Σακέλλης Γεώργιος-
Παπανικολάου Κωνσταντίνος- Παπανικολάου Κομνηνός- Χαλκιάς Εμμανουήλ ODEON DSOG 3261 Μαντινάδες της
Καρπάθου (Σκοποί καθιστικοί) - Μηλιά μου μες τονε κρεμό 1966- 45rpm- 7''
Τα παραδοσιακά μουσικά όργανα στην Κάρπαθο είναι η τσαμπούνα (αρχ. άσκαυλος)
και η αχλαδόσχημη λύρα. Από τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα προστέθηκε
σ’ αυτά, ως συνοδευτικό, και το λαούτο, ενώ στα χωρά της Νότιας Καρπάθου έχει
εισαχθεί και το βιολί. Στην Όλυμπο, που αποτελεί την πηγή αλλά και τον
θεματοφύλακα των καρπαθιακών μουσικών παραδόσεων, υπάρχουν μέχρι σήμερα
εξαίρετοι τεχνίτες που χρησιμοποιώντας πατροπαράδοτες τεχνικές κατασκευάζουν τα
παραδοσιακά όργανα λύρα και τσαμπούνα. Τη διατήρηση της παράδοσης κατασκευής
μουσικών οργάνων ενισχύει το γεγονός ότι μεγάλος αριθμός (μεγαλύτερος απ’ όσο
σε οποιοδήποτε άλλο νησί) νέων ανθρώπων ενδιαφέρονται να μάθουν να παίζουν
λύρα, τσαμπούνα ή λαούτο, έτσι που να μην είναι υπερβολή αν ειπωθεί ότι η
Κάρπαθος γενικά και η Όλυμπος ειδικότερα εμφανίζουν ακόμη πλήρη ακμή των λαϊκών
μουσικών (και ποιητικών) τους παραδόσεων.
Παλιότερα η τσαμπούνα ήταν το όργανο που πρωταγωνιστούσε στη μουσική ζωή
των περισσότερων νησιών του Αιγαίου. Μέχρι το τέλος όμως του εικοστού αιώνα, η
χρήση της περιορίστηκε στο ελάχιστο. Και ενώ αυτή είναι η κατάσταση στα νησιά,
η τσαμπούνα παραμένει εντελώς άγνωστη στον υπόλοιπο κόσμο, εκτός από μερικούς
μουσικολόγους, κάποιους λιγοστούς φιλόμουσους, και ελάχιστους επισκέπτες που
έτυχε να την ακούσουν.
Για μία σειρά λόγων σχεδόν αναπόδραστων, η τσαμπούνα και η μουσική της
απευθύνονταν εκ παραδόσεως σε κλειστές ομάδες αποδεκτών, που δεν εκτείνονταν
πέρα από τα όρια ενός νησιού – συχνά πολύ στενότερες. Ωστόσο, ποτέ δεν ήταν
γνωστή αποκλειστικά (με την πλήρη κυριολεξία) σ’ αυτούς και μόνο τους
αποδέκτες. Το άνοιγμα προς ένα ευρύτερο ακροατήριο, που συντελέστηκε κατά τρόπο
πιο αισθητό στις αρχές του 21ου αιώνα, έχει την προϊστορία του, που γράφτηκε με
μικρά σταδιακά βηματάκια μέσα σ’ ένα μεγάλο διάστημα.
Ως άνοιγμα της τσαμπούνας προς ένα κοινό πέρα από το παραδοσιακό της
ακροατήριο, δηλαδή από τους ανθρώπους που ανήκουν στην ίδια κοινότητα με τον
κάθε τσαμπουνιέρη, μπορούν να εννοηθούν διάφορες διαδικασίες. Υπάρχει ο
εθνομουσικολόγος που πλησιάζει την τσαμπούνα, τη μελετά και τη γνωρίζει στην
επιστημονική κοινότητα. Υπάρχει ο ερευνητής που εκτός από την επιστημονική
κοινότητα απευθύνεται και σ’ ένα ευρύτερο κοινό, στο οποίο την παρουσιάζει μέσω
ενός δίσκου, μιας εκπομπής, μιας εκδήλωσης, ή ακόμη κι εκείνος που, χωρίς
επιστημονικές αξιώσεις (μπορεί να είναι δημοσιογράφος, μουσικός, υπεύθυνος για
κάποια πολιτιστική δραστηριότητα), απευθύνεται μόνο στο ευρύτερο αυτό κοινό και
όχι πλέον στους ειδικούς. Υπάρχει ακόμη ο τοπικός πολιτιστικός σύλλογος ή ο
μεμονωμένος οργανοπαίχτης που μέσω της δισκογραφίας απευθύνεται ο ίδιος τώρα
είτε στο υπερτοπικό ακροατήριο είτε πρωτίστως στην ίδια του την κοινότητα, μ’
ένα μέσο όμως που διαφέρει από το παραδοσιακό (τη ζωντανή μουσική διαδικασία)
και που αφήνει ανοιχτή τη δυνατότητα να φτάσει η μουσική και σε ακροατές εκτός
κοινότητας.
Έτσι υπάρχουν δίσκοι με προσανατολισμό περισσότερο ερευνητικό ή
περισσότερο εμπορικό (με ποικίλες αποχρώσεις: καθαρά επιστημονικοί, απλώς
ενημερωτικοί, εμπορικοί και ερευνητικοί ταυτόχρονα κλπ.), και κατά δεύτερο λόγο
υπάρχουν ακόμη έντυπες εκδόσεις, συναυλίες και παραστάσεις, εκπομπές, και άλλα
τεκμήρια αυτής της πορείας ανοίγματος. Στην πλειοψηφία τους δεν εστιάζουν
ιδιαίτερα στην τσαμπούνα, απλώς την περιλαμβάνουν ως στοιχείο μιας ευρύτερης
θεματικής, ενώ κάποια τη θέτουν σκοπίμως στο κέντρο τους.
Το πρώτο γνωστό βήμα του ανοίγματος έγινε το 1930-1931. Η Μέλπω Μερλιέ,
στο πλαίσιο της ιστορικής σειράς ηχογραφήσεων που πραγματοποίησε στο θέατρο
Αλάμπρα, στην Αθήνα, σε δίσκους 78 στροφών εκτός εμπορίου, κατέγραψε και δύο
τσαμπουνιέρηδες από τον Πόντο, σε δύο οργανικά κομμάτια τον καθένα: τον Γεώργιο
Παρασκευόπουλο (1892-?) σε δύο χορούς άδηλου ονόματος, έναν σε 5/8 (μάλλον τικ)
και έναν σε 9/8, και τον Γεώργιο Χαλκίδη (1875-?) σ’ ένα «Μακρύν» και
έναν χορό «Αποπάν’ καικά». Οι τέσσερις ηχογραφήσεις κυκλοφόρησαν πολύ αργότερα,
το 1976 το «Μακρύν» και το 2006 οι άλλες τρεις.
Περίπου δύο δεκαετίες αργότερα εντοπίζονται οι πρώτες ηχογραφήσεις
τσαμπούνας σε δίσκους του εμπορίου. Πρόκειται για έξι κομμάτια από την Κάλυμνο,
ηχογραφημένα στις ΗΠΑ γύρω στο 1950, με τον τσαμπουνιέρη Ι. Μαΐλλη και τον
τραγουδιστή Σκεύο Ζεμπιλλά: το «Βοσκαρούι», τον «Καριώτικο Συρτό» και μια
«Καλύμνικη Σούστα», που έχουν επανεκδοθεί και σε σύγχρονους δίσκους, και ακόμη
έναν «Ίσσο», το συρτό «Κόρη που φαίνεις στ’ αργαλειό» και άλλη μία ηχογράφηση
του «Βοσκαρουδιού», οργανική.
Στις επανεκδόσεις όπου εντοπίστηκαν τα τρία πρώτα, αναγράφονται ως
χρονολογίες κυκλοφορίας των αρχικών δίσκων το 1947 για το Βοσκαρούι και το 1950
για τον Καριώτικο Συρτό, ενώ η Σούστα είναι αχρονολόγητη.
Άλλα δύο κομμάτια της ίδιας περιόδου είναι ή παρουσιάζονται ως,
καλύμνικα: ο «Καλύμνικος Πηδηκτός χορός» του Ν. Τόπια και η «Σούστα
Καλύμνου» με τον Αντώνη Σπανό. Αντίθετα όμως από τις ηχογραφήσεις του Μαΐλλη,
που αναγνωρίζονται μετά βεβαιότητος ως καλύμνικες, εδώ δεν έχουμε τυπικά
δείγματα καλύμνικης τσαμπούνας. Το πρώτο είναι μεν καθ’ όλα τ’ άλλα καλύμνικη
Σούστα (η ονομασία «πηδηχτός» δε χρησιμοποιείται στην Κάλυμνο για κανένα χορό)
με τσαμπούνα 5:3, αλλά συνοδεύεται από τουμπάκι, πράγμα εξαιρετικό (στην επανέκδοση,
αντί του τουμπακάρη, αναφέρεται λαούτο Παπανικολάου). Το δεύτερο πάλι είναι η
σούστα που, όπως δείξαμε στην υποενότητα 2.4.2: Φούρνοι του Β΄ μέρους, μάλλον
προέρχεται από τους Φούρνους· ο Σπανός ήταν Φουρνιώτης, έπαιζε τσαμπούνα 5:1,
και υπήρξε ο πρώτος τσαμπουνιέρης υπερτοπικών εκδηλώσεων. Συνοδεύει άγνωστος
στο λαούτο.
Η ηχογράφηση του Σπανού πρέπει να είναι ελληνική (δεν είναι γνωστό να
μετανάστευσε), ενώ για του Τόπια δεν μπορούμε να αποφανθούμε. Πάντως οι έξι του
Μαΐλλη είναι σαφές ότι απευθύνονταν από τους Καλύμνιους της Αμερικής προς τους
συμπατριώτες τους, είτε επίσης της Αμερικής είτε και της Καλύμνου. Παρά την
ισχυρή παρουσία ελληνικών κοινοτήτων στις ΗΠΑ καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού
αιώνα, και παρά τη μεγάλη παραγωγή δίσκων με μουσικές των μεταναστών, ιδίως στο
διάστημα 1915-1930, δεν είναι γνωστή καμία άλλη αμερικάνικη ηχογράφηση
τσαμπούνας.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 η διάδοση του φορητού μαγνητοφώνου
διευκόλυνε τις επιτόπιες καταγραφές. Αρχίζουν λοιπόν να οργανώνονται από διάφορους
φορείς μουσικές λαογραφικές αποστολές, στις οποίες αντί για γραπτή καταγραφή
(παρτιτούρα ή παρασημαντική) γίνονται πλέον ηχογραφήσεις. Οι καταγραφές αυτές
είναι ερευνητικού, εθνομουσικολογικού χαρακτήρα και συνήθως δεν προορίζονται
για δημοσίευση, τουλάχιστόν όχι άμεση. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας αποστολής στην
Κρήτη το 1954, ο Σ. Μπο-Μποβί ηχογραφεί τον τσαμπουνιέρη Μανώλη Σταυρακάκη ή
«Μερτζάνη» από τα Ανώγεια Μυλοποτάμου σε τέσσερα κομμάτια: έναν οργανικό
«Πηδηχτό», έναν «Συρτό Σιγανό ή Πρινιανό» (κοντυλιές) του γάμου, ένα «Σκοπό
χυματικό», πάλι κοντυλιές, κι ένα «Χανιώτη» (δηλ. συρτό). Στις κοντυλιές και
τον συρτό τραγουδούν Ανωγειανοί. Οι ηχογραφήσεις δημοσιεύτηκαν το 2006.
Το Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας (ΚΕΕΛ· τότε ακόμη Λαογραφικόν
Αρχείον) της Ακαδημίας Αθηνών πραγματοποιεί επιτόπιες ηχογραφήσεις από το 1952,
από τις οποίες όμως οι μόνες που έχουν δημοσιευτεί δεν περιλαμβάνουν τσαμπούνα.
Στο σχετικό με την τσαμπούνα υλικό όμως από τις μουσικές αποστολές στηρίχτηκε ο
Σπυρίδων Περιστέρης για το άρθρο του Ο άσκαυλος (τσαμπούνα) εις την νησιωτικήν
Ελλάδα (Περιστέρης 1961). Πρόκειται για την πρώτη επιστημονική πραγματεία περί
τσαμπούνας, και τη μοναδική μέχρι πρόσφατα που εστιάζει αποκλειστικά στην
τσαμπούνα.
Από το 1966 τουλάχιστον χρονολογούνται οι επιτόπιες καταγραφές του Β.
Ντίτριχ (Wolf Dietrich) στην Ελλάδα, οι οποίες εκ διαλειμμάτων συνεχίζονται
ακόμη. Ο Ντίτριχ έχει ηχογραφήσει τσαμπούνες από την Πάρο και τη Νάξο (μεταξύ
1966 και 1969), την Κάρπαθο (1972), την Κω (1973), τη Χίο (1978) και άλλες σε
πιο πρόσφατα χρόνια.
Παρά τη δραστηριότητα στον τομέα της επιτόπιας έρευνας, μετά τους
προαναφερθέντες εμπορικούς δίσκους 78 στρ. της δεκαετίας 1950 καμία
δισκογραφική έκδοση, με τη σημαντική εξαίρεση του άρθρου του Περιστέρη, κανενός
είδους δημοσίευση σχετική με την τσαμπούνα δεν εντοπίζεται μέχρι τα τέλη της
δεκαετίας 1960. Από το 1967 και μετά όμως η σχετική δραστηριότητα ξαναρχίζει
και, πολύ σταδιακά, πυκνώνει.
Το 1968 η Δόμνα Σαμίου δημοσιεύει σε δίσκο 33 στρ. τρία κομμάτια από τη
Μύκονο με τσαμπούνα: «Μπάλος Παλιός Μυκόνου», «Μπαλαριστός (Χορός Μυκόνου)» και
«Ήλθεν ο καλός μου (Συρτός Μυκόνου)». Παίζει τσαμπούνα ο Μυκονιάτης Αναστάσιος
Βερώνης ή «Καλαβρέζος», τουμπάκι άγνωστος μουσικός, και τραγουδούν στο τρίτο η
Δόμνα Σαμίου με τη Θάλεια Σπανού, επαγγελματία τραγουδίστρια από τους Φούρνους,
ενώ τα άλλα δύο είναι οργανικά. Πρόκειται εδώ για εκδόσεις που συνδυάζουν τον
ερευνητικό και τον εμπορικό χαρακτήρα, αφού στόχος ζωής της Δ. Σαμίου ήταν η
γνωριμία του κοινού με το δημοτικό τραγούδι.
Το 1969 ομάδα Ελλήνων λαϊκών μουσικών από τη Θράκη και τα νησιά υπό τον
Σίμωνα Καρά συμμετέχει σε διεθνή διαγωνισμό ασκαύλου στην Ερίκη της Σικελίας,
και μάλιστα κερδίζει το πρώτο βραβείο. Οι μουσικοί των ασκαύλων ήταν ο
Θρακιώτης γκαϊτατζής Κωνστ. Τζιογκίδης και ο Καλύμνιος τσαμπουνιέρης Νικόλας
Τάλιας (1901-1985).
Σημειωτέον, επ’ ευκαιρία, ότι ο Καράς ήδη από το 1938 παρουσίαζε στο
ελληνικό ραδιόφωνο δημοτικά τραγούδια εκτελεσμένα και από τοπικούς μουσικούς.
Παράλληλα είχε ξεκινήσει επιτόπιες ηχογραφήσεις από το 1957· όμως μόνο το 1972
άρχισε να κάνει ηχογραφήσεις που ο ίδιος θεωρούσε την ηχητική τους ποιότητα
εκδόσιμη. Έτσι οι ηχογραφήσεις 1957-1972 παρέμειναν στα αρχεία του ΣΔΕΜ και
μόνο μετά τον θάνατό του κάποιες άρχισαν να εκδίδονται σε δίσκους.)
Από το 1970 έχουμε μια σειρά παρουσιάσεων στο εξωτερικό, που αρχίζει με
τον δίσκο 33 στρ. Ethnologie vivante της Δόμνας Σαμίου, γαλλικής παραγωγής, που
περιλαμβάνει ένα τραγούδι με τσαμπούνα από επιτόπια ηχογράφηση στην Αστυπάλαια.
Παίζει ο Άνθιμος Πόλος. Το 1972 και 1973 ο Γερμανός εθνομουσικολόγος Κ. Άρενς
(Christian Ahrens) πραγματοποιεί επιτόπιες καταγραφές ποντιακής μουσικής στην
Ελλάδα και τη Γερμανία (μετανάστες)· μέρος των ηχογραφήσεων κυκλοφόρησε το 1980
στον γερμανικό δίσκο Ahrens − Ποντιακα, στον οποίο περιλαμβάνονται και τρία
κομμάτια με τσαμπούνα: ένα επιτραπέζιο με τον Νικ. Παπαδόπουλο από Τετράλοφο
Κοζάνης, μετανάστη στη Γερμανία, μία Σέρα με τον Μίλτο Αθανασιάδη από το Κιλκίς
και άλλη μία με τον Κωνστ. Κυριακίδη από το Πρωτοχώρι Κοζάνης. Το ιδιαίτερο
ενδιαφέρον του Άρενς για το όργανο φαίνεται και στην επιλογή της φωτογραφίας
στο εξώφυλλο του δίσκου, όπου αντί για τον πιο αναμενόμενο κεμεντζέ εικονίζεται
ένας τσαμπουνιέρης. Το 1976 ο Β. Ντίτριχ δημοσιεύει στην Ιταλία τον δίσκο
Dietrich − Dodecaneso, που περιλαμβάνει τσαμπούνα σ’ ένα σπάνιο κομμάτι από την
Κω (Κάλαντα Πρωτοχρονιάς, παίζει ο Σταύρος Τριανταφύλλου) και δύο από την
Κάρπαθο («Ζερβός χορός», Εμμ. Χαλκιάς μαζί με λύρα και λαούτο, και
«Σκοπός Καρπάθου», σόλο τσαμπούνα Εμμ. Χαλκιάς).
Και κάπως έτσι φτάνουμε στην Κάρπαθο και στον τσαμπουνιέρη Εμμανουήλ
Χαλκιά. Η ηχογράφηση, του σημερινού δίσκου είναι το 1966. Με την συμμετοχή, στο
τραγούδι ο Γιώργος Σακέλλης, στη λύρα ο Παπανικολάου Κωνσταντίνος και στο
λαούτο ο Παπανικολάου Κομνηνός. Η τσαμπούνα νομίζω παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο
μαζί με τις μαντινάδες του Σακέλλη.
Βιογραφικά στοιχεία και φωτογραφικό υλικό για τους παραπάνω, δυστυχώς δεν
κατάφερα να βρω. Ίσως να εικονίζονται σε κάποια από τις φωτογραφίες με τους Καρπάθιους
οργανοπαίκτες. Ο Γιώργος Σακέλλης εικονίζεται στην πρώτη εικόνα.
Αυτός ο δίσκος να παίζεται δυνατά !
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το
ηχητικό αρχείο …(εδώ).