Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2025

534. PARLOPHONE B 74350 ΜΗΤΤΑΚΗ ΓΕΩΡΓΙΑ- ΑΝΕΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ 1955

Μηττάκη Γεωργία- Ανεστόπουλος Γιώργος PARLOPHONE B 74350 Μια μικρή τσελιγγοπούλα (Τσάμικο) - Μήτραινα (Κλέφτικο) 1955- 78rpm- 10''
 
"Η Γεωργία Μηττάκη (βλέπε και αναρτήσεις 50, 216, 262, 327 και 369) γεννήθηκε το 1911 στην Αυλώνα Αττικής. Το 1929 ήρθε και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Το 1930 παντρεύεται με τον Γεώργιο Μηττάκη και αρχίζει την λαμπρή καριέρα της σαν τραγουδίστρια που κράτησε για 30 ολόκληρα χρόνια.
Η Γεωργία τραγούδησε κυρίως δημοτικά τραγούδια αλλά και αρκετά Σμυρναίικα και Ρεμπέτικα τραγούδια των συνθετών Σπύρου Περιστέρη, Στέλιου Παντελίδη, Κώστα Σκαρβέλη, Παναγιώτη Τούντα και άλλων συνθετών της δεκαετίας του 1930. Χαρακτηριστικό είναι ότι τραγούδησε το πρώτο τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη «Σ’ ένα τεκέ μπουκάρανε».
Το είδος τραγουδιού στο οποίο διακρίθηκε ήταν το δημοτικό. Μάλιστα δε, στα τέλη της δεκαετίας του 1950 με αρχές του 1960 πραγματοποιεί δύο ταξίδια στην Αμερική, όπου και αποθεώνεται από τους Έλληνες ομογενείς. Την ίδια μάλιστα περίοδο πραγματοποιεί μερικές ενδιαφέρουσες ηχογραφήσεις επίσης στην Αμερική.
Το 1965 κάνει τις τελευταίες της ηχογραφήσεις πριν αποσυρθεί για λόγους υγείας. Τελικά η Γεωργία Μηττάκη άφησε την τελευταία της πνοή στις 28 Φεβρουαρίου του 1977 στην γενέτειρα της Αυλώνα."
"Ο Γιώργος Ανεστόπουλος (βλέπε παλαιότερες αναρτήσεις) γεννήθηκε στην Αρκίτσα Φθιώτιδας το 1904. Ήταν ο πρώτος κλαριντζής της περιοχής. Πριν παίξει κλαρίνο έπαιζε φλογέρα. Αυτοδίδακτος στο κλαρίνο. Λίγα πράγματα έμαθε από άλλους. Στα δεκαπέντε του χρόνια είχε αρχίσει να μαθαίνει την τέχνη του. Άρχισε από τους γάμους και τα πανηγύρια και γρήγορα έγινε γνωστός και σε άλλα διαμερίσματα της χώρας. Συνόδευσε εκατοντάδες ερμηνευτές και ερμηνεύτριες δημοτικών τραγουδιών.
Όλοι τους τον προτιμούσαν γιατί προσαρμοζόταν εύκολα στη φωνή του ερμηνευτή. Ήταν συνεπής στη δουλειά του. Αναμφίβολα μαζί με τον Νίκο Καρακώστα ήταν στην πρώτη γραμμή της παλιάς γενιάς. Είχε εντελώς δικό του τρόπο παιξίματος. Διασκέδασε για πολλές δεκαετίες τους φίλους του δημοτικού τραγουδιού με το γλυκό παίξιμό του. Πέθανε το 1979."
Εξαιρετική η φωνή της Μηττάκη σε συνδυασμό με το μουσικό της ταίρι τον Ανεστόπουλο, σε ένα πολύ δυνατό γραμμοφωνικό δίσκο.  
Φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο ….(εδώ).
 

 

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2025

533. PANIVAR PA-303 ΣΩΠΑΣΟΥΔΑΚΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ- ΚΟΤΖΑΜΠΑΣΑΚΗΣ ΜΙΝΩΣ- ΚΑΤΣΑΜΠΑΣΑΚΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ 1970

Σωπασουδάκης (Σοπασουδάκης) Βασίλης- Κοτζαμπασάκης (Κοτσαμπασάκης) Μίνως- Κατσαμπασάκης Μιχάλης PANIVAR PA-303 Είσαι φονιάς αγάπη μου - Κρήτη μάνα μας γλυκιά 1970- 45rpm- 7''
 
Στο σημερινό δισκάκι λύρα παίζει ο Βασίλης Σωπασουδάκης. Βιογραφικά στοιχεία δυστυχώς δεν κατάφερα να βρω. Στο διαδίκτυο κυκλοφορεί ένα βίντεο του Γιάννη Παυλιδάκη από τοπικό κανάλι της Κρήτης με τον Σωπασουδάκη να παίζει λύρα. Δισκογραφικά έχει το σημερινό δισκάκι και συμμετοχή σε ένα 45άρι συλλογή της Πάνιβαρ.
Από το αρχείο του Ιδομενέα Παπαδογιάννη (περιοδικό Κρήτη) και το διαφημιστικό που θα βρείτε στο φάκελο, βλέπουμε ότι έχει συνεργαστεί με τον λαουτιέρη Ντίνο Μπαραδάκη στο κέντρο ¨Τ’αστέρια¨. Στο σημερινό δισκάκι στα λαούτα είναι ο Μίνως (στο δισκάκι αναγράφει Μηνάς) Κοτσαμπασάκης και ο Μιχάλης Κατσαμπασάκης που πιθανόν να είναι Κοτσαμπασάκης και να είναι συγγενής με τον Μίνω. Παρακάτω σύντομο βιογραφικό για τον Μίνω Κοτσαμπασάκη μιας και αναφερθήκαμε πρόσφατα σε αυτόν.
«Ο Μίνως Κοτζαμπασάκης γεννήθηκε το 1939 στο χωριό Καλογέρου του Αμαρίου Ρεθύμνου και έζησε εκεί τη δύσκολη περίοδο της Κατοχής. Έχει έναν αδερφό ο οποίος είναι γιατρός, ο ίδιος όμως δεν προχώρησε στα γράμματα και πήγε σε ηλικία έντεκα ετών στην πόλη του Ρεθύμνου όπου τελείωσε τρεις τάξεις του γυμνασίου και στη συνέχεια έμαθε την τέχνη του επιπλοποιού. Άνοιξε μάλιστα σε λίγα χρόνια ένα επιπλοποιείο στο Καμαράκι στο κέντρο της πόλης.
Με το λαγούτο ασχολήθηκε τυχαία όταν ένας χωριανός του που είχε λαγούτο του έδειξε λίγο τα πατήματα. Παρατήρησε λοιπόν ότι ο Μίνως είχε μουσικό αυτί και πολύ εύκολα μπόρεσε να βγάλει σχετικά καλά ένα τραγούδι και του είπε να συνεχίσει.
Ο Μίνως άρχισε να σκέφτεται ότι θα μπορούσε να μάθει λαγούτο και πήγαινε στου λαγουτιέρη Μάρκου Φουρναράκη ο οποίος διατηρούσε ραφείο και το βράδυ του έδειξε μερικά πράγματα με πρώτο τραγούδι το «Ζωή σαν δε μου χάρισες» που μετά έγινε μεγάλη επιτυχία.
Έτσι σε λίγο καιρό μπορούσε να παίζει κάποια τραγούδια χωρίς ωστόσο να είναι έτοιμος για να βγει σε πάλκο. Όμως σε έξι μήνες ο λυράρης Γιώργος Σκουλουφιανάκης από τους Αποστόλους ήταν καλεσμένος να παίξει στον γάμο του Κοτσίφη από τους Βολιώνες και έψαχνε λαγουτιερη οπότε ρώτησε τον Φουρναράκη αλλά εκείνος δεν ήταν διαθέσιμος και του πρότεινε τον Μίνω ο οποίος αν και είχε αντιρρήσεις θεωρώντας ότι δεν ήταν έτοιμος τελικά δέχτηκε.
Έτσι το πρώτο του γλέντι ήταν σε αυτό τον γάμο και θυμάται ότι το χέρι του πρήστηκε διότι δεν ήταν συνηθισμένος.
Τα καλά σχόλια που άκουσε από τον κόσμο τον έκαναν να συνεχίσει και να μαθαίνει πολλά τραγούδια της εποχής χωρίς να έχει κάποιον δάσκαλο.
Στη συνέχεια τον κάλεσαν στον κρατικό ραδιοφωνικό σταθμό Χανίων όπου έπαιζε με διάφορους λυράρηδες όπως ο Γεράσιμος Σταματογιαννάκης, ο Καλαϊτζάκης (Πήλινος), ο Νίκος Σωπασής και άλλοι ενώ εκεί γνώρισε τον Μιχάλη Παπαδάκη ή Πλακιανό, την ανιψιά του Ασπασία Παπαδάκη, τον Νίκο Ξυλούρη (Ψαρονίκο) και άλλους. Παράλληλα στο Ρέθυμνο σε διάφορες εκδηλώσεις ή παρέες έπαιξε με πρωτομάστορες όπως ο Λαγός, ο Καρεκλάς και ο Καραβίτης ο Πλακιανός και ο Μουντάκης….»
Φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο ….(εδώ).
 

 

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2025

532. COLUMBIA SCDG 3809 ΞΥΛΟΥΡΗΣ ΝΙΚΟΣ- ΞΥΛΟΥΡΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ- ΑΕΡΑΚΗΣ ΣΤΕΛΙΟΣ 1969

Ξυλούρης Νίκος (Ψαρονίκος- Ο Αρχάγγελος της Κρήτης)- Ξυλούρης Γιάννης (Ψαρογιάννης)- Αεράκης Στέλιος COLUMBIA SCDG 3809 Μηνάς μου (Συρτό) - Δικαίωμα μου ν' αγαπώ 1969- 45rpm- 7''
 
«Ο Νίκος Ξυλούρης ή Ψαρονίκος, γεννήθηκε το 1936, στα Ανώγεια Μυλοποτάμου Ρεθύμνου της Κρήτης από οικογένεια με μουσική παράδοση και πολλούς λυράρηδες. Στα πέντε του χρόνια, όταν οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό του, ξεριζώθηκε από τον τόπο του μαζί με τους υπόλοιπους κατοίκους, οι οποίοι μεταφέρθηκαν σε χωριό της επαρχίας Μυλοποτάμου όπου παρέμειναν μέχρι και την απελευθέρωση της Κρήτης. Αδέλφια του είναι οι επίσης γνωστοί μουσικοί της κρητικής μουσικής ο Αντώνης Ξυλούρης (Ψαραντώνης) και ο Γιάννης Ξυλούρης (Ψαρογιάννης) .
 Σε νεαρή ακόμα ηλικία με τη βοήθεια του δασκάλου του κατάφερε να πείσει τον πατέρα του να του αγοράσει την πρώτη του λύρα και πολύ γρήγορα άρχισε να παίζει σε γάμους και πανηγύρια. Στα 17 του αποφάσισε να μετακομίσει στο Ηράκλειο και έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο “Κάστρο”. Τα πράγματα όμως δεν ήταν όπως τα περίμενε γιατί βρέθηκε αντιμέτωπος με τη “μόδα” της Ευρωπαϊκής μουσικής, κάτι τελείως ξένο για αυτόν. Τα έσοδα του μόλις και μετά βίας έφταναν να τον συντηρήσουν και πέρασε δύσκολες εποχές.
Γνώρισε την Ουρανία Μελαμπιανάκη, στις 21 Μαΐου του 1958 παντρεύτηκαν και τον ίδιο Σεπτέμβρη μετακόμισαν στο Ηράκλειο Κρήτης.
Σιγά σιγά οι Κρητικοί άρχισαν να τον στηρίζουν και να οργανώνουν γλέντια για να τον ακούν να παίζει. Έτσι άρχισε να γίνεται γνωστός και το Νοέμβριο του 1958 ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο με τίτλο “Μια μαυροφόρα που περνά”. Ο δίσκος αγαπήθηκε από το κοινό κι έτσι ο Νίκος ηχογράφησε κι άλλα τραγούδια σε δίσκους των 45 στροφών. Το 1960 γεννήθηκε ο γιος του Γιώργος και το [1966 η κόρη του Ρηνιώ. Την χρονιά της γέννησης της κόρης του κέρδισε και το πρώτο βραβείο σε ένα φεστιβάλ μουσικής στο Σαν-Ρέμο παίζοντας με τη λύρα του ένα συρτάκι. Την επόμενη χρονιά άνοιξε στο Ηράκλειο το μουσικό κέντρο “Ερωτόκριτος” και πλέον δεν ανησυχεί για την επιβίωση του.
Το 1969 ηχογράφησε με μεγάλη επιτυχία το δίσκο “Ανυφαντού” και λίγους μήνες αργότερα εμφανίστηκε και πάλι σε Αθηναϊκό μουσικό κέντρο. Οι καταστάσεις όμως πλέον είχαν ωριμάσει και ο κόσμος τον υποστήριζε περισσότερο. Έτσι μετακόμισε και πάλι στην Αθήνα. Γνώρισε τον ποιητή και σκηνοθέτη Ερρίκο Θαλασσινό ο οποίος αποφάσισε να τον συστήσει στο Γιάννη Μαρκόπουλο και έτσι ξεκίνησε μια λαμπρή συνεργασία με το δίσκο “Χρονικό” και τα “Ριζίτικα”. Παράλληλα γνωρίστηκε με τον διευθυντή της δισκογραφικής εταιρίας COLUMBIA και έγιναν κουμπάροι.
Για το ποιος «ανακάλυψε» το Νίκο Ξυλούρη, τα λεγόμενα της συζύγου του κ. Ουρανίας Ξυλούρη όπως δημοσιεύτηκαν σε σχετικά αφιερώματα των περιοδικών «Δίφωνο» και «Μονογραφίες» είναι διαφορετική από αυτήν που συνήθως επικρατεί σε αρκετές βιογραφίες του Νίκου Ξυλούρη, ότι τον ανακάλυψε ο Ερρίκος Θαλασσινός και τον ανέδειξε ο Γιάννης Μαρκόπουλος. Η ανάδειξη του Ξυλούρη οφείλεται στο τραγούδι του «Ανυφαντού» και το πρόσωπο που τον ανακάλυψε και τον ανέδειξε ήταν ο διευθυντής της δισκογραφικής εταιρείας «Κολούμπια» Τάκης Λαμπρόπουλος, ο οποίος τον ηχογράφησε σε ένα γαμήλιο γλέντι στα Ανώγεια και έστειλε την κασέτα στον συνθέτη Σταύρο Ξαρχάκο ο οποίος ήταν τότε στο Παρίσι, προκειμένου να ακούσει τη φωνή του Ανωγειανού Λυράρη. Οι εφημερίδες της εποχής έγραψαν ότι ο Λαμπρόπουλος πήγε στην Κρήτη όπου ανακάλυψε μια σπουδαία και σημαντική φωνή. Από εκεί πληροφορήθηκε ο Γιάννης Μαρκόπουλος για το Νίκο Ξυλούρη και του πρότεινε τα τραγούδια του «Χρονικού».
Το 1971 ξεκίνησε κοινές εμφανίσεις με το Γιάννη Μαρκόπουλο στη μπουάτ “Λήδρα” και η φωνή του έγινε σύμβολο της αντίστασης. Συνεργάστηκε στενά, εκείνα τα χρόνια, με τον Θρακιώτη τραγουδοποιό Θανάση Γκαϊφύλλια στις μπουάτ της Πλάκας και σε συναυλίες σε όλη την Ελλάδα. Το καλοκαίρι του 1973 τραγούδησε στο θεατρικό έργο «Το μεγάλο μας τσίρκο» με πρωταγωνιστές τον Κώστα Καζάκο και τη Τζένη Καρέζη στο θέατρο “Αθήναιον”.
Ο Νίκος Ξυλούρης στην ακμή της καριέρας του αντιλήφθηκε ότι έχει καρκίνο και πιο συγκεκριμένα όγκο στον εγκέφαλο. Μετά από μεγάλο αγώνα, πολλαπλές εγχειρήσεις και αρκετή ταλαιπωρία έχασε τη μάχη στο Νοσοκομείο Πειραιώς στις 8 Φεβρουαρίου 1980 σε ηλικία μόλις 43 χρονών. Με τη φωνή και το ήθος του σημάδεψε τα χρόνια της χούντας, την αντίσταση σε αυτήν, αλλά και τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Όπως ο ίδιος έλεγε μετά τη μεταπολίτευση, αναφερόμενος στους ανθρώπους της μουσικής βιομηχανίας “εγώ τους ίδιους ανθρώπους έβλεπα να κανονίζουν επί χούντας, τους ίδιους βλέπω και τώρα”. Είναι ενταφιασμένος στο πρώτο νεκροταφείο Αθηνών.»
«O Γιάννης Ξυλούρης γεννήθηκε στα Aνώγεια Μυλοποτάμου Ρεθύμνου το 1943. Ανήκει κι αυτός στη μεγάλη οικογένεια των Ξυλούρηδων, που εδώ και τέσσερις γενιές τροφοδοτεί με θεσπέσιους ήχους την Κρητική – και όχι μόνο – μουσική. Εγγονός του Kαραμουζαντώνη που έγραψε ιστορία με τη λύρα του, αδερφός του Νίκου Ξυλούρη και του Ψαραντώνη, ο Γιάννης Ξυλούρης δεν μπορούσε παρά να ακολουθήσει κι αυτός τον ίδιο δρόμο των άξιων λυράρηδων και τραγουδιστών.
Στα πέντε του χρόνια το 1948, ήρθε σε επαφή με το πρώτο του όργανο το μαντολίνο και στη συνέχεια με το λαούτο και τη λύρα. Μαθητής ακόμα του δημοτικού, ο Γιάννης μιλεί με τα παραδοσιακά μουσικά όργανα της πατρίδας του εκείνη τη μυστική γλώσσα που μονάχα όσοι έχουν ένα ιερό πάθος να τους καίει τα σωθικά, μπορούν να μιλήσουν. Δώδεκα χρονών συνοδεύει, με το λαούτο στο χέρι, τον αδερφό του Nίκο. Δεκατεσσάρων χρονών το 1957, πραγματοποιεί την πρώτη του δισκογραφική δουλειά μαζί με το Nίκο Ξυλούρη. Δεκαεπτά χρονών το 1960, θεωρείται ήδη ένα από τα καλύτερα λαούτα της Κρήτης και οι πιο σπουδαίοι λυράρηδες επιδιώκουν συνεργασία μαζί του.
Το λαούτο του έχει συνοδέψει τους πιο γνωστούς λυράρηδες του νησιού. O Γιάννης Ξυλούρης όμως δεν περιορίστηκε στο λαούτο και στο μαντολίνο, τα δύο όργανα που λάτρεψε από παιδί. Ανοίχτηκε σε άλλους ορίζοντες, στη λύρα, στο τραγούδι, στη σύνθεση δικών του τραγουδιών. Προικισμένος με μια σπάνια φαντασία και με μια άψογη τεχνική, ο Γιάννης Ξυλούρης άρχισε να συνθέτει σύγχρονα Kρητικά τραγούδια που θα τα ζήλευαν πολλοί καταξιωμένοι και σπουδασμένοι συνθέτες μας.
Γνωρίζοντας καλά τη μουσική του τόπου του ως αυθεντικό ταλέντο, αξιοποιεί το μουσικό και καλλιτεχνικό του ένστικτο και ξεδιπλώνει τη σύνθεση με την ίδια ευκολία που τραγουδά μαντινάδες ή δονείται στο ρυθμό ενός χορού.  O Γιάννης πατά σταθερά στην παράδοση, αλλά προσπαθεί να αξιοποιήσει και τις αρετές της έντεχνης μουσικής προκειμένου να συγκροτήσει και να τοποθετήσει σε στέρεες βάσεις την πρότασή του. Έντονη είναι η καλλιτεχνική του παρουσία με πολλές συναυλίες και εμφανίσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Στη πολύχρονη μουσική του σταδιοδρομία συνεργάστηκε εκτός από τους αδερφούς του Nίκο και Aντώνη και με τον Kώστα Mουντάκη, κυρίως τη δεκαετία του ’60, καθώς και με το Βασίλη  Σκουλά, ξεκινώντας ένα μοναδικό και μακρύ κατάλογο δισκογραφικών εκδόσεων που τον καθιερώνουν ως τον περισσότερο ηχογραφημένο λαγουτιέρη στην Κρητική μουσική την εποχή εκείνη.
Δημιουργική υπήρξε επίσης και η συνεργασία του με διάφορα μουσικά σχήματα από την Ήπειρο, τα νησιά του Αιγαίου, τη Μικρά Aσία και με γνωστούς Έλληνες μουσικοσυνθέτες που καθόρισαν με τη δουλειά τους το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι. O Γιάννης Ξυλούρης είναι ο καλλιτέχνης που κυριάρχησε στο λαούτο, και έχει να παρουσιάσει μια μοναδική τεχνική, αποτέλεσμα της οποίας, υπήρξε μια πληθώρα έξοχων εκτελέσεων, σε δεκάδες δίσκους, που έχουν τη σφραγίδα της τελειότητας.»
Σύντομα βιογραφικά για τον Ψαρονίκο και τον Ψαρογιάννη, από την σελίδα του Δήμου Ανωγείων. Περισσότερα βιογραφικά στοιχεία σε παλαιότερες αναρτήσεις, τόσο για τους Ξυλούρηδες όσο και για τον Στέλιο Αεράκη που τους συνοδεύει στην πρώτη πλευρά.
Δυο από τα κλασικά τραγούδια του Ψαρονίκου στο σημερινό δισκάκι. Εξαιρετικά παιξίματα και από τον Ψαρογιάννη και τον Αεράκη.
Φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο ….(εδώ).
 

 

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2025

531. TERPSIS TER 3 ΚΑΛΑΪΤΖΑΚΗΣ ΑΡΤΕΜΗΣ 1972

Καλαϊτζάκης Αρτέμης TERPSIS TER 3 Στεναγμοί (Λαϊκό) - Είσαι ανθός (Τσιφτετέλι) 1972- 45rpm- 7''
 
«Ο Αρτέµης Καλαϊτζάκης (βλέπε και ανάρτηση 195), γεννήθηκε το 1916  και πέθανε το 1992, στο Γαβαλοχώρι Αποκορώνου.
Πολλοί συγχωριανοί του και άνθρωποι που τον γνώριζαν έλεγαν ότι ήταν ανήσυχο καλλιτεχνικό πνεύμα. Υποδηματοποιός στο επάγγελμα που έπαιζε και επαγγελματικά λύρα. Ασχολήθηκε µε τη λύρα και κατάφερε να γίνει ένας αξιόλογος αυτοδίδακτος λυράρης ενώ συνήθως συνεργαζόταν µε το συγχωριανό του λαγουτιέρη Μανώλη Κρασάκη επίσης υποδηματοποιό. Έχει αφήσει δισκογραφικό έργο µε γνωστότερο το δίσκο του ,45 στροφών, «Κρήτη Αστερογέννητη» (θα αναρτηθεί μελλοντικά) που παίζει λύρα και τραγουδάει, ενώ τον συνοδεύει στο λαγούτο ο Βασίλης Μανουδάκης από το Μάλεμε Χανίων. Προτοµή του Αρτέμη Καλαϊτζάκη µε τη λύρα του, υπάρχει στον τάφο του στο νεκροταφείο Γαβαλοχωρίου.
Δισκογραφικά έχει έξι 45άρια. Έχει συνεργαστεί εκτός από τον Μανουδάκη και με τον Σκαράκη Βαγγέλη. Το σημερινό 45άρι είναι το μοναδικό του, σε λαϊκό ύφος, χωρίς να δίνονται πληροφορίες για την ορχήστρα με τον Αρτέμη να παίζει και λύρα.»
Σύντομο βιογραφικό από την έκδοση της Ομοσπονδίας Σωματείων Αποκορώνου "Λαϊκοί μουσική παράδοση και καλλιτέχνες του Αποκορώνου" που επιμελήθηκαν ο Γιάννης Κ. Λεντάρης και Γιώργος Π. Γιακουμινάκης τον Ιούνιο του 2013.
Στις παραπάνω φωτογραφίες εικονίζονται άγνωστοι οργανοπαίκτες.
Φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο ….(εδώ).
 

 

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2025

530. LIBERTY L 216 ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ- ΛΙΝΤΑ ΜΑΙΡΗ- ΝΙΝΟΥ ΜΑΡΙΚΑ 1954

Τσιτσάνης Βασίλης (Βλάχος)- Λίντα (Δημητροπούλου) Μαίρη- Νίνου Μαρίκα (Ευαγγελία "Βανούι" Ανταμιάν- Νικολαΐδου) LIBERTY L 216 Για να σε κάνω άνθρωπο (Ζεϊμπέκικο) - Ζαΐρα (Ανατολίτικο) 1954- 78rpm- 10''
 
«Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 18 Ιανουαρίου 1915 από Ηπειρώτες γονείς οι οποίοι κατέβηκαν από τα Άγραφα. Τσαρουχάς ο πατέρας του, είχε ένα μαντολίνο με το οποίο έπαιζε σχεδόν αποκλειστικά κλέφτικα τραγούδια της πατρίδας του. Αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα του μικρού Βασίλη μαζί με τις βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην εκκλησία. Στα 11 χρόνια του χάνει τον πατέρα του και μόνον τότε πέφτει στα χέρια του το μαντολίνο – το οποίο στο μεταξύ έχει μετατραπεί από κάποιον ντόπιο οργανοποιό σε μπουζούκι.
Στα γυμνασιακά του χρόνια στα Τρίκαλα μαθαίνει παράλληλα βιολί, συμμετέχοντας με αυτό σε τοπικές εκδηλώσεις. Το μπουζούκι όμως, αν και χωρίς κοινωνική καταξίωση στη μικρή τοπική κοινωνία, τραβάει περισσότερο το ενδιαφέρον του. Τα πρώτα του τραγούδια τα γράφει σε ηλικία 15 χρονών. Στα τέλη του 1936 φεύγει από τα Τρίκαλα για την Αθήνα με σκοπό να σπουδάσει νομικά.
Για να συμπληρώσει τα έσοδά του δουλεύει παράλληλα σε ταβέρνες. Σε μια απ’αυτές γνωρίζει τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο ο οποίος τον πηγαίνει σε μια δισκογραφική εταιρεία. Ηχογραφεί για πρώτη φορά το 1937, αλλά το κύριο μέρος των προπολεμικών δίσκων του πραγματοποιείται τα επόμενα χρόνια. Η “Αρχόντισσα” είναι το πιο γνωστό τραγούδι που ηχογραφεί τότε αλλά μαζί μ’αυτό βρίσκουν θέση στη δισκογραφία τραγούδια όπως τα “Να γιατί γυρνώ”, “Γι ‘αυτά τα μαύρα μάτια σου” και πολλά άλλα που ερμηνεύουν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Κερομύτης αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης. Με αυτά τα τραγούδια ο Τσιτσάνης εισήγαγε ένα νέο είδος Λαϊκού τραγουδιού το οποίο αποτείνεται στο πλατύτερο κοινό, σε αντίθεση με το ρεμπέτικο τραγούδι που ενδιαφέρει ένα περιορισμένο κύκλο ακροατών.
Μ’ αυτά απαντά στην λογοκρισία της Μεταξικής δικτατορίας η οποία απαγορεύει τόσο τα προϋπάρχοντα τραγούδια του ρεμπέτικου περιθωρίου όσο και τις εμφανείς ανατολίτικες μελωδίες. Τα χρόνια της κατοχής τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου δουλεύει σε διάφορα μαγαζιά. Αυτά τα χρόνια γράφει πολλά από τα τραγούδια που ηχογραφεί μετά τον πόλεμο όταν άνοιξαν ξανά τα εργοστάσια δίσκων. “Αχάριστη”, “Μπαξέ τσιφλίκι”, “Τα πέριξ”, “Νύχτες μαγικές”, “Ζητιάνος της αγάπης”, “Ντερμπεντέρισσα” και βέβαια τη “Συννεφιασμένη Κυριακή”. Το 1946 εγκαθίσταται ξανά στην Αθήνα και αρχίζει πάλι να ηχογραφεί. Η δεκαετία 1945 – 1955 είναι ίσως η κορυφαία της καριέρας του καθώς γνωρίζει την πλατιά καταξίωση στη δισκογραφία και η πιο μεστή δημιουργικά γι’ αυτόν.
Φέρνει στο προσκήνιο νέες φωνές που υπηρετούν τα τραγούδια του και δένονται μαζί του : τη Μαρίκα Νίνου, τη Σωτηρία Μπέλλου, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη. “Είμαστε αλάνια”, “Πήρα τη στράτα κι έρχομαι”, “Χωρίσαμε ένα δειλινό”, “Τρελός τσιγγάνος”, “Πέφτουν της βροχής οι στάλες”, “Όμορφη Θεσσαλονίκη”, “Αντιλαλούνε τα βουνά”, “Κάνε λιγάκι υπομονή”, “Φάμπρικες”, “Πέφτεις σε λάθη”, “Καβουράκια”, “Κάθε βράδυ λυπημένη”, “Ξημερώνει και βραδιάζει”, “Έλα όπως είσαι”, είναι μερικά μόνο από τα τραγούδια του γι’ αυτή την περίοδο.
Κι ίσως θα’ πρεπε να σημειώσουμε τόσο το μελωδικό πλούτο, όσο και τη δεξιοτεχνία στην απόδοση πολλών απ’ αυτά τα τραγούδια. Χαρακτηριστικές οι εισαγωγές τους – που κάποτε είναι τρείς : ταξίμι, προεισαγωγή, εισαγωγή – δείγματα ιδιαίτερης σπουδής και απίστευτης ευχέρειας στη μελωδική έκφραση.
Καθώς, μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’50, το σκηνικό στο λαϊκό τραγούδι πλατιάς αποδοχής αλλάζει και κυριαρχούν κάποιες αραβικές ή και ινδικές επιρροές, ο Τσιτσάνης προσπαθεί να εγκλιματιστεί χωρίς να εγκαταλείψει το προσωπικό του ύφος. Το ίδιο κάνει και σε επόμενες εποχές που η περιρρέουσα ατμόσφαιρα αλλάζει ξανά.
Χωρίς ποτέ να αποδεχτεί κάποια απ’ τις εποχιακές “μόδες”, παρουσιάζει πάντα κάποια τραγούδια που μπορούν να προστεθούν στα κλασικά του, αν και ανήκουν σε νεότερα χρόνια κι έχουν επιρροές απ’ τον κυρίαρχο ήχο αυτών.
Τραγούδια του ερμηνεύουν ο Καζαντζίδης, ο Μπιθικώτσης,ο Γαβαλάς, ο Αγγελόπουλος, η Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Σταμάτης Κόκοτας κι από κάποιο σημείο και κάτω, κατ’ εξοχήν ο ίδιος. Απ’ αυτά ν’ αναφέρουμε ενδεικτικά : “Ίσως αύριο (1958), “Τα λιμάνια” (1962), “Τα ξένα χέρια”(1962), “Μείνε αγάπη μου κοντά μου”(1962), “Κορίτσι μου όλα για σένα”(1967), “Απόψε στις ακρογιαλιές”(1968), “Κάποιο αλάνι”(1968), “Της Γερακίνας γιος” (1975),”Δηλητήριο στη φλέβα”(1979). Το 1980 με πρωτοβουλία της UNESCO ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο “Χάραμα” – έτσι λεγόταν το μαγαζί στο οποίο ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν τα τελευταία 14 χρόνια της καριέρας του και της ζωής του. Σ’ αυτό το δίσκο παίζει μια σειρά από κλασικά του τραγούδια αλλά και πολλά αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι.
Ο δίσκος αυτός με την έκδοσή του στην Γαλλία (1985) παίρνει το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας CharlesGross. Όμως στο μεταξύ ο κορυφαίος δημιουργός έχει φύγει για πάντα. Το 1984, ακριβώς την ημέρα των γενεθλίων του (18 Ιανουαρίου), πεθαίνει στο νοσοκομείο Brompton του Λονδίνου ύστερα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Μέχρι και 24 μέρες πριν εμφανιζόταν κανονικά σε κέντρο και δούλευε καινούργια τραγούδια…»
«Η Μαίρη Λίντα γεννήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 1936 στον Πύργο Ηλείας και ανατράφηκε σε δύσκολες συνθήκες, κάτι που διαμόρφωσε την αποφασιστικότητα και την εσωτερική της δύναμη. Από παιδί είχε πάθος για τη μουσική και, όπως έχει πει η ίδια, το τραγούδι της έδινε χαρά και ήταν μια μορφή διαφυγής. Στα πρώτα βήματα της καριέρας της, κατάφερε να ξεχωρίσει λόγω της μοναδικής φωνής της και της επιμονής της να κάνει κάτι διαφορετικό: να φέρει μία νέα ερμηνευτική διάσταση στις λαϊκές σκηνές.
Σε ηλικία μόλις 11 ετών γνώρισε τον 24χρονο Μανώλη Χιώτη, ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην καριέρα της και στη ζωή της. Ο Χιώτης είχε ανακαλύψει την ξεχωριστή φωνή της και οι δυο τους έγιναν ένα από τα πιο διάσημα καλλιτεχνικά ζευγάρια της εποχής.
Στην πορεία τους, δεν παρέμειναν στις παραδοσιακές φόρμες του ρεμπέτικου, αλλά υιοθέτησαν στοιχεία της ελαφράς ποπ και σάλσα και μάμπο μουσικής, εισάγοντας το μπουζούκι σε νέα πλαίσια και κάνοντας το ρεπερτόριο πιο προσιτό στο κοινό. Το στιλ τους αποτέλεσε καινοτομία και έκανε τεράστια επιτυχία. Όπως ανέφερε σε συνέντευξή της, «με τον Χιώτη κάναμε τα μπουζούκια πραγματικά λαϊκά».
Το 1959 παντρεύεται τον Χιώτη και μένουν μαζί μέχρι το 1966. Μαζί εμφανίσθηκαν σε αρκετές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Το 1964, κατά τη διάρκεια περιοδείας της με τον Χιώτη στις Ηνωμένες Πολιτείες, τραγούδησε στο Λευκό Οίκο προς τιμήν του προέδρου Λίντον Τζόνσον. Στον κατάλογο των δημοφιλών θαυμαστών του ζεύγους ανήκε επίσης ο θρυλικός Άντονι Πέρκινς καθώς και η παγκοσμίου φήμης σοπράνο Μαρία Κάλλας.
Η παρουσία της Λίντα στο πάλκο αποτέλεσε πραγματική επανάσταση. Ήταν από τις πρώτες γυναίκες τραγουδίστριες που σηκώθηκαν στη σκηνή κατά τη διάρκεια της ερμηνείας, αφήνοντας πίσω την καθιερωμένη στατικότητα της καρέκλας. Με αυτόν τον τρόπο απέδιδε το τραγούδι με κίνηση, φέρνοντας ένταση και δυναμική στην ερμηνεία της. Αυτή της η καινοτομία βοήθησε να αλλάξει η εικόνα της γυναίκας τραγουδίστριας στην Ελλάδα, κάνοντάς την περισσότερο απελευθερωμένη και ενεργή στη σκηνή.
Οι τελευταίες της εμφανίσεις σε νυχτερινά μαγαζιά ήταν: την σεζόν 1995-1996 με την Χαρούλα Αλεξίου στο νυχτερινό κέντρο Νεφέλη, την σεζόν 2002-2003 με την Γλυκερία στο νυχτερινό κέντρο Χάραμα και την σεζόν 2011-2012 με την Άννα Βίσση στο νυχτερινό κέντρο Rex.
Τα τελευταία χρόνια, η Μαίρη Λίντα βρέθηκε σε δύσκολες συνθήκες, με την υγεία της να επιδεινώνεται, κάτι που την οδήγησε σε ίδρυμα φροντίδας. Παρά τη μεγάλη της καριέρα και τις σημαντικές επιτυχίες της, εξέφρασε συχνά την πικρία της για το ότι το ελληνικό καλλιτεχνικό στερέωμα δεν αναγνώρισε πάντα την προσφορά της, ειδικά στα δύσκολα χρόνια της. Όπως είπε χαρακτηριστικά, «Έκανα πολλά για το τραγούδι και το κοινό, αλλά στο τέλος η μοναξιά είναι ο πιο πιστός σύντροφος».
Η Μαίρη Λίντα, με το ταλέντο και την ανεξάντλητη ενέργειά της, κατάφερε να ανατρέψει το καθιερωμένο πρότυπο της γυναικείας παρουσίας στη νυχτερινή διασκέδαση. Με τις εκρηκτικές της εμφανίσεις, όχι μόνο ανέβασε τον πήχη για τις μελλοντικές τραγουδίστριες, αλλά και άλλαξε την εικόνα των μπουζουκιών. Η δυναμική της σκηνική παρουσία και ο τρόπος που καθήλωνε το κοινό, δίνοντας μια νέα διάσταση στο λαϊκό τραγούδι, έκαναν την Μαίρη Λίντα λαϊκό θρύλο.»
«Η Μαρίκα Νίνου γεννήθηκε το 1918 στον Καύκασο. Το πραγματικό της όνομα ήταν Ευαγγελία Νικολαΐδου. Σε ηλικία 10 ετών ήρθε στη Θεσσαλονίκη, και το 1945 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου εμφανίστηκε σε διάφορα νυχτερινά κέντρα, κάνοντας ακροβατικά νούμερα, μαζί με τον άντρα και το παιδί της.
Τον Οκτώβριο του 1948, ο Στελλάκης Περπινιάδης την πήρε κοντά του για τραγουδίστρια στο κέντρο «Φλόριντα» της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, όπου και της έμαθε τα μυστικά του τραγουδιού. Η συνεργασία της με τον Βασίλη Τσιτσάνη το 1949 στο κέντρο «Τζίμης ο Χοντρός» υπήρξε καθοριστική στη ζωή και των δύο. Τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε στο πάλκο και στη δισκογραφία με πλήθος σημαντικών λαϊκών συνθετών, όπως ο Μανώλης Χιώτης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Γιώργος Μητσάκης, ο Απόστολος Καλδάρας κ.ά.
Η μακροβιότερη, όμως, και πιο παραγωγική συνεργασία της ήταν αυτή με τον Τσιτσάνη. Υπήρξε η μούσα, που τον ενέπνευσε όσο καμιά άλλη. Τον Οκτώβριο του 1951 πήγαν μαζί στην Κωνσταντινούπολη. Μετά το ταξίδι αυτό χώρισαν ξαφνικά και η Μαρίκα πήγε στην Αμερική, όπου τραγούδησε δίπλα στον Κώστα Καπλάνη επί δύο χρόνια.
Πριν πάει στην Αμερική είχε κάνει στην Αθήνα εγχείρηση καρκίνου, αλλά στην Αμερική παρουσίασε ραγδαία μετάσταση. Επέστρεψε αμέσως στην Ελλάδα, όπου εργάστηκε για λίγο με φοβερούς πόνους. Πέθανε, σε ηλικία μόλις 39 ετών, στις 23 Φεβρουαρίου του 1957.»
Βασίλης Τσιτσάνης ο ¨Πατριάρχης του Λαϊκού τραγουδιού¨, στο σημερινό Αμερικάνικο δίσκο, που έχει ηχογραφηθεί και κυκλοφορήσει σε δυο δίσκους γραμμοφώνου το 1954 από την Odeon. Συνοδεία στα τραγούδια, για την πρώτη πλευρά η Μαίρη Λίντα και στη δεύτερη, η μούσα του, η Μαρίκα Νίνου.
Το πρώτο ένα εξαιρετικό ζεϊμπέκικο που ακούγεται σε  Ελληνική ταινία με Βασιλειάδου και Χατζηχρήστο αλλά στο τραγούδι δεύτερη φωνή έκανε η Νίνου. Η ταινία του 1955 ¨Πιάσαμε την καλή¨. Το αμέσως επόμενο είναι η ¨Ζαΐρα¨ και μετά τα ¨Καβουράκια¨. 
Ξεφύγαμε λίγο από τα παραδοσιακά μονοπάτια αλλά ποιος ορίζει τι είναι παραδοσιακό;
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο ….(εδώ).
 

 

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2025

529. ODEON 275086 ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ ΜΑΡΚΟΣ- ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ 1939

Βαμβακάρης Μάρκος (Πατριάρχης του ρεμπέτικου- Συριανός- Φράγκος)- Χατζηχρήστος Απόστολος (Σμυρνιωτάκι) ODEON 275086 Τα δυο σου χέρια πήρανε (Βεργούλες) - Φοράς φουστάνι βυσσινί 1939- 78rpm- 10''
 
«Ο Μάρκος Βαμβακάρης γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1905 στον συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας της Σύρου από οικογένεια καθολικών και ήταν ο πρώτος από τα έξι παιδιά του Δομένικου και της Ελπίδας Βαμβακάρη. Η οικογένειά του ήταν φτωχή, έφερε όμως το «μικρόβιο» της μουσικής. Ο πατέρας του έπαιζε γκάιντα και ο παππούς του έγραφε τραγούδια.
Πριν καλά - καλά ξεκινήσει το σχολείο, ο Μάρκος αναγκάστηκε να διακόψει, διότι πήραν τον πατέρα του στο στρατό, και έπιασε δουλειά με τη μητέρα του σε ένα κλωστήριο. Τα επόμενα χρόνια δούλεψε ως χασάπης, εφημεριδοπώλης, οπωροπώλης, λούστρος, και το 1917, σε ηλικία 12 ετών, έφυγε για τον Πειραιά.
Αρχικά, εγκαταστάθηκε στα Ταμπούρια κι έπιασε δουλειά ως γαιανθρακεργάτης. Δούλεψε ακόμα ως λιμενεργάτης και ως εκδορέας στα σφαγεία, ενώ τα βράδια σύχναζε στους τεκέδες, όπου το 1924 άκουσε για πρώτη φορά στη ζωή του μπουζούκι. Εντυπωσιάστηκε και μέσα σε ελάχιστους μήνες έγινε ένας από τους καλύτερους αυτοδίδακτους μπουζουξήδες. Την περίοδο αυτή έκανε και τον πρώτο του γάμο με τη Ζιγκοάλα, την οποία όπως έλεγε μίσησε στο τέλος όσο καμία άλλη γυναίκα στον κόσμο.
Το 1925 κατατάχθηκε στο στρατό και όταν απολύθηκε άρχισε να γράφει τα πρώτα του τραγούδια. Έως το 1933 είχε γράψει πάνω από 50 τραγούδια και με την πιεστική παρότρυνση του Σπύρου Περιστέρη, o Μάρκος Βαμβακάρης γραμμοφώνησε στην Parlophon τον πρώτο του δίσκο με μπουζούκι, που από τη μία μεριά είχε το «Καραντουζένι» (Έπρεπε να 'ρχόσουνα μάγκα μες στον τεκέ μας) και από την άλλη μεριά το «Αράπ» (ένα σόλο ζεϊμπέκικο).
Την επόμενη χρονιά δημιούργησε με τρεις φίλους του -τον Γιώργο Μπάτη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστη Δελιά- ένα πρωτοποριακό για την εποχή μουσικό σχήμα που ονομάστηκε «Η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς». Ο Μάρκος άνοιξε το δικό του μαγαζί στα Άσπρα Χώματα. Η αστυνομία, όμως, δεν του έδωσε άδεια. Έτσι αναγκάστηκε να το κλείσει και για πρώτη φορά έπειτα από 20 χρόνια ταξίδεψε με τον Μπάτη στη Σύρο. Έπαιξαν μαζί για περίπου δύο μήνες σ' ένα μαγαζί της παραλίας και όταν γύρισε στον Πειραιά έγραψε τη Φραγκοσυριανή, ίσως το πιο γνωστό τραγούδι του.
Η περίοδος λίγο πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν και η πιο παραγωγική. Τα τραγούδια του έβγαιναν σε δίσκους και ο Μάρκος έγινε περιζήτητος. Αφού περιόδευσε στη Θεσσαλονίκη, στο Βόλο, στη Λάρισα, στα Τρίκαλα και σε πολλές ακόμα πόλεις, άρχισε εμφανίσεις στον Βοτανικό, μαζί με τον Γιάννη Παπαιωάννου, τον Κώστα Καρίπη και τον Στέλιο Κερομύτη.
Με την έναρξη του πολέμου, ο Βοτανικός έκλεισε και ακολούθησαν δύσκολα χρόνια. Το 1941 πέθανε ο αδερφός του Λεονάρδος και το 1942 η μητέρα του Ελπίδα. Την εποχή εκείνη, έπειτα από παρότρυνση της μεγάλης του αδελφής, ο Μάρκος παντρεύτηκε με ορθόδοξο γάμο τη δεύτερη σύζυγό του, τη Βαγγελιώ. Για το γεγονός αυτό αφορίστηκε από την καθολική εκκλησία και μόλις το 1966 του δόθηκε και πάλι η κοινωνία των Καθολικών.
Τα δύο πρώτα παιδιά τους χάθηκαν πρόωρα. Το 1944 η Βαγγελιώ γέννησε τον Βασίλη και ακολούθησαν άλλα δύο αγόρια, ο Στέλιος το 1947 και ο Δομένικος το 1949.
Μετά τον πόλεμο, ο Μάρκος Βαμβακάρης άρχισε να βγάζει ξανά δίσκους σε διάφορες εταιρίες και όλοι γίνονταν ανάρπαστοι. Το 1954 αρρώστησε με βαριά αρθρίτιδα και σταμάτησε να παίζει. Όταν θέλησε να επιστρέψει στο πάλκο, όλοι τον είχαν ξεχάσει. Η ελληνική μουσική βιομηχανία τον θεωρούσε «ξεπερασμένο» και δεν τον έπαιρνε κανένας σε κάποιο μαγαζί.
Η κατάσταση άλλαξε δραματικά το 1960, όταν έπειτα από πρωτοβουλία του Βασίλη Τσιτσάνη, κυκλοφορούν από την Columbia παλιά και καινούρια τραγούδια του Βαμβακάρη, τραγουδισμένα από τον ίδιο και από καλλιτέχνες όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέι, η Άντζελα Γκρέκα, ο Στράτος Διονυσίου, κ.ά. Το εγχείρημα σημείωσε τεράστια επιτυχία και ο Μάρκος είχε την ευκαιρία να ξαναδουλέψει στα λαϊκά πάλκα, αλλά και να δώσει συναυλίες σε πρωτόγνωρους για τους ρεμπέτες χώρους.
Το 1966 έκανε την εμφάνισή του σε μπουάτ στην Πλάκα, ενώ ακολούθησε η συναυλία στο θέατρο «Κεντρικόν» το χειμώνα της ίδιας χρονιάς και στη συνέχεια πολλές εμφανίσεις στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας.
Στις 8 Φεβρουαρίου του 1972, ο Μάρκος Βαμβακάρης πέρασε στην ιστορία, αφήνοντας μια τεράστια παρακαταθήκη.»
«Ο Απόστολος Χατζηχρήστος (Σμυρνιωτάκι) γεννήθηκε το 1901 (ή κατά άλλες πληροφορίες το 1903 ή 1904) στο προάστιο Κοκαριαλί (Μυρακτή) της Σμύρνης από γονείς ευκατάστατους και πέθανε στην Αθήνα, χτυπημένος από τον επάρατο καρκίνο στους πνεύμονες, στις 5 Ιουνίου 1959.
Κατάγεται από ιστορική οικογένεια της Μικράς Ασίας και είχε το προνόμιο από πολύ μικρός να μάθει πιάνο και ακορντεόν, παρακινούμενος από τους γονείς του, κυρίως από τον πατέρα του Δημήτριο Χατζηχρήστο, να ασχοληθεί με τη μουσική. Έτσι από τα παιδικά του χρόνια αποκτά τα πρώτα του βιώματα της ραφινάτης μικρασιατικής μουσικής.
Όταν ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στα μικρασιατικά παράλια, ο Αποστόλης με μεγάλο νεανικό ενθουσιασμό και εθνική έπαρση κατετάγη στις τάξεις του εθελοντής, συμμετέχοντας στα ιστορικά γεγονότα της περιόδου 1919-1922. Σε κάποια μάχη πιάνεται αιχμάλωτος από τους Τούρκους και ενώ οδηγείται προς εκτέλεση, κατορθώνει άγνωστο πώς να δραπετεύσει και να γλιτώσει τη ζωή του (στοιχεία από τις κατά καιρούς αφηγήσεις των συγγενών του). Τα ίχνη του χάνονται για τρία χρόνια. Ο ίδιος καταφεύγει στην Ελλάδα και οι δικοί του, μετά την καταστροφή και το κάψιμο της Σμύρνης το 1922 έρχονται κι αυτοί στην Ελλάδα και εγκαθίστανται στη νήσο Τζια. Ο Απόστολος αναζητώντας την οικογένειά του τη βρίσκει τελικά στο νησί και αποφασίζουν να εγκατασταθούν όλοι μαζί οριστικά στον Πειραιά, στο Τουρκολίμανο.
Από το 1922 και για περισσότερο από μια δεκαετία ασχολείται με τη μουσική τελείως ερασιτεχνικά, εργαζόμενος στα Ελληνικά Σωληνουργεία ως ηλεκτροσυγκολλητής. Παράλληλα φροντίζει και μαθαίνει άριστα κιθάρα, μπουζούκι και μπαγλαμά, γενόμενος δεξιοτέχνης οργανοπαίκτης. Μουσικός άριστος.
Η επιτυχία της Τετράδος της Ξακουστής του Πειραιώς το 1933, η γέννηση ουσιαστικά της νέας Πειραιώτικης Σχολής του Ρεμπέτικου Τραγουδιού και η εσωτερική του μουσική ανησυχία, τον φέρνουν δειλά στο μουσικό προσκήνιο γύρω στο 1933-34, σαν ερασιτέχνη ακόμα. Στην αρχή εμφανίστηκε παίζοντας και τραγουδώντας σε μικρά ταβερνάκια της Δραπετσώνας και του Πειραιά. Πρωτοεμφανίστηκε εκεί συνεργαζόμενος με λιγότερο τότε γνωστά ονόματα, όπως ο Γιώργος Κωνσταντινίδης (κιθαρίστας και τραγουδιστής, γνωστός ως «Μακαρόνας»), ο Ηλίας Ποτοσίδης (μπουζουξής, γνωστός ως «Κάτω βλέπας»), ο αλανιάρης νεαρός μπουζουξής και τραγουδιστής Μιχάλης Γενίτσαρης, και άλλοι, ενώ αρχίζει να γράφει και τα πρώτα του τραγούδια.
Ουσιαστικά όμως, από τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα, γύρω στα 1935-36, γνωρίζει τον Μάρκο Βαμβακάρη και τη ρεμπέτικη παρέα του (Μπάτη, Στράτο ή Τεμπέλη και Ανέστο Δελιά ή Αρτέμη) και συμμετέχει στα καλύτερα ρεμπέτικα συγκροτήματα. Δούλεψε σε όλα σχεδόν τα γνωστά κέντρα διασκέδασης της εποχής εκείνης. Στου Δερέμπεη, στου Πίκινου τη Μπύρα, στου διαβόητου Κατελάνου, στο «Δάσος» του άγριου Βλάχου, στου Μάριου στην οδό Ίωνος (στην Ομόνοια), κι αλλού.
Οι μικρασιατικές του καταβολές και τα προσωπικά του μουσικά βιώματα, η κλασσική του μουσική παιδεία, τα βάσανα του πολέμου και της αιχμαλωσίας, ο πόνος του ξεριζωμού και της αναγκαστικής του προσφυγιάς, και τέλος η βασανισμένη και μαρτυρική του ζωή βαρύνουν καταλυτικά πάνω στο ύφος του. Ο αυτοβιογραφικός του στίχος «Φίλε παραπονιάρη» περικλείει όλη του τη ζωή!
Με το Μάρκο, ως ντουέτο, πέρασαν συνολικά 44 τραγούδια στους δίσκους γραμμοφώνου. 15 από αυτά είναι τραγούδια του Μάρκου, 16 του Σπύρου Περιστέρη, 6 του ίδιου και τα υπόλοιπα 7 ανήκουν σε άλλους συνθέτες, όπως στον Β. Τσιτσάνη, στον Κώστα Σκαρβέλη, κ.α.
Ως στιχουργός, έγραψε ο ίδιος τους στίχους των περισσότερων τραγουδιών του, συνεργάστηκε όμως και με τους περισσότερο γνωστούς στιχουργούς του ρεμπέτικου, όπως ο Γιάννης Λελάκης (που του έδωσε τα καλύτερά του τραγούδια), ο Τσάντας (Μπάμπης Βασιλειάδης), ο Κώστας Μάνεσης, ο Γιώργος Φωτίδας, κ.α.»
Στην πρώτη πλευρά του σημερινού δίσκου έχουμε τις γνωστές ¨Βεργούλες¨, ένα ερωτικό τραγούδι του Μάρκου, με το πρώτο δίστιχο παρμένο από τη δημοτική παράδοση (για να κολλήσουμε με τις συνήθεις αναρτήσεις για τους ψυχαναγκαστικούς). Την ευθύνη της ηχογράφησης έχει ο Σπ. Περιστέρης, ο οποίος παίζει τζουρά και μαζί του ο Σκαρβέλης που παίζει κιθάρα. Το τραγούδι ηχογραφήθηκε ή τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο του 1939. Δίσκος Parlophon (χωρίς e τα προπολεμικά) B-74018-1 αριθμός κυκλοφορίας και GO 3361 αριθμός μήτρας. Στην σημερινή Τούρκικη κόπια (πιθανότατα του 1941) σε δίσκο Odeon, οι μήτρες είναι ίδιες με τις Ελληνικές.
 Στη δεύτερη πλευρά το υπέροχο ¨Φοράς φουστάνι βυσσινί¨, που διαβάζοντας την βιογραφία του Μάρκου, εύκολα συμπεραίνουμε από που εμπνεύστηκε (όπως και την ¨Κλωστηρού¨).
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο ….(εδώ).