Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2025

530. LIBERTY L 216 ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ- ΛΙΝΤΑ ΜΑΙΡΗ- ΝΙΝΟΥ ΜΑΡΙΚΑ 1954

Τσιτσάνης Βασίλης (Βλάχος)- Λίντα (Δημητρακοπούλου) Μαίρη- Νίνου Μαρίκα (Ευαγγελία "Βανούι" Ανταμιάν- Νικολαΐδου) LIBERTY L 216 Για να σε κάνω άνθρωπο (Ζεϊμπέκικο) - Ζαΐρα (Ανατολίτικο) 1954- 78rpm- 10''
 
«Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 18 Ιανουαρίου 1915 από Ηπειρώτες γονείς οι οποίοι κατέβηκαν από τα Άγραφα. Τσαρουχάς ο πατέρας του, είχε ένα μαντολίνο με το οποίο έπαιζε σχεδόν αποκλειστικά κλέφτικα τραγούδια της πατρίδας του. Αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα του μικρού Βασίλη μαζί με τις βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην εκκλησία. Στα 11 χρόνια του χάνει τον πατέρα του και μόνον τότε πέφτει στα χέρια του το μαντολίνο – το οποίο στο μεταξύ έχει μετατραπεί από κάποιον ντόπιο οργανοποιό σε μπουζούκι.
Στα γυμνασιακά του χρόνια στα Τρίκαλα μαθαίνει παράλληλα βιολί, συμμετέχοντας με αυτό σε τοπικές εκδηλώσεις. Το μπουζούκι όμως, αν και χωρίς κοινωνική καταξίωση στη μικρή τοπική κοινωνία, τραβάει περισσότερο το ενδιαφέρον του. Τα πρώτα του τραγούδια τα γράφει σε ηλικία 15 χρονών. Στα τέλη του 1936 φεύγει από τα Τρίκαλα για την Αθήνα με σκοπό να σπουδάσει νομικά.
Για να συμπληρώσει τα έσοδά του δουλεύει παράλληλα σε ταβέρνες. Σε μια απ’αυτές γνωρίζει τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο ο οποίος τον πηγαίνει σε μια δισκογραφική εταιρεία. Ηχογραφεί για πρώτη φορά το 1937, αλλά το κύριο μέρος των προπολεμικών δίσκων του πραγματοποιείται τα επόμενα χρόνια. Η “Αρχόντισσα” είναι το πιο γνωστό τραγούδι που ηχογραφεί τότε αλλά μαζί μ’αυτό βρίσκουν θέση στη δισκογραφία τραγούδια όπως τα “Να γιατί γυρνώ”, “Γι ‘αυτά τα μαύρα μάτια σου” και πολλά άλλα που ερμηνεύουν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Κερομύτης αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης. Με αυτά τα τραγούδια ο Τσιτσάνης εισήγαγε ένα νέο είδος Λαϊκού τραγουδιού το οποίο αποτείνεται στο πλατύτερο κοινό, σε αντίθεση με το ρεμπέτικο τραγούδι που ενδιαφέρει ένα περιορισμένο κύκλο ακροατών.
Μ’ αυτά απαντά στην λογοκρισία της Μεταξικής δικτατορίας η οποία απαγορεύει τόσο τα προϋπάρχοντα τραγούδια του ρεμπέτικου περιθωρίου όσο και τις εμφανείς ανατολίτικες μελωδίες. Τα χρόνια της κατοχής τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου δουλεύει σε διάφορα μαγαζιά. Αυτά τα χρόνια γράφει πολλά από τα τραγούδια που ηχογραφεί μετά τον πόλεμο όταν άνοιξαν ξανά τα εργοστάσια δίσκων. “Αχάριστη”, “Μπαξέ τσιφλίκι”, “Τα πέριξ”, “Νύχτες μαγικές”, “Ζητιάνος της αγάπης”, “Ντερμπεντέρισσα” και βέβαια τη “Συννεφιασμένη Κυριακή”. Το 1946 εγκαθίσταται ξανά στην Αθήνα και αρχίζει πάλι να ηχογραφεί. Η δεκαετία 1945 – 1955 είναι ίσως η κορυφαία της καριέρας του καθώς γνωρίζει την πλατιά καταξίωση στη δισκογραφία και η πιο μεστή δημιουργικά γι’ αυτόν.
Φέρνει στο προσκήνιο νέες φωνές που υπηρετούν τα τραγούδια του και δένονται μαζί του : τη Μαρίκα Νίνου, τη Σωτηρία Μπέλλου, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη. “Είμαστε αλάνια”, “Πήρα τη στράτα κι έρχομαι”, “Χωρίσαμε ένα δειλινό”, “Τρελός τσιγγάνος”, “Πέφτουν της βροχής οι στάλες”, “Όμορφη Θεσσαλονίκη”, “Αντιλαλούνε τα βουνά”, “Κάνε λιγάκι υπομονή”, “Φάμπρικες”, “Πέφτεις σε λάθη”, “Καβουράκια”, “Κάθε βράδυ λυπημένη”, “Ξημερώνει και βραδιάζει”, “Έλα όπως είσαι”, είναι μερικά μόνο από τα τραγούδια του γι’ αυτή την περίοδο.
Κι ίσως θα’ πρεπε να σημειώσουμε τόσο το μελωδικό πλούτο, όσο και τη δεξιοτεχνία στην απόδοση πολλών απ’ αυτά τα τραγούδια. Χαρακτηριστικές οι εισαγωγές τους – που κάποτε είναι τρείς : ταξίμι, προεισαγωγή, εισαγωγή – δείγματα ιδιαίτερης σπουδής και απίστευτης ευχέρειας στη μελωδική έκφραση.
Καθώς, μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’50, το σκηνικό στο λαϊκό τραγούδι πλατιάς αποδοχής αλλάζει και κυριαρχούν κάποιες αραβικές ή και ινδικές επιρροές, ο Τσιτσάνης προσπαθεί να εγκλιματιστεί χωρίς να εγκαταλείψει το προσωπικό του ύφος. Το ίδιο κάνει και σε επόμενες εποχές που η περιρρέουσα ατμόσφαιρα αλλάζει ξανά.
Χωρίς ποτέ να αποδεχτεί κάποια απ’ τις εποχιακές “μόδες”, παρουσιάζει πάντα κάποια τραγούδια που μπορούν να προστεθούν στα κλασικά του, αν και ανήκουν σε νεότερα χρόνια κι έχουν επιρροές απ’ τον κυρίαρχο ήχο αυτών.
Τραγούδια του ερμηνεύουν ο Καζαντζίδης, ο Μπιθικώτσης,ο Γαβαλάς, ο Αγγελόπουλος, η Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Σταμάτης Κόκοτας κι από κάποιο σημείο και κάτω, κατ’ εξοχήν ο ίδιος. Απ’ αυτά ν’ αναφέρουμε ενδεικτικά : “Ίσως αύριο (1958), “Τα λιμάνια” (1962), “Τα ξένα χέρια”(1962), “Μείνε αγάπη μου κοντά μου”(1962), “Κορίτσι μου όλα για σένα”(1967), “Απόψε στις ακρογιαλιές”(1968), “Κάποιο αλάνι”(1968), “Της Γερακίνας γιος” (1975),”Δηλητήριο στη φλέβα”(1979). Το 1980 με πρωτοβουλία της UNESCO ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο “Χάραμα” – έτσι λεγόταν το μαγαζί στο οποίο ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν τα τελευταία 14 χρόνια της καριέρας του και της ζωής του. Σ’ αυτό το δίσκο παίζει μια σειρά από κλασικά του τραγούδια αλλά και πολλά αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι.
Ο δίσκος αυτός με την έκδοσή του στην Γαλλία (1985) παίρνει το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας CharlesGross. Όμως στο μεταξύ ο κορυφαίος δημιουργός έχει φύγει για πάντα. Το 1984, ακριβώς την ημέρα των γενεθλίων του (18 Ιανουαρίου), πεθαίνει στο νοσοκομείο Brompton του Λονδίνου ύστερα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Μέχρι και 24 μέρες πριν εμφανιζόταν κανονικά σε κέντρο και δούλευε καινούργια τραγούδια…»
«Η Μαίρη Λίντα γεννήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 1936 στον Πύργο Ηλείας και ανατράφηκε σε δύσκολες συνθήκες, κάτι που διαμόρφωσε την αποφασιστικότητα και την εσωτερική της δύναμη. Από παιδί είχε πάθος για τη μουσική και, όπως έχει πει η ίδια, το τραγούδι της έδινε χαρά και ήταν μια μορφή διαφυγής. Στα πρώτα βήματα της καριέρας της, κατάφερε να ξεχωρίσει λόγω της μοναδικής φωνής της και της επιμονής της να κάνει κάτι διαφορετικό: να φέρει μία νέα ερμηνευτική διάσταση στις λαϊκές σκηνές.
Σε ηλικία μόλις 11 ετών γνώρισε τον 24χρονο Μανώλη Χιώτη, ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην καριέρα της και στη ζωή της. Ο Χιώτης είχε ανακαλύψει την ξεχωριστή φωνή της και οι δυο τους έγιναν ένα από τα πιο διάσημα καλλιτεχνικά ζευγάρια της εποχής.
Στην πορεία τους, δεν παρέμειναν στις παραδοσιακές φόρμες του ρεμπέτικου, αλλά υιοθέτησαν στοιχεία της ελαφράς ποπ και σάλσα και μάμπο μουσικής, εισάγοντας το μπουζούκι σε νέα πλαίσια και κάνοντας το ρεπερτόριο πιο προσιτό στο κοινό. Το στιλ τους αποτέλεσε καινοτομία και έκανε τεράστια επιτυχία. Όπως ανέφερε σε συνέντευξή της, «με τον Χιώτη κάναμε τα μπουζούκια πραγματικά λαϊκά».
Το 1959 παντρεύεται τον Χιώτη και μένουν μαζί μέχρι το 1966. Μαζί εμφανίσθηκαν σε αρκετές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Το 1964, κατά τη διάρκεια περιοδείας της με τον Χιώτη στις Ηνωμένες Πολιτείες, τραγούδησε στο Λευκό Οίκο προς τιμήν του προέδρου Λίντον Τζόνσον. Στον κατάλογο των δημοφιλών θαυμαστών του ζεύγους ανήκε επίσης ο θρυλικός Άντονι Πέρκινς καθώς και η παγκοσμίου φήμης σοπράνο Μαρία Κάλλας.
Η παρουσία της Λίντα στο πάλκο αποτέλεσε πραγματική επανάσταση. Ήταν από τις πρώτες γυναίκες τραγουδίστριες που σηκώθηκαν στη σκηνή κατά τη διάρκεια της ερμηνείας, αφήνοντας πίσω την καθιερωμένη στατικότητα της καρέκλας. Με αυτόν τον τρόπο απέδιδε το τραγούδι με κίνηση, φέρνοντας ένταση και δυναμική στην ερμηνεία της. Αυτή της η καινοτομία βοήθησε να αλλάξει η εικόνα της γυναίκας τραγουδίστριας στην Ελλάδα, κάνοντάς την περισσότερο απελευθερωμένη και ενεργή στη σκηνή.
Οι τελευταίες της εμφανίσεις σε νυχτερινά μαγαζιά ήταν: την σεζόν 1995-1996 με την Χαρούλα Αλεξίου στο νυχτερινό κέντρο Νεφέλη, την σεζόν 2002-2003 με την Γλυκερία στο νυχτερινό κέντρο Χάραμα και την σεζόν 2011-2012 με την Άννα Βίσση στο νυχτερινό κέντρο Rex.
Τα τελευταία χρόνια, η Μαίρη Λίντα βρέθηκε σε δύσκολες συνθήκες, με την υγεία της να επιδεινώνεται, κάτι που την οδήγησε σε ίδρυμα φροντίδας. Παρά τη μεγάλη της καριέρα και τις σημαντικές επιτυχίες της, εξέφρασε συχνά την πικρία της για το ότι το ελληνικό καλλιτεχνικό στερέωμα δεν αναγνώρισε πάντα την προσφορά της, ειδικά στα δύσκολα χρόνια της. Όπως είπε χαρακτηριστικά, «Έκανα πολλά για το τραγούδι και το κοινό, αλλά στο τέλος η μοναξιά είναι ο πιο πιστός σύντροφος».
Η Μαίρη Λίντα, με το ταλέντο και την ανεξάντλητη ενέργειά της, κατάφερε να ανατρέψει το καθιερωμένο πρότυπο της γυναικείας παρουσίας στη νυχτερινή διασκέδαση. Με τις εκρηκτικές της εμφανίσεις, όχι μόνο ανέβασε τον πήχη για τις μελλοντικές τραγουδίστριες, αλλά και άλλαξε την εικόνα των μπουζουκιών. Η δυναμική της σκηνική παρουσία και ο τρόπος που καθήλωνε το κοινό, δίνοντας μια νέα διάσταση στο λαϊκό τραγούδι, έκαναν την Μαίρη Λίντα λαϊκό θρύλο.»
«Η Μαρίκα Νίνου γεννήθηκε το 1918 στον Καύκασο. Το πραγματικό της όνομα ήταν Ευαγγελία Νικολαΐδου. Σε ηλικία 10 ετών ήρθε στη Θεσσαλονίκη, και το 1945 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου εμφανίστηκε σε διάφορα νυχτερινά κέντρα, κάνοντας ακροβατικά νούμερα, μαζί με τον άντρα και το παιδί της.
Τον Οκτώβριο του 1948, ο Στελλάκης Περπινιάδης την πήρε κοντά του για τραγουδίστρια στο κέντρο «Φλόριντα» της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, όπου και της έμαθε τα μυστικά του τραγουδιού. Η συνεργασία της με τον Βασίλη Τσιτσάνη το 1949 στο κέντρο «Τζίμης ο Χοντρός» υπήρξε καθοριστική στη ζωή και των δύο. Τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε στο πάλκο και στη δισκογραφία με πλήθος σημαντικών λαϊκών συνθετών, όπως ο Μανώλης Χιώτης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Γιώργος Μητσάκης, ο Απόστολος Καλδάρας κ.ά.
Η μακροβιότερη, όμως, και πιο παραγωγική συνεργασία της ήταν αυτή με τον Τσιτσάνη. Υπήρξε η μούσα, που τον ενέπνευσε όσο καμιά άλλη. Τον Οκτώβριο του 1951 πήγαν μαζί στην Κωνσταντινούπολη. Μετά το ταξίδι αυτό χώρισαν ξαφνικά και η Μαρίκα πήγε στην Αμερική, όπου τραγούδησε δίπλα στον Κώστα Καπλάνη επί δύο χρόνια.
Πριν πάει στην Αμερική είχε κάνει στην Αθήνα εγχείρηση καρκίνου, αλλά στην Αμερική παρουσίασε ραγδαία μετάσταση. Επέστρεψε αμέσως στην Ελλάδα, όπου εργάστηκε για λίγο με φοβερούς πόνους. Πέθανε, σε ηλικία μόλις 39 ετών, στις 23 Φεβρουαρίου του 1957.»
Βασίλης Τσιτσάνης ο ¨Πατριάρχης του Λαϊκού τραγουδιού¨, στο σημερινό Αμερικάνικο δίσκο, που έχει ηχογραφηθεί και κυκλοφορήσει σε δυο δίσκους γραμμοφώνου το 1954 από την Odeon. Συνοδεία στα τραγούδια, για την πρώτη πλευρά η Μαίρη Λίντα και στη δεύτερη, η μούσα του, η Μαρίκα Νίνου.
Το πρώτο ένα εξαιρετικό ζεϊμπέκικο που ακούγεται σε  Ελληνική ταινία με Βασιλειάδου και Χατζηχρήστο αλλά στο τραγούδι δεύτερη φωνή έκανε η Νίνου. Η ταινία του 1955 ¨Πιάσαμε την καλή¨. Το αμέσως επόμενο είναι η ¨Ζαΐρα¨ και μετά τα ¨Καβουράκια¨. 
Ξεφύγαμε λίγο από τα παραδοσιακά μονοπάτια αλλά ποιος ορίζει τι είναι παραδοσιακό;
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο ….(εδώ).
 

 

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2025

529. ODEON 275086 ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ ΜΑΡΚΟΣ- ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ 1939

Βαμβακάρης Μάρκος (Πατριάρχης του ρεμπέτικου- Συριανός- Φράγκος)- Χατζηχρήστος Απόστολος (Σμυρνιωτάκι) ODEON 275086 Τα δυο σου χέρια πήρανε (Βεργούλες) - Φοράς φουστάνι βυσσινί 1939- 78rpm- 10''
 
«Ο Μάρκος Βαμβακάρης γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1905 στον συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας της Σύρου από οικογένεια καθολικών και ήταν ο πρώτος από τα έξι παιδιά του Δομένικου και της Ελπίδας Βαμβακάρη. Η οικογένειά του ήταν φτωχή, έφερε όμως το «μικρόβιο» της μουσικής. Ο πατέρας του έπαιζε γκάιντα και ο παππούς του έγραφε τραγούδια.
Πριν καλά - καλά ξεκινήσει το σχολείο, ο Μάρκος αναγκάστηκε να διακόψει, διότι πήραν τον πατέρα του στο στρατό, και έπιασε δουλειά με τη μητέρα του σε ένα κλωστήριο. Τα επόμενα χρόνια δούλεψε ως χασάπης, εφημεριδοπώλης, οπωροπώλης, λούστρος, και το 1917, σε ηλικία 12 ετών, έφυγε για τον Πειραιά.
Αρχικά, εγκαταστάθηκε στα Ταμπούρια κι έπιασε δουλειά ως γαιανθρακεργάτης. Δούλεψε ακόμα ως λιμενεργάτης και ως εκδορέας στα σφαγεία, ενώ τα βράδια σύχναζε στους τεκέδες, όπου το 1924 άκουσε για πρώτη φορά στη ζωή του μπουζούκι. Εντυπωσιάστηκε και μέσα σε ελάχιστους μήνες έγινε ένας από τους καλύτερους αυτοδίδακτους μπουζουξήδες. Την περίοδο αυτή έκανε και τον πρώτο του γάμο με τη Ζιγκοάλα, την οποία όπως έλεγε μίσησε στο τέλος όσο καμία άλλη γυναίκα στον κόσμο.
Το 1925 κατατάχθηκε στο στρατό και όταν απολύθηκε άρχισε να γράφει τα πρώτα του τραγούδια. Έως το 1933 είχε γράψει πάνω από 50 τραγούδια και με την πιεστική παρότρυνση του Σπύρου Περιστέρη, o Μάρκος Βαμβακάρης γραμμοφώνησε στην Parlophon τον πρώτο του δίσκο με μπουζούκι, που από τη μία μεριά είχε το «Καραντουζένι» (Έπρεπε να 'ρχόσουνα μάγκα μες στον τεκέ μας) και από την άλλη μεριά το «Αράπ» (ένα σόλο ζεϊμπέκικο).
Την επόμενη χρονιά δημιούργησε με τρεις φίλους του -τον Γιώργο Μπάτη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστη Δελιά- ένα πρωτοποριακό για την εποχή μουσικό σχήμα που ονομάστηκε «Η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς». Ο Μάρκος άνοιξε το δικό του μαγαζί στα Άσπρα Χώματα. Η αστυνομία, όμως, δεν του έδωσε άδεια. Έτσι αναγκάστηκε να το κλείσει και για πρώτη φορά έπειτα από 20 χρόνια ταξίδεψε με τον Μπάτη στη Σύρο. Έπαιξαν μαζί για περίπου δύο μήνες σ' ένα μαγαζί της παραλίας και όταν γύρισε στον Πειραιά έγραψε τη Φραγκοσυριανή, ίσως το πιο γνωστό τραγούδι του.
Η περίοδος λίγο πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν και η πιο παραγωγική. Τα τραγούδια του έβγαιναν σε δίσκους και ο Μάρκος έγινε περιζήτητος. Αφού περιόδευσε στη Θεσσαλονίκη, στο Βόλο, στη Λάρισα, στα Τρίκαλα και σε πολλές ακόμα πόλεις, άρχισε εμφανίσεις στον Βοτανικό, μαζί με τον Γιάννη Παπαιωάννου, τον Κώστα Καρίπη και τον Στέλιο Κερομύτη.
Με την έναρξη του πολέμου, ο Βοτανικός έκλεισε και ακολούθησαν δύσκολα χρόνια. Το 1941 πέθανε ο αδερφός του Λεονάρδος και το 1942 η μητέρα του Ελπίδα. Την εποχή εκείνη, έπειτα από παρότρυνση της μεγάλης του αδελφής, ο Μάρκος παντρεύτηκε με ορθόδοξο γάμο τη δεύτερη σύζυγό του, τη Βαγγελιώ. Για το γεγονός αυτό αφορίστηκε από την καθολική εκκλησία και μόλις το 1966 του δόθηκε και πάλι η κοινωνία των Καθολικών.
Τα δύο πρώτα παιδιά τους χάθηκαν πρόωρα. Το 1944 η Βαγγελιώ γέννησε τον Βασίλη και ακολούθησαν άλλα δύο αγόρια, ο Στέλιος το 1947 και ο Δομένικος το 1949.
Μετά τον πόλεμο, ο Μάρκος Βαμβακάρης άρχισε να βγάζει ξανά δίσκους σε διάφορες εταιρίες και όλοι γίνονταν ανάρπαστοι. Το 1954 αρρώστησε με βαριά αρθρίτιδα και σταμάτησε να παίζει. Όταν θέλησε να επιστρέψει στο πάλκο, όλοι τον είχαν ξεχάσει. Η ελληνική μουσική βιομηχανία τον θεωρούσε «ξεπερασμένο» και δεν τον έπαιρνε κανένας σε κάποιο μαγαζί.
Η κατάσταση άλλαξε δραματικά το 1960, όταν έπειτα από πρωτοβουλία του Βασίλη Τσιτσάνη, κυκλοφορούν από την Columbia παλιά και καινούρια τραγούδια του Βαμβακάρη, τραγουδισμένα από τον ίδιο και από καλλιτέχνες όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέι, η Άντζελα Γκρέκα, ο Στράτος Διονυσίου, κ.ά. Το εγχείρημα σημείωσε τεράστια επιτυχία και ο Μάρκος είχε την ευκαιρία να ξαναδουλέψει στα λαϊκά πάλκα, αλλά και να δώσει συναυλίες σε πρωτόγνωρους για τους ρεμπέτες χώρους.
Το 1966 έκανε την εμφάνισή του σε μπουάτ στην Πλάκα, ενώ ακολούθησε η συναυλία στο θέατρο «Κεντρικόν» το χειμώνα της ίδιας χρονιάς και στη συνέχεια πολλές εμφανίσεις στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας.
Στις 8 Φεβρουαρίου του 1972, ο Μάρκος Βαμβακάρης πέρασε στην ιστορία, αφήνοντας μια τεράστια παρακαταθήκη.»
«Ο Απόστολος Χατζηχρήστος (Σμυρνιωτάκι) γεννήθηκε το 1901 (ή κατά άλλες πληροφορίες το 1903 ή 1904) στο προάστιο Κοκαριαλί (Μυρακτή) της Σμύρνης από γονείς ευκατάστατους και πέθανε στην Αθήνα, χτυπημένος από τον επάρατο καρκίνο στους πνεύμονες, στις 5 Ιουνίου 1959.
Κατάγεται από ιστορική οικογένεια της Μικράς Ασίας και είχε το προνόμιο από πολύ μικρός να μάθει πιάνο και ακορντεόν, παρακινούμενος από τους γονείς του, κυρίως από τον πατέρα του Δημήτριο Χατζηχρήστο, να ασχοληθεί με τη μουσική. Έτσι από τα παιδικά του χρόνια αποκτά τα πρώτα του βιώματα της ραφινάτης μικρασιατικής μουσικής.
Όταν ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στα μικρασιατικά παράλια, ο Αποστόλης με μεγάλο νεανικό ενθουσιασμό και εθνική έπαρση κατετάγη στις τάξεις του εθελοντής, συμμετέχοντας στα ιστορικά γεγονότα της περιόδου 1919-1922. Σε κάποια μάχη πιάνεται αιχμάλωτος από τους Τούρκους και ενώ οδηγείται προς εκτέλεση, κατορθώνει άγνωστο πώς να δραπετεύσει και να γλιτώσει τη ζωή του (στοιχεία από τις κατά καιρούς αφηγήσεις των συγγενών του). Τα ίχνη του χάνονται για τρία χρόνια. Ο ίδιος καταφεύγει στην Ελλάδα και οι δικοί του, μετά την καταστροφή και το κάψιμο της Σμύρνης το 1922 έρχονται κι αυτοί στην Ελλάδα και εγκαθίστανται στη νήσο Τζια. Ο Απόστολος αναζητώντας την οικογένειά του τη βρίσκει τελικά στο νησί και αποφασίζουν να εγκατασταθούν όλοι μαζί οριστικά στον Πειραιά, στο Τουρκολίμανο.
Από το 1922 και για περισσότερο από μια δεκαετία ασχολείται με τη μουσική τελείως ερασιτεχνικά, εργαζόμενος στα Ελληνικά Σωληνουργεία ως ηλεκτροσυγκολλητής. Παράλληλα φροντίζει και μαθαίνει άριστα κιθάρα, μπουζούκι και μπαγλαμά, γενόμενος δεξιοτέχνης οργανοπαίκτης. Μουσικός άριστος.
Η επιτυχία της Τετράδος της Ξακουστής του Πειραιώς το 1933, η γέννηση ουσιαστικά της νέας Πειραιώτικης Σχολής του Ρεμπέτικου Τραγουδιού και η εσωτερική του μουσική ανησυχία, τον φέρνουν δειλά στο μουσικό προσκήνιο γύρω στο 1933-34, σαν ερασιτέχνη ακόμα. Στην αρχή εμφανίστηκε παίζοντας και τραγουδώντας σε μικρά ταβερνάκια της Δραπετσώνας και του Πειραιά. Πρωτοεμφανίστηκε εκεί συνεργαζόμενος με λιγότερο τότε γνωστά ονόματα, όπως ο Γιώργος Κωνσταντινίδης (κιθαρίστας και τραγουδιστής, γνωστός ως «Μακαρόνας»), ο Ηλίας Ποτοσίδης (μπουζουξής, γνωστός ως «Κάτω βλέπας»), ο αλανιάρης νεαρός μπουζουξής και τραγουδιστής Μιχάλης Γενίτσαρης, και άλλοι, ενώ αρχίζει να γράφει και τα πρώτα του τραγούδια.
Ουσιαστικά όμως, από τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα, γύρω στα 1935-36, γνωρίζει τον Μάρκο Βαμβακάρη και τη ρεμπέτικη παρέα του (Μπάτη, Στράτο ή Τεμπέλη και Ανέστο Δελιά ή Αρτέμη) και συμμετέχει στα καλύτερα ρεμπέτικα συγκροτήματα. Δούλεψε σε όλα σχεδόν τα γνωστά κέντρα διασκέδασης της εποχής εκείνης. Στου Δερέμπεη, στου Πίκινου τη Μπύρα, στου διαβόητου Κατελάνου, στο «Δάσος» του άγριου Βλάχου, στου Μάριου στην οδό Ίωνος (στην Ομόνοια), κι αλλού.
Οι μικρασιατικές του καταβολές και τα προσωπικά του μουσικά βιώματα, η κλασσική του μουσική παιδεία, τα βάσανα του πολέμου και της αιχμαλωσίας, ο πόνος του ξεριζωμού και της αναγκαστικής του προσφυγιάς, και τέλος η βασανισμένη και μαρτυρική του ζωή βαρύνουν καταλυτικά πάνω στο ύφος του. Ο αυτοβιογραφικός του στίχος «Φίλε παραπονιάρη» περικλείει όλη του τη ζωή!
Με το Μάρκο, ως ντουέτο, πέρασαν συνολικά 44 τραγούδια στους δίσκους γραμμοφώνου. 15 από αυτά είναι τραγούδια του Μάρκου, 16 του Σπύρου Περιστέρη, 6 του ίδιου και τα υπόλοιπα 7 ανήκουν σε άλλους συνθέτες, όπως στον Β. Τσιτσάνη, στον Κώστα Σκαρβέλη, κ.α.
Ως στιχουργός, έγραψε ο ίδιος τους στίχους των περισσότερων τραγουδιών του, συνεργάστηκε όμως και με τους περισσότερο γνωστούς στιχουργούς του ρεμπέτικου, όπως ο Γιάννης Λελάκης (που του έδωσε τα καλύτερά του τραγούδια), ο Τσάντας (Μπάμπης Βασιλειάδης), ο Κώστας Μάνεσης, ο Γιώργος Φωτίδας, κ.α.»
Στην πρώτη πλευρά του σημερινού δίσκου έχουμε τις γνωστές ¨Βεργούλες¨, ένα ερωτικό τραγούδι του Μάρκου, με το πρώτο δίστιχο παρμένο από τη δημοτική παράδοση (για να κολλήσουμε με τις συνήθεις αναρτήσεις για τους ψυχαναγκαστικούς). Την ευθύνη της ηχογράφησης έχει ο Σπ. Περιστέρης, ο οποίος παίζει τζουρά και μαζί του ο Σκαρβέλης που παίζει κιθάρα. Το τραγούδι ηχογραφήθηκε ή τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο του 1939. Δίσκος Parlophon (χωρίς e τα προπολεμικά) B-74018-1 αριθμός κυκλοφορίας και GO 3361 αριθμός μήτρας. Στην σημερινή Τούρκικη κόπια (πιθανότατα του 1941) σε δίσκο Odeon, οι μήτρες είναι ίδιες με τις Ελληνικές.
 Στη δεύτερη πλευρά το υπέροχο ¨Φοράς φουστάνι βυσσινί¨, που διαβάζοντας την βιογραφία του Μάρκου, εύκολα συμπεραίνουμε από που εμπνεύστηκε (όπως και την ¨Κλωστηρού¨).
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο ….(εδώ).
 

 

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2025

528. LYRA LS 1222 ΛΙΑΠΑΚΗΣ ΑΡΧΟΝΤΗΣ- ΚΟΤΖΑΜΠΑΣΑΚΗΣ ΜΙΝΩΣ- ΠΕΤΣΕΤΑΚΗ ΕΛΕΝΗ & ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ 1967

Λιαπάκης Αρχοντής- Κοτζαμπασάκης Μίνως- Πετσετάκη Ελένη- Πετσετάκη Σταυρούλα LYRA LS 1222 Ζητιάνα της αγάπης μου (Δαφνιανός συρτός) - Αχ γιατί να σ' αγαπήσω (Καλαματιανός Κρήτης) 1967- 45rpm- 7''
Ο Αρχοντής Λιαπάκης (βλέπε και αναρτήσεις 98, 261 και 431) ξεκίνησε να δισκογραφεί αρχές της δεκαετίας του '50 και έχει συνεργαστεί με τους: Μίνωα Κοτζαμπασάκη, Ελένη και Σταυρούλα Πετσετάκη, Λευτέρη Φουκάκη, Μανώλη Χαριτάκη, Νίκο Πατενταλάκη, Ε. Κουτάλα, Αντώνη Παυλάκη, Κ. Τσακαλάκη, Αλέξη Κοκαράκη και Κώστα Καμάρη. Επίσης είχε δισκοπωλείο στο Ηράκλειο.
Ο Λιαπάκης, έχει δίσκους στις 78 στροφές, αρκετά 45-άρια και αρκετά LP στο ενεργητικό του. Δυστυχώς βιογραφικά στοιχεία δεν κατάφερα να βρω.
Στο λαούτο μαζί με τον Αρχοντή Λιαπάκη, στο σημερινό δισκάκι, ο Μίνως Κοτζαμπασάκης.
Ο Μίνως Κοτζαμπασάκης γεννήθηκε το 1939 στο χωριό Καλογέρου του Αμαρίου Ρεθύμνου και έζησε εκεί τη δύσκολη περίοδο της Κατοχής. Έχει έναν αδερφό ο οποίος είναι γιατρός, ο ίδιος όμως δεν προχώρησε στα γράμματα και πήγε σε ηλικία έντεκα ετών στην πόλη του Ρεθύμνου όπου τελείωσε τρεις τάξεις του γυμνασίου και στη συνέχεια έμαθε την τέχνη του επιπλοποιού. Άνοιξε μάλιστα σε λίγα χρόνια ένα επιπλοποιείο στο Καμαράκι στο κέντρο της πόλης.
Με το λαγούτο ασχολήθηκε τυχαία όταν ένας χωριανός του που είχε λαγούτο του έδειξε λίγο τα πατήματα. Παρατήρησε λοιπόν ότι ο Μίνως είχε μουσικό αυτί και πολύ εύκολα μπόρεσε να βγάλει σχετικά καλά ένα τραγούδι και του είπε να συνεχίσει.
Ο Μίνως άρχισε να σκέφτεται ότι θα μπορούσε να μάθει λαγούτο και πήγαινε στου λαγουτιέρη Μάρκου Φουρναράκη ο οποίος διατηρούσε ραφείο και το βράδυ του έδειξε μερικά πράγματα με πρώτο τραγούδι το «Ζωή σαν δε μου χάρισες» που μετά έγινε μεγάλη επιτυχία.
Έτσι σε λίγο καιρό μπορούσε να παίζει κάποια τραγούδια χωρίς ωστόσο να είναι έτοιμος για να βγει σε πάλκο. Όμως σε έξι μήνες ο λυράρης Γιώργος Σκουλουφιανάκης από τους Αποστόλους ήταν καλεσμένος να παίξει στον γάμο του Κοτσίφη από τους Βολιώνες και έψαχνε λαγουτιερη οπότε ρώτησε τον Φουρναράκη αλλά εκείνος δεν ήταν διαθέσιμος και του πρότεινε τον Μίνω ο οποίος αν και είχε αντιρρήσεις θεωρώντας ότι δεν ήταν έτοιμος τελικά δέχτηκε.
Έτσι το πρώτο του γλέντι ήταν σε αυτό τον γάμο και θυμάται ότι το χέρι του πρήστηκε διότι δεν ήταν συνηθισμένος.
Τα καλά σχόλια που άκουσε από τον κόσμο τον έκαναν να συνεχίσει και να μαθαίνει πολλά τραγούδια της εποχής χωρίς να έχει κάποιον δάσκαλο.
Στη συνέχεια τον κάλεσαν στον κρατικό ραδιοφωνικό σταθμό Χανίων όπου έπαιζε με διάφορους λυράρηδες όπως ο Γεράσιμος Σταματογιαννάκης, ο Καλαϊτζάκης (Πήλινος), ο Νίκος Σωπασής και άλλοι ενώ εκεί γνώρισε τον Μιχάλη Παπαδάκη ή Πλακιανό, την ανιψιά του Ασπασία Παπαδάκη, τον Νίκο Ξυλούρη (Ψαρονικο) και άλλους. Παράλληλα στο Ρέθυμνο σε διάφορες εκδηλώσεις ή παρέες έπαιξε με πρωτομάστορες όπως ο Λαγός, ο Καρεκλάς και ο Καραβίτης ο Πλακιανός και ο Μουντάκης.
Το 1959 παρουσιάστηκε στο ΚΕΒΟΠ Χαϊδαρίου να υπηρετήσει την πατρίδα όπου γνώρισε τον Νίκο Βενιανάκη και παίζανε στον ελεύθερο χρόνο τους διασκεδάζοντας τους αξιωματικούς και οπλίτες. Όταν απολύθηκε επέστρεψε στο χωριό του και γνωρίστηκε με τον Σπύρο Σηφογιωργάκη ο οποίος τότε έπαιζε με τον Μάρκο Φουρναράκη και παίξανε μαζί σε γλέντι στο χωριό Όρος Ρεθύμνου με μεγάλη επιτυχία.
Η πρώτη του επαφή με δισκογραφία ήταν με τον Ηρακλειώτη λυράρη Αρχοντή Λιαπάκη και όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος τον άκουσε ο Γαγάνης στο δισκοπωλείο του και φώναξε τον Θανάση Σκορδαλό να ακούσει την εισαγωγή με το λαγούτο ο οποίος ζήτησε να γνωρίσει τον Κοτζαμπασάκη και έτσι άρχισε η συνεργασία τους πράγμα που ανέβασε πολύ τον Αμαριωτη λαγουτιερη και το όνομα του ακούστηκε παντού. Το πρώτο τους γλέντι έγινε στην ταβέρνα του Γαβαλά, στα Μισίρια, και τότε ο Μίνως συνόδευε τον Σκορδαλό σόλο και πάσο. Ήταν δηλαδή η ζυγιά. Με τον Σκορδαλό συνεργάστηκε μερικά χρόνια που του έχουν μείνει αξέχαστα μέχρι που εκείνος πήγε στην Αθήνα και τότε συνεργάστηκε για τρία χρόνια με τον Γεράσιμο Σταματογιαννάκη ενώ στη συνέχεια γνωρίστηκε με τον Νίκο Σωπασή με τον οποίον έπαιξαν σε όλο τον Μυλοπόταμο.
Το 1970 με τον Ροδάμανθο Ανδρουλάκη και τον Μανώλη Κακλή έγραψαν στην PANIVAR του Βαρδουλάκη την πρώτη μεγάλη τους επιτυχία με τίτλο «Θα τηνε κάψω την καρδιά» και ακολούθησαν άλλες επιτυχίες σε έξι δίσκους του Ροδάμανθου – Κακλή. Παράλληλα έγραψε επιτυχίες του Κλάδου με τον Κακλή με κορυφαία το τραγούδι «Κάνε τον πόνο μου χαρά».
Εκείνη την εποχή ανέβηκε στην Αθήνα με τον Ροδάμανθο και τον Κακλή για μια βδομάδα και έμεινε τελικά 33 χρόνια διότι συνεργάστηκε με πολλούς λυράρηδες και έπαιζε κάθε βράδυ εκτός μίας μέρας που είχαν ρεπό.
Στην περιοχή του Ιλίου, επί της Λεωφόρου Θηβών, άνοιξε το δικό του κρητικό κέντρο που τι ονόμασε «Μίνωας» και το διατήρησε για δώδεκα χρόνια στο οποίο έπαιζε ο ίδιος με τον Παντελή Δερμιτζάκη, τον Βασίλη Καρεφυλλάκη και άλλους λυράρηδες.
Συνεργάστηκε δισκογραφικά με σπουδαίους καλλιτέχνες όπως ο Ροδάμανθος Ανδρουλάκης, ο Μανώλης Κακλής, ο Λεωνίδας Κλάδος, ο Νίκος Μανιάς, ο Νίκος Σωπασής, ο Μανώλης Μανουράς, ο Κώστας Βερδινάκης, ο Νίκος Σταυρακάκης, ο Μανώλης Καρπουζάκης,ο Κανάκης Κουκλινός, ο Αρχοντής Λιαπάκης, ο Βασίλης Κατσαμάς, ο Κώστας Παπουτσάκης και άλλοι ενώ στο πάλκο έχει συνεργαστεί με πάρα πολλούς
Για την Ελένη και Σταυρούλα Πετσετάκη δεν βρήκα βιογραφικά στοιχεία. 
Φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο ….(εδώ).
 

 

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2025

527. PANIVAR PA-537 ΣΚΟΥΛΑΣ ΒΑΣΙΛΗΣ- ΞΥΛΟΥΡΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ- ΣΤΑΥΡΑΚΑΚΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ 1972

Σκουλάς Βασίλης (Καλαθάς)- Ξυλούρης Γιάννης (Ψαρογιάννης)- Σταυρακάκης Γιάννης PANIVAR PA-537 Σκληρός ο δρόμος της ζωής - Όταν ζυγιάζεις την χαρά 1972- 45rpm- 7''
Στο σημερινό δισκάκι ο Βασίλης Σκουλάς στη λύρα και στα λαούτα ο Ψαρογιάννης και ο Γιάννης Σταυρακάκης. Εκτός από την δισκογραφική συνεργασία είχαν συνεργαστεί και στο κέντρο διασκέδασης ¨Ντελίνα¨ του Βασίλη Σκουλά. Όπως και στην ανάρτηση 375 με το PA 536 δισκάκι της Panivar (με τους ίδιους καλλιτέχνες), ακούγονται εξαιρετικές μαντινάδες όπως το ¨Όταν ζυγιάζεις την χαρά¨.
«Ο Βασίλης Σκουλάς (βλέπε και αναρτήσεις 42, 108, 190, 229, 280, 375 και 471) γεννήθηκε στα Ανώγεια Μυλοποτάμου Ρεθύμνου Κρήτης στις 3 Φεβρουαρίου του 1946. Η οικογένεια του έχει μεγάλη παράδοση στη μουσική και γενικότερα στις τέχνες. Ο παππούς του, ο Μιχάλης Σκουλάς, ήταν σπουδαίος λυράρης της εποχής του και ο πατέρας του Αλκιβιάδης Σκουλάς ή Γρυλιός γνωστός λαϊκός ζωγράφος των Ανωγείων.
Άρχισε να μαθαίνει λύρα σε ηλικία 7 ετών. Στα 8-9 του χρόνια, είχε μάθει πολλά τραγούδια παραδοσιακά, που τα τραγουδούσε με μια πρόχειρη, άτεχνη λύρα. Ο πατέρας του όμως εί­δε το μεγάλο ταλέντο του και του παρήγγειλε από το Ηράκλειο μια πολύ εξελιγμένη λύρα.  Άρχισε να αποτυπώνει τότε, με την καινούργια λύρα, μελωδίες που άκουγε από τους λυράρηδες και τους τροβαδούρους της εποχής, όπως του αείμνηστου Μουντάκη και του Σκορδαλού. Στα 16 του χρόνια, κατάφερε να καθιερωθεί, ανάμεσα στους πρώτους λυράρηδες και τραγουδιστές της Κρήτης. Έχει παίξει και τραγουδήσει σε μια μεγάλη σειρά, από επιτυχημένες καλλιτεχνικές, κοινωνικές και πολιτιστικές εμφανίσεις, στην Αμερική, στον Καναδά, στην Αυστραλία και στην Γερμανία, όπου υπάρχουν Έλληνες και ιδίως Κρητικοί.
Τον πρώτο του δίσκο ηχογράφησε το 1965,ο οποίος περιείχε κοντυλιές με τον Θανάση Σταυρακάκη και τον Νίκο Ξυλούρη, ακολούθησε ο πρώτος προσωπικός δίσκος 33 στροφών το 1969 στην Πάνιβαρ όπου και συνέχισε για τουλάχιστον μια δεκαετία με αρκετές  κασέτες και δίσκους.
Παράλληλα έδινε συναυλίες στο εξωτερικό, Αμερική, Καναδά, Αυστραλία, Γερμανία στους απανταχού Έλληνες και δη Κρητικούς….»
Περισσότερα βιογραφικά στοιχεία για τον Βασίλη Σκουλά, τον Γιάννη Ξυλούρη και τον Γιάννη Σταυρακάκη σε παλαιότερες αναρτήσεις.
Φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο ….(εδώ).