Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2025

548. PANIVAR PA-220 ΚΟΥΜΙΩΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ 1970

Κουμιώτης Γεώργιος (Καμαράτος) PANIVAR PA-220 Λόγω τιμής να μη μιλής - Ο γλάρος 1970- 45rpm- 7''
«Ο Γιώργος Κουμιώτης γεννήθηκε στο Τεφέλι Ηρακλείου στις 10-8-1931 .Πατέρας του ήταν ο Μιχάλης Κουμιωτάκης και μητέρα του η Μαρία το γένος Νουράκη.
Η Καλλιτεχνική του φύση τον οδήγησε από πολύ μικρό να μάθει λαγούτο σε ηλικία 16 χρονών και να παίζει σε γλέντια στην περιοχή του Ηρακλείου με τον παλιό λυράρη Γαβρίλη Σταυρουλάκη από τα Πιτσίδια όπως και με άλλους συντοπίτες λυράρηδες.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ένας λαουτιέρης μπαίνει στα Ανώγεια, που μέχρι τότε την λύρα την συνόδευε το μαντολίνο. Τον είχε φέρει ο αείμνηστος Νίκος Ξυλούρης.
Ο Γιώργος Κουμιώτης ήταν το πρώτο λαγούτο που μπήκε στα Ανώγεια και σε αυτή την αλήθεια συναινεί ο μετέπειτα μεγάλος λαουτιέρης Γιάννης Ξυλούρης αδερφός του Νίκου.
Η συνεργασία του με τον Νίκο Ξυλούρη είχε αρχίσει. Αχώριστοι συνεργάτες και φίλοι πια εμφανίζονται σε γλέντια ,γάμους και άλλες εκδηλώσεις σε όλη την Κρήτη με πολύ μεγάλη επιτυχία.
Στα επόμενα χρόνια συνεργάζεται με όλη την τότε ανερχόμενη Ανωγειανή μουσική οικογένεια με Μανουρά, Καλομοίρη, Ψαραντώνη και Βασίλη Σκουλά .
Αρχές της δεκαετίας του 1960 γνωρίζει την σύντροφο της ζωής του Μαρία Αλεξανδράκη με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά την Βάνα και τον Μιχάλη .
Για την αγαπημένη του Μαρίκα ο Γιώργος Κουμιώτης έγραψε το καλαματιανό «η Μαριώ η Κρητικιά» το οποίο ηχογραφεί το 1961 και για πρώτη φορά ακούγεται η γλυκιά φωνή του Γιώργου Κουμιώτη αποτυπωμένη στο Βινύλιο.
Η προσωπική καλλιτεχνική πορεία του έχει πια αρχίσει , με αγνότητα ,αυθορμητισμό και πλούσια φαντασία εμπνευσμένος από πραγματικά γεγονότα της καθημερινότητας , του έρωτα , της αγάπης ,του πόνου και της ίδιας της Κρήτης, γράφει στίχους και τους επενδύει με το μοναδικό προσωπικό του ύφος με μουσική….»
Φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).
 

 

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2025

547. DECCA 45-PL 8198 ΒΛΑΖΑΚΗΣ ΜΙΧΑΗΛ- ΓΡΥΛΛΑΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ- ΣΑΡΙΜΑΝΩΛΗΣ ΝΙΚΟΣ- ΑΛΕΞΙΟΥ Ε. & Β. 1968

Βλαζάκης Μιχαήλ- Γρυλλάκης Γεώργιος- Σαριμανώλης (Σαρημανώλης) Νίκος- Αλεξίου Ε. & Β.  DECCA 45-PL 8198 Αητέ που κάθεσαι ψηλά (Ριζίτικο) - Στον ουρανό χορεύγουνε (Ριζίτικο) 1968- 45rpm- 7''

«Ο Νίκος Σαρημανώλης γεννήθηκε το 1919 στη Μικρά Ασία και ήρθε στα Χανιά σε ηλικία τριών χρονών. «Τα ταμπαχανιώτικα παίζονταν πάρα πολύ στην πόλη των Χανίων απ’ όλους σχεδόν τους παλιούς που έπαιζαν στα Χανιά και στα πέριξ, δηλ. Ταμπακαριά, Κάτω Σούδα, στα Νεροκούρου, στα Τσικαλαριά, στη Χαλέπα, στη Νέα Χώρα κλπ, ανεξαρτήτως οργάνου και περισσότερο με μπουλγαρί βέβαια. Παιζόντουσαν στα καφενεία, στις ταβέρνες και σε τεκέδες, που ειδικά στην κατοχή ήταν πάρα πολλοί γιατί οι Γερμανοί αφήνανε ελεύθερα να φουμέρνουνε και πήγαιναν μαυραγορίτες, μερακλήδες, λαθρέμποροι, αγαπητικοί. Εκεί παίζανε με διάφορα όργανα, αλλά κυρίως με μπουζούκια, μπαγλαμάδες και λιγότερο με μπουλγαριά». Θυμάται παλιούς όπως τον Βερναδάκη τον Κώστα, τον Πρωτογερή, τον Κοτζαμάνη, τον Βλάχο, τον Κουρκουμελή, που έπαιζαν μπουλγαρί, και άλλους επίσης τον Αντώνη Παπαμαρκάκη ή Τσεσμέ, τον Δαχτυλά τον Αλέκο, τον Χατζηγιώργη, που έπαιζαν σαντούρι, και με τους οποίους συνεργάστηκε σε μαγαζί της εποχής. Οι περισσότεροι που έπαιζαν σαντούρι, λέει, ήταν μαθητές του Λουκά του Μπέρτου.
Ταμπαχανιώτικα έπαιζαν και ο Κουφιανός και ο πατέρας του Ναύτη. Μας λέει επίσης ότι το 1936 ήρθε στα Χανιά η ξακουστή «Τετράς του Πειραιά», (ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Γεώργιος Μπάτης και ο Αρτέμης Δελιάς) και έπαιξαν στη Σπλάντζια. Από τότε επηρεάστηκε τόσο πολύ και αποφάσισε να πάρει δικό του μπουζούκι, ενώ πριν έπαιζε με όργανα άλλων, του Μαστοράκη, του Κασιώτη. Λέει ακόμα ότι πριν έρθει ο Μάρκος στα Χανιά γλεντούσαν και έπαιζαν ως επί το πλείστον ταμπαχανιώτικα. Μετά βγήκαν πολλοί που έπαιζαν μπουζούκι.
«Υπήρχε κάποιος που είχε καφενείο στα σκαλάκια της Αγοράς, ο Πρωτογερής, και έπαιζε μπουλγαρί και θυμάμαι που έρχονταν Ρεθυμνιώτες πλούσιοι, τους έπαιζε και γλεντούσαν μέρες ατέλειωτες. Υπήρχε του Μούνταβρη το καφενείο που ήταν και τεκές.
Υπήρχε ένας από το Βαμβακόπουλο που έπαιζε με ούτι τα ταμπαχανιώτικα, που τον έλεγαν Πρόδρομο. Υπήρχε μετέπειτα μια κομπανία Εβραίων, ο ένας έπαιζε κιθάρα, ο άλλος μαντολίνο και ο άλλος βιολί και έπαιζαν πολλά πράγματα αλλά έπαιζαν και ταμπαχανιώτικα. Την ίδια εποχή περίπου βγήκαμε και εμείς, δηλαδή εγώ, ο Ναύτης, οι Σαπουνήδες, ο Χαρίδημος ο Κουρκουμελής, ο Βασιλοδημήτρης, το φτωχάκι ο Γιώργης και άλλοι, αλλά επειδή εμείς παίζαμε και ρεμπέτικε και κρητικά και ταμπαχανιώτικα, παίζαμε με μπουζούκι τρίχορδο. Υπήρχαν δύο καφενεία-τεκέδες στη Σπλάντζια, του Μπάρμπα Μανώλη του Στρογγυλού και του Μούνταβρη, και του Τρικούπη στα Λενταριανά. Μαγαζιά ήτανε του Λαμπαθέ που παίζαμε με τον Ναύτη στου Μπόλαρη, της Μαρίνας στο λιμάνι, του Τρίφωνα στη Νέα Χώρα. Από μένα βγήκε ο Κατινάρης, ο Βασιλοδημήτρης και άλλοι πολλοί. Το φτωχάκι ο Γιώργης έπαιζε κρητικά στο μπουζούκι, το επίθετο του δεν το θυμάμαι.» Αναφέρει επίσης τον Κουτσουρέλη τον Γιώργη, τον Φουσταλιέρη, κάποιον Περικλή από τα Περβόλια Χανίων, τον Ροζάκη, τον Τζιμάκη και άλλους.
Ο Νίκος Σαρημανώλης απεβίωσε το 1995.»
Στο σημερινό δισκάκι ο Γρυλλάκης (βλέπε και αναρτήσεις 27, 122 και 422) σε δυο ριζίτικα τραγούδια, τα καλύτερα από τα οκτώ που έχω αναρτήσει (και από τα υπόλοιπα του LP). Φοβερή ερμηνεία από τον Γρυλλάκη και ομαδικά από τους Βλαζάκη, Σαρημανώλη και Αλεξίου. Ακούστε ότι όταν δεν ¨τραβάνε¨ ως χορωδία μπαίνει ο Γρυλλάκης και τους ανεβάζει.
 Στην εισαγωγή τους, στο μπουζούκι ο Σαρημανώλης. Παραπάνω μια μικρή αναφορά στο Σαρημανώλη και στα ταμπαχανιώτικα από την ιστοσελίδα του Λαϊνάκη. Στην ομαδική φωτογραφία εικονίζονται Βλαζάκης, Γρυλλάκης και Σαριμανώλης κάτω δεξιά. Στο τραγούδι συμμετοχή έχουν και δυο ακόμα με το επώνυμο Αλεξίου, αλλά δεν κατάφερα να βρω πληροφορίες.
Φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).
 

 

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2025

546. COLUMBIA DG 2073 ΚΟΥΦΙΑΝΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ- ΜΑΥΡΟΔΗΜΗΤΡΑΚΗΣ ΣΤΑΥΡΟΣ- ΤΣΕΣΜΕΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ 1934

Κατσούλης (Κουφιανός) Νικόλαος- Μαυροδημητράκης Σταύρος- Παπαμαρκάκης (Τσεσμές) Αντώνιος COLUMBIA DG 2073 Χανιώτικος Ξεροστεριανός - Πότε θα κάμη ξαστεριά 1934- 78rpm- 10''
«Ο Νικόλαος Κατσούλης ή Κουφιανός (βλέπε και ανάρτηση 106 και 372), γεννήθηκε το 1877 στο Μουρί, μια γειτονιά του Κουφού Κυδωνίας Χανίων. Μεγαλούργησε με την λύρα του, άφησε εποχή, άφησε μιμητές και μαθητές σε όλη την Κρήτη. Ο Νίκος ο Κατσούλης που από τον τόπο καταγωγής του, ονομάστηκε “Κουφιανός”.
Πολλοί μελετητές και ερευνητές της μουσικής μας παράδοσης τον κατατάσσουν στην υψηλότερη θέση των λυράρηδων που άκμασαν μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. 1928 και ο Νίκος Κατσούλης ή Κουφιανός, ξεκινάει τη δισκογραφική του "περιπέτεια" σε ηλικία 50 χρονών και αφού έχει διαγράψει λαμπρή πορεία στα χανιώτικα δρώμενα. Παράλληλα έχει μεγαλώσει 7 παιδιά, τρία δικά του και τέσσερα της χήρας συζύγου του, άλλα έχασε το γιο του Γρηγόρη στη μικρασιατική εκστρατεία όπου πήγε ως εθελοντής, γι'αυτο και για αρκετά χρόνια δεν έπαιζε.
Ο Χαρίλαος ηχογράφησε δίσκους και εντυπωσίασε, ο Καντέρης έβαλε την λύρα στα “σαλόνια”, ο Καραβίτης και ο Λαγός έδωσαν φρέσκια πνοή στην μουσική της κεντρικής Κρήτης, ο Ροδινός αποθεώθηκε με τον τραγικό του θάνατο, ο Κουφιανός όμως, έβαλε θεμέλια, έσκαψε το χωράφι, το έσπειρε με νότες, τεχνικές, δοξαριές, καινοτομίες.
Αξεπέραστη τεχνική για εκείνη την εποχή. Ο Ροδινός, ξημεροβραδιαζόταν δίπλα του για να τον παρατηρεί στο παίξιμο του. Ο Καραβίτης, ο Μουζουράκης, ο Χαρίλαος, συχνοί θαμώνες στα γλέντια του, αλλά και στα “ιδιωτικά” μαθήματα κατόπιν.
Από ότι καταλαβαίνουμε, ναι, ο Κουφιανός δίδαξε. Δίδαξε την τέχνη του οργάνου, δίδαξε όμως και την γνήσια μουσική έκφραση. Γνώστης, όχι μόνο των τοπικών μουσικών ιδιωμάτων, αλλά ως μανιώδης εραστής της κρητικής μουσικής, ταξίδευε σε όλο το νησί, ερχόταν σε επαφή με καλλιτέχνες άλλων περιοχών, ώστε να μαθαίνει και τα μουσικά είδη όλης της Κρήτης. Αυτός, μαζί με τον Ανδρέα Μαριάνο κυρίως, κράτησαν ανόθευτες τις γνήσιες μελωδίες του αυθεντικού Πεντοζαλιού.
Έπαιξε σε όλο τον νομό Χανίων, αλλά και σε περιοχές της υπόλοιπης Κρήτης. Στην Αθήνα, εμφανιζόταν συχνά, ακόμα και σε συναυλίες, όπως το 1930 και 1932 στο θέατρο Αλάμπρα με τον σαντουριέρη, τον Λουκά Μπέρτο. Το 1938 αντιπροσώπευσε την Κρήτη στο Καλλιμάρμαρο στάδιο Αθηνών, μαζί με τον Γιώργη Κουτσουρέλη και το χορευτικό συγκρότημα από τα Παλαιά Ρούματα Κισάμου. Φίλος του Ελευθερίου Βενιζέλου, ήταν ο αγαπημένος λυράρης του Εθνάρχη και συχνά έπαιζε στο σπίτι του και στη λέσχη Φιλελευθέρων. Ο άλλος αγαπημένος μουσικός του Βενιζέλου, ήταν ο Γιώργης Μαριάνος.
Δισκογραφικά, το έργο του Κουφιανού είναι μικρό, δυσανάλογο της καλλιτεχνικής του εμβέλειας. Μην ξεχνάμε όμως τις δυσκολίες εκείνης της εποχής και την πρωτόγονη κατάσταση της δισκογραφίας.
Συνεργάστηκε με πολλούς καλλιτέχνες, όπως ο λαγουτιέρης Μπερτομανώλης από τα Πλακάλωνα Κισάμου, ο Ανδρέας και μετέπειτα ο Γιώργης Κουτσουρέλης, ο Φραγγέδης από τις Βουκολιές, αλλά και οι σαντουριέρηδες Τσεσμές και Μπέρτος.
Ο Κουφιανός, δεν έκανε απλά διασκευές. Άφησε σαν δώρο στην μουσική μας παράδοση, τον δικό του σκοπό, την δική του δημιουργία: Τον κλασσικό Χαλεπιανό συρτό, μια από τις ωραιότερες μελωδίες.
Δεν είναι παράλογο να πούμε ότι σήμερα το όνομα του παραπέμπει σε έναν θρύλο. Και στην πραγματικότητα, αυτός είναι ο Κουφιανός. Ένας θρύλος της λύρας, της κρητικής μουσικής.
Λυράρης, καλλιτέχνης, τραγουδιστής υψηλού επιπέδου για εκείνα τα χρόνια της παρουσίας του. Ο θρυλικός Κουφιανός έφυγε από την ζωή το 1947.»
«Ο Σταύρος Μαυροδημητράκης ήταν από τους πρώτους σολίστες λαγουτιέρηδες της κρητικής μουσικής. Τότε που το λαγούτο "κεντούσε" πενιές και μελωδίες, τότε που το πασαδόρικο παίξιμο ήταν παντελώς άγνωστο, χάριν... ενορχήστρωσης που λέμε σήμερα, τότε λοιπόν ο Σταύρος Μαυροδημητράκης δόξασε αυτό το όργανο, αλλά δοξάστηκε και ο ίδιος.
 Γεννήθηκε το 1900 στα Μαρεδιανά Κισσσάμου. Ήταν γιος του παλιού λυράρη, του Νικηφόρου Μαυροδημητράκη. Επηρεασμένος από τον πατέρα του, ακολούθησε τα μονοπάτια της μουσικής. Όχι όμως με λύρα, αλλά με μαντολίνο στην αρχή. Δέκα χρονών ήταν σαν πρωτόπιασε το μαντολίνο με βοήθεια ενός συγχωριανού του. Γρήγορα όμως έδειξε την κλίση του στο λαγούτο και ήδη στα δεκαπέντε του ήταν ένας τεχνίτης λαγουτιέρης, παρά το νεαρό της ηλικίας του. Με τον πατέρα του στην αρχή "ζύγιασε" τις πενιές του, αλλά κατόπιν η συνεργασία του με τον Νικολή Χάρχαλη ήταν πολύ σημαντική. Μαζί ηχογράφησαν και δίσκους.
Έπαιξε με πολλούς καλλιτέχνες της εποχής εκείνης, με τον Γιώργη Μαριάνο, με τον Κουνελοκωστή, με τον Νικολή Κατσούλη (Κουφιανό), με τον Ζερβό κ.α. Στην Αθήνα που ανέβηκε συνεργάστηκε με πλήθος μουσικών στην ταβέρνα "Τα Χανιά" του Ευτύχη Μπασιά. Στην Αθήνα γνωρίστηκε με τον μεγάλο λυράρη, τον Αλέκο Καραβίτη όπου μαζί αποτέλεσαν ένα πολύ καλό δίδυμο και μαζί έγραψαν αρκετούς δίσκους. Ακόμα συνεργάστηκε με πλήθος λυράρηδων, όπως ο Γιώργης Μουζουράκης, ο Θανάσης Σκορδαλός κ.α. Σημαντική όμως η συνεργασία του με τον αείμνηστο δάσκαλο, τον Κωστή Μουντάκη. Σημαντική τόσο σαν συνεργασία, όσο και σαν φιλία.
Τα τελευταία χρόνια, αποτραβηγμένος από την ενεργό δράση, άκουγε τους νεώτερους λαγουτιέρηδες και συλλογιζόταν το μέλλον αυτού του οργάνου. Δεν του άρεσαν οι πασαδόροι, οι άτεχνοι και μονότονοι λαγουτιέρηδες που κρυβόντουσαν πίσω από τους ήχους της λύρας. Έλεγε χαρακτηριστικά "το λαγούτο παίζει πενιά, αλλιώς ανε δε θές πενιά, άμε να παίξεις κιθάρα". Βραβεύτηκε από διάφορα σωματεία, ξεχωριστό όμως το βραβείο του συλλόγου Κρητών Πειραιώς "Η Ομόνοια", το οποίο βραβείο του παρέδωσε ο φίλος και συνεργάτης του, ο Κωστής Μουντάκης. Ο Σταύρος Μαυροδημητράκης, ο κορυφαίος αυτός λαγουτιέρης, αυτή η μοναδική τέχνη, πέθανε σε ηλικία ογδόντα εννέα ετών το 1989 στον Πειραιά.»
«O Αντώνης Παπαμαρκάκης γεννήθηκε στα Χανιά το 1917. Η καταγωγή της οικογένειας του ήταν από τα Χανιά (Σέλινο) αφού ο παππούς του είχε μεταναστεύσει στη Μικρά Ασία περίπου στα μέσα του 19ου αιώνα. Ο πατέρας του Γιάννης Παπαμαρκάκης ή Τσεσμές (1885-1976) ήλθε πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία κατά τον διωγμό των Τούρκων το 1914. Το παρατσούκλι του το πήρε από τον τόπο μετανάστευσής του τον Τσεσμέ της Μικράς Ασίας και τον συνόδευε πάντα, αυτόν όπως και το γιό του, Αντώνη. Γνώριζε την τέχνη του ράφτη κι έτσι άνοιξε ραφτάδικο στα Σχοινοπλοκάδικα, στη Σπλάντζια (στη σημερινή Χατζημιχάλη Νταλιάνη δίπλα στο τζαμί). Όλοι στην οικογένεια ήταν μουσικοί. Έπαιζε με το βιολί μόνο μικρασιάτικους σκοπούς. Πολλές φορές έπαιζε μαζί με τον Νικόλαο Κατσουλάκη ή Κουφιανό σε γάμους και πανηγύρια, αυτός τα μικρασιάτικα και ο Κουφιανός τα κρητικά, αλλά και με άλλους μουσικούς όπως ο Βασίλης Παπαδάκης ή Κοπανίδης (ο πατέρας του Ναύτη) και ο οργανοποιός και λαγουτιέρης Μανώλης Φραγκέδης.
Ο Αντώνης Παπαμαρκάκης, μεγάλωσε στο πάνω Κουμ Καπί. Έμαθε σαντούρι μικρός, δίπλα στον σπουδαίο σαντουριέρη Λουκά Μπέρτο αφού το ραφείο του πατέρα του στα Σχοινοπλοκάδικα, ήταν κολλητά με το οργανοποιείο του Μπέρτου. Από το 1932 σε ηλικία 15 χρονών, ξεκίνησε η συνεργασία του με τον κορυφαίο λυράρη Κουφιανό με τον οποίο ήταν ζυγιά μέχρι τον πόλεμο.
Ο Τσεσμές θυμάται: «Προπολεμικά παίζαμε στο Σαντριβάνι. Δε χορεύανε εκεί. Ο κόσμος καθότανε, παίζαμε εμείς  και τον διασκεδάζαμε. Εκεί ο κόσμος έτρωγε, έπινε και πήγαινε πάνω κάτω βόλτες. Τι γινότανε παλιά στου Μπόλαρη; Ακριβώς ένα τέτοιο γινότανε. Σαββάτο πάντοτε, πήγαινε μέχρι πέρα το Φιρκά και γύριζε ο κόσμος και κατέβαινε μέχρι την πλατέα το Σαντριβάνι. Τότε παίζαμε με τον Κουφιανό, λύρα και σαντούρι. Στα χωριά έπαιξα και με το Χάρχαλη, το Μαριάνο και με τον Κουτσουρέλη που έπαιζε το λαγούτο, πάρα  πολλές φορές. Τα γλέντια προπολεμικά ήτανε: Επηγαίναμε απ΄ το Σάββατο το μεσημέρι και παίζαμε μέχρι το Σάββατο το βράδυ, μέχρι τις 1 ή 2. Μετά σταμάταγε το γλέντι, επηγαίναμε και κοιμόμαστε και σηκωνόμαστε την Κυριακή.
Ετρώγαμε το πρωινό, τα κοκόρια μας, τη σουπίτσα μας και μετά κατά το μεσημέρι αρχίζαμε το πανηγύρι μέχρι τη Δευτέρα το πρωί. Αυτά ήτανε τα γλέντια τα παλιά, όχι όπως τώρα. Άλλοι κοιμότανε κι άλλοι χορεύανε. Μετά φεύγανε αυτοί που χορεύανε κι ερχότανε οι άλλοι που ξυπνάγανε. Ωραία χρόνια ! Σου λέω τώρα για του 1934-35, εκεί. Δύο μέρες κρατάγανε τα γλέντια τότε. Εκεί όλη μέρα μάσα και χορό. Αντέχαμε, τι να κάνουμε… Παντού παίζαμε, Πλατανιά, Αγιά Μαρίνα, Βουκολιές, Καστέλι, σε όλα τα χωριά. Σπάνια στον Αποκόρωνα, όλο Κίσαμος. Στα Χανιά  δε γινότανε τέτοια γλέντια, εγινότανε αριστοκρατικά. Πηγαίναμε την Κυριακή το απόγεμα, μόλις τέλειωνε ο γάμος και καθόμαστε μέχρι το πρωί και φεύγαμε».
Ο αείμνηστος, εξαίρετος οργανοποιός Γιώργος Φραγκιαδάκης σε συνέντευξή του το 2009, μιλώντας για τη δεκαετία του 1930, τόνιζε: «Στα Στιβανάδικα ήτανε ένα μαγαζί και έπαιζε κάθε βράδυ ο πατέρας μου Μανώλης, με το Γαλάνη τον Κωστή, ήτανε κι ένα άλλο στο λιμάνι κάτω κι έπαιζε ο Κουφιανός με τον Αντώνη (Παπαμαρκάκη) σαντούρι».
Ο Τσεσμές, ηχογράφησε με τον Κουφιανό 6 δίσκους 78 στροφών, με 12 κομμάτια, στην εταιρεία Columbia το 1934. Για την ηχογράφηση λέει: «Όταν ήρθαμε (στην Αθήνα) και βγάλαμε δίσκους στην Κολούμπια, τότε επήραμε κι ένα λαούτο. Το Μαυροδημήτρη. Επήγαμε τρεις». Σε αρκετές από τις ηχογραφήσεις ο Αντώνης Τσεσμές τραγουδάει μαζί με τον Κουφιανό.
Ο Αντώνης Τσεσμές μετά τον πόλεμο έπαιξε για κάποια χρόνια στην ταβέρνα του Λαμπαθέ, στου Μπόλαρη στα Χανιά, σε λαϊκό ρεπερτόριο της εποχής, με τον Αντώνη Κατινάρη, το Νίκο Σαρρημανώλη, τον Κώστα Παπαδάκη ή Ναύτη κ.ά.
Χαρακτηριστική είναι η διήγησή του: «Επαίζαμε στου Λαμπαθέ, στου Μπόλαρη μετά την κατοχή. Έπαιζα εγώ, ο Σαρρημανώλης και ο Κατινάρης. Ήτανε κάθε βράδυ φίσκα το μαγαζί. Επαίζαμε τραγούδια του Τσιτσάνη, του Βαμβακάρη, όλο ρεμπέτικα, σπάνια να μας ζητήσουνε και κανένα κρητικό. Και καμιά φορά σηκωνότανε και χόρευε και κανένας. Έπινε κανένα κρασάκι, ερχότανε στα κέφια, σου λέει ας κάνω και μια βολτίτσα. Εκεί ήταν μόνο ν’ ακούνε, τραγούδια και τέτοια. Τα παίζαμε όλα πρακτικά, δεν ξέραμε νότες εμείς. Επαίρναμε την πλάκα, την  ακούαμε δυο τρείς φορές και τη μαθαίναμε στα πρακτικά, όλα με το αυτί. Είχαμε κάνει ένα πάλκο και παίζαμε κάθε καλοκαίρι. Ήτανε ωραία. Εκεί παλιά στου Μπόλαρη γινότανε το νυφοπάζαρο. Σε άλλο μαγαζί δεν έπαιξα».
Το 1948 παντρεύτηκε τη Νεοχωρίτισσα σύζυγό του, έχοντας κατά κάποιο τρόπο «επηρεαστεί» (!) από τον «Νεοχωρίτικο συρτό» που ηχογράφησε το 1932 ο Κουφιανός και που στην πρώτη στροφή, λέει: (Άχι μελαχρινό) Της Νέας Χώρας το νερό, λένε πως βγάζει αβδέλες μα κείνο το μαργιόλικο, έχει όμορφες κοπέλες.
Το 1950 μετακόμισε στην Αθήνα. Ήδη το σαντούρι -όπως ο ίδιος αναφέρει- δεν είχε ζήτηση και δεν έβρισκε δουλειά ως μουσικός, οπότε άλλαξε επάγγελμα. Το σαντούρι του, το παρέδωσε στον Μπέρτο που κι αυτός είχε επανέλθει στην Αθήνα. Η κρητική μουσική έχασε πολύ νέο, έναν ταλαντούχο μουσικό που ίσως θα είχε να δώσει με το σαντούρι του, αρκετά ακόμη…».
Κορυφαίος ο Κουφιανός στο παίξιμο, κορυφαίοι και ο Μαυροδημήτρης με τον Τσεσμέ στο σημερινό γραμμοφωνικό δίσκο. Άψογος ο ¨Χανιώτικος Ξεροστεριανός¨ γι' αυτό και οι στίχοι με τις νότες παραπάνω. Για να μαθαίνουμε. Τώρα για τους στίχους και την ιστορία του ¨Πότε θα κάνει ξαστεριά¨ έχω αναφερθεί σε παλαιότερη ανάρτηση, αλλά και αν όχι, δεν θα το έκανα την συγκεκριμένη χρονική στιγμή γιατί πολύ απλά, κάποια πράγματα-καταστάσεις λειτουργούν αρνητικά στο υποσυνείδητο ανθρώπων με ελλειπή παιδεία (και ο νοών νοείτο).  
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).
 

 

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2025

545. OLYMPIC OE 80005 ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΗΛΙΑΣ- ΣΚΑΛΙΩΤΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ- ΑΡΑΠΑΚΗΣ ΑΛΕΚΟΣ 1967

Παπαγεωργίου Ηλίας (Ο Σταυραετός)- Σκαλιώτης Βασίλης- Αραπάκης Αλέκος OLYMPIC OE 80005 Βελούχι μου και Παρνασσέ (Τσάμικος) - Η αγάπη μου μπήκε στο χορό (Συρτός) 1967- 45rpm- 7''
«Ο Ηλίας Παπαγεωργίου γεννήθηκε το 1933 στη Λευκάδα Φθιώτιδος με απώτερη καταγωγή τα Πουγκάκια και το Παλαιοχώρι. Σήμερα στα Πουγκάκια Φθιώτιδος δεν υπάρχουν οικογένειες με το επώνυμο Παπαγεωργίου. Αείμνηστος ερμηνευτής των γνήσιων δημοτικών τραγουδιών με κρυστάλλινη φωνή, που ήταν γνωστός και αγαπητός στο πανελλήνιο τόσο από τους δίσκους του, όσο και από τις δεκάδες ελληνικές ταινίες που συμμετείχε στις δεκαετίας 1960 και 1970.
Έζησε στην Αθήνα (Παγκράτι), όπου διατηρούσε καθαριστήριο. Ως το 1985 εμφανιζόταν συχνά στα ραδιοτηλεοπτικά Μέσα και δημιούργησε πολλούς θαυμαστές και εκτεταμένη δισκογραφία. Τα γνωστότερα τραγούδια του  είναι το πανελληνίως γνωστό τσάμικο «Παραμεράτε λυγερές» και τα: «Ένας αητός περήφανος», «Τρεις βλαχοπούλες λυγερές», «Της Ρούμελης η Βαγγελιώ», «Του Ρήγα η Φρόσω», «Ο Λιάκος», «Δεν θέλω μάνα μ’ προξενιά», «Τρεις λαμπαδούλες», «Παλιά μου χρόνια και καιροί», «Η Χάιδω», «Κάτω στο γεροπλάτανο», «Στο χωριό μου θα γυρίσω», «Ο Αριστείδης», κ.α.
Οι LP δίσκοι του  είναι: «Τσάμικα», «Καλαματιανά», «Κοντά σου ήρθα Όλυμπε» (1967), «Ένας αητός περήφανος» (1968), «Ένας λεβέντης πέρασε» (1968), «Τραγουδισμένη Ρούμελη» (1970), «Στο χωριό μου θα γυρίσω» (1971), «Ιτιά, ιτιά και πλάτανε» (1972), «Παλιά μου χρόνια και καιροί» (1974), «Γλυκοχαράζουν τα βουνά» (1976), «Ρουμελιώτικα» (1977), «Ένα κι ένα» (1979), «Ένας σταυραετός» (1979), «Οι μεγάλες μου επιτυχίες» (1982), «Ο Πλάτανος» (1982), «Έλατα και Θυμάρι Νο 1» (1982), «Χωριό» (1987, συμμετοχή), «Μεγάλες επιτυχίες» (1994, ως τραγουδοποιός-τραγουδιστής).
Πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα και το υψηλότατο ήθος του και η γενναιοδωρία του προς τους φτωχούς και αδύνατους μέχρι που ο θάνατος τον πήρε το 1985...
Ο Ηλίας Παπαγεωργίου, ως δημοτικός τραγουδιστής αλλά και ως άνθρωπος, υπήρξε ο γνήσιος εκφραστής της ρουμελιώτικης λεβεντιάς!»
Στο σημερινό δισκάκι μαζί με τον Παπαγεωργίου, ο Βασίλης Σκαλιώτης στο κλαρίνο και ο Αλέκος Αραπάκης στο βιολί. Βιογραφικά στοιχεία θα βρείτε σε παλαιότερες αναρτήσεις.
Φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).
 

 

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2025

544. ODEON GA 1702 ΑΚΟΣ ΜΑΝΘΟΣ- ΚΑΡΑΚΩΣΤΑΣ ΝΙΚΟΣ 1933

Άκος Μάνθος- Καρακώστας Νίκος ODEON GA 1702 Αναστασιά (Καλαματιανός) - Με γέλασε μια χαραυγή 1933- 78rpm- 10''
«Ο Νίκος Καρακώστας γεννήθηκε το 1881(1882 αναγράφετε στην ταυτότητα) ή το Δεκέμβριο του 1885 στην Κρανιά Ασπροποτάμου του νομού Τρικάλων. Δεν είναι ξεκάθαρο το έτος γέννησης καθώς τα αρχεία της κοινότητας κάηκαν από τους Γερμανούς. Ο πατέρας του, Κώστας Καρακώστας, ήταν τσαρουχάς στο επάγγελμα. Στα 5 του χρόνια ο Νίκος κατέβηκε με την οικογένειά του στην Καλαμπάκα για το σχολείο αλλά και για δουλειά. Στα 11 του χρόνια εγκαταστάθηκε με την οικογένεια του στο Δομοκό.
Εκεί, μαζί με τα άλλα του αδέλφια μάθαινε δίπλα στον πατέρα του την τέχνη του τσαρουχά. Το 1905 παντρεύτηκε και από αυτό το γάμο γεννήθηκαν 13 παιδιά. Στην πορεία κατέβηκε στη Λαμία για την ανάγκη των παιδιών να πάνε στο σχολείο. Στο Δομοκό, στα γύρω χωριά αλλά και στη Λαμία είχε ακούσει τους ξακουστούς οργανοπαίχτες της εποχής και ο ήχος του κλαρίνου τον συνεπήρε. Έπιασε στα χέρια του το κλαρίνο σε ηλικία 20 χρονών (ή κατ’ άλλους 25) και άρχισε να μαθαίνει.
Το παίξιμο του ήταν ξεχωριστό, δωρικό, χωρίς περιττά στολίδια και αναδείκνυε στο έπακρο τις μελωδίες των αυθεντικών δημοτικών τραγουδιών.
Είχε πεντακάθαρο και γρήγορο στακάτο παίξιμο με πολλούς δαχτυλισμούς αλλά όχι περιττούς, παρά μόνο εκεί που χρειαζόταν. Έπαιζε με το δικό του μοναδικό τρόπο τραγούδια όλων των περιοχών της Ελλάδας και αυτό ήταν κάτι που τον ξεχώριζε. Έπαιζε τραγούδια της Θεσσαλίας, της Ηπείρου, της Ρούμελης κτλ και τους έδινε ζωή με το κλαρίνο του. Είχε πανελλήνιο ηχόχρωμα. Ήταν εξαιρετικός και στους αυτοσχεδιασμούς, στα βέρσα, στα ταξίμια. Εκεί φαίνεται η δεξιοτεχνία του κάθε παίχτη και η φαντασία του κι εκεί ο Καρακώστας άφησε το στίγμα του με το δικό του μοναδικό τρόπο.
Όπως όλοι οι παραδοσιακοί οργανοπαίχτες ξεκίνησε να παίζει σε πανηγύρια και σε γάμους.
Συνεργάστηκε δισκογραφικά με όλους τους μεγάλους τραγουδιστές εκείνης της εποχής όπως τον Γιώργο Παπασιδέρη, τον Γιώργο Νάκο, την Γεωργία Μηττάκη, Μιχάλη Καλλέργη, Ρίτα Αμπατζή και άλλους. Επίσης πολλά οργανικά κομμάτια με το παίξιμό του έχουν μείνει στην ιστορία. Μαζί με τον Γιώργο Ανεστόπουλο και το Νίκο Ρέλλια έχουν τις περισσότερες συμμετοχές σε ηχογραφήσεις μέχρι το 1950. Το  1925 περίπου τον κάλεσαν να παίξει στο ιστορικό κέντρο παραδοσιακής μουσικής της Αθήνας , στο φημισμένο ¨Έλατο¨. Εκεί ο Καρακώστας άφησε εποχή. Ήτανε μεγάλο όνομα και ο κόσμος πήγαινε να τον ακούσει οπωσδήποτε όταν μάθαιναν ότι έπαιζε εκεί. Ήταν ο μόνος από τους διάσημους παραδοσιακούς οργανοπαίχτες της εποχής ο οποίος δεν πήγε στην Αμερική.
Έφυγε στις 27 Φεβρουαρίου του 1955 πάνω σε ένα αποκριάτικο γλέντι. Είχε ζητήσει να γραφτεί πάνω στον τάφο του: «Εγώ φτωχός γεννήθηκα φτωχός και θα πεθάνω μα μερακλής να γράψετε στον τάφο μου απάνω».
Ο Νίκος Καρακώστας μας άφησε παρακαταθήκη σπουδαίες και αξεπέραστες εκτελέσεις. Μέσα από το κλαρίνο βρήκε τον τρόπο να εκφράσει τις χαρές, τις λύπες, τους καημούς και τα μεράκια του λαού. Για αυτό το λόγο το παίξιμό του είναι μοναδικό, ξεχωριστό και ο ίδιος έμεινε στην ιστορία. Για πολλούς θεωρείται ο κορυφαίος κλαρινίστας που πέρασε ποτέ.»
Στο σημερινό γραμμοφωνικό δίσκο, από τους λίγους που το παίξιμο του Καρακώστα έρχεται σε δεύτερη μοίρα. καθώς στο τραγούδι έχουμε την ωραία φωνή του Μάνθου Άκου.
Ο Μάνθος Άκος από την Ήπειρο, έχει τραγουδήσει 7 δημοτικά τραγούδια, ξεκινώντας το 1933, με συνοδεία στο κλαρίνο τον Νίκο Καρακώστα. Δυστυχώς βιογραφικά στοιχεία και φωτογραφικό υλικό δεν υπάρχουν. Ίσως να εικονίζεται στις παραπάνω ομαδικές φωτογραφίες του Καρακώστα.
Φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο ….(εδώ).
 



Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2025

543. ΒΕΝΤΕΤΤΑ ΒΕ-110 ΚΑΛΟΜΟΙΡΗΣ ΓEΩΡΓIΟΣ- ΜΑΡΚΟΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ- ΠΑΠΟΥΤΣΑΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ 1967

Καλομοίρης Γεώργιος (Γιωργαντός)- Μαρκογιαννάκης Ιωάννης (Μαρκογιάννης)- Παπουτσάκης Γεώργιος ΒΕΝΤΕΤΤΑ ΒΕ-110 Νέος συρτός Πισκοπιανός - Παλιά αγαπητικιά μου (Καλαματιανός) 1967- 45rpm- 7''
«Ο Γιώργης Καλομοίρης (Γιώργαντος) γεννήθηκε στα Ανώγεια το 1931. Τα πρώτα βήματα στη μουσική, έγιναν από μικρό παιδί, στο Περαχώρι, εκεί που όλοι οι μερακλήδες του χωριού, στην παρέα του; έπαιρναν μαζί και τους πιτσιρικάδες λυράρηδες, για να συμμετέχουνε και αυτοί, σε κείνη την πανδαισία της αντιστοίχησης των συναισθημάτων. Ο Στραβός (Πασπαράκης Μανόλης), ο Κουρκούτης (Μανουράς Γιώργης), ο Κίτσος (Ξυλούρης ο Γιώργης), και ο Σωκράτης ο Κοκορδούλης, είναι οι πρώτοι παλιοί λυράρηδες της εποχής που επηρέασαν τον Καλομοίρη το Γιώργη.
Ήταν ο Γιωργαντός μόλις 12 χρονών που έπαιξε για πρώτη φορά λύρα, με τους μερακλήδες σε παρέα. Οι συνθήκες μέσα στην κατοχή, για ένα παιδί μόλις 12-13 χρονών, δεν ήταν οι κατάλληλες για να αποδώσει στη "θεά Λύρα", αλλά έχοντας δίπλα του, σε όλο το χωριό αυτούς τους αγγέλους μερακλήδες, δεν μπορούσε παρά να επηρεασθεί και να γενεί αποδέκτης, των συναισθημάτων του λαϊκού πολιτισμού και της ευαισθησίας που κουβαλάει ο Ανωγειανός και να διδαχθεί από τους γλεντζέδες, που ανάθρεφαν τόσους και τόσους καλλιτέχνες.
Το πρώτο επαγγελματικό γλέντι έγινε στ' Ανώγεια το 1948, σ' ένα γάμο και έπαιξαν μαζί με τον αξέχαστο Νίκο Ξυλούρη που σαν κοπέλια ετότεσας μαθαίνανε μαζί τη λύρα. Ήταν η απαρχή της προοπτικής του καλλιτέχνη, για να ξεπεράσει τα σύνορα του χωριού και άρχισε να κατεβαίνει στο Ηράκλειο, στην Πεδιάδα, στο Μονοφάτσι, στο Ρέθυμνο και σ' όλη την Κρήτη. Πρώτη φορά παίζει στο Ηράκλειο, στου Χαρίλαου την ταβέρνα στον Πόρο. Στη συνέχεια έπαιξε στο πρώτο Κρητικό κέντρο του Ηρακλείου στον "Ερωτόκριτο". Ο Καλομοίρης ο Γιώργης είναι από τους πρώτους λυράρηδες στο Ηράκλειο, που επέβαλαν τη λύρα και γενικότερα την Κρητική Μουσική την δεκαετία των ονείρων, της ευαισθησίας, των τεχνών και των γραμμάτων, την δεκαετία του 60.
Στην συνέχεια η Κρήτη της Αθήνας, το 1970 τον "απέσπασε" προσφέροντας για εφτά χρόνια την σφραγίδα του στη Κρητική μουσική, στην Αττική στα Κρητικά κέντρα "Κονάκι" και "Αγρίμια" και ξαναγιαέρνει στο Ηράκλειο το 1977 στο "Λιμενικό Περίπτερο" όπου μέχρι και το 1995, δημιουργεί ένα αξεγόραστο και απλό στέκι των μερακλήδων της Κρητικής Μουσικής, δίπλα στην ώρες ώρες φουσκοθάλασσα του Κρητικού πελάγους και άλλες στιγμές, στην απαστράπτουσα από φως και ηρεμία, απέραντη θάλασσα του Μεγάλου Κάστρου, δίπλα στα κάστρα της αρμύρας και του φωτός, τραγουδώντας τους καημούς και τις λαχτάρες ετο "Ζορμπάς".
  Ο Καλομοίρης ο Γιώργης, σε όλη του τη διαδρομή, συνεργάστηκε με κορυφαίους λαγουθιέρηδες μεταξύ άλλων και οι: Φασουλάς Ζάχαρης, Κουμιώτης Γιώργης, Τσαγκαράκης Δημήτρης, Νίκος Μανιάς, Μαρκογιαννάκης Γιάννης, Ξυλούρης Γιάννης, Λαρετζάκης Μανώλης, Χαριτάκης Λάμπρος, Κουμιώτης Μανώλης, Ξυλούρης Βασίλης.
Πρώτος δίσκος του, 78 στροφών, το 1958 με το εκπληκτικό τραγούδι "Έγινες μάγισσα για με" και "Δυστυχισμένος βρίσκομαι", επόμενος δίσκος 78 στροφών "Κυπριωτοπούλα μου" το 1959, δίσκους μικρούς 45 στροφών έγραφε από το 1958 μέχρι και το 1968 γύρω στους 50.
Όμως δεν πρέπει να ξεχάσουμε να αναφερθούμε, πως το ταξίδι της μετανάστευσης των Ελλήνων εκείνες τις δύσκολες δεκαετίες, έφερε πολλούς καλλιτέχνες της Κρητικής μουσικής κοντά στην Κρήτη του Καναδά, την Κρήτη της Αμερικής την Κρήτη της Αυστραλίας και στην Κρήτη της Ευρώπης. Εκεί βρέθηκε ο Γιώργης με τους συνεργάτες του, μεταφέροντας την γλυκιά ζεστασιά και την ευαισθησία, που χωρίς αυτήν οι Κρήτες όπου και να 'ναι αισθάνονται ορφανοί…..»
Στο σημερινό δισκάκι ο Καλομοίρης στη λύρα και ο Μαρκογιάννης με τον Γιώργη Παπουτσάκη στα λαούτα, σε στίχους του Νίκου Μανιά. Στον καλαματιανό ακούγεται και γυναίκα στα φωνητικά αλλά δεν αναγράφετε στις ετικέτες. Το δισκάκι έκοψε με δυο διαφορετικές ετικέτες.
Φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο ….(εδώ).


 

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2025

542. PAN-VOX PAN 6428 ΜΑΡΑΓΚΑΚΗΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ- ΔΡΑΚΑΚΑΚΗΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ 1972

Μαραγκάκης Εμμανουήλ- Δρακακάκης Στυλιανός PAN-VOX PAN 6428 Συρτός Μαλεμιανός - Το γραμμάτιο 1972- 45rpm- 7''
Ο Μανώλης Μαραγκάκης (βλέπε και ανάρτηση 127) γεννήθηκε στον Πλακιά, Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου. Συνεργάστηκε με τον Μάρκο Νενεδάκη σε ένα 45άρι και με τον Δρακακάκη Στέλιο σε τέσσερα 45άρια και ένα LP δίσκο με τίτλο ¨Κρητική Λεβεντιά¨. Στην δισκογραφία εμφανίζεται τέλη δεκαετίας 60 με μέση δεκαετίας 70. Το 1991 κυκλοφόρησε και προσωπικό cd.
Επίσης εμφανιζόταν στο  κέντρο ¨Το φαράγγι¨ με τον Βασίλη Κατσαμά και τον Μιχάλη Ρουσσάκη.
Αργότερα τον εντοπίζουμε στην Αδελφότητα Κρητών Πειραιά ¨Η Ομόνοια¨, να παραδίδει μαθήματα λύρας.
Ο Στέλιος Δρακακάκη (στο λαούτο) με καταγωγή από το Ελληνικό (μικρό χωρίο μεταξύ Συριλίου και Ζουνακίου) Κυδωνίας Χανίων. Αυτό μαρτυρούν και τα τραγούδια που έχει γράψει (Μαλεμιανός και ο Ντεριανός συρτός) με τον Μαραγκάκη. Δισκογραφικά έχει συνεργαστεί μόνο με τον Μαραγκάκη.   
Φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο ….(εδώ).