωστός και ως Γιωργαντός γεννήθηκε στ Ανώγεια το 1931 και οι πρώτες του αναμνήσεις από τη ζωή και τον κόσμο συνδέονται με τ Ανώγεια και την μουσική. Στο χωριό του  έζησε αξέχαστα όμορφες στιγμές μα και στιγμές γεμάτες δυστυχία που δεν θα τις ξεχάσει ποτέ. Τα χρόνια μετά τον πόλεμο του ‘40 έζησε δύσκολα. Οι Γερμανοί είχαν κάψει το πατρικό του σπίτι και την περίοδο αυτή η ζωή του συνοδευόταν από πίκρα, φτώχεια και κακομοιριά. Μέχρι τα 11 του χρόνια περιφερόταν ξυπόλητος και η ζωή του ήταν γεμάτες στερήσεις και στενοχώρια. Μετά όμως από τα 11 του χρόνια όλα άλλαξαν και η ευλογία της μουσικής μπήκε στη ζωή του για να τον κάνει να νιώσει ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο.
Τα ακούσματα τα Ανωγειανά είναι εντελώς διαφορετικά και τα γλέντια που έζησε εκεί είναι αξέχαστα για τον ίδιο. Πήγαινε στα γλέντια που έπαιζε ο Στραβός, ο Μανουράς, ο Κίτρος...και πάντα έφευγε ξημέρωμα απ όπου κι αν πήγαινε. Αντιλήφθηκε από νωρίς ότι δεν μπορεί να ζήσει χωρίς μουσική. Είχε μια λύρα ένα κουτσούρι δηλαδή όχι κανονική λύρα και πάνω σ αυτή έπαιζε τους σκοπούς που άκουγε στο χωριό. Την λύρα αυτή μάλιστα την είχε μαζί με τον Νίκο Ξυλούρη και έπαιζαν εναλλάξ.
Ο Νίκος Ξυλούρης για τον Γιωργαντό ήταν κάτι παραπάνω από αδελφός. Μεγάλωσαν μαζί και από το πρωί που ξυπνούσαν μέχρι αργά το βράδυ ήταν ξυπόλυτοι στα σοκάκια του χωριού. Δεν έπαιζαν μαζί με τα άλλα παιδιά της ηλικίας τους αλλά μοιράζονταν την λύρα  για να παίζουν μουσικοί και κυνηγούσαν τα γλέντια του χωριού για να ακούν τους μουσικούς του χωριού τους. Με αυτή την λύρα λοιπόν έπαιξε και σε ένα γάμο στην Πόμπια που τον κάλεσαν. Ο Γιώργος Καλομοίρης δεν έπαιξε στον κύριο γάμο αλλά σε ένα καφενείο έπαιζε για τους Ανωγειανούς καλεσμένους του γάμου. Ο βασικός καλεσμένος του γάμου ήταν ο Λεωνίδας ο Κλάδος. Όταν ο Λεωνίδας επισκέφτηκε παρέα με τον Μαρκογιάννη  το καφενείο που έπαιζε αυτός και έβγαλαν τα δικά τους όργανα για να παίξουν ο Γιωργαντός και ο Ξυλούρης έμειναν έκπληκτοι. Δεν είχαν δει ποτέ κανονική λύρα και λαούτο μετά από αυτή την ημέρα πήγαν στο Ρέθυμνο και έδωσαν παραγγελία για δύο λύρες μια του Γιωργαντού και μια του Ψαρονίκου. Όταν ο Γιώργης Καλομοίρης έπιασε την κανονική λύρα στα χέρια του προσπάθησε να παίξει τον σκοπό που είχε ακούσει από τον Λεωνίδα Κλάδο. Είχε αποτυπώσει το μεγαλύτερο μέρος του κομματιού και όταν οι χωριανοί του άκουσαν αυτόν το σκοπό ενθουσιάστηκαν. Αυτός ο σκοπός μάλιστα ήταν και η αφορμή να προτείνουν στον Καλομοίρη να αναλάβει μουσικά  μαζί με τον Ξυλούρη τον πρώτο τους γάμο. Τότε ο Καλομοίρης ήταν γύρω στα 17 και ο Ξυλούρης 13. Έπαιξαν με χαρά αλλά δεν θα ξεχάσουν ποτέ την κούραση και την αδυναμία που ένιωσαν γιατί οι γάμοι τότε κρατούσαν 3-4 βράδια.
Την περίοδο αυτή η Ανωγειανή νεολαία είχε την τάση να εγκαταλείπει το χωριό και να συγκεντρώνεται στην πόλη του Ηρακλείου, έτσι αρκετά συχνά οι δύο αχώριστοι φίλοι πήγαιναν στο Ηράκλειο για να συναντήσουν τους χωριανούς τους και εκεί γίνονταν παρέες και  καντάδες.
Δεκαοκτώ ετών ο Γιώργος Καλομοίρης εγκατέλειψε με την σειρά του τα Ανώγεια και εγκαταστάθηκε στο Ηράκλειο. Μέχρι τα 25 του χρόνια γύριζε γύρω από τον άξονα του προσπαθώντας να βρει τον εαυτό του και να ανακαλύψει τον μουσικό δρόμο που θα τον οδηγήσει να δημιουργηθεί ως λυράρης.
Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα ξεκίνησε να κάνει ηχογραφήσεις και αυτό ήταν κάτι που τον παίδευε αρκετά γιατί έσβηνε και έγραφε αρκετές φορές ένα κομμάτι μέχρι να το ολοκληρώσει και να μπει στο studio ηχογράφησης και πάλι δεν ήταν ευχαριστημένος. Έτσι γεννήθηκε το 1958 ο πρώτος του δίσκος, 78 στροφών με τα συρτά ‘έγινες μάγισσα για με’ και ‘Δυστυχισμένος βρίσκομαι’ που από τότε μέχρι και σήμερα υπάρχουν στην αγαπημένη λίστα τραγουδιών των κρητικών. Ακολούθησαν πολλοί δίσκοι και περισσότερες μουσικές επιτυχίες που αν και έγιναν επιτυχίες δεν άφηναν ποτέ τον Γιώργο Καλομοίρη να ηρεμήσει...πάντα στα γλέντια και τις εμφανίσεις που έκανε έπαιζε τα κομμάτια που του ζητούσε ο κόσμος, δεν τα έπαιζε όμως ποτέ χωρίς να αλλάξει κάτι. Για τον ίδιο η μουσική είναι φαντασία και θέλει αυτοσχεδιασμούς γι αυτό και φρόντιζε να προσθέσει αλλά και να αφαιρέσει κάτι σεβόμενος βέβαια πάντα το πρωτότυπο τραγούδι που ξεχώρισε και αγάπησε ο κόσμος.
Τα γλέντια και οι εμφανίσεις του σε όλη την Κρήτη αλλά και εκτός διαδέχονταν η μια την άλλη όπως και οι επιτυχίες του. Σ ένα από τα γλέντια του στον Πύργο στο Μονοφάτσι γεννήθηκε ένα τραγούδι σύγχρονο για την εποχή τότε και μάλιστα έμελλε να γίνει χρυσό … Ο τίτλος του είναι τσάκι - τσάκι και η ιστορία της γέννησης του προκαλεί γέλιο και ευθυμία. Μετά από δύο συνεχόμενα βράδια που έπαιζε σε πανηγύρι της περιοχής πήγε να κοιμηθεί μετά τις 05.00 το ξημέρωμα. Με το που τον πήρε ο ύπνος μια γριούλα βγήκε έξω και έκραζε τις όρνιθες της δηλαδή τις κότες της με αποτέλεσμα να ξυπνήσει τον Γιώργο Καλομοίρη. Ο Γιώργος την παρακάλεσε να ησυχάσει για να τον αφήσει να κοιμηθεί μα μόλις ξάπλωσε ξανασηκώθηκε για να γράψει το τραγούδι : Διάλε το τσάκι τσάκι σου και το πουί πουί σου όντε προβάλλεις στην αυλή και κράζεις το πουλί σου...
Το τραγούδι αυτό βέβαια το έγραψε αλλά δεν το έλεγε στα γλέντια. Μετά του ζήτησαν από την Δισκογραφική εταιρία που πήγε για να γράψει, ένα τραγούδι σύγχρονο και όχι πάλι κοντυλιές και συρτό που έγραφαν τότε όλοι οι καλλιτέχνες. Όταν τους έπαιξε το τσάκι - τσάκι όλοι ενθουσιάστηκαν και κάπως έτσι αυτό το τραγούδι ηχογραφείται και γίνεται σουξέ το 1961-1962. Το 1970 μάλιστα που ο Γιωργαντός πήγε παρέα με τον Μανιά στις Βρυξέλλες ενθουσιάστηκαν όταν έπεσε στην αντίληψη τους ένα τσουκ μπόξ που είχε και την φωτογραφία του Γιώργου Καλομοίρη με το τραγούδι τσάκι τσάκι στα γαλλικά.
Μέσα στις αφηγήσεις γι αυτή την χρονική περίοδο ο Γιωργαντός μιλάει για το μαγαζί Καν - Καν που άνοιξε στο Ηράκλειο το 1961-1962. Μέχρι τότε κρητική λύρα δεν ακουγόταν σε μαγαζιά και με παρότρυνση του Γιωργαντού ξεκίνησαν λυράρηδες όπως ο Γιώργος Καλομοίρης, ο Νίκος Ξυλούρης, ο Βασίλης Σκουλάς, ο Σπύρος Σηφογιώργάκης κ.α. να παίζουν στο Καν - Καν  κάθε Τετάρτη, Σάββατο και Κυριακή. Μέσα από τις γνωριμίες που είχαν τότε οι καλλιτέχνες άρχισαν να συγκεντρώνουν αρκετό κόσμο που ήθελε να ακούσει κρητικά και κάπως έτσι το μαγαζί Καν - Καν μετονομάστηκε σε Κρήτη, μετά σε Ερωτόκριτο και έπειτα ξεκίνησαν αρκετά κρητικά μαγαζιά όπως το Κάστρο, η Λύρα και άλλα.
Στα 30 του χρόνια αποφάσισε να πάει στην Αθήνα για να επισκεφτεί τον Περιστέρη και να του ζητήσει να μάθει τις νότες και να καλλιεργήσει τις μουσικές του γνώσεις.
Μέσα από όλη αυτή την διαδρομή ο Γιωργαντός όχι μόνο διασκέδασε τους κρητικούς αλλά κατόρθωσε να κερδίσει την αγάπη του κόσμου. Για τον ίδιο ήταν σημαντικό να παίζει μουσική με όρεξη και να παίζει κάθε φορά πρώτα για τον εαυτό του - δηλαδή με κριτήριο να ακούει κάτι που του αρέσει - και μετά για όλους τους άλλους. Αυτό τον έκανε να παίζει πάντα μερακλήδικα είτε για ένα άτομο στο μαγαζί που έπαιζε είτε για1000, είτε του έβαζαν μπαξίσι ( χρήματα ) είτε όχι.»
Ο Γιωργαντός απεβίωσε το 2019.
Στο σημερινό δισκάκι στο λαούτο ο Δημήτρης Τσαγκαράκης. Στην πρώτη φωτογραφία ο Καλομοίρης δοκιμάζει την τέχνη του στο λαούτο.   
Φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο ….(εδώ).
 

 

Παρασκευή 18 Ιουλίου 2025

515. PARLOPHONE GDSP 3039 ΣΑΚΕΛΛΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ- ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ- ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΟΜΝΗΝΟΣ- ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ Γ. 1965

Σακέλλης Γεώργιος- Παπανικολάου Κωνσταντίνος- Παπανικολάου Κομνηνός- Μιχαηλίδης Γ. PARLOPHONE GDSP 3039 Πάνω χορός Καρπάθου - Μαντινάδες της Καρπάθου 1965- 45rpm- 7''
«Ο Γεώργιος Σακέλλης (βλέπε και ανάρτηση 140) γεννήθηκε περίπου το 1938 και πέθανε το 2019 στα 81 του.
Ασκούσε διοίκηση στην Όλυμπο Καρπάθου ως κοινοτάρχης για πολλά χρόνια. Ήταν τραγουδιστής με χαρακτηριστική φωνή, με συμμετοχές σε εκδηλώσεις που ενίσχυσαν την πολιτισμική ταυτότητα της Καρπάθου. Διετέλεσε φιλάνθρωπος και ενεργό μέλος τοπικών συλλόγων, υποστηρίζοντας σημαντικές πρωτοβουλίες. Συμμετείχε σε πολιτιστικές και θρησκευτικές εκδηλώσεις, φέρνοντας κοντά παραδοσιακή μουσική και τοπικά τραγούδια.
Η προσωπικότητά του χαρακτηριζόταν από κοινωνική προσφορά – σε αναρτήσεις και μνημοσύνες αναφέρεται ως άνθρωπος που στήριζε συλλογικές προσπάθειες και έδινε μεγάλα ποσά για τοπικούς πολιτιστικούς συλλόγους.»
«Ο Πάνω χορός (2/4) είναι η κορυφαία στιγμή της χορευτικής δραστηριότητας από κινητική άποψη. Χορεύεται κυρίως επιτόπου και αναπτύσσεται με βάση το κινητικό περιεχόμενο των προηγούμενων δύο χορών. Το κράτημα των χεριών παραμένει το ίδιο όπως και στο Σιανό, μόνο που τα χέρια κάμπτονται στους αγκώνες και οι βραχίονες πλησιάζουν στα πλευρά, έτσι ώστε οι χορευτές να πλησιάζουν πολύ κοντά ο ένας τον άλλον και να κινούνται σαν ένα σώμα. Οι απλές κινήσεις υποδιαιρούνται και εκτελούνται γρήγορα, εμπλουτισμένες με κρατήματα και πυκνά κατακόρυφα σουσταρίσματα, τα οποία αποτελούν το κυριότερο χαρακτηριστικό του.
Στην Έλυμπο είναι ο δημοφιλέστερος χορός και ο τρίτος της ενότητας, ενώ στα άλλα χωριά είναι μάλλον ο δεύτερος. Η πλοκή των κινήσεων ανταποκρίνεται σε τρεις δίσημους χρόνους, με αποτέλεσμα να έχουμε τρεις κινητικές υποενότητες. Το βήμα ολικής στήριξης που έχει η καθεμιά συμπληρώνεται από δυο ελαφρά πατήματα, τα οποία ελάχιστο βάρος κλέβουν από το σώμα. Το ισχυρό βήμα εκτελείται πότε με το δεξί και πότε με το αριστερό πόδι. Έτσι κατά την επανάληψη του χορευτικού μοτίβου γίνονται αντιληπτές οι μετατοπίσεις του σώματος, ανάμεσα στο κατακόρυφο ανεβοκατέβασμά του. Ο χορός εκτελείται με μικρά αδιόρατα βήματα. Τα πόδια δεν ανασηκώνονται από το δάπεδο, είναι «καζικωμένα», καρφωμένα εκεί.
Ο τρόπος αυτός ευνοεί τις έντονες κάμψεις των γονάτων, τις γονατές, και το έντονο κατακόρυφο σουστάρισμα που από αυτές μεταφέρεται στο σώμα. Κάθε φορά που το ένα πόδι εκτελεί τη γονατά, το άλλο συντονίζεται με αυτό. Έτσι, η εντύπωση προς τα έξω δε διευκρινίζει ποιο πόδι πρωτοστατεί και πιο ακολουθεί, ποιο έχει τη δυναμική και ποιο την παθητική δράση. Η επιτόπια εκτέλεση ευθύνεται για την ελάχιστη μετατόπιση της χορευτικής αλυσίδας. Εντονότερη μετακίνηση παρατηρείται στο πρώτο κομμάτι του χορού, όταν ο κάβος κατά διαστήματα αναπτύσσει την κίνηση προς τα δεξιά και τ’ αριστερά, μ’ έμφαση προς τα δεξιά, για να σπάει τη μονοτονία του επιτόπιου Πάνω χορού. Οι παλιοί λένε ότι ο καλός χορευτής δεν έτρεχε μπροστά. Ο Πάνω εναλλάσσεται με τη Σούστα ανάλογα με την προτίμηση του κάβου. Οι προτιμήσεις των Ελυμπιτών ελάχιστα αναφέρονται στη Σούστα.
Η εναλλαγή μεταξύ Σούστας και Πάνω είναι συχνότερη στα άλλα χωριά, όπου ονομάζουν τον Πάνω χορό και Στετό», δηλαδή στο τόπο. Ωστόσο στα άλλα χωριά επικρατέστερη είναι η σούστα. Ο Πάνω χορός και η Σούστα είναι οι χοροί στους οποίους ο «κάβος» (ο πρωτοχορευτής) έχει τη δυνατότητα να επιδείξει τις χορευτικές του ικανότητες και καλύπτουν τη μεγαλύτερη διάρκεια του χορευτικού μέρους της διασκέδασης. Μουσικά συνοδεύεται από τη λύρα, ωστόσο το κατεξοχήν όργανο του Πάνω είναι η τσαμπούνα. Ο οξύς της ήχος τονώνει τους χορευτές ώστε να ανταποκρίνονται με περισσότερη ενεργητικότητα.»
«Κάτω χορός ή Σιανός «Μαντινάδες αυτοσχέδιες» (2/4) είναι ο χορός με τον οποίο αρχίζει η ενότητα των τεσσάρων επίσημων χορών (Κάτω χορός, Γονατιστός, Πάνω χορός και Σούστα), με τους οποίους ξεκινούν και τελειώνουν το κομμάτι της διασκέδασης που αφιερώνεται στο χορό. Αν και τέσσερις διαφορετικοί χοροί, εκτελούνται ως τμήματα ενός συνόλου, μιας ακολουθίας (σουίτας): οι χορευτές δε διαλύουν τον κύκλο για να τον ανασυγκροτήσουν προκειμένου να χορέψουν τον επόμενο, αλλά μεταβαίνουν απλώς από τον ένα στον άλλο.
Η πλήρης μορφή αυτής της χορευτικής ενότητας διατηρείται μέχρι σήμερα στην Έλυμπο. Ο Σιανός ή Κάτω χορός είναι ο πλέον αργός χορός της ενότητας. Ο Μ. Γεωργιάδης τον κατατάσσει σε αυτούς που χαρακτηρίζει «συρτούς» χορούς του νησιού, από το γεγονός ότι είναι ήσυχος. Ο ρυθμός του χορού είναι δίσημος (2/4) και τα βήματα έξι, τύπου χορού «Στα τρία» που πραγματοποιούνται σε τρία μ.μ., δύο κινήσεις σε κάθε μ.μ.. Με αυτόν το τύπο απαντάται στα βόρεια χωριά. Το χορό ανοίγουν πάντα λίγοι κυρίως νέοι άντρες σε ένα και μοναδικό ανοιχτό κύκλο, πιασμένοι με λαβή χιαστί, το δεξί κάτω από το αριστερό του προηγούμενου από τα δεξιά. Στη συνέχεια ενώ εισέρχονται κι άλλοι, συμπληρώνονται από τις κοπέλες που μπαίνουν ανάμεσά τους. Την πρώτη θέση διατηρεί εκείνος που αρχικά τη κατέλαβε.
Ο κύκλος που σταδιακά μεγαλώνει μπορεί να φτάσει να αριθμεί πενήντα ή εκατό άτομα. Ο κορυφαίος ονομάζεται «κάβος», που έχει τη σημασία της άκρης του χορού. Οι ονομασίες για τον τελευταίο χορευτή αναφέρονται τόσο στον ίδιο όσο και στη θέση του, αλλά και στο τελευταίο κομμάτι του χορού. Οι Ελιμπίτες τον αποκαλούν τεμόνι, πίσω βάντα και πίσω μερέα.
Οι κοπέλες επιλέγοντας μεριές (θέση, τοποθεσία) δεξιά σε κάποιον άντρα γίνονται χορεύτρες του. Ένας άντρας μπορεί να έχει παραπάνω από μια χορεύτρα. Η πρώτη γυναίκα του κάβου ονομάζεται «η από μέσα χορεύτρα». Για τους Ελιμπίτες ο Σιανός αποτελεί προέκταση του καθιστικού γλεντιού. Οι μαντινάδες που αυτοσχεδιάζουν και τραγουδούν οι άντρες πριν το ξεκίνημα του χορού, κατά το καθιστικό γλέντι, συνεχίζονται και όταν ο χορός ξεκινάει, τόσο από εκείνους που παραμένουν έξω από τον χορευτικό κύκλο όσο και από εκείνους που έχουν πάρει θέση σ’ αυτόν. Γενικότερα οι παλιοί αποκαλούν το Σιανό «χορό των μαντινάδων». Τον θεωρούν μάλιστα πιο σημαντικό από τους άλλους χορούς, ακριβώς για τις μαντινάδες  που τον συνοδεύουν και την ευκαιρία δημόσιας έκφρασης που παρέχουν.»
Στο σημερινό δισκάκι μουσικές από την Κάρπαθο. Στο τραγούδι ο Γιώργος Σακέλλης, στην τσαμπούνα ο Μιχαηλίδης Γ., στο λαούτο ο Κομνηνός Παπανικολάου και στη λύρα ο Κωνσταντίνος Παπανικολάου. Όπως διαβάζουμε και παραπάνω πρώτα ξεκινάνε με τις μαντινάδες και μετά ακολουθεί ο Πάνω χορός. Στη σημερινή ψηφιοποίηση το πήγα ανάποδα παρόλο που μήτρες τα δίνουν κανονικά (σιγά σιγά πρέπει να προβάρω γυαλιά).
Οι παραπάνω φωτογραφίες δεν απεικονίζουν τους καλλιτέχνες εκτός από την πρώτη που εικονίζεται ο Σακέλλης και μας την παραχώρησε από το αρχείο του ο Βασίλης Χατζηαντωνίου (greekdisography). Η δομή της ορχήστρας είναι λύρα (με γερακοκούδουνα), λαούτο, τσαμπούνα και οι τραγουδιστές.  
Φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο ….(εδώ).