Πέμπτη 29 Μαΐου 2025

501. FIDELITY 7440 ΤΣΑΓΚΑΡΑΚΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ- ΤΣΑΓΚΑΡΑΚΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ 1968

Τσαγκαράκης Μιχάλης (Τσαγκαρομιχάλης)- Τσαγκαράκης Δημήτρης FIDELITY 7440 Όλος ο κόσμος που γροικά (Ασιτιανός συρτός) - Εσύ δεν ξέρεις τι ζητάς (Καλαματιανός) 1968- 45rpm- 7''
«Ο Μιχάλης Τσαγκαράκης είναι ένας από τους σημαντικότερους και καταξιωμένους λυράρηδες της σύγχρονης κρητικής μουσικής σκηνής. Γεννήθηκε το 1945 στο Αποίνι του Ηρακλείου Κρήτης και μεγάλωσε στο Ηράκλειο. Προέρχεται από οικογένεια μουσικών, με τον πατέρα του, Ηρακλή Τσαγκαράκη, να είναι ένας από τους καλύτερους λυράρηδες της εποχής του. Τα αδέλφια του, Δημήτρης, Στέλιος και Γιώργος, είναι επίσης καταξιωμένοι μουσικοί.
Αυτοδίδακτος στη λύρα και το τραγούδι, ο Μιχάλης Τσαγκαράκης ξεκίνησε την καριέρα του παίζοντας και τραγουδώντας στα καφενεία των χωριών του Ηρακλείου, όπου η μουσική ήταν αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας. Το 1964, σε ηλικία μόλις 19 ετών, κυκλοφόρησε τον πρώτο του δίσκο 45 στροφών με τίτλο "Ξενιτεμένο μου πουλί" και "Χωριανοί, χωριανοί" (θα το βρείτε σε παλιότερες αναρτήσεις όπως και περισσότερα βιογραφικά στοιχεία).
Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας (1965-1967), απαγορεύονταν το ραδιόφωνο και το κασετόφωνο στο στρατόπεδο. Ο Μιχάλης Τσαγκαράκης ψυχαγωγούσε αξιωματικούς και φαντάρους με τη λύρα του, γράφοντας το τραγούδι "Νεοσύλλεκτοι φαντάροι" και παίζοντας στη λέσχη αξιωματικών και στο ραδιοφωνικό σταθμό Κομοτηνής.
Μετά την αποστρατεία του, εργάστηκε σε κέντρα διασκέδασης όπως το "Καν Καν" και η "Καλλιθέα", όπου έπαιζε με τα αδέλφια του και τον Ζαχαρία Σμπώκο, συμβάλλοντας στην εξέλιξη της κρητικής μουσικής. Ήταν ο πρώτος λυράρης που έπαιζε κάθε βράδυ και για πολλά χρόνια στο κέντρο "Καλλιθέα".
Ο Μιχάλης Τσαγκαράκης έχει κυκλοφορήσει αρκετούς δίσκους, με γνωστά τραγούδια όπως "Αυτό που θέλανε το κατορθώσανε", "Θεατρίνα", "Λεφτά να δεις Μιχάλη", "Φύγε φύγε", "Το ρόδο", "Το ξυλίκι", "Αλεξάνδρα" και άλλα. Αυτά τα τραγούδια κυκλοφόρησαν αργότερα σε δίσκο 33 στροφών με τίτλο "Μιχάλης Τζαγκαράκης 1960".
Σήμερα, ο Μιχάλης Τσαγκαράκης συνεχίζει να δημιουργεί και να ερμηνεύει κρητική μουσική, διατηρώντας ζωντανή την παράδοση και προσφέροντας νέα έργα στους φίλους της κρητικής μουσικής. Η δισκογραφική του δουλειά περιλαμβάνει το άλμπουμ "Η αρχοντιά είναι σαν το φως", το οποίο κυκλοφόρησε το 2025.»
«Ο Δημήτρης Τσαγκαράκης ήταν ένας πολύ καλός λαουτιέρης που έπαιξε με πολλούς μουσικούς στο διάστημα 1955-1975. Έπαιξε και ηχογράφησε με τους: Καλομοίρη,  Μουντόκωστα, Ψαρονίκο, Μιχάλη Τζαγκαράκη, Δημήτρη Καμάρη, Κοκολογιάννη, Μελεσσανάκη Ζαχαρία, Γιώργο Σταυρουλάκη (Αντισκαριανό), Γιάννη Κακουλάκη και τον λυράρη Μιχάλη Κρασαδάκη. Ήταν αδελφός του Μιχάλη Τζαγκαράκη (Τσαγκαρομιχάλη).
Ο Δημήτρης Τσαγκαράκης είχε δισκοπωλείο στο Ηράκλειο. Επίσης είχε την εταιρεία Castro στην οποία κυκλοφόρησε αρκετές κασέτες κατά τη δεκαετία του 70, μεταξύ των οποίων μία του Σκορδαλού και μία του Γαργανουράκη.»
Υπόθεση των αδερφών Τσαγκαράκη το σημερινό δισκάκι. Προτίμησα να βάλω πρώτα τον ¨Ασιτιανό συρτό¨, στον οποίο παίζει εξαιρετικά ο Τσαγκαροδημήτρης το λαούτο του, παρόλο που προηγείται ο κρητικοκαλαματιανός (στις μήτρες), στην χρονολογία ηχογράφησης (1967) και σε προτιμήσεις εκείνη την εποχή.
Φωτογραφίες και τα ηχητικά αρχεία …(εδώ).
 



Δευτέρα 26 Μαΐου 2025

500. OLYMPIC OE 80132 ΚΑΤΣΑΜΑΣ ΜΑΝΩΛΗΣ- ΚΑΤΣΑΜΑΣ ΒΑΣΙΛΗΣ 1970

Κατσαμάς Μανώλης- Κατσαμάς Βασίλης OLYMPIC OE 80132 Είπα της σκύλας για φιλί - Ο ζητιάνος 1970- 45rpm- 7''
 «Ο Μανώλης Κατσαμάς (βλέπε και αναρτήσεις 4 και 334) γεννήθηκε στους Έρφους Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης το 1924. Προικισμένος λυράρης με δεκαετίες θητείας στο κρητικό γλέντι, έπαιξε σε πολλές περιοχές της Κρήτης, κέρδισε το θαυμασμό και παρέμεινε στη μνήμη όλων όσοι τόνε γνώρισαν, ως χαροκόποι (γλεντιστάδες), ή συνεργάστηκαν μαζί του, ως πασαδόροι λαγουθιέρηδες. Η παρουσία του στην κρητική μουσική του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα είναι σεβαστή και υπολογίσιμη.
Εκτός από τη δεξιοτεχνία του, ήταν από τους μουσικούς που «ήξεραν να στήνουν γλέντι», πράγμα που τον ανέδειξε και τον καθιέρωσε ανάμεσα στους μερακλήδες του καιρού του, εκείνους που «ανάγκαζαν» το λυράρη να προσέχει και την τελευταία λεπτομέρεια στο παίξιμό του, γιατί απαιτούσαν την «καλή λύρα» για να διασκεδάσουν, και είτε τον αντάμειβαν (ηθικά και υλικά, με το τακτικό παρόν τους στα γλέντια του) είτε τον περιφρονούσαν.
Διέθετε ξεχωριστό, ονομαστό «χρώμα» στο παίξιμό του και «χρωμάτιζε» μ' αυτό όλα τα τραγούδια που έπαιζε, συνθέσεις διαφόρων καλλιτεχνών, προσαρμόζοντάς τα στο ιδιαίτερο και αναγνωρίσιμο ύφος του. Παρά το ότι, δυστυχώς, το δισκογραφικό του έργο ήταν περιορισμένο, ο συρτός του «Ζητιάνος» κατατάσσεται στα κλασικά κομμάτια της «χρυσής εποχής» της ρεθεμνιώτικης μουσικής (δεν πρέπει να συγχέεται με το ομότιτλο, αλλά εντελώς διαφορετικό, συρτό του Κ. Μουντάκη). Άλλες δισκογραφικές επιτυχίες του Μαν. Κατσαμά που μπορέσαμε να καταγράψουμε είναι τα : "Σημάδι μου χεις στην καρδιά", "Στην αγάπη μας δε θέλω καταδότες", "Μια ψηλομελαχροινή", "Κάθε καρδιά που αγαπά", "Φεύγω αγάπη μου στα ξένα", "Γιατρός είσαι στην πληγή", με συνοδεία το Γιάννη Μαρκογιαννάκη και τους γιους του Γιώργη και Βασίλη.
Καλλίφωνος και με μεγάλες φωνητικές αντοχές, ακόμη και την τρίτη συνεχόμενη μέρα του γλεντιού, την ώρα που ξυπνούσε - μετά τον ελάχιστο ύπνο που «έκλεβαν», αν ήταν τυχεροί, σε καμιά γωνιά οι οργανοπαίχτες - «άκουες τη φωνή του σαν τ' αηδονιού» να λέει μαντινάδες στο σιγανό πεντοζάλη, με δυο κύκλους χορευτές τον ένα μέσα στον άλλο, και φυσικά ακουγόταν απ' όλους χωρίς μικρόφωνο.
Το 1965 σε ένα γλέντι που έπαιζε, δεν κατάφερε να φτάσει ο λαουτιέρης Μίνωας Κοτζαμπασάκης από το χωριό Καλογέρου Αμαρίου και αναγκαστικά τον συνόδευσε με το μπουζούκι του, ο δωδεκάχρονος γιός του Γιώργος.
Το 1967 εμφανίζονταν στην ταβέρνα «Κισσός” στον Πειραιά κάθε Τετάρτη, Σάββατο και Κυριακή βράδυ.
Το 1970 ο Μανώλης Κατσαμάς άνοιξε δικό του μαγαζί στο Αιγάλεω με το όνομα «Νεράιδα”, στο οποίο εμφανίζονταν οι γιοί του Γιώργος Κατσαμάς και Βασίλης Κατσαμάς, όσο και άλλοι καλλιτέχνες όπως ο Νίκος Βενιανάκης (Βενιανός), ο Μανούσος Μαυράκης, ο Νίκος Σκευάκης κ.α. Το 1973 η «Νεράιδα” έκλεισε.
Ο Μανώλης Κατσαμάς παντρεύτηκε την Αμαλία Κατσαμά και απέκτησαν επτά παιδιά τον Γιώργο Κατσαμά λυράρη, τον Βασίλη Κατσαμά λαουτιέρη και τραγουδιστή, τον Σήφη Κατσαμά επίσης καλού τραγουδιστή, τον Νικηφόρο Κατσαμά με το παρατσούκλι «Νίκος Κρητικός” γνωστού κιθαρίστα στο λαϊκό πεντάγραμμο, την Πόπης Κατσαμά η οποία είχε επίσης τραγουδήσει λαϊκά τραγούδια με μεγάλη επιτυχία την δεκαετία του ’70 και επίσης τον Ηρακλή και την μεγαλύτερη σε ηλικία από όλους, την Γιαννούλα. Όπως έχει δηλώσει ο ίδιος στο παρελθόν, ήθελε να τον «διαδεχθεί” ή ο γιός του Γιώργος ή ο Βασίλης, ώστε να συνεχιστεί η οικογενειακή παράδοση των λυράρηδων.
Πέθανε σε ηλικία 72 ετών το 1996, αφού ταλαιπωρήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα από την επάρατη νόσο. Συνέχισε να παίζει με αξιοθαύμαστο κουράγιο ακόμη και λίγους μήνες πριν το θάνατό του. Τα παιδιά του (οι Κατσαμάδες) συνέχισαν, το καθένα με τον τρόπο του, τη μουσική παράδοση της οικογένειας.»
Στο σημερινό δισκάκι μαζί με τον Μανώλη Κατσαμά, ο γιος του Βασίλης σε δυο από τα πιο γνωστά τραγούδια του Μανώλη.
«Ο Βασίλης Κατσαμάς υπήρξε σημαντικός λαουτιέρης και τραγουδιστής από την Κρήτη, μέλος μιας από τις πιο μουσικά καταξιωμένες οικογένειες του νησιού. Γεννήθηκε το 1948 στους Ερφούς Ρεθύμνου και ήταν γιος του Μανώλη Κατσαμά, δεξιοτέχνη λυράρη, και αδερφός του επίσης λυράρη Γιώργου Κατσαμά. Η οικογένεια Κατσαμά έχει βαθιές μουσικές ρίζες, με τον παππού του Βασίλη και τον θείο του Σήφη Φραγκιαδάκη να είναι επίσης καταξιωμένοι μουσικοί.
Από νεαρή ηλικία, ο Βασίλης ασχολήθηκε με τη μουσική, παίζοντας λαούτο και τραγουδώντας. Η δισκογραφική του πορεία περιλαμβάνει συνεργασίες με σημαντικούς καλλιτέχνες και συμμετοχές σε δίσκους που άφησαν το στίγμα τους στην κρητική μουσική σκηνή.»
Φωτογραφίες και τα ηχητικά αρχεία …(εδώ).
 

 

Παρασκευή 23 Μαΐου 2025

499. ODEON GA 1341 ΑΡΑΠΑΚΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ- ΚΥΡΙΑΚΑΤΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ 1928

Αραπάκης (Καλλίνικος-Τσούσης) Δημήτρης (Μήτσος)- Κυριακάτης Γιάννης ODEON GA 1341 Πες στη δασκάλισσα σου (Καλαματιανός) - Μωρή κακιά γειτόνισσα (Τσάμικο) 1928- 78rpm- 10''

¨Πες μου την δασκάλισσα σου, που σε μάθαινε χορό, διαβολοθηλυκό,
που σε μάθαινε χορό δεν βγαίνεις να σε ιδώ.
και σταυρώνεις τα ποδάρια σαν της βάρκας το γιαλό βρε διαβολοθηλυκό,
σαν τη βάρκα στο γιαλό δεν βγαίνεις να σε ιδώ¨   
«Ο Δημήτρης Καλλίνικος-Τσούσης ή Αραπάκης (βλέπε αναρτήσεις 44, 197 και 353) , γεννήθηκε την Πρέβεζα (ανάμεσα στα χρόνια 1890-1895), μια πόλη που στις αρχές του αιώνα συνδυάζει μουσικά το παραδοσιακό τραγούδι της περιοχής, το αστικό ηπειρώτικο τραγούδι (όπως και τα Γιάννενα εξάλλου), αλλά παράλληλα ακούγεται και το αστικό τραγούδι της Πόλης και της Σμύρνης. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η χαρισματική φωνή του Aραπάκη ωριμάζει και βρίσκει δημιουργική διέξοδο στη δισκογραφία του παραδοσιακού, αλλά και του σμυρναίικου και ρεμπέτικου τραγουδιού. Ιδιαίτερες οι επιδόσεις του στα αργά και δύσκολα καθιστικά τραγούδια, που τον αναδεικνύουν σε έναν από τους σημαντικότερους ερμηνευτές του αιώνα μας στο είδος του.
Έζησε στην Αθήνα. Παντρεύτηκε τη Μαρία ή Μαρίκα «την καλύτερη μοδίστρα των Αθηνών». Η γυναίκα του πέθανε γύρω στο 1960. Ως τότε έμεναν στα Σεπόλια. Μετά το θάνατο της γυναίκας του, ο Αραπάκης, έμεινε στα Εξάρχεια. Τα ίχνη του χάνονται το 1966. Κάποιοι άκουσαν ότι, τον βάλανε στο γηροκομείο, όπου πέθανε (ανάμεσα στα χρόνια 1967-1970), χωρίς να το μάθει κανείς.
«Ο Μήτσος Αραπάκης, ήταν ο αγαπημένος τραγουδιστής όλων των λεφτάδων και των γλεντζέδων της εποχής. Ο ιχθυέμποροι, οι χασάπηδες με τις καδένες και οι έμποροι από τις αγορές Αθήνας και Πειραιά, τον λάτρευαν. Ουρές τα αυτοκίνητα, έξω από το μαγαζί, που τραγουδούσε προπολεμικά ο Αραπάκης, στην Κηφισιά, μαζί με άλλους δυο Μήτσους: τον Μήτσο Σαλονικιό και τον Μήτσο Κυριακίδη. Όταν δε, τραγουδούσε, απόλυτη ησυχία. Δε μιλούσε κανείς».»
«Ο Γιάννης Κυριακάτης (βλέπε αναρτήσεις 312. 353 και 479)  γεννήθηκε το 1884 στην Παπαρούγια (Λεύκα) Βοιωτίας. Ως νέος έπαιζε καραμούζα. Ένας από τους σημαντικότερους οργανοπαίκτες του κλαρίνου και ίσως ο πρώτος που απέκτησε μουσική παιδεία.
Το 1906 μετανάστευσε στην Αμερική, όπου η γνωριμία του με τον σμυρνιό βιολονίστα Γ. Θεολόγο και μέσω αυτού με τον Νικολό Ζάμπο, Ούγγρο κλαρινετίστα του Ωδείου της Νέας Υόρκης, άλλαξαν τη ζωή του. Σπούδασε μαζί τους μουσική για επτά χρόνια διαμορφώνοντας ένα πλούσιο ρεπερτόριο με «χόρες» και «ντόϊνες» και ένα μοναδικό ύφος παιξίματος που τον έκανε περιζήτητο στην ελληνική ομογένεια και όχι μόνον. Ξεκίνησε από τη Jazz μουσική και αργότερα ασχολήθηκε με την Ελληνική. Εκτός από κλαρίνο έπαιζε και άλλα όργανα.
Αργότερα ίδρυσε με την κυρία Κούλα την δισκογραφική εταιρεία «Πανελλήνιον». Επέστρεψε στα Βάγια και παντρεύτηκε την Ευαγγελία το 1928. Δίδαξε (δωρεάν;) διαμορφώνοντας τη «σχολή Κυριακάτη» (μαθητές του ο ανιψιός του Συμεών Κυριακάτης και ο Γιάννης Μελισσάρης).
Στην Αθήνα βρέθηκε το 1925 και έπαιξε στο αθηναϊκό κέντρο «Έλατος». Ταυτόχρονα δημιούργησε δισκογραφία και διετέλεσε παραγωγός της Columbia, αναβαθμίζοντας τη θέση του κλαρίνου στην αθηναϊκή ελίτ. «Το ύφος, η χροιά της ερμηνείας του και τα μελωδικά ποικίλματά του είχαν μεγάλη επιρροή στους νεότερους καλλιτέχνες στην Ελλάδα».
Ήταν της σειράς Καρακώστα-Γιαούζου και στην εποχή του ήταν ο πλέον επώνυμος. Ήταν αυτός που έμαθε τους Αθηναίους να ακούνε κλαρίνο! Αυτός και ο Γιαούζος θεωρούνταν καλύτεροι του Καρακώστα στο ότι έπαιζαν από όλους τους τόνους και είχαν μεγαλύτερο ρεπερτόριο.
Άνθρωπος ευγενής και επιβλητικός, με ιδιαίτερο κύρος, δεν έμοιαζε με κανέναν από τους μουσικούς της εποχής του. Απεβίωσε το 1957 στα Βάγια Θηβών.»
Φοβερός Αραπάκης μαζί με τον Κυριακάτη στο κλαρίνο, στη σημερινή πλάκα γραμμοφώνου. Πιθανότατα στο βιολί ο Σέμσης και στο ούτι ο Κυριακίδης, καθότι στις τότε ηχογραφήσεις ήταν μαζί. Στις ετικέτες αναγράφει ¨Καλαματιανός¨ για το ¨Πες στη δασκάλισσα σου¨  που είναι ¨Συρτός¨ και ¨Πες μου την δασκάλισσα σου¨,  αλλά αυτά έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Οι στίχοι του τσάμικου ¨Μωρή κακιά γειτόνισσα¨ είναι του Νίκου Ρέλλια αλλά δυστυχώς δεν τους βγάζω ακόμα και σε ακρόαση άλλης πλάκας.
Φωτογραφίες και τα ηχητικά αρχεία …(εδώ).
 

 

Δευτέρα 19 Μαΐου 2025

498. HIS MASTER'S VOICE 7PG 2950 ΠΑΠΑΣΙΔΕΡΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ- ΚΟΚΟΝΤΙΝΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ- ΚΟΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ 1953

Παπασιδέρης Γεώργιος (Παπαϊσιδώρου-Κουλουριώτης)- Κοκοντίνης Παναγιώτης-  Κόρος Γεώργιος HIS MASTER'S VOICE 7PG 2950 Σήκω Διαμάντω (Τσάμικο) - Όλες οι μελαχρινές (Συρτό) 1961 (Ηχογράφηση 1953)- 45rpm- 7''
«Το όνομα του Γιώργου Παπασιδέρη, του Aρβανίτη από την Kούλουρη (Σαλαμίνα), είναι μύθος στο δημοτικό τραγούδι. Ηχογράφησε 1.850 τραγούδια από το 1928 ως το 1977, τραγούδησε σε πανηγύρια και κέντρα με τους καλύτερους μουσικούς της περιόδου και σφράγισε με τη βελούδινη φωνή του δεκάδες τραγούδια-σταθμούς, που οι επερχόμενες γενιές των Ελλήνων θα ανακαλύπτουν και θα χαίρονται.
H περίπτωσή του περιγράφει την πορεία του ελληνικού τραγουδιού, καταρρίπτοντας τα ψεύδη, για πρόσωπα και καταστάσεις, για διαχωρισμούς στη μουσική μας, για την ποιότητα και τη διασκέδαση και πάνω απ' όλα για την εμπορική συμπεριφορά των εταιρειών δίσκων χθες και σήμερα.
Γεννήθηκε «μέσα» στο κέντρο «Πιπεριές» που διατηρούσε ο πατέρας του στην Kούλουρη και απ' όπου πέρασαν ο Mήτσος Aραπάκης, ο Δημήτρης Aτραΐδης, ο Pούκουνας. Ήταν η τέλεια μαγιά για το πλάσιμο του συνθέτη-τραγουδιστή Γιώργου Παπασιδέρη (Παπαϊσιδώρου) γιου του Xρήστου και της Aικατερίνης, τρίτου από τα εννέα παιδιά τους.
Βαφτίστηκε τραγουδιστής το 1928 στην «Kολούμπια»! από το γείτονά του, γνωστό λαουτιέρη Σιδέρη Aνδριανό, αφού δούλεψε «στα 14 χρόνια του μούτσος στο καΐκι του Γιώργη Mάθεση, για ένα χρόνο. Μετά, καραγωγεύς.
H πρώτη προσέγγιση στη διαδρομή και το έργο του Παπασιδέρη ανατρέπει τη «μοναδικότητα» στο είδος. Έως το 1935 τραγουδούσε αμανέδες, δημοτικά και ύστερα ρεμπέτικα, καθώς και μερικά σμυρναίικα, μας πληροφορεί ο καλός μελετητής του. «Έλεγε τα πάντα». Πρώτο ηχογραφημένο τραγούδι ο αμανές «έχω πολλά παράπονα στο στήθος μου γραμμένα -πότε θα 'ρθεί αυτή η στιγμή να σ' τα πω ένα-ένα».
Ένα κείμενο σε τοπική εφημερίδα και τέσσερις συνεντεύξεις που υπάρχουν ζωγραφίζουν ρεαλιστικά το Γ. Παπασιδέρη.
Γράφει ο λαογράφος Nίκος I. Σαλτάρης στην εφημερίδα «Σαλαμίνα» (Οκτ. 1977): «...ήταν υποκινητής στο να στραφούν προς το αγνό, το αληθινό αυτό δικό μας τραγούδι, και γενικά την ελληνική που κληρονομήσαμε μουσική, πολλοί σύγχρονοί του και κατόπιν νεότεροι συνάδελφοί του, ακολουθώντας τον στο σωστό δρόμο, από μίμηση προς αυτόν. Γιατί εκείνος, διαθέτοντας πλούσιο και προνομιούχο, από κάθε άποψη, φωνητικό όργανο, φωνή μελωδική με διαύγεια, ευρύτητα, ακρίβεια φθόγγων, έκταση ζηλευτή, αντοχή θαυμαστή, καταγοήτευε όλους τους επίδοξους τραγουδιστές, τους υποκινούσε, τους έσερνε αγκιστρωμένους και μιμητές του προς το δημοτικό αγνό τραγούδι και τους έκανε πιστούς του...».
H γυναίκα του, Aφροδίτη, είπε (Σαλαμίνα 1996): «Παντρευτήκαμε, αφού πάντρεψε τις αδελφές του με τα χρήματα που έπαιρνε από τις γραμμοφωνήσεις. 1.000 δρχ. το τραγούδι. Ο γιος μας, ο Xρήστος, γεννήθηκε το 1932.
Ο Γιώργος δεν σταμάταγε να τραγουδά. Ερχόταν σπίτι από τη δουλειά και μου έλεγε: "Bήτα, δώσ' μου πουκάμισο, φανέλα, να αλλάξω ρούχα, να φύγω''. Τόσο πολύ. Αν είχα κρατήσει τα τηλεγραφήματα και τα γράμματα που του στέλνανε από εκεί που τραγουδούσε θα βλέπατε πως τον λατρεύανε. Τον καλούσανε σε όλα τα πανηγύρια, γάμους, βαφτίσια, παντού... Στον πόλεμο τραγουδούσε στον "Έλατο'', στην Ομόνοια. Του πήγαινα ρούχα γιατί απαγορευόταν τότε να έρθει στην Kούλουρη, δεν τους αφήνανε στο Πέραμα. Μετά το 1947, έβγαλε πολλούς δίσκους. Ο λόγος του πέρναγε στην Kολούμπια. Τραγούδησε μέχρι το 1972. Τραγουδούσε και αρβανίτικα, του τα ζήταγε ο κόσμος, τα είχε κάνει δίσκο προπολεμικώς: "Aνθίση ντρίζα ε μάλιτ'', "Pακαμπάνα παπαντήσε'', "Σκόβα γκα Mαρίετε'', "Aτό τσε βένε ντε πηλό'', "Λίτσε μόι Λίτσε''. Καμιά φορά, πήγαινα κι εγώ μαζί του. Δεν έβγαζε πολλά λεφτά. Έπαιρνε 200 δρχ. στο γάμο ή στο πανηγύρι».
Ο «κολλητός» του Παπασιδέρη, Bαγγέλης Λαθούρης (είχε την ταβέρνα «Το πυροφάνι» στον Άγιο Νικόλαο, στη Σαλαμίνα), θυμάται: «Είχε γραμμοφωνήσει το πρώτο τραγούδι, αμανές ήταν σε σαμπάχ. Tο τούμπα, δεν θυμάμαι τι είχε. Την ώρα που ερχότανε από την Αθήνα με την πλάκα στο χέρι, τον θυμάμαι.
Ήρθε στον πατέρα μου απάνω που 'χαμε ένα γραμμόφωνο "Star'' -μόνο εμείς είχαμε γραμμόφωνο στην Kούλουρη. Έφερε, το βάλαμε εκεί, τ' ακούσαμε. Ω! Ο Παπασιδέρης. Μετά έβγαλε τα: "Σουζινάκ'' και "Xιτζασκιάρ''. Από τότε κάναμε παρέα, τραγούδαγε δε και στην ταβέρνα μου συνέχεια, με το Mανώλη Φυστιξή, ο Γιαννάκης με το σαντούρι, ο Pούκουνας, η Bασιλική Tακουΐ, που 'χει παντρευτεί στη Xασιά, ο Aραπάκης ο τραγουδιστής. Ο Παπασιδέρης τραγουδούσε κάθε φεγγάρι, κάθε πανσέληνο. Όταν είχε φεγγάρι, οι ψαράδες δεν πιάνανε ψάρια και κάνανε αναγκαστικά ρεπό 4-5 μέρες, αράζανε κι ακούγανε το Γιώργο. Πήγε να παίξει στην Ήπειρο. Φύγανε όλοι από το κέντρο που ήτανε οι Xαλκιάδες και πήγανε να ακούσουνε τον Παπασιδέρη».
Ο τενόρος Kωνσταντίνος Πάλλας τον αξιολογεί: «...Είχε θαυμάσια φωνή. Αν ο δρόμος του τον έριχνε σ' ένα ωδείο, θα ήταν ένας θαυμάσιος δραματικός τενόρος. H φωνή του ήταν από τη φύση της "τοποθετημένη''. H αναπνοή του ήταν τεράστια. Ήταν προικισμένος από τη φύση. H άρθρωσή του ήταν τέλεια, δεν έχανες λέξη...».
Ο τραγουδιστής και σαντουριέρης Αλέκος Γκαραβέλης θυμάται: «...Δούλεψα μαζί του από το 1935 ως το 1960. Mαζί ήταν κι ο Γιαούζος. H τελευταία φορά ήταν στην οδό Ψαρών 24, στου Mπερέκου. Έλεγε χίλια τραγούδια και δεν κουραζότανε. Σοβαρός, πάντα στην ώρα του. Του 'μαθα πολλά καμπίσια τραγούδια της Λιβαδειάς. Δεν τα 'ξερε ο Παπασιδέρης. Όπως το "Σωτήρχαινα'' κ.ά. Θαύμαζε όλους τους Mικρασιάτες που τραγουδούσανε αμανέδες. Τον Aραπάκη, το Nούρο, τον Aτραΐδη, τον Kαρίπη. Aπ' αυτούς έμαθε να τραγουδάει αμανέδες. Τον βοηθούσε βέβαια και το λαρύγγι του, που το γύριζε όπως ήθελε, αλλά από αυτούς έμαθε».
Συνοδεύουν τον Παπασιδέρη στο σημερινό δισκάκι του 1961 (ηχογράφηση 1953), οι εξαιρετικοί Παναγιώτης Κοκοντίνης στο κλαρίνο και ο Γιώργος Κόρος στο βιολί. Είναι στιγμές που σολάρουν και παραδίδουν μαθήματα με τα γυρίσματα τους.
Κλασικά τα δυο σημερινά τραγούδια. Ειδικά το ¨Σήκω Διαμάντω¨ είναι πολυτραγουδισμένο προπολεμικά. Αρχικά κυκλοφόρησαν το 1953 σε δίσκο γραμμοφώνου His Master's Voice AO 5107 και μετέπειτα σε RCA VICTOR 26-8322. Αργότερα σε 45άρια και σε LP δίσκους.
Φωτογραφίες και τα ηχητικά αρχεία …(εδώ).
 

 

Παρασκευή 16 Μαΐου 2025

497. PARLOPHONE DP.223 ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ ΑΝΤΩΝΗΣ (ΚΑΡΕΚΛΑΣ)- ΦΟΥΣΤΑΛΙΕΡΑΚΗΣ ΣΤΕΛΙΟΣ 1937

Παπαδάκης Αντώνης (Καρεκλάς)- Φουσταλιεράκης Στέλιος (Φουσταλιέρης- Το Στελάκι από την Κρήτη) PARLOPHONE DP.223 Σούστα Ρεθυμνιώτικη - Συρτός Λεβέντης  1937- 78rpm- 10''
 
«Ο Αντώνης Παπαδάκης (επονομαζόμενος «Καρεκλάς» λόγω επαγγέλματος) γεννήθηκε στα Περιβόλια του Ρεθύμνου το 1893 και άρχισε να ασχολείται με τη λύρα από μικρό παιδί.
Ανήκει στους πρωτομάστορες, και για τους ειδικούς θεωρείται από τους σημαντικότερους λυράρηδες του περασμένου αιώνα.
Πρωτόπαιξε λύρα σε εποχή που το λαούτο δεν είχε καθιερωθεί ακόμη ως συνοδευτικό όργανο της λύρας στην Κρήτη. Έτσι, στις εμφανίσεις του χρησιμοποιούσε ως συνοδεία το μπουλγαρί, δημοφιλέστατο την εποχή εκείνη στην περιοχή του Ρεθύμνου. Συνεργάτες του ήταν κυρίως οι «μπουζουξήδες» (όπως έλεγαν τότε τους μουσικούς που έπαιζαν μπουλγαρί) Γιώργης Αγιούτης και Βλαδίμηρος Πλουμιστάκης και λίγο αργότερα, μαθητής ακόμη στο μπουλγαρί, ο Στέλιος Φουσταλιέρης, που ήταν και ανιψιός του. Με συνοδεία λαούτου πρωτόπαιξε γύρω στα 1928, με τον περίφημο λαουτιέρη Σταύρο Ψυλλάκη (Ψύλλο).
Με το Στέλιο Φουσταλιεράκη εμφανίζονται και στη δισκογραφία γύρω το 1937 ηχογραφώντας τα περίφημα Ρεθεμνιώτικα πεντοζάλια. Στην πορεία της μακρόχρονης σταδιοδρομίας του ηχογράφησε τρεις δίσκους (και 2 επανεκδόσεις σε Decca και Parlophone η σημερινή- πέντε το σύνολο) 78 στροφών, που έγιναν μεγάλες επιτυχίες την εποχή εκείνη. Ξακουστή έγινε η σούστα του Καρεκλά με τα πολλά γυρίσματα (μουσικές φράσεις), που έχει μείνει κλασική για τους σημερινούς λυράρηδες. Θρυλείται ότι τη μελωδία της σούστας την είχε μάθει από το Μακεδάκη, ένα λυράρη που πέθανε πολύ νέος και καταγόταν από το γειτονικό Ρουσσοσπίτι.
Το 1968 ο Γερμανός σκηνοθέτης Χέρτζογκ, βρέθηκε στην Κρήτη για τα γυρίσματα της πρώτης του ταινίας «Signs of life». Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας, ο Χέρτζογκ γύρισε το πειραματικό μικρού μήκους φιλμ (ασπρόμαυρο διάρκειας σχεδόν 13 λεπτών) με τίτλο Letzte Worte (Τελευταίες λέξεις), με θέμα τον καλύτερο λυράρη της Κρήτης που πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του στο νησί των λεπρών, τη Σπιναλόγκα, και όταν το κολαστήριο καταργήθηκε και έφυγαν από εκεί όλοι οι λεπροί, εκείνος έμεινε μόνος στο νησί αρνούμενος να γυρίσει πίσω στον πολιτισμό. Τρεφόταν με αγριόχορτα, αγκάθια και σαύρες και έπαιζε τη λύρα του.
Όταν οι αρχές τον έφεραν πίσω δια της βίας, κλείστηκε στο σπίτι του αρνούμενος να μιλήσει και εκφραζόταν μόνο με τη μουσική του.
Η ταινία τελειώνει με κοντινό πλάνο στο πρόσωπο και στα χέρια του οργανοπαίκτη που μιλάει στο φακό:
«Όχι, δεν λέω τίποτα… τελείωσα… έτσι γουστάρω… τελευταία μου λέξη…».
Στο ντοκιμαντέρ αυτό ο Καρεκλάς παίζει συρτό και Ρεθυμνιώτικα πεντοζάλια, με τη συνοδεία μπουζουκιού ενώ μπουζούκι στο συγκεκριμένο βίντεο παίζει ο Λευτέρης Δασκαλιός. Ας μην ξεχνάμε ότι το μπουζούκι, παλαιότερα, ήταν το κατ’ εξοχήν όργανο συνοδείας της λύρας.
Κι είναι από τα μοναδικά ντοκουμέντα που έμειναν στο διαδίκτυο ευτυχώς να θυμίζουν τον μεγάλο αυτό καλλιτέχνη που είχε δυστυχώς τη μοίρα όλων των σπουδαίων που ζουν για το σήμερα με αρχοντιά και γενναιοδωρία αδιαφορώντας για το αύριο που «ποιος ζει ποιος πεθαίνει» Στο μεσουράνημά του είχε καταφέρει να αποκτήσει αρκετά χρήματα. Επειδή όμως δεν είχαν κι όσοι ευεργετήθηκαν από την απλοχεριά του τα ίδια με αυτόν αισθήματα ο μεγάλος Καρεκλάς βρέθηκε στα γεράματά του στο Άσυλο Ανιάτων στα Χανιά.
Εκεί άφησε την τελευταία του πνοή το 1980 σε ηλικία 87 χρόνων.»
Ο θάνατός του πέρασε απαρατήρητος σαν να μην είχε σκορπίσει τόση χαρά στους ανθρώπους με το μαγικό του παίξιμο, σαν να μην υπήρξε ποτέ.
Κι έρχεται ένα πύρινο άρθρο του μεγάλου Νίκου Αγγελή, στην εφημερίδα «Ακρόπολη» να εγκαλέσει συνειδήσεις με κείνη τη γραφή που είχε γίνει «σχολή» στη δημοσιογραφία της εποχής
«Διαβάζω την 5η Ιανουαρίου στην «αρχαιότερη κρητική εφημερίδα» στην «Κρητική Επιθεώρηση» Ρεθύμνου:
«Με καθυστέρηση πληροφορούμεθα τον θάνατο του Ρεθεμνιώτη λυράρη Αντώνη Παπαδάκη ή Καρεκλά που επισυνέβη τα Χριστούγεννα στο άσυλο των Χανίων, όπου οι αντίξοες συνθήκες της ζωής και το βαθύ γήρας τον είχαν οδηγήσει.
Με το θάνατο του Καρεκλά χάνεται μια δόξα της Κρητικής Μουσικής, ένας σπάνιος καλλιτέχνης που είχε αφήσει εποχή και πραγματικά με το δοξάρι του έγραψε ιστορία στην μουσική παράδοση του τόπου. Ο Καρεκλάς για χρόνια πολλά ήταν ο ξακουστός λυράρης της Κρήτης, ο δεξιοτέχνης του δοξαριού, που μέχρι και τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν μοναδικός στην απόδοση της «σούστας», με την οποία και συνεδέθη το όνομά του. Τύπος μπoέμ, εκακοτύχησε στην ζωή του και είχε βασανισμένα γεράματα».
Ένα «δίστηλο καλό» όπως λέμε στη δημοσιογραφία, αφιέρωσε η εφημερίδα στο θάνατο του Καρεκλά που κατάφερε να μάθει δέκα μέρες μετά… «Γιατί μωρέ;» ρωτούσε από χρόνια πολλά ο μακαρίτης ο Γιώργος Ανδρουλιδάκης, που μάθαινε την κατάντια του Καρεκλά. «Γιατί μωρέ; Δεν ανατραφήκαμε εμείς με τη λύρα του; Δεν νοιώσαμε τα πρώτα σκιρτήματα με το δοξάρι του; Γιατί μωρέ τον αφήσατε να καταντήσει έτσι ο Καρεκλάς εσείς μια ολόκληρη πολιτεία;».
Ρωτούσε ο «δάσκαλός» μας στη δημοσιογραφία τότε. Ρωτώ κι εγώ με τη σειρά μου τον δήμαρχο και το Δεσπότη του Ρεθέμνου, που τυχαίνει να διαβάζουν καθημερινά την εφημερίδα αυτή με το «δίστηλο»:
– Γιατί; Ούτε το γεροκομείο του Pεθέμνου δεν χωρούσε το απομεινάρι του Καρεκλά; Δε βρέθηκε μια γωνιά να τον κρατήσει, έτσι για ν’ αφήσει την ύστερη πνοή του, όπως άφησε την τελευταία δοξαριά, στο Ρέθεμνος; Ήταν ο θάνατός του λιγότερο σημαντικός και από τον ψόφο ενός σκύλου για να τον μάθει η πολιτεία του δέκα μέρες μετά;
Το καλοκαίρι που θα κατέβω στο Ρέθεμνος θα δω τη λύρα του Καρεκλά αποτεθειμένη στη βιτρίνα της λαογραφικής συλλογής. Έτσι συμβαίνει πάντα. Κανείς δεν ενδιαφέρεται για τους ανθρώπους. Η φροντίδα μας εξαντλείται στα άψυχα…
Μα ας αφήσομε τη μουρμούρα. Ο Καρεκλάς δεν πέθανε τώρα. Ήταν από χρόνια πολλά πεθαμένος. Από τότε που άλλοι σύγχρονοι λυράρηδες, πιο γρήγοροι και πιο προσαρμοσμένοι στους συρμούς, απόσπασαν από τον «ένδοξο» λυράρη τον κόσμο. Εκείνος ο θάνατος ήταν πιο οδυνηρός γιατί τον… έζησε ο Καρεκλάς. Τον κατάπιε γουλιά  γουλιά, μήνα με τον μήνα. Στα πανηγύρια δεν τραβούσε τον κόσμο πια και στους μεγάλους γάμους δεν τον καλούσαν. Ένοιωθε να ξεπέφτει και ν’ απομονώνεται. Έβλεπε τους καινούργιους να μπασταρδεύουν τους ρυθμούς που εκείνος με το Ροδινό σκάλισαν στο πετσί του Ρεθέμνου, αναπλάθοντας παμπάλαιους τόνους και πικραινόταν. Δεν έλεγε τίποτα. Κατέβαινε μόνο…
Ύστερα οι «αντίξοες συνθήκες της ζωής» που γράφει και ο συνάδελφος του Ρεθέμνου σύντριψαν κυριολεκτικά τον Καρεκλά. Χαμήλωσε η ψυχή του, λιγόστεψε θαρρείς και η λογική του ακόμη. Μα κάπου εκεί, μια σπίθα έμενε αναμμένη μέχρι θανάτου και όταν την «λαντουρούσε» με κρασί στραφτάλιζε κι έδιδε ρυθμό στα μαραμένα χέρια. Και τότε μέσα στην πηχτή Pεθεμνιώτικη νύχτα ακουόταν κάπου σαν μακρινό παράπονο ή λύρα του να ανακαλεί τις σκιές και τις χαμένες μέρες της λεβεντιάς:
– Ο Καρεκλάς θυμάται, έλεγε τότε, κάποιος νυχτοπαρωρίτης διαβάτης.
Ειδικότητα του Καρεκλά ήταν η σούστα. Η σούστα του Καρεκλά. Έμεινε στην μουσική παράδοση του νησιού, δεν παραποιήθηκε από κανένα λυράρη. Είναι σεμνή, κλασική, σίγουρη και μαζί ναζιάρικη και ζωντανή. Ο Μουντάκης με τον Σκορδαλό που πέρασαν την παράδοση του Ρεθέμνου ολοζώντανη και αναλλοίωτη στις νεώτερες γενιές δεν άλλαξαν τη σούστα του Καρεκλά. Την σεβάσθηκαν απόλυτα. Διατήρησαν το όνομα της. Δηλαδή ούτε την οικειοποιήθηκαν οι ίδιοι, ούτε άφησαν κανένα άλλο να την οικειοποιηθεί. Και αυτό τους τιμά ιδιαίτερα.
Θυμούμαι δύο περιστατικά που καθρεπτίζουν έντονα τη δόξα και την κατάρρευση του Καρεκλά. Δύο εικόνες από την μεσουράνηση και την συντριβή του.
Ήμουν παιδάκι και βρεθήκαμε με το παππού στο χωριό Ρούστικα του Ρεθέμνου σ’ ένα πανηγύρι. Ήταν καλοκαίρι. Του Προφήτη Ηλία θα ήταν γιατί στο χωριό αυτό υπάρχει ένα ιστορικό μοναστήρι στο όνομα του προφήτη. Βράδιαζε και έπεφτε η ζεστή. Ως το σπίτι που μας φιλοξενούσαν έφταναν φωνές και τραγούδια λαού που παραληρούσε από κέφι. Έμοιαζαν με φωνές από ένα καρναβάλι νοτιοαμερικάνικο. Τις φωνές σφράγιζαν κάθε τόσο πυροβολισμοί, σφυρίγματα και κρότοι από βαρελότα.
Ανάμεσα στο βουητό αυτό ξεμύτιζε κάπου – κάπου η γλυκιά λαλιά μιας λύρας. Δυο τρεις κοντυλιές φτεράκιζαν μια στιγμή και ύστερα πνίγονταν πάλι στον ανθρώπινο κατακλυσμό.
Στο σπίτι που καθόμασταν σηκώθηκε από περιέργεια. Τι γίνεται; Κάτι ασυνήθιστο για το πανηγύρι του χωριού. Η νοικοκυρά έστελλε κάποιον να μάθει τι συμβαίνει. Σε λίγο ο αγγελιοφόρος ήρθε πίσω.
Τ’ αυτιά του έφεγγαν από ενθουσιασμό. Ήταν φανερό πως είδε ένα εξαιρετικό θέαμα. Είπε:
– Είναι ο Καρεκλάς στο μέγα κέφι και χορεύει ούλος ο λαός στο λιβάδι.
Λιβάδι έλεγαν την πλατεία του χωριού. Τα παιδιά δεν κρατηθήκαμε άλλο. Κατεβήκαμε και πήγαμε ως εκεί. Ήταν μια ανθρωπομάζα που ωρύετο κυριολεκτικά. Ανεβήκαμε σ’ ένα δέντρο για να βλέπουμε καλύτερα. Κάποιος έλεγε πως ο Καρεκλάς έφθασε πριν από λίγη ώρα από το Ρέθεμνος πιωμένος. Εμείς βλέπαμε έναν μικρόσωμο άνθρωπο ανεβασμένο πάνω σ’ ένα τραπέζι. Θαρρώ πως απάνω στο τραπέζι ήταν μια καρέκλα ή ένα βαρέλι μικρό στερεωμένο με τάκους. Δεν θυμούμαι καλά. Οπωσδήποτε ο Καρεκλάς ήταν απάνω στο βαρέλι αυτό ή στην καρέκλα, είχε τη λύρα πίσω στο κεφάλι του και έπαιζε. Ναι έπαιζε έτσι ανάποδα τη θρυλική σούστα του και τριγύρω πιωμένοι πανηγυριώτες χόρευαν ομαδικά. Και φώναζαν και τραγουδούσαν. Άλλοι σφύριζαν, άλλοι χτυπούσαν με τις παλάμες το τραπέζι, άλλοι κρατούσαν μπουκάλες γεμάτες κρασί και τις περνούσαν από στόμα σε στόμα.
Ένας νεαρός ήταν ανεβασμένος στο τραπέζι, πλάι στον παραλοϊσμένο λυράρη, του ‘βαζε στο στόμα μεζέδες, τον πότιζε κρασί. Μάζευε τα λεφτά που σκορπούσαν οι χορευτάδες γύρω και τα αποθήκευε στην τσέπη του λυράρη. Και πάνω απ’ όλα αποκρινόταν με τη δική του φωνή στα πυκνά «καλέσματα» που έστελνε ο λαός από γύρω:
– Γεια σου Καρεκλά αθάνατε!…
Αυτό το θέαμα του λυράρη που δόξαζε ο λαός δεν έφυγε ποτέ από την μνήμη μου. Και αν ήταν να φύγει δεν το άφησε ένα άλλο θέαμα που αντίκρουσα περίπου είκοσι χρόνια αργότερα.
Καθόμαστε μιαν εσπέρα, αργά, στο λιμανάκι του Ρεθέμνου και πίναμε μαύρο κρασί με, τηγανητά, ξιδάτα, καβούρια και ψιλές ντόπιες γαριδοπούλες. Περνούσαν οι ώρες, έπεφτε άχνα αναδερή στα ρούχα μας και στα μαλλιά μας. Καταστάλαζαν οι μικρές φωνές και οι καημοί της πολιτείας. Φούσκωνε τις ψυχές μας το κρασάκι Μια στιγμή βγήκε από ένα στενό ένας άνθρωπος γερασμένος, μ’ ένα μακρύ σακάκι ριγμένο στους ώμους. Ακουμπούσε σ’ ένα μπαστούνι και μας πλησίασε. Είμαστε η μοναδική μεγάλη παρέα στο γιαλό. Έβγαλε μια ταλαιπωρημένη λύρα από το σακάκι του και έγνεψε να μας παίξει λίγο. Ένας ντόπιος, όμως, νεαρός της συντροφιάς τον σταμάτησε απότομα:
– Αντώνη πιες μια και πήγαινε…
Ήταν ο Καρεκλάς! Ναι ο μεγάλος λυράρης! Όταν το ‘μαθα είχε απομακρυνθεί. Ένοιωσα οργή και θλίψη. Άφησα την παρέα και έτρεξα στα στενά να τον βρω, αλλά είχε χαθεί εκείνη τη νύχτα… Είχε εξασφαλίσει το κρασάκι του για κείνη την ώρα και είχε τρυπώσει στο σπιτάκι του. Ήταν φανερό πως από τότε είχε πεθάνει.
Τα φετινά Χριστούγεννα ήμουν με δυο συναδέλφους στο Ρέθεμνος. Παραμονή, προπαραμονή, περνούσαμε από την μεγάλη παραλία που ήταν έρημη και τη βασάνιζε ένας φοβερός βοριάς. Κρύο, παντερμιά, χιονόνερο.
Σταματήσαμε το αυτοκίνητο και βλέπαμε τα φοβερά κύματα που ξεπερνούσαν τα μουράγια και φοβέριζαν τα μικρά πλεούμενα. Ακούγαμε για λίγο τους γόους των νερών και τους θρήνους των κλειστών σπιτιών. Οι αντένες των μικρών καραβιών σφύριζαν. Ήταν μια παράξενη, σχεδόν εφιαλτική ώρα. Υπολογίζω, ήταν η ώρα που πέθαινε ο Καρεκλάς, ξεχασμένος, νεκρός κιόλας από πολλά χρόνια, σ’ ένα κρεβάτι γεροκομείου, μακριά από την πολιτεία που τον γέννησε, τον γλέντησε, τον δόξασε, τον περιφρόνησε και τον έδιωξε, σα γέρικο και άχρηστο σκυλί να πεθάνει έξω από τα όριά της…».
Εξαιρετικό το παραπάνω κείμενο. Εξαιρετική και η σημερινή πλάκα γραμμοφώνου, με την ¨Σούστα Ρεθυμνιώτικη¨ και τον ¨Συρτό Λεβέντη¨. Πρωτοκόπηκε σε πλάκα της Odeon με κωδικό GA 7027. Λίγοι γνώριζαν την ύπαρξη της σημερινής επανέκδοσης σε δίσκο Parlophone Αγγλίας, για την μακρινή Αυστραλία. Το παίξιμο του Καρεκλά είναι αυτό που φέρνει σε δεύτερη μοίρα το παίξιμο το Φουσταλιέρη που τον συνοδεύει με το μπουλγαρί (μπουζούκι όπως αναγράφεται στις ετικέτες).
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).
 

 

Τρίτη 13 Μαΐου 2025

496. MUSIC BOX EMB 405 - ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΡΗΤΗ)- ΠΟΛΥΧΡΟΝΑΚΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ- ΚΑΒΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΕΙΡΗΝΗ- ΚΑΛΟΓΡΙΔΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ 1962

Πολυχρονάκης Μιχάλης- Μπριλλάκη (Καβακοπούλου) Ειρήνη- Καλογρίδης Γιώργος- Μαρκογιαννάκης Ευάγγελος (Μαρκοβαγγέλης)- Καβακόπουλος Παντελής MUSIC BOX EMB 405 Λευκά όρη - Τρώτε και πίνετε Άρχοντες - Πηδηχτός πεντοζάλης - Με χωρίς πόνο και καημό 1962- 45rpm- 7''
¨Κάτω από τον ουρανό της Ελλάδος¨ μια σειρά από extended (με τέσσερα κομμάτια) 45άρια της Music-Box με τραγούδια (που είχαν κυκλοφορήσει σε ¨απλά¨ 45άρια) από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Το σημερινό extended 45άρι με τραγούδια από την Κρήτη. Τα τρία από τα τραγούδια κυκλοφόρησαν σε απλά 45άρια το 1962 (τα δυο πρώτα θα τα βρείτε σε παλιότερες αναρτήσεις). Ο ¨Πηδηχτός πεντοζάλης¨ κυκλοφόρησε μόνο σε αυτή την έκδοση. Οι καλλιτέχνες που συμμετέχουν είναι ο Μιχάλης Πολυχρονάκης, η Ειρήνη Μπριλλάκη-Καβακοπούλου, ο Παντελής Καβακόπουλος, ο Γιώργος Καλογρίδης (που λανθασμένα μεταφράζει στο οπισθόφυλλο το Γ με J δηλαδή John) και τέλος ο Μαρκοβαγγέλης.
«Ο Μιχάλης Πολυχρονάκης γεννήθηκε το 1930 στα Τοπόλια Κισάμου του νομού Χανίων. Κληρονόμησε το καλλιτεχνικό ταλέντο του από τους προγόνους του που ήταν ψάλτες και μουσικοί, όπως ο πατέρας του. Καλλίφωνος, δεξιοτέχνης πριμαδόρος, έχει αφήσει κι αυτός το δικό του χνάρι στο κρητικό μουσικό μονοπάτι. Έπαιξε με πλήθος βιολιστών, με τους πιο ονομαστούς όπως ο Αντώνης Αναγνωστάκης, ο Μαύρος κ.α. Στα χρόνια που έζησε στην πρωτεύουσα, έπαιξε σε πολυάριθμες εκδηλώσεις της Παγκρητίου Ενώσεως, της Κρητικής Μούσας κλπ.
Έχει βραβευτεί κατά καιρούς από διαφόρους πολιτιστικούς φορείς, ενώ λαμπρό είναι και το δισκογραφικό του έργο με τον αδελφό του Μανώλη και άλλους βιολιστές. Στην τηλεοπτική σειρά "Η Κυρία Ντο-Ρε-Μι" που προβλήθηκε την δεκαετία του'80 έπαιξε λαγούτο, ντύνοντας μουσικά το σήριαλ. Επίσης, αξιόλογη και η παρουσία του στις δισκογραφικές δουλειές του Καλλιτεχνικού ομίλου νομού Χανίων "Οι Μαδάρες" όπου συνόδευσε με τις πενιές του, τους περήφανους ριζίτες μας. Έχει διδάξει λαγούτο σε πολλά νέα παιδιά της Κισσάμου μέχρι σήμερα».
«Η Ειρήνη Μπριλλάκη γεννήθηκε στο Σπήλι το 1924 κι αυτό τον τόπο τον λάτρεψε όπως κι όλοι οι επιφανείς άλλωστε που κατάγονται από το πανέμορφο αυτό κεφαλοχώρι. Κόρη του Σήφη Μπριλλάκη και της Ευαγγελίας Βλατάκη μεγάλωνε σε μια πολυμελή οικογένεια. Ήταν το τελευταίο παιδί ανάμεσα σε τέσσερα ακόμα κορίτσια κι ένα αγόρι.
Η Ειρήνη ξεχώριζε από τα άλλα κορίτσια κι όχι μόνο για την ομορφιά της.
Παρά τα τόσα προβλήματα που αντιμετωπίζει καταφέρνει να συνεχίσει σπουδές στο γυμνάσιο Ρεθύμνου. Η φτώχεια της δεν επέτρεπε να έχει δικά της βιβλία. Μα δεν την ένοιαζε. Περίμενε υπομονετικά να διαβάσουν πρώτα οι συμμαθήτριές της και μετά δανειζόταν τα βιβλία για να διαβάσει κι αυτή.
Ξεχώριζε πάντα κι οι καθηγητές της την έβαζαν να τραγουδά στις εκδρομές για ν’ απολαύσουν την υπέροχη φωνή της.
Ο πόλεμος τη βρίσκει εθελόντρια να προσφέρει με τις αδελφές της πολύτιμες υπηρεσίες στο πρόχειρο στρατιωτικό νοσοκομείο Σπηλίου. Η Μάχη της Κρήτης την επηρεάζει τόσο, που αργότερα θα συνθέσει τις ωραιότερες δημιουργίες της.
Το 1943, στην καρδιά της κατοχής, αφήνει το χωριό της για να εκπληρώσει το μεγάλο της όνειρο. Να έρθει στην Αθήνα για σπουδές. Μετά από ένα περιπετειώδες ταξίδι με ένα παλιό καΐκι, καταφέρνει να φτάσει στην πρωτεύουσα. Εκεί πετυχαίνει την εισαγωγή της στη Νομική και στη Γαλλική Ακαδημία. 
Ο Παντελής Καβακόπουλος, ένας ταλαντούχος μορφωμένος μουσικός, ερευνητής-μουσικολαογράφος, στην Κρατική Ορχήστρα, από την Ήπειρο. Η Ειρήνη γοητεύτηκε από τον νέο, ήταν λεβέντης πραγματικά, αλλά περισσότερο την έδεσε μ’ αυτόν η κοινή αγάπη για την έρευνα και τη μελέτη της παράδοσης. Ο γάμος τους ήταν ένας από τους ευτυχισμένους σταθμούς στη ζωή της Ειρήνης και η μεγάλη δωρεά από τη φύση δυο χαριτωμένα παιδιά ο Σπύρος και ο Δημήτρης.
Οι συγκυρίες έκαναν την Ειρήνη πιο πρακτική. Έτσι χωρίς να πάψει να μελετά, εξασφάλισε μια σίγουρη θέση στα γραφεία του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, όπου εργάστηκε επί σειρά ετών και από εκεί συνταξιοδοτήθηκε. Είχε όμως τόσα ενδιαφέροντα, που δεν την απογοήτευσαν ποτέ οι αλλαγές στα σχέδιά της. Τα όνειρά της τώρα την οδηγούσαν σε πιο ενδιαφέρουσες ασχολίες, όπως η καταγραφή της λαϊκής μας κληρονομιάς. Γι’ αυτό και της έγινε συνήθεια να υπάρχει πάντα μαζί της ένα μαγνητόφωνο.
Η Ειρήνη Μπριλλάκη ήταν η πρώτη Ρεθεμνιώτισσα λαογράφος και αρθρογράφος σε τακτική βάση στον τύπο από το 1967 και μετά. Η μόνη της αμοιβή ήταν πάντα ο καλός λόγος και οι απορίες που θα δημιουργούσαν γόνιμο διάλογο.
Η ποίησή της μοναδική είχε έντονο το παραδοσιακό στοιχείο. Κι εκείνα τα σχεδόν βιογραφικά της αληθινά διαμάντια.
Συνεργάστηκε επίσης με πολλούς παραδοσιακούς οργανοπαίχτες της Κρήτης και φυσικά με όλους τους μουσικούς του Σπηλίου (Κοντύλη, Μαρκογιώργη Μαρκογιανάκηδες, Μπριλογιάννη, Σκορδαλό, Γ. Χατζηδάκη, Καλογρίδη κ.ά.) Από το 1949-1955 μετάδωσε στο ραδιόφωνο πλήθος λαογραφικών συνεργασιών της, με τους τίτλους «Τραγούδια από όλη την Ελλάδα», «Τραγούδια για να θυμάστε την πατρίδα», «Θρακικά τραγούδια» κ.ά.»
« Ο Γιώργος Καλογρίδης γεννήθηκε στο Σπήλι Ρεθύμνης το 1923. Στα δεκατέσσερα του χρόνια άρχισε να ασχολείται με τη λύρα δίπλα στους συγχωριανούς του λυράρηδες Στεφανή Βασιλάκη ή Κονδύλη και Γιώργη Μαρκογιαννάκη ή Μαρκογιώργη.
Η κατοχή τον βρίσκει στο Σπήλι και λίγα χρόνια αργότερα φεύγει για την Αθήνα , όπου θα εγκατασταθεί για λίγο διάστημα. Την περίοδο αυτή (1946) ηχογραφεί τον πρώτο του δίσκο «Πολλές φορές στον ύπνο μου», που θεωρείται κλασσικό. Συνολικά ηχογράφησε είκοσι τραγούδια την περίοδο 1946-1956, ορισμένα από τα οποία είναι δικές του συνθέσεις και διακρίνονται για την άψογη εκτέλεση τους, την εκπληκτική τους μελωδία και το υπέροχο τραγούδι τους από την εξαιρετική φωνή του ίδιου Γ. Καλογρίδη, φωνή που σήμερα είναι σπάνια.
Αξίζει να σημειωθεί ακόμη η ιδιαίτερη προσοχή που επιδεικνύεται από τον Γ. Καλογρίδη στην επιλογή των μαντινάδων, γεγονός που συντελεί αποφασιστικά στην επίτευξη μιας υψηλής ποιότητας που χαρακτηρίζει όλο του το έργο. Οι ηχογραφήσεις του όλες έγιναν με την συνεργασία δύο γνωστών και καταξιωμένων λαουτιέρηδων, των αδερφών Γιάννη και Βαγγέλη Μαρκογιαννάκη.
Ο προικισμένος λυράρης ξενιτεύεται το 1966 στη Ν. Υόρκη. Το 1977 ύστερα από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο το χρυσό χέρι του καλλιτέχνη παραλύει, στερώντας και από τον ίδιο αλλά και από την μουσική μας γενικά την ευκαιρία για νέες μουσικές συνθέσεις. Ο Γιώργος Καλογρίδης πέθανε στην Αμερική το 1999.»
Να ευχαριστήσω τον Βασίλη Χατζηαντωνίου (greekdiscography) για τα εξώφυλλα του σημερινού δίσκου 45 στροφών.
Φωτογραφίες και τα ηχητικά αρχεία …(εδώ).