Καφάτος (Καφφάτος) Μήτσος-
Καφάτος (Καφφάτος) Γιώργος MUSIC-BOX MB 809 Παλιός Ρεθυμνιώτικος συρτός -
Παλιά Αλφιανά πεντοζάλια 1968-
45rpm- 7''
Εξαιρετικός και κοσμαγαπητός λυράρης της Αλφάς Μυλοποτάμου του νομού
Ρεθύμνης, που με το ύφος και τη δεξιοτεχνία του επηρέασε τουλάχιστον τα πρώτα
μουσικά βήματα του Κώστα Μουντάκη, ο οποίος τον είχε αναγνωρίσει ως δάσκαλο
του. Γεννημένος το 1911, ο Μήτσος Καφφάτος συνυπήρξε για λίγο και τελικά
διαδέχτηκε τον προγενέστερο σημαντικό λυράρη της Αλφάς Στέλιο Μοσχάκη ή
Στουμπούρη (1860-1945).
Απόλυτα επιτυχημένος διασκεδαστής, συμμετείχε σε γλέντια και παρέες σε
όλα τα γύρω χωριά, ¨βγάνοντας στο κέφι¨ τους μερακλήδες, πολλοί από τους
οποίους έφταναν στο σημείο να κάνουν τούμπες από τον ενθουσιασμό! Συνήθως
έπαιζε μόνος, χωρίς πασαδόρο (συνοδεία), κρατώντας το ίσο με τα γερακοκούδουνα
του δοξαριού του. Είχε εκδώσει ένα μικρό δίσκο (το σημερινό δισκάκι).
Η φήμη του ως δεξιοτέχνη είχε λάβει μυθικές διαστάσεις, γι΄αυτό και
λεγόταν πως, όταν έπαιζε λύρα στο σπίτι του, σε εποχές χωρίς ηλεκτρικό, έσβηνε
ο λύχνος στο απέναντι σπίτι και ο γείτονας του πήγε και τον παρακάλεσε ¨Μήτσο,
στέσε τη λύρα, για δε μπορώ ν΄άψω το λύχνο μου¨.
Απεβίωσε το 1997. Ένα όμορφο αυτοβιογραφικό κείμενο ακολουθεί παρακάτω:
…Γεννήθηκα στα Βεργιανά (κοινότητας Μαργαριτών) Μυλοποτάμου το 1911.
Αργότερα εγκαταστάθηκα στην Αλφά. Η μητέρα μου Αικατερίνη το γένος Μαθιουδάκη
είχε έναν αδερφό λυράρη, τον Δημήτρη που ήταν μαθητής του Παντουρομαθιού
(βετεράνου καλλιτέχνη στη λύρα). Ο θείος μου Δημήτρης, πέθανε σε ηλικία 22 ετών
και για το χατήρι του μου έδωσαν το όνομα Δημήτρης. Η μητέρα μου έκλαιγε τον
αδερφό της και κάθε τόσο μου θύμιζε ότι ήταν λυράρης, που έπαιζαν μαζί με τον
δάσκαλο του εξαιρετικούς σκοπούς. Το ταλέντο του θείου μου αναγνώριζε ο
Παντουρομαθιός και μάλιστα πολλές φορές παραδεχόνταν ότι τον ξεπερνά και του
έλεγε «Ανιψιό μη με πειράζεις».
Εγώ τα γροικούσα όλα αυτά από τη μητέρα μου και μου γέμιζε η όρεξη να
μάθω λύρα. Βρήκα λοιπόν ένα ταυλί, το τρύπησα, βρήκα συρματάκια, του έβαλα
στριφτάλια και έβγαλα από της γαϊδάρας την ουρά τρίχες και έκανα ένα δοξαράκι
κι άρχισα τα πρώτα βήματα απάνω στο ταυλί, να παίξω τα «Ντουρνεράκια». Η μάνα
μου δεν ήθελε λύρα γιατί ήταν λέει τεμπελοτέχνη και ήθελαν να δουλέψω γιατί
ήταν δύσκολο τότε το ψωμί.
Έπρεπε να βρω λύρα. Πήγα στο χωριό του Παντερομαθιό, βρήκα το σπίτι του
και προσπάθησα να κλέψω την λύρα που είχε πάρει πίσω όταν πέθανε ο μπάρμπας μου,
ο Μαθιουδοδημήτρης. Με αντιλήφθηκε και μου είπε να φέρω μια βούργια στάρι να
μου δώσει εκείνη τη «γλωσσού».
Γυρίζω στο σπίτι και σκεφτόμουν πως θα βγάλω το στάρι έξω που δεν είχε
ξεπόρτι, είχε μόνο ένα παράθυρο, ο μαγατζές πενήντα πόντους τετράγωνο και ένα
σταυρό σιδερένιο από κει μόνο μπορούσε να γίνει διάρρηξη ότι και έγινε. Έβαλα
εγώ το στάρι στη βούργια, μα την ώρα που έβγαινα με είδε μια μαζώχτρα και έβαλε
τις φωνές. Εγώ πηδάω από το παράθυρο έξω τραβώντας και τη βούργια μαζί μου η
οποία θα ζύγιζε γύρω στις δέκα οκάδες. Το πάω στη Λαγκά, μου λέει ο Μαθιός: «Ε,
να πας να βάλεις σε ένα βουργιάλι δυο τρεις οκάδες να σου δώσω και το δοξάρι».
Τότε με ζώσαν κρυάδες αλλά που είχα και το μεράκι. Γυρίζω μπαίνω πάλι από το
παράθυρο πήρα ακόμα δυο τρεις οκάδες, του το πήγα και μου έδωσε και το δοξάρι.
Εγώ έγινα αετός από τη χαρά μου. Πήγα λοιπόν στο χωριό Αλφά και άρχισα να παίζω
με μεγάλη χαρά. Μέσα σε λίγο διάστημα ξεκαθάριζα πολύ καλά τα πεντοζάλια, αλλά
για κακή μου τύχη πέθανε της μάνας μου ένας πρώτος θείος, ύστερα από λίγο
διάστημα. Εγώ δεν με πείραξε πως πέθανε μόνο που έπρεπε να κρατήσω το πένθος
και που είμαστε και γειτόνοι. Πήγα λοιπόν στο μαγαζί, ξεσκέπασα ένα μεγάλο
πιθάρι και μπήκα μέσα και έπαιζα την λύρα. Το σκέπασα πάλι από πάνω και δεν
ακουγόταν απέξω και έτσι συνεχιζόταν ο αγώνας. Μετά δυο τρία χρόνια έπαιζα ότι
΄θελα ακούσω. Είχαμε ένα παλιό λυράρη τον Στουμπούρη ο οποίος ήταν πολύ
δυνατός. Τον παρακολουθούσα, είχα τότε δεκατέσσερις συναδέλφους μαθητές αλλά
κανένας δεν προχώρησε έστω και στο ελάχιστο. Εγώ είχα πολύ καλά θεμέλια και
έτσι ανέβηκα ψηλά από τους συναδέλφους μου. Ήρθε όμως ο καιρός που
τραυματίστηκα σοβαρά στο μικρό δακτυλάκι της αριστερής χέρας όταν αλέθαμε
ελιές. Εγώ τρελάθηκα περισσότερο από το ότι δεν θα ξανάπαιζα τη λύρα παρά από
τον πόνο. Πήγα στο γιατρό και μου το έραψε με τρία ράμματα. Αργότερα μου φάνηκε
ότι μύριζε το δάκτυλο, είχε πάρει μόλυνση. Φεύγω για το Ρέθυμνο. Πήγα στο
νοσοκομείο και ο γιατρός μου λέει: «Το δάκτυλο έχει πάρει μόλυνση θα το
κόψουμε». Εγώ αρνήθηκα. «Ε, τότε παιδί μου δεν μπορώ να σου κάνω τίποτα εγώ,
παρά να φύγεις και πήγαινε όπου θέλεις να γιατρεύεσαι γιατί κινδυνεύει ολόκληρο
το χέρι, κι ακόμη η ζωή σου να πεθάνεις». Εγώ δεν φοβήθηκα τον θάνατο τόσο όσο
λυπόμουν το δάκτυλο που δεν θα ξανάπαιζα τη λύρα. Έψαξα και βρήκα μια νοσοκόμα
και με περιποιήθηκε αρκετές φορές. Συνέχισα τις αλλαγές ύστερα μόνος μου έδεσε
το δάκτυλο, αλλά δεν λύγιζε, τώρα ακόμα πατά η ψίχα του δακτύλου στην χορδή της
λύρας και δεν έχει βέβαια σωστή απόδοση όπως εκείνη που δίνει το νύχι.
Έκτοτε άρχισα πάλι την λύρα. Το πρώτο πανηγύρι που πήγα ήταν στους
Έρφους. Ήρθε ο λυράρης τότε να μου δώσει να παίξω, αλλά εγώ ντρεπόμουν διότι
ήμουν ξυπόλυτος. Εντέλει με κάθισε στην καρέκλα και μου έδωσε την λύρα και
άρχισα να παίζω αυτά που είχα ακούσει από τους άλλους λυράρηδες, αλλά τα
κατάφερνα εγώ καλύτερα από αυτούς και έμειναν με ανοιχτό το στόμα όλοι. Μετά
πήγαινα σε γάμους μόνο και μόνο να ακούω τη λύρα του Στουμπούρη. Τότε είχε
αυτός το ¨ρεκόρ¨ εδώ στο κύκλο μας. Ήταν λέει τον παλιό καιρό ένας Τούρκος στα
Σκουλούφια τον οποίο ονόμαζαν Χουσεϊνάκη. Από αυτόν πήρε ο Παντουρομαθιός πολλά
και από τον Παντουρομαθιό πήρε ο Στουμπούρης και συνεχίζει η παράδοση. Άρχισα
να παίρνω τη γλύκα της λύρας δεν άφηνα κανένα πανηγύρι. Πήγαινα σε όλα τα
χωριά, έκανα οκτώ μέρες να γυρίσω στο σπίτι μας.
Μας πήραν κληρωτούς το 1931. Κατατάχτηκα στο Ρέθυμνο στον τρίτο λόχο και
συνέπεσε να είναι μαζί τα κρεβάτια μας, το δικό μου, του Βασίλη του Πολυχρόνη,
καλός λυράρης και του Ανδρέα του Ροδινού. Ο Ροδινός έπαιζε και μέναμε όλοι με
ανοιχτό το στόμα εμείς οι άλλοι λυράρηδες. Πήρα μια λύρα στο στρατό και με αυτή
άρχισα και έπαιζα πολλά χρόνια. Πήγα σε
πανηγύρια σε γάμους και πολλά άλλα γλέντια.
Εδώ στην Αλφά, έγινε βάπτιση και έπαιζε λύρα ο Μουντάκης. Εγώ του
κρατούσα κόντρα μπάσο. Παίζαμε μέχρι τα χαράματα. Τότε πήρε κάποιος λαούτο και
έπιασα και εγώ τη λύρα, αλλά το πάτησα το δοξάρι μέχρι ανάσταση και τότε
σηκώθηκε ο νονός που βάπτισε το παιδί και έβαλε σποραδικά τα χάρτινα λεφτά που
κρατούσε. Άμα τέλειωσαν αυτά άρχισε τις χρυσές. Έπαιζα βαριά Μυλοποταμίτικα και
προπαντός Αλφιανά, ¨Στουμπουρίστικα¨. Εάν εγώ έλειπα, να μην τα καρπωθώ σωστά ο
Μοσχάκης θέλα τα πάρει στον τάφο. Επίσης και όσοι με έχουνε ακούσει εμένα,
κανένας δεν τα βγάζει στην εντέλεια παρά μονάχα ο γιος μου ο Γιώργος. Το λέω
και το υπογράφω και ιδού η Ρόδος ιδού και το πήδημα….
Τα σκαναρισμένα εξώφυλλα που προστέθηκαν είναι του Ιδομενέα από Ρέθυμνο και τον ευχαριστώ πολύ που συμβάλει στη προσπάθεια καταγραφής.
Φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).