¨Σκορπίστε μαύρα σύννεφα να φέξουνε τ’ αστέρια,
όπλες, γιατί η ζωή μου βρίσκεται σε σκοτεινά λημέρια¨
«Ο Αλέκος Καραβίτης γεννήθηκε στ’ Ακτούντα το 1904. Μικρό, ορεινό το χωριό αλλά μια μικρογραφία παραδείσου στην παλάμη της επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου.
Ο Αλέκος ήταν το τρίτο παιδί πολυμελούς οικογένειας. Οκτώ παιδιά είχε να μεγαλώσει ο Στρατής Καραβίτης μα δεν βαρυγκωμούσε. Κι όταν τον έπαιρνε το παράπονο από τη σκληρή βιοπάλη, στη λύρα του απίθωνε τον καημό του. Οι δοξαριές αυτές κι άλλες που έβγαιναν από χαράς ξεφάντωμα, πήραν να φτερώνουν τη φαντασία του μικρού Αλέκου, που έβαλε σκοπό να μάθει το μαγικό αυτό όργανο.
Από μικρός έδειχνε να έχει μια έφεση στη μουσική. Πρώτος το διαπίστωσε και ο δάσκαλός του ο περίφημος Εμμανουήλ Γενεράλης. Ήταν μια μέρα που «έπιασε» το μαθητή του να παίζει χαμπιόλι και να κτυπά ρυθμικά το θρανίο. Εντυπωσιάστηκε. Κι είπε στο μικρό πως αξίζει να ασχοληθεί περισσότερο με τη μουσική, αφού είχε το ρυθμό μέσα του. Αυτοδίδακτος ο Αλέκος άρχισε να πειραματίζεται με αυτοσχέδιο υποτυπώδες λυράκι που ο ίδιος κατασκεύασε. Κανονική λύρα απόκτησε σε ηλικία 15 χρόνων το 1919.
Το πρώτο πράγμα που έβαζε στο βουργιάλι του όταν πήγαινε να φροντίσει τα αιγοπρόβατα στο βουνό, ήταν η λύρα. Μπορεί να ξεχνούσε να πάρει μαζί του φαγητό. Τη λύρα του όμως ποτέ δεν την ξεχνούσε. Πολλά ήταν τα ακούσματα που κυριαρχούσαν στο παίξιμό του. Κυρίως αντέγραφε σκοπούς του Αναλαμπή και του Πελεκανογιώργη από το Βάτο. Ζούσε το δικό του ονειρεμένο κόσμο.
Η ζωή όμως απαιτούσε να βρει ο μικρός το δρόμο του. Δεν γινόταν να μείνει βοσκός. Έδειχνε σημάδια έντονης προσωπικότητας που δεν θα έμενε για πολύ όμηρος της μιζέριας.
Έρχεται στην Αθήνα το 1921 και υπηρετεί τη θητεία του, σαν εθελοντής στην Χωροφυλακή μέχρι το 1925. Από τον επόμενο χρόνο αποφασίζει να μείνει στην πρωτεύουσα. Σκοπός του να δημιουργήσει κάτι πρωτοποριακό που δεν θα τον απομάκρυνε από τη λύρα του. Ιδανική λύση του έδωσε το καφενείο-ταβέρνα που άνοιξε στη θέση «Φόρος» στη γέφυρα Κουκακίου, που υπήρχαν διόδια. Σύντομα έγινε εκεί το στέκι κάθε Κρητικού. Ο Καραβίτης του εξασφάλιζε τις αυθεντικές γεύσεις της Κρήτης και θεράπευε τη νοσταλγία του με τις απαράμιλλες κοντυλιές του. Σε κείνα τα πρώτα βήματα φαινόταν ο επηρεασμός που είχε δεχθεί ακούγοντας και τον περίφημο Πολυζώη Τρουλλινό από τις Μέλαμπες.
Με το πέρασμα του χρόνου απόκτησε το δικό του ύφος. Και λέγεται ότι κανένας δεν μπορούσε να συγκριθεί μαζί του ιδιαίτερα στη Ρεθεμνιώτικη σούστα.
Πάντα είχε να παρουσιάσει δικές του μαντινάδες κι είναι αρκετές που έμειναν να τον θυμίζουν:
Εγώ ‘μαι τ’ αοριού παιδί και του βουνού μια θρέμμα
και να με πάρει δεν μπορεί του ποταμού το ρεύμα.
Στη μαντινάδα αυτή αυτοπροσδιοριζόταν, αφού ποτέ δεν κατάφερε ούτε το περιβάλλον του, ούτε η κοινωνική του άνοδος να τον απομακρύνει από τις ηθικές του αξίες και τα πιστεύω του.
Ήταν ο πρώτος Ρεθεμνιώτης που ηχογράφησε δίσκους με τεράστια επιτυχία. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1940 ο Αλέκος Καραβίτης, ηχογράφησε αρκετούς δίσκους με χορούς και τραγούδια απ’ όλη τη γκάμα της κρητικής μουσικής, αλλά και νησιώτικα με συνεργάτες του στο λαούτο και στο τραγούδι τον Μπαξεβάνη, το Γιώργη Κουτσουρέλη, το Νίκο Τζουγάνο (Μαστρόκαλο) και το Σταύρο Μαυροδημητράκη.
Το 1939 πραγματοποίησε μια μεγάλη περιοδεία στην Αίγυπτο μαζί με τον Μανόλη Λαγό, τον Μπαξεβάνη και το χορευτικό συγκρότημα του Σταμάτη Παπαδάκη.
Είχε όμως και το χάρισμα της χρηστής διαχείρισης. Με σκληρή δουλειά είχε καταφέρει να ζει άνετα πριν ακόμα πατήσει τα σαράντα του χρόνια. Επέμενε όμως να περνά νοικοκυρεμένα, χωρίς σπατάλες υπερβολικές, πρόθυμος πάντα να βοηθήσει κάθε Κρητικόπουλο που ερχόταν στην πόρτα του να ζητήσει την υποστήριξή του μέχρι να προσαρμοστεί στο περιβάλλον της πρωτεύουσας. Ήταν μεγάλη καρδιά ο Καραβίτης και όλοι του το αναγνώριζαν.
Κάποια στιγμή βρίσκεται στο δρόμο του ο Φιξ, που θα του αλλάξει τη ζωή. Εκτιμώντας τον ακέραιο χαρακτήρα του τον ορίζει αποκλειστικό αντιπρόσωπο της παγοποιίας του, πόστο που ανεβάζει την οικονομική του επιφάνεια. Τα χρήματα δεν αλλοιώνουν τον λαμπρό χαρακτήρα του. Γίνεται ο διακριτικός αρωγός κάθε Κρητικού που αντιμετωπίζει πρόβλημα. Αμέτρητες οι φιλανθρωπίες του. Σε πολλά έργα του χωριού υπάρχει και η δική του συμβολή. Αργότερα θα συμβάλει και στην οικονομική ενίσχυση του Πανεπιστημίου Κρήτης όταν είχε ανάγκη και το μονόλεπτο για την εξασφάλιση των υποδομών που θα επέτρεπαν τη λειτουργία του. Είναι ο άρχοντας που ποτέ όμως δεν επεδίωξε την προβολή.
Η Δώρα Στράτου γοητεύεται από την προσωπικότητά του και σύντομα τον κάνει καλλιτεχνικό διευθυντή του συγκροτήματός της. Ο Αλέκος Καραβίτης ταξιδεύει σ’ όλο τον κόσμο και τιμά την Κρήτη.
Όσο μακριά κι αν ταξιδεύει όμως, όπως διαβάζουμε στην νεκρολογία που δημοσίευσε ο λόγιος εκπαιδευτικός και συγγραφέας κ. Μανόλης Δημητρακάκης, δεν ξέχνα την γενέτειρα. Και τραγουδά:
Άχι Κουτρουλαινό νερό κι Ακτουδιανέ μου αέρα
Να μπόρουνα να σ’ έπινα το μήνα μιαν ημέρα
Να μπόρουνε να πέταγα στ’ Ακτούντα στο Κέφάλι
ν’ άψω κερί στην Παναγιά και να ‘ρθω πίσω πάλι
Ακτουδιανό μου αγίασμα στω Σκαφιδιών τη βρύση
κι όποιος ποθαίνει και σε πιει πάλι θα ξαναζήσει
Η μεγάλη του νοσταλγία για τη γενέτειρα θεραπευόταν με το ετήσιο προσκύνημα που έκανε συν γυναιξί και τέκνοις. Είχε κτίσει ένα ωραιότατο σύγχρονο σπίτι στο χωριό και κάθε καλοκαίρι κατέβαινε με την οικογένεια αλλά και με προσωπικότητες της τέχνης και του πολιτισμού που προσκαλούσε για να δώσει στ’ Ακτούντα ένα κοσμοπολίτικο περιβάλλον.
Οι καλεσμένοι του απολάμβαναν αβραμιαία φιλοξενία αλλά η κορυφαία στιγμή κάθε μέρα ήταν το γλέντι που ξεκινούσε με τη λύρα του Καραβίτη. Λέγεται ότι όλοι οι καλεσμένοι έφευγαν μαγεμένοι από το χωριό και τους ανθρώπους μαθαίνοντας και όλους τους κρητικούς χορούς. Είχαν άλλωστε τόσο μεγάλη ευκαιρία να εξασκηθούν με τα γλέντια που έστηνε ο Καραβίτης. Γλέντια που άφησαν εποχή.
Απόλαυσε στο έπακρον κάθε τιμή που ονειρεύεται ο καλλιτέχνης κι έμεινε θρύλος με τους σκοπούς που κληροδότησε.
Πέθανε νωρίς, το 1975, εντελώς ξαφνικά, βυθίζοντας στο πένθος την Κρήτη και τους αναρίθμητους φίλους και θαυμαστές του.»
Τα λόγια είναι περιττά για τον Αλέκο Καραβίτη, έναν από τους
¨πρωτομάστορες¨ της Κρητικής μουσικής. Ο σημερινός γραμοφωνικός δίσκος με
εξαιρετικές μαντινάδες που μαρτυρούν το ήθος του Καραβίτη. Στις κονδυλιές
¨Ηρακλειώτικες μελωδίες¨, αξιοπρόσεκτο το τελείωμα. Ο δίσκος κυκλοφόρησε με μαύρες και λευκές ετικέτες.
Φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου