Μαλιάρας (Μαλλιάρας) Βάϊος- Ρούκουνας
Κώστας (Σαμιωτάκι) RCA VICTOR 48g 2098 Στα Σάλωνα (Μαρία Πενταγιώτισσα)
- Κλέφτικο (Επιτραπέζιο) 1960-
45rpm- 7''
«Ο Βάϊος Μαλλιάρας (βλέπε και
αναρτήσεις 39, 124, 156, 196 και 349) γεννήθηκε στον Πυργετό το 1907 και
καταγόταν από μουσική οικογένεια. Ο πατέρας του έπαιζε βιολί, ο θείος του
κλαρίνο, άλλοι συγγενείς έπαιζαν φλογέρα και γκάιντα, ενώ ο αδερφός του
ασχολήθηκε με το λαούτο. Στα δώδεκα σκαρώνει μόνος του μια φλογέρα από καλάμι
και ακούγοντας το κελάηδισμα των πουλιών αρχίζει σιγά – σιγά να παίζει. Έπειτα
στα δεκατέσσερα μαθαίνει πάλι μόνος του λαούτο αλλά το εγκαταλείπει γρήγορα. Ο
πατέρας του, εν τω μεταξύ, τον στέλνει να μάθει την τέχνη του μαραγκού. Μετά
του χτίστη. Όμως αυτός ανεβαίνει στις στέγες και παίζει φλογέρα. Το σαράκι τον
έτρωγε να μάθει κλαρίνο.
Τα πρώτα μαθήματα κλαρίνου τα
παίρνει από δυο «Τουρκόγυφτους», τον Τζιαμαλή και Χαλιαμπά που είχαν ξεμείνει
στον Πυργετό. Πήγαινε λοιπόν κοντά σ’ αυτούς και παρακολουθούσε τα «πατήματά»
τους. Στην αρχή «παρτσακλά», όπως ο ίδιος έλεγε. Ο ένας απ’ αυτούς γρήγορα
αντιλήφθηκε τις αρετές στο παίξιμό του και του έλεγε «εσύ θα γίνεις μεγάλος
μουσικός». Στα δεκάξι του αρχίζει και παίζει σε γάμους, σε πανηγύρια και στους
καφενέδες των χωριών.
Ο Μαλλιάρας αρχίζει σιγά σιγά να
γίνεται γνωστός. Η φήμη του απλώνεται πέρα από τον Πυργετό και τη γύρω περιοχή
και φτάνει μέχρι τα χωριά των Φαρσάλων, της Καρδίτσας, των Τρικάλων κι ακόμη
πιο πέρα. Σε ηλικία 26 χρόνων, το 1933, ηχογραφεί τα πρώτα του τραγούδια «Τ’
Αρβανιτοβλάχικο» και την «Ιτιά», κάνοντας την αρχή μιας λαμπρής πορείας που θα
συνεχιστεί για 45 περίπου χρόνια. Συνεργάζεται με τις πιο μεγάλες δισκογραφικές
εταιρίες και αποκτά φήμη και δόξα. Παρόλα αυτά δε θα γίνει ποτέ πλούσιος.
Ηχογράφησε σε δίσκους καραγκούνικα,
βλάχικα, σαρακατσάνικα, νησιώτικα, μακεδονικά, ρουμελιώτικα τραγούδια
εκτελεσμένα με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο. Υπάρχουν τρεις χιλιάδες δίσκοι
περίπου, αριθμός εκπληκτικός. Παράλληλα γράφει και δικά του τραγούδια για την
Αννούλα, τη Μαρία, την Όλγα. Με τον Θεοχάρη Παντίδη γράφει το πολυτραγουδισμένο
«Ωραία είναι η νύφη μας» και άλλα τραγούδια γάμου. Ο Ηλίας Ερίνης είναι αυτός
που έγραψε τα περισσότερα τραγούδια για τον Μαλλιάρα.
Συμμετέχει στις γνωστές
δισκογραφίες «Τραγούδια του Λόγγου» και «Ελληνική Λεβεντιά». Στα πρώτα του
βήματα συνεργάζεται με οργανοπαίκτες της περιοχής. Στην μεταπολεμική περίοδο ο
Μαλλιάρας είναι πλέον καταξιωμένος καλλιτέχνης. Συνεργάζεται με πολύ γνωστά
ονόματα μουσικών απ’ όλη την Ελλάδα: το Γιώργο Κόρο, τη Ρόζα Εσκενάζυ, τη Νίτσα
Τσίτρα κ.α. Ακολουθούν ταξίδια στο εξωτερικό, όπως στον Καναδά και την
Αυστραλία όπου παίζει για τους έλληνες της ξενιτιάς. Το 1965 ο μπάρμπα Βάϊος
φεύγει για την Αυστραλία, στα παιδιά του, που είναι μετανάστες. Κάθεται για 9
μήνες, δεν αντέχει, του λείπει η ελληνική γη και αποφασίζει να επιστρέψει. Το
1970 παθαίνει ημιπληγία, αλλά εξακολουθεί να παίζει. Το 1975 πέφτει αναίσθητος,
ενώ παίζει σε ένα γάμο. Από τότε αφήνει το κλαρίνο εντελώς, αλλά τον μαραζώνει
ο καημός ότι δεν έχει ολοκληρώσει ακόμα το έργο του.
Η πρωτοχρονιά του 1988 θα είναι
διαφορετική για ολόκληρο το μουσικό κόσμο. Ο Βάϊος Μαλλιάρας σβήνει στον
Πυργετό. Το έργο του θα μείνει παντοτινά για να θυμίζει το μεγάλο λαϊκό
καλλιτέχνη. Όλος ο Πυργετός για δυο μέρες σείεται στους ρυθμούς του κλαρίνου,
θρηνεί με τις μοναδικές μελωδίες που συνέθεσε ο μπάρμπα Βάϊος.»
«Ο Κώστας Ρούκουνας (Σάμος, 1903-
Αθήνα, 11 Μαρτίου 1984), γνωστός και ως «Σαμιωτάκι», υπήρξε καταξιωμένος τραγουδιστής
του ρεμπέτικου και δημοτικού τραγουδιού, καθώς και τραγουδοποιός.
Ο Ρούκουνας
προερχόταν από φτωχή οικογένεια και για τον λόγο αυτό αναγκάστηκε να ξεκινήσει
να δουλεύει από τα οκτώ του χρόνια. Αρχικά εργάστηκε σε μια καπνοβιομηχανία και
αργότερα ως ξυλουργός. Η καλλιτεχνική του καριέρα ξεκίνησε στα μέσα της
δεκαετίας του '20. όταν άρχισε να τραγουδάει σε μια ταβέρνα. Ο νεαρός Ρούκουνας
έγινε γρήγορα διάσημος μεταξύ των άλλων Σαμιωτών για τη φωνή του και δη τις
επιδόσεις του στα Σμυρναίικα τραγούδια.
Σύντομα έφυγε για την
Αθήνα (το 1927 ή το 1928). Εκεί τραγουδούσε επαγγελματικά σε γιορτές και
πανηγύρια μέχρι που τον ανακάλυψε ο Παναγιώτης Τούντας, κορυφαίος συνθέτης και
στέλεχος σε μεγάλη δισκογραφική εταιρεία. Υπό τον Τούντα, ο Ρούκουνας
πραγματοποίησε τις πρώτες του ηχογραφήσεις για δίσκους 78 στροφών. Με την
μαεστρία της φωνής του, διακρίθηκε τόσο στα παραδοσιακά όσο και στα ρεμπέτικα
τραγούδια. Ιδιαίτερης μνείας χρήζουν οι επιδόσεις του στους (πλέον απαιτητικούς
από τεχνικής σκοπιάς και ημι-αυτοσχεδιαστικούς) μανέδες.
Ο Ρούκουνας
συνεργάστηκε με πολλούς συνθέτες κατά τη διάρκεια της μακράς καριέρας του,
μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται ο Παναγιώτης Τούντας, ο Σπύρος Περιστέρης, ο
Κώστας Σκαρβέλης, ο Γρηγόρης Ασίκης και αρκετοί άλλοι.
Το 1934 παντρεύτηκε
την τραγουδίστρια Άννα Παγανά (ή Άννα Πολίτισσα) η οποία όμως πέθανε το 1943 σε
νεαρή ηλικία από καρδιακά προβλήματα. Ο Ρούκουνας παντρεύτηκε την δεύτερη
γυναίκα του, την στιχουργό Αλεξάνδρα Κυριαζή το 1948 και πέρασε μαζί της το υπόλοιπο
της ζωής του σε προάστιο των Αθηνών.» Περισσότερες πληροφορίες σε παλαιότερες
αναρτήσεις.
Το κλαρίνο του Βάϊου Μαλλιάρα για
σεμινάρια και δεν μιλάω μόνο για την σημερινή ανάρτηση. Για το επιτραπέζιο
¨Κλέφτικο¨ δεν έχω λόγια όπως και για την ¨Πενταγιώτισσα¨ η οποία σε συνδυασμό
με την φωνή του Ρούκουνα πάει σε άλλα επίπεδα.
Παρατηρήστε τις διαφορετικές
ετικέτες, RCA και RCA Victor.
Μάλλον είχε περισσέψει ετικέτα της RCA πριν μετονομαστεί. Η αλήθεια είναι
ότι πέρα από τα 47g και 48g που έπαιζε η συγκεκριμένη εταιρία δεν μας έχει συνηθίσει σε
τέτοια λάθη.
Φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο
…(εδώ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου