Τετάρτη 8 Μαΐου 2024

397. POLYGRAM 91063 ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ- ΦΑΡΑΓΚΟΥΛΙΤΑΚΗΣ ΜΑΝΩΛΗΣ- ΛΙΑΒΑΣ ΛΑΜΠΡΟΣ 1987

Φαραγκουλιτάκης Μανώλης (Μπαξές)- Λιάβας Λάμπρος POLYGRAM 91063 Μουσικές στο Αιγαίο 1987- 45rpm- 7''
 
«Ο Μανώλης Φαραγκουλιτάκης γεννήθηκε το 1923 κι έζησε στα Βορίζα, στις πρόποδες του Ψηλορείτη. Ήταν αυτοδίδαχτος δεξιοτέχνης. Στα όρη παρακολουθούσε τους παλαιότερους βοσκούς κι έτσι έμαθε μόνος να παίζει και να κατασκευάζει χαμπιόλια, ασκομαντούρες και άλλα πνευστά όργανα σε ηλικία δώδεκα χρονών. Στην βούργια είχε το βιβλίο με τον Ερωτόκριτο και τον διάβαζε, όση ώρα δεν τον απασχολούσε η βοσκική τέχνη ή δεν έπαιζε μουσική. Του Βικέντιου Κορνάρου, όπως έλεγε. Απάγγειλε, έπαιζε θιαμπόλι και τραγουδούσε στο χείλος του φαραγγιού, που απαντούσε από τα βάθη του.
Εκεί, στα βουνά έμαθε να ξομπλιάζει τις ασκομαντούρες με τον σουγιά και να κάνει ξόμπλια στα ξύλα. Σκάλιζε πετσετοθήκες , πιατέλες κι άλλα ξυλόγλυπτα. Αργότερα σε ηλικία εβδομήντα και πλέον χρονών, παράδωσε μαθήματα για ξόμπλια σε παιδιά, συμμετέχοντας στα προγράμματα της λαϊκής επιμόρφωσης.
Σαν βοσκός στα βουνά έψαχνε κορυφές για να παίζει. Του άρεσε να παίζει στη σιγαλιά της νύχτας, στο μελωδικό και «νόστιμο» χαμπιόλι με τα επτά πατήματα, πολλώ λογιώ σκοπούς και κοντυλιές, συρτά, ριζίτικα τραγούδια και μελωδίες του Ερωτόκριτου. Με την ασκομαντούρα έπαιζε κοντυλιές, πεντοζάλια και πηδηχτούς χορούς.
Χρησιμοποιούσε ακόμη χαμπιόλι με μονό και λιανό καλάμι και γλώσσα, που του έδινε την δυνατότητα να παίζει περισσότερες κοντυλιές από την ασκομαντούρα. Ο Μανώλης Φαραγκουλιτάκης θυµάται: «Τα παλιά είχανε πέντε τρύπες. Εγώ ήµαθα µε πέντε. Αλλά τη Κατοχή µέσα ήταν ένα παιδί απ’ τη Μιαµού, απ’ τ’ Αστερούσια, και έπαιζε. Το γνώρισα στ’ αεροδρόµιο απού φτιάχνανε οι Γερµανοί στο Ντυµπάκι. Ήταν εκειά χιλιάδες κόσµος κι εδούλευγε. Ήτανε στα σύρµατα. Κι εγλεντίζανε κάθ’ αργά οι αθρώποι, είντα ’θελα κάµουνε; και τον είδα εκειά και τον άκουσα µια φορά κι έπαιζε µε εφτά τρύπες, όπως είν’ αυτό ακριβώς. Εγώ εβάστουν ένα µε πέντε. Και µου λέει: “Κουµπάρε Μανώλη, να σάξεις ένα µε εφτά πού ’χει πιο πολλά πατήµατα και παίζεις άνετα οτιδήποτε κοντυλιά και να ’ναι”. Αυτός ήτανε πιο μεγάλος από µένα, λεγότανε Χαρίδηµος Γερµανάκης.»
Του Μπαξέ του άρεσαν οι καλές παρέες στα όρη και στα γλέντια στα χωριά, σε γάμους, βαπτίσεις και πανηγύρια. Αργότερα συνεργάστηκε στη δισκογραφία, σε γλέντια και σε μουσικές περιοδείες με τον Ψαραντώνη, τους Σταυρακάκηδες , τους αδελφούς Στιβακτάκη, με τον Ross Daly, τον Ψαρογιώργη, τον Σγουρό κ.α. Διασκεύασε πολλές μελωδίες για πνευστά όργανα και διέσωσε τεχνικές σε μια εποχή που αυτά τα όργανα απειλήθηκαν με εξαφάνιση. Ήταν γλυκύτατος και ευγενικός άνθρωπος, ευρηματικός και παρατηρητικός, με δικά του αυστηρά κριτήρια κι αυτά τον χαρακτήριζαν και στο παίξιμο του. Αγαπούσε τους καλούς ανθρώπους και απεχθανόταν τα « παράσιτα» που δεν κάνουν καλή παρέα, όπως έλεγε. Έφυγε από κοντά μας το 2004.
Σήμερα σώζεται μία ασκομαντούρα του Μπαξέ σε ιδιωτική συλλογή στο Ηράκλειο και είναι ένα κομψοτέχνημα αφού είναι χειροποίητη από τον ίδιο, με απίστευτης τέχνης σκαλίσματα στα ξύλινα της μέρη, όπως επίσης σώζεται ένα διπλό φιαμπόλι με την ίδια τεχνική στα σκαλίσματα.»
Ο Λάμπρος Λιάβας είναι αναπληρωτής καθηγητής εθνομουσικολογίας στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σπούδασε Νομικά στην Αθήνα, Eθνολογία Ν.Α Ευρώπης και Εθνομουσικολογία στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales στο Παρίσι, πιάνο και ανώτερα θεωρητικά στο Ελληνικό Ωδείο και με τον Γιάννη Ιωαννίδη, βυζαντινή και δημοτική μουσική με τον Σίμωνα Καρά. Είναι πρόεδρος του Μουσείου Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων Φ. Ανωγειανάκη - Κέντρου Εθνομουσικολογίας. Έχει πραγματοποιήσει επιτόπιες έρευνες και μουσικές καταγραφές σ’ όλη την Ελλάδα και στα Ελληνόφωνα χωριά της Κ. Ιταλίας.
Έχει επιμεληθεί βιβλιογραφικές και δισκογραφικές εκδόσεις, ταινίες ντοκιμαντέρ, εκθέσεις, συνέδρια, φεστιβάλ και συναυλίες παραδοσιακής μουσικής στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έχει ασχοληθεί με οργάνωση αρχείων, μουσικοκριτική και παραγωγή ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εκπομπών για την ελληνική μουσική. Στο θέατρο έχει ασχοληθεί με την έρευνα, συγγραφή κειμένων, μουσική και σκηνοθετική επιμέλεια σε παραστάσεις αρχαίου δράματος, μουσικού θεάτρου και σύγχρονου χορού.
Στα επιστημονικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνονται η ελληνική δημοτική μουσική (με έμφαση στα επιμέρους τοπικά ιδιώματα και στα λαϊκά μουσικά όργανα), η αστική λαϊκή μουσική (ρεμπέτικο, θέατρο σκιών) και το νεότερο ελληνικό τραγούδι.
Από το 1992 διδάσκει στο Τ.Μ.Σ. τα μαθήματα: "Εισαγωγή στην ελληνική δημοτική μουσική", "Αστική λαϊκή μουσική" και "Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα" καθώς και τα σεμινάρια: "Μεθοδολογία της επιτόπιας εθνομουσικολογικής έρευνας", "Μουσική στο θέατρο σκιών" και "Ιστορική ανασκόπηση του νεότερου ελληνικού τραγουδιού". Επίσης, διδάσκει στο Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Μουσική Κουλτούρα και Επικοινωνία. Ανθρωπολογικές και επικοινωνιακές προσεγγίσεις της μουσικής το μάθημα: "Μουσική και πολιτιστική διαχείριση".
Το σημερινό δισκάκι έρχεται σε συνέχεια της προηγούμενης ανάρτησης και τον σχολιασμό του Λάμπρου Λιάβα για το τραγούδι του Φουσταλιέρη ¨Όσο βαρούν τα σίδερα¨. ¨Μουσικές στο Αιγαίο¨ ένα βιβλίο με ένθετο δίσκο το σημερινό 45άρι βινύλιο (κάπου διάβασα ότι κυκλοφόρησε και cd), του 1987, σε επιμέλεια Λάμπρου Λιάβα και εκδότη το Υπουργείο Πολιτισμού-Υπουργείο Αιγαίου, με την Μελίνα Μερκούρη να το προλογίζει.   Δυστυχώς το βιβλίο δεν το έχω, οπότε δεν γνωρίζω τους μουσικούς και τα τραγούδια. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι σφυροχάμπιολο παίζει ο Μανώλης Φαραγκουλιτάκης και πιθανότατα τραγουδάει και τον Ερωτόκριτο (συνάδει με τα παραπάνω βιογραφικά στοιχεία). Όποιος γνωρίζει τους μουσικούς και τα τραγούδια μπορεί να στείλει μήνυμα για να προσθέσω, ευχαριστώ.   
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).
 

 

Πέμπτη 2 Μαΐου 2024

396. COLUMBIA D.G.6364 ΦΟΥΣΤΑΛΙΕΡΑΚΗΣ ΣΤΕΛΙΟΣ- ΜΠΕΡΝΙΔΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ- ΜΠΕΡΝΙΔΑΚΗΣ ΠΟΛΥΧΡΟΝΗΣ 1938

Φουσταλιεράκης Στέλιος (Φουσταλιέρης- Το Στελάκι από την Κρήτη)- Μπερνιδάκης Ιωάννης (Μπαξεβάνης- Μπαξές- Αηδόνι της Κρήτης)- Μπερνιδάκης Πολυχρόνης COLUMBIA D.G.6364 Όσο βαρούν τα σίδερα (Κρητικό) - Τα βάσανα μου χαίρομαι (Κρητικό) 1938- 78rpm- 10''
«Συμβαίνει κάποιες φορές να αμφισβητείται η κυριότητα ενός τραγουδιού και μάλιστα όταν ο χρόνος το έχει καταξιώσει ως ένα μεγάλο τραγούδι. Ένα από αυτά είναι και το «Όσο βαρούν τα σίδερα». Χρεώθηκε στα παραδοσιακά, ως ένα παρμένο μικρασιατικό. Το τραγούδι όμως ανήκει στον Στέλιο Φουσταλιεράκη (Φουσταλιέρη). Από ό,τι καταδεικνύεται ο Φουσταλιέρης πήρε δύο και μόνο στίχους, σημειωτέον μόνο στίχους, από ένα παραδοσιακό καθιστικό τραγούδι της Κωνσταντινούπολης του 1910, το οποίο ηχογράφησε στις ΗΠΑ το 1927 και η Μαρίκα Παπαγκίκα με τον τίτλο «Μπουρνοβαλιό». Παραθέτουμε αυτούς τους δύο στίχους του προαναφερθέντος τραγουδιού:
Βαρύτερ’ απ’ τα σίδερα, καλέ, είναι τα μαύρα ρούχα
Γιατί τα φόρεσα και γω για μιαν αγάπη που ’χα

Η μελωδία αυτού του τραγουδιού φυσικά δεν σχετίζεται καθόλου με το εξαιρετικό δημιούργημα του Φουσταλιέρη. Το τραγούδι λοιπόν είναι δικό του και το κυκλοφόρησε το 1938 σε δίσκο με τη φωνή του Ιωάννη Μπερνιδάκη - Μπαξεβάνη.
Αναμφίβολα είναι πάντα το απαιτούμενο η σωστή καταγραφή της μουσικής ιστορίας. Και αυτή μας παραδίδει ότι και η Κρήτη ως σταυροδρόμι, λόγω γεωγραφικής θέσεως, έχει επηρεασθεί από τη μουσική των Μικρασιατών προσφύγων και έχει αφήσει τα σημάδια της στα κρητικορεμπέτικα ή αλλιώς ταμπαχανιώτικα. Ονομάστηκαν έτσι επειδή τα τραγουδούσαν στη Σμύρνη οι εργάτες που δούλευαν στα Ταμπακαριά, δηλαδή τα δερματάδικα. Άλλοι λένε ότι οι Ταμπάκηδες, που είχαν τα δερματάδικα, φώναζαν μουσικούς για να τους διασκεδάσουν και έπαιζαν Ταμπαχανιώτικα.
Χαρακτηριστικό δείγμα είναι το εν λόγω τραγούδι. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν αρκετές διαστάσεις για την καταγωγή του. Ο Λάμπρος Λιάβας, ωστόσο, ασχολήθηκε με αυτόν τον Κρητικό μουσικό και, όντας ο πιο κατάλληλος και πιο ειδήμονας ,σίγουρα η μαρτυρία του παρουσιάζει ενδιαφέρον.
Ας διαβάσουμε τι γράφει:
Ο Φουσταλιέρης συνεργάστηκε δισκογραφικά με πολλούς μεγάλους μουσικούς της εποχής. Παράλληλα, στις ρεθυμνιώτικες συντροφιές έπαιζε συχνά με Μικρασιάτες μουσικούς, οι οποίοι είχαν βρεθεί στην Κρήτη μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ιδιαίτερο ρόλο στη διαμόρφωση της μουσικής προσωπικότητας του Φουσταλιέρη έπαιξε η παραμονή του στον Πειραιά (1933-1937).
Στον Πειραιά, η κρητική παραδοσιακή μουσική συναντά το ρεύμα του Παγιουμτζή, τον Κερομύτη, τον Μπαγιαντέρα και άλλους. Με τον Μπάτη, μάλιστα, ήταν και παλιοί γνώριμοι και σύχναζε και στην παράγκα του (χοροδιδακαλείον), στου Καραϊσκάκη. Εκεί, ήταν κρεμασμένα στη σειρά τα μπουζούκια, έχοντας το καθένα το όνομά του! Η «Μαριγούλα», η «Κούλα», ο «γέρο-Μάγκας» κτλ.! Ανάμεσα σ’ αυτά και το μπουλγαρί που παίζει το «Στελάκι» από την Κρήτη και ενθουσιάζει τους ρεμπέτες με τη «διπλοπενιά» και την «τριπλοπενιά» του.
Από το 1937 έως και το 1992 που πέθανε, ο Στέλιος Φουσταλιεράκης - Φουσταλιέρης ζούσε στο Ρέθυμνο, ασχολούμενος με τις δύο μεγάλες αγάπες του. Την τέχνη του ρολογά και το μπουλγαρί! «Γιατί και οι δυο αυτές τέχνες έχουν μεγάλη σχέση μεταξύ τους, είναι λεπτή δουλειά, όπως παλιά κάναμε τα εξαρτήματα των ρολογιών στο χέρι και τα δουλεύαμε με το φακό, έτσι και στη μουσική χρειάζεται σημασία στη λεπτομέρεια, στην πενιά. Χρειάζεται αξιοπρέπεια τόσο πίσω από τον πάγκο, όσο και όταν παίζω το όργανο».
Ο Φουσταλιέρης με την ίδια αξιοπρέπεια και το ίδιο αμείωτο μεράκι παρέμεινε ως τον θάνατό του, όχι μόνο στην Κρήτη, αλλά και σ’ ολόκληρη την Ελλάδα ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της παράδοσης του ελληνικού ταμπουρά. Γιατί δυστυχώς, στις μέρες μας, η μακραίωνη αυτή παράδοση κινδυνεύει να εξαφανιστεί. Το λαγούτο και το μπουζούκι, εκτόπισαν το μπουλγαρί. Η μουσική του Φουσταλιέρη αποτελεί ένα ξεχωριστό και ιδιαίτερα σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία της Κρητικής μουσικής.
Η ξεχωριστή του πορεία, όμως, στην ιστορία της κρητικής μουσικής δεν σφραγίστηκε μόνο από αυτό ούτε από τις επιδράσεις που δέχτηκε από Μικρασιάτες μουσικούς που είχαν έρθει στο Ρέθυμνο με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Είναι, ίσως, ο μοναδικός παραδοσιακός μουσικός της Κρήτης που θα «μπλέξει» με τους ρεμπέτες. Αυτό θα γίνει την περίοδο ανάμεσα στο 1933 και στο 1937, όταν έζησε στον Πειραιά.
Το «Στελάκι από την Κρήτη», όπως τον βάφτισαν οι μάγκες εκεί, γνωρίστηκε και έπαιξε με τον Μάρκο, τον Δελλιά, τον Παγιουμτζή, τον Μπαγιαντέρα και τον Μπάτη, που ήταν ο συνδετικός κρίκος. Είχαν γνωριστεί όταν ο Μπάτης είχε κατεβεί στην Κρήτη ως βοηθός πλανόδιου οδοντίατρου, και σμίξανε ξανά στον Πειραιά. Τα τραγούδια, λοιπόν, του Φουσταλιέρη, χωρίς να είναι αποκομμένα από τον βασικό κορμό της κρητικής μουσικής, έχουν ολοφάνερες τις επιδράσεις από τα χρόνια που έζησε κοντά στους μεγάλους ρεμπέτες.
Πολύ αργότερα, όταν το «Στελάκι» έχει γυρίσει στην Κρήτη, ο Γιάννης Παπαϊωάννου θα πει, σε μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Άλφα» (Μάιος 1968): «…Έξω από τον Χαλκιά γνώρισα και έναν Κρητικό. Στέλιος Φουσταλιεράκης λεγόταν. Ήταν τσαγκάρης. Έφαγα τον κόσμο να τον βρω. Έπαιζε κάτι κρητικά στο μπουζούκι και τρελαινόμουν… Τον έχασα όμως…».
Εκείνη την περίοδο μπαίνει και στη δισκογραφία με τρεις δίσκους 78 στροφών. Στις ετικέτες τους αναγράφεται ότι παίζει μπουζούκι, καθώς το μπουλγαρί ήταν άγνωστο όργανο για τους υπεύθυνους των δισκογραφικών εταιρειών στην Αθήνα. Η αλήθεια είναι, όμως, πως και στην Κρήτη συχνά το ονόμαζαν μπουζούκι ή και τουρκομπούζουκο. Εκεί, στα στούντιο της Columbia, είναι καλλιτεχνικός διευθυντής ο συνθέτης Παναγιώτης Τούντας. Κάποια τραγούδια από τις ηχογραφήσεις του Φουσταλιέρη περνούν στη δισκογραφία με το όνομα του Τούντα, χωρίς να έχουν καμία σχέση με την έτσι κι αλλιώς αξιόλογη καριέρα του λαϊκού συνθέτη.
Ούτε πριν ούτε μετά έφτιαξε τραγούδια που το ηχόχρωμά τους να θυμίζει αυτά που αργότερα διεκδίκησε ο Φουσταλιέρης – αλλά αυτή είναι μια συνηθισμένη ιστορία, τουλάχιστον για την εποχή εκείνη. Το χειρότερο βέβαια είναι, πέρα από την ιστορία με τον Τούντα, ότι έγιναν κι αργότερα ηχογραφήσεις τραγουδιών του (και μάλιστα την εποχή που ζούσε ακόμη ο δημιουργός τους) από τραγουδιστές γνωστούς και άγνωστους, οι οποίοι πήραν τραγούδια του Φουσταλιέρη και τα βάφτισαν παραδοσιακά. Ειδικά το «Όσο βαρούν τα σίδερα» έχει ηχογραφηθεί πολλές φορές, μόνο που κάποιοι είτε από άγνοια είτε από «ευκολία» το αναφέρουν ως παραδοσιακό – και ξεμπερδεύουν».
Πηγή: Τα γραφόμενα του Λάμπρου Λιάβα –εθνομουσικολόγου, επίκουρου καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών– είναι από την ΚΡΗΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ»
Στα δύο κομμάτια παίζει επίσης ο Πολ.Μπερνιδάκης κιθάρα. Μέχρι τώρα δεν είχε γνωστό ποιος ήταν ο Πολ.. Με τη βοήθεια του καθηγητή Σήφη Λεκάκη και μέσω του φίλου του Μανώλη Τζιράκη μάθαμε! Ρωτώντας την κόρη του Μπαξεβάνη στο Ρέθυμνο λοιπόν μάθαμε πως ο Πολ. ήταν ο αδερφός του Μπαξεβάνη, Πολυχρόνης. Για το πόσο καλή κιθάρα έπαιζε και τι άλλο έκανε δεν μάθαμε. Σε κάποιο άρθρο ο Χάρης Στρατιδάκης έχει γράψει μεταξύ άλλων ότι ο Πολυχρόνης Μπερνιδάκης είχε μαγαζί με σφραγίδες μεταπολεμικά.
Επίσης ένα άλλο ενδιαφέρον είναι κάτι σαν κρουστό με μεταλλικό ήχο που ακούγεται στο "Όσο βαρούν τα σίδερα" ειδικά μετά το 0'48''. Μία σκέψη είναι μήπως οι χορδές κάνουν αυτό το χαρακτηριστικό ήχο όπως χτυπάει πάνω τους το φτερό του καναβού με το οποίο έπαιζε ο Φουσταλιέρης. Τα παραπάνω σχόλια είναι του Γιώργη Βαβουλέ. Ο φίλος Ανδέας Ανδρεωσάτος πιστεύει ότι αυτά που ακούγονται είναι γυάλινα ποτηράκια και θα συμφωνήσω μαζί του.
Στο σημερινό γραμμοφωνικό δίσκο ο Μπαξεβάνης (εικονίζεται παραπάνω αλλά σε καμία φωτογραφία με τον Φουσταλιέρη) πραγματικά απογειώνει και τα δυο τραγούδια. Συνήθως το ένα από τα δυο τραγούδια (τουλάχιστον έτσι λειτουργούν στο εξωτερικό γι’αυτό και τα λένε b-sides), είναι το ¨καλό¨ ή αλλιώς το σουξεδιάρικο. Στην προκειμένη περίπτωση είναι και τα δύο τραγούδια ¨σταθμοί¨ της Κρητικής (για κάποιους αστικής) μουσικής. Την απήχηση που είχε ο Φουσταλιέρης και στο ρεμπέτικο κοινό, μας δηλώνουν και οι ετικέτες του δίσκου (σημειωτέον ότι για κάθε εξάντληση του δίσκου άλλαζαν γραμματοσειρά και για διαφορετική δεκαετία-σειρά χρώμα). Εφτά διαφορετικές ετικέτες (δίσκους) κατάφερα  να βρω. Τρεις από αυτές από την προσωπική μου συλλογή, άλλες δυο από του Χατζηαντωνίου (greekdiscography), μία από τον φίλο Ιδομενέα από το Ρέθυμνο (μαύρες με χρυσά γράμματα) και μια από discogs σε γραμμοφωνικό εξωτερικού και την Odeon που αντιπροσώπευε την Columbia. Εικονίζονται παρακάτω.
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).
 
 







Δευτέρα 29 Απριλίου 2024

395. RCA VICTOR 48g 2327 ΔΕΡΜΙΤΖΑΚΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ- ΖΕΡΒΑΣ ΤΑΣΟΣ 1962

Δερμιτζάκης Ιωάννης (Δερμιτζογιάννης)- Ζέρβας Τάσος RCA VICTOR 48g 2327  Φεύγω και τρέμω (Κοντυλιές) - Ποιος πλάστης Θεέ μου σ΄έπλαξε (Κοντυλιές) 1962- 45rpm- 7''
«Ο Δερμιτζογιάννης γεννήθηκε το 1907 στο Στειακό χωριό Μαρωνιά κι έφυγε από τη ζωή στις 17 Μαΐου 1984, σε ηλικία 77 ετών. Άφησε την τελευταία του πνοή στην αγαπημένη του Σητεία και στα 9 χιλιόμετρα, που απέχει η Σητεία από το χωριό του, τη Μαρωνιά, μια μεγάλη  μουσική πομπή σχηματίστηκε, την ημέρα της κηδείας του, με βιολιά, λύρες και λαούτα, μέχρι την τελευταία του κατοικία. Εκεί ήταν και τον συνόδεψαν μεγάλα ονόματα της κρητικής μουσικής, όπως ο Θανάσης Σκορδαλός, ο Κώστας Μουντάκης, ο Γιώργος Κουτσουρέλης και αρκετοί άλλοι.
Ήταν ιδιαίτερα κοινωνικός άνθρωπος και καλλιτέχνης, με πολλά ταξίδια στο εξωτερικό και σ’ όλη την Ελλάδα, μέχρι και στο μικρό νησάκι Σύρνα, δίπλα στην Αστυπάλαια, είχε κάνει μια κουμπαριά με τον μοναδικό τότε κάτοικο του νησιού Θοδωρή Μεταξωτό.
Από το 1950 μέχρι το 1980 εξέδωσε τέσσερα βιβλία με μαντινάδες και περίπου 150 δίσκους. Το πρώτο βιβλίο με τίτλο “Κρητικές Μαντινάδες” εκδόθηκε το 1953. Ακολούθησαν άλλα δύο, το 1963 και το 1968. Το τελευταίο με τίτλο  “Φιλοσοφία της ζωής” εκδόθηκε το 1979.
Ανάμεσα στα πολλά περιστατικά στη ζωή του Δερμιτζογιάννη και τούτο, που διηγήθηκε πριν από χρόνια στην εφημερίδα “Κρητικά Επίκαιρα” ο Μύρος Μαραγκάκης, πρόεδρος τότε της Ένωσης Κρητών Ελευσίνας:
“Πριν αρκετές δεκαετίες ο Δερμιτζογιάννης εμφανιζόταν σε κρητικό κέντρο της Αθήνας με το συγκρότημά του. Ήταν Σάββατο βράδυ, μετά τα μεσάνυχτα, και καθώς τέλειωσε το πρόγραμμα στο κρητικό κέντρο, ο Δερμιτζογιάννης και η παρέα του  αποφάσισαν να περάσουν από το σπίτι  του Μύρου Μαραγκάκη στην Ελευσίνα, καθώς θα πήγαιναν την άλλη μέρα Κυριακή στη Λειβαδιά, καλεσμένοι για μια εκδήλωση Κρητών.
Φίλοι από χρόνια πήγε ο Δερμιτζογιάννης κι η παρέα του στο σπίτι του Μαραγκάκη στην Ελευσίνα και το βρήκαν κλειστό. Όμως είχαν πάει κι άλλες φορές κι ήξεραν, ότι ο Μύρος, αφού δεν ήταν στο σπίτι θα ήταν στο εξοχικό του.
Έφτασαν στο εξοχικό, μια ώρα μετά τα μεσάνυχτα, κάθισαν στην σκάλα του εξοχικού και γνωρίζοντας καλά τον Μύρο, άρχισαν να παίζουν κρητικούς σκοπούς με το βιολί και τα λαούτα. Ξαφνιάστηκε ο Μύρος, ξύπνησε, άνοιξε την πόρτα κι είδε τον Δερμιτζογιάννη.
Του είπε ο Δερμιτζογιάννης, ότι πηγαίνουν για τη Λειβαδιά κι ότι πέρασαν, για να τον δουν. Φυσικά έστρωσε τραπέζι ο Μύρος , έφερε τσικουδιά και κρασί κι ένα κομμάτι τυρί, που είχε απομείνει στο εξοχικό. Όμως μόνο με σκέτες ρακές και κρασί δεν γίνεται. Και στο εξοχικό δεν υπήρχε εκείνο το βράδυ άλλο φαγώσιμο, παρά μόνο ξερά κουκιά σ’ ένα κουρούπι. Ήταν και περασμένα μεσάνυχτα…
Τι να κάνουν, ενώ ρακή με ρακή είχαν βγει σε κέφι; Έκαναν τούτο το εκπληκτικό: Μούσκευαν τα κουκιά στο νερό και τ’ άπλωναν στο τηγάνι με το λάδι και μπόλικο αλάτι κι έτσι έφτιαχναν ένα πρωτότυπο μεζέ για την τσικουδιά και το κρασί.
Για αρκετές ώρες η παρέα του Δερμιτζογιάννη με τον Μύρο Μαραγκάκη διασκέδασαν στο εξοχικό. Προς τα ξημερώματα ο Δερμιτζογιάννης κι η παρέα του συνέχισαν με κατεύθυνση την Λειβαδιά. Ο Μύρος Μαραγκάκης, έτσι όπως ήταν πιωμένοι και νύχτα, ανησυχούσε αν θα μπορέσουν να φτάσουν σώοι στην Λειβαδιά. Ησύχασε την άλλη μέρα Κυριακή, όταν πήραν τηλέφωνο για να τον ευχαριστήσουν  και να του πουν, ότι είναι καλά.
Άλλες εποχές, αξέχαστες εποχές…”».
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).
 

 

Παρασκευή 26 Απριλίου 2024

394. HIS MASTER'S VOICE 7PG 2599 ΛΥΔΙΑ ΓΙΩΤΑ- ΚΟΚΟΝΤΙΝΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ- ΚΟΡΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ 1959

Λύδια Γιώτα (Μανταράκη Παναγιώτα)- Κοκοντίνης Παναγιώτης- Κόρος Γιώργος HIS MASTER'S VOICE 7PG 2599 Ο Όλυμπος (Τσάμικο) - Η αγάπη έχει θύματα (Συρτό) 1959- 45rpm- 7''
«Η Γιώτα Λύδια (πραγματικό όνομα Παναγιώτα Μανταράκη), γεννήθηκε το 1934 στη Νέα Ιωνία έχοντας καταγωγή από τη Μικρά Ασία. Παντρεύτηκε στα 14 της τον μετέπειτα συνθέτη των μεγάλων επιτυχιών της, Στράτο Ατταλίδη και στα 15 της γεννάει τον μοναχογιό της. Την πρωτάκουσε ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης να τραγουδάει στην αυλή του σπιτιού της σμυρναίικα με την προτροπή του αλλά και με την προτροπή του Γεράσιμου Κλουβάτου μπήκε σε στούντιο της Columbia και ηχογράφησε το πρώτο της τραγούδι "Κάποια φωνή ακούστηκε" που άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις. Μπήκε στην δισκογραφία το 1954 με την προτροπή του συζύγου της και του συνθέτη Γεράσιμου Κλουβάτου του οποίου τραγούδησε και τα δύο πρώτα τραγούδια της, ο μαέστρος Στέλιος Χρυσίνης τότε την βάφτισε Λύδια.
Αμέσως αναγνωρίστηκε η αξία και το σπάνιο μέταλλο της φωνή της και όλοι οι συνθέτες θέλησαν να συνεργαστούν μαζί της. Τραγουδάει Βασιλη Τσιτσάνη, Γιάννη Παπαϊωαννου, Μανώλη Χιώτη (Ηλιοβασιλέματα κ.α), Βασίλη Καραπατάκη, Γιωργου Λαύκα, Γιώργου Μητσάκη, Μπάμπη Μπακάλη, Θεόδωρου Δερβενιώτη και βέβαια Απόστολο Καλδάρα με τον οποίο δίνουν το σπουδαίο και διαχρονικό τραγούδι Συ μου χάραξες πορεία. Η ίδια χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι τραγουδάει με ευκολία όλα τα είδη του τραγουδιού πάντα με μεγάλη επιτυχία, σμυρναίικα, τσιφτετέλια, ζεϊμπέκικα, μικρασιάτικους αμανέδες, ελαφρό- μοντέρνο τραγούδι, νησιώτικα αλλά και δημοτικά τα οποία έχουν σημαντική θέση στο ρεπερτόριο της ερμηνεύτριας. Από το 1954-1958 η Λύδια γίνεται αναγνωρίσιμη και αγαπημένη του κοινού μόνο μέσα από τους δίσκους 78 στροφών.
Πρωτοβγαίνει στο πάλκο δίπλα στον Στέλιο Καζαντζίδη αλλά και την Μαρινέλλα στο κέντρο '' Μαντουμπάλα''. Οι εμφανίσεις της σε νυχτερινά κέντρα όλα αυτά τα χρόνια θα είναι εξαιρετικά μετρημένες. Οι δυο σπουδαίοι ερμηνευτές ένωσαν τις φωνές τους και σε δίσκους (Συννεφιασμένη Κυριακή, Καβουράκια, κ.α.). Το 1960 βρίσκει τη Γιώτα Λύδια να τραγουδάει μια μεγάλη σειρά τραγουδιών του Στράτου Ατταλίδη και του Κώστα Βίρβου, Γύρνα πάλι γύρνα, Ο ταυρομάχος, Η τσιγγάνα η Μαρίτσα, Έλα γύφτο μ'έλα, Πες μου γιατί, Σαν ζητιάνα σε κοιτώ, Αχ ας μπορούσα (στίχοι Γ.Κοινούση) και βέβαια το Γιατί θες να φύγεις που θα πας, ένα τραγούδι σταθμός που σημείωσε ένα αξεπέραστο μέχρι και τις μέρες μας δισκογραφικό ρεκόρ, πούλησε παραπάνω από 845.000 δίσκους.
Παράλληλα εμφανίζεται στου Τζίμη του χοντρού με τη συμμετοχή του Χρηστάκη και αργότερα στην Μαντουμπάλα με τον Σπύρο Ζαγοραίο και το Μανώλη Αγγελόπουλο με τον οποίο τους συνδέει μια άριστη επαγγελματική σχέση καθώς πρώτη φορά τραγούδησε σε δίσκο ο Αγγελόπουλος δίπλα στη Λύδια την περίφημη Μαγκάλα αλλά και έπειτα είπαν επιτυχημένα ντουέτα (Σαν θεό σ' αγαπώ, Μανταλένα, Αχ μουσταφά κ.α.). Η Γιώτα Λύδια έχει κάνει και καταπληκτικά σεγοντα σε πολλούς τραγουδιστές όπως αυτά με τον Στέλιο Καζαντζιδη.
Η ίδια ήταν κοντά και στο ξεκίνημα του Στράτου Διονυσίου στο τραγούδι Φύγε-φύγε. Ξεχωριστή στιγμή στην καριέρα της είναι η συνεργασία της με τον Μίκη Θεοδωράκη ερμήνευσε κομμάτια από το τραγούδι του νεκρού αδερφού όπως Κοιμήσου αγγελούδι μου, Μελαχρινή μου κοπελιά, Ο ουρανός είναι κλειστός, Προδομένη αγάπη και εμφανίζεται μαζί του στα θέατρα Κεντρικόν και Καλουτά μαζί με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Το 1965 ξανασυνεργάζεται με τον Καζαντζίδη και την Μαρινέλλα στο Φαληρικόν, εκεί είναι που είπε ο Καζαντζίδης το οριστικό αντίο στις πίστες. Το 1967-1968 η Γιώτα Λύδια γνωρίζει και πάλι μέρες δόξας, συνεργάζεται με τον Άκη Πάνου αφήνοντας κληρονομιά ένα από τα σπουδαιότερα τραγούδια μέχρι σήμερα το ¨Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα¨, ενώ το τραγούδι της σε μουσική και στίχους του Νίκου Δαλέζιου ¨Να' χα εκατό καρδιές¨ σπάει ακόμα μία φορά ρεκόρ πωλήσεων. Την ίδια εποχή τραγουδάει στην Φαντασία με τους Β.Τσιτσάνη, Μ.Μενιδιάτη, Χ.Λαμπράκη,Τ.Σούκα, Α.Ρεπάνη, Α.Κατινάρη, Σπ.Λιόση κ.α, εκεί γνωρίζει τον δεύτερο σύζυγό της. Ακόμη ηχογραφεί τραγούδια του Αντώνη Κατινάρη, Γιάννη Καραμπεσίνη, Γιώργου Κοινούση, Αντώνη Ρεπάνη, Νίκου Δαλέζιου, Νίκου Καρανικόλα, Τάκη Σουκα, Ηρακλή Παπασιδέρη και Κώστα Παπαδόπουλου ενώ ερμηνεύει ¨Το συμφέρον¨ του Μάρκου Βαμβακάρη σε ενορχήστρωση Σταύρου Ξαρχάκου.
Στα τέλη του 60 και αρχές του 70 τα πράγματα στο τραγούδι αλλάζουν προς το χειρότερο για τους παλιούς ερμηνευτές έτσι η Γιώτα Λύδια αποσύρεται από τα μαγαζιά και αραιώνει την δισκογραφική της παρουσία, τότε όμως θα γνωρίσει την αποθέωση τραγουδώντας επί σειρά ετών στους ομογενείς της Αμερικής και της Αυστραλίας, δισκογραφικά βγάζει τους δίσκους Δύο φωτιές, Χίλια μαχαίρια, Γιώτα Λύδια με τη συμμετοχή του Τάκη Σούκα και το 1974 το Μία παρασκευή. Η επιστροφή της στην δισκογραφική εταιρεία από όπου βγήκε οπού είχε μετονομαστεί σε minos έγινε το 1976 με το άλμπουμ Επιστροφή στις ρίζες ένας δίσκος με σμυρναίικα τραγούδια και αξεπέραστες ερμηνείες από την ανατολίτικη, λυγμική και γεμάτη γυρίσματα φωνή της, το 1977 κυκλοφορεί ακόμη έναν δίσκο στην εταιρεία των Βασίλη Βασιλειάδη και Τάκη Μουσαφίρη ενώ εμφανίζεται στο κέντρο του Κώστα Καρουσάκη.
Αρχές του 80 η Λύδια απείχε συνειδητά από τα πράγματα με εξαίρεση τη συμμετοχή της στον δίσκο του Γιάννη Μαρκόπουλου Βαριά λαϊκά ώσπου το 1984 επανέρχεται στο τραγούδι με την προτροπή του Γιώργου Νταλάρα όπου εκείνη την περίοδο μεσουρανούσε, ηχογραφώντας έναν δίσκο οπού τραγουδούσαν μαζί και χωριστά παλιά λαϊκά τραγούδια. Ο δίσκος είχε την ονομασία Καλημέρα κυρία Λύδια που διάλεξε ο Νταλάρας για να τιμήσει την μεγάλη τραγουδίστρια, ο δίσκος θεωρείται από τους καλύτερους της δεκαετίας του 80 και γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία με πωλήσεις άνω των 180.000 αντιτύπων, ακόμη εμφανίζεται στο παλαί ντε σπορ της Θεσσαλονίκης δίπλα στον Γιώργο Νταλάρα και την Χαρούλα Αλεξίου.
Το 1986 κυκλοφορεί ο τελευταίος δίσκος της στη minos με τίτλο Καθαρά και ξάστερα με δημιουργίες των δύο μεγάλων συνθετών της εποχής Τάκη Σούκα και Χρήστου Νικολόπουλου, εμφανίζεται με τον Σούκα και τον Κοντογιάννη στις Νταλίκες και αργότερα με τον Απόστολο Καλδάρα. Στα χρόνια του 90 πραγματοποιεί δύο ακόμη σημαντικές εμφανίσεις με τον Αντώνη Βαρδή και την Χριστίνα Μαραγκόζη στο Ζουμ και στον Διογένη με την Πόλυ Πάνου, ηχογραφεί ακόμη δύο δίσκους, το 1997 κάνει την τελευταία της δισκογραφική εμφάνιση και παρουσία της στα κέντρα δίπλα στον Βαγγέλη Κονιτόπουλο.
Τελευταίες της εμφανίσεις στην τηλεόραση έγιναν στην Σεμίνα Διγενή και τον Σπύρο Παπαδόπουλο, το 2006 κυκλοφόρησε η βιογραφία της από τον Κώστα Μπαλαχούτη. Ακόμη επηρέασε με την ερμηνεία της, πολλές μετέπειτα σημαντικές τραγουδίστριες (Γλυκερία, Βιτάλη κ.ά.).
Επίσης έχει τραγουδήσει εκατοντάδες δισκάκια 45 και 78 στροφών τα οποία ποτέ δεν κυκλοφόρησαν στις 33 στροφές ή σε ψηφιακή μορφή.»
Στο σημερινό δισκάκι, που έχει κυκλοφορήσει και στις 78 στροφές, στο κλαρίνο ο Παναγιώτης Κοκοντίνης και στο βιολί ο Γιώργος Κόρος. Βιογραφικά τους θα βρείτε σε παλαιότερες αναρτήσεις.
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).
 




Δευτέρα 22 Απριλίου 2024

393. DORE K-154 ΠΑΠΑΣΙΔΕΡΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ- ΣΟΥΤΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ 1967

Παπασιδέρης Γιώργος (Παπαϊσιδώρου-Κουλουριώτης)- Σούτας Γιώργος DORE K-154 Σου παραγγέλνω μαύρη γη (Τσάμικο) - Τι σου έχω κάνει και δεν μου μιλάς (Συρτός) 1967- 45rpm- 7''
«Ο Γιώργος Παπασιδέρης (βλέπε και αναρτήσεις 11, 70, 103, 217, 283 και 358) γεννήθηκε στη Σαλαμίνα στις 14 Σεπτεμβρίου του 1902.  ήταν το πέμπτο από τα εννέα παιδιά της οικογένειας του Χρήστου Παπαϊσιδώρου και της Αικατερίνης θυγ. Παναγιώτη Μπούνταλη.
Τελείωσε το Δημοτικό σχολείο και στη συνέχεια απασχολήθηκε σε βαριές εργασίες όπως: αγρότης, ναύτης σε εμπορικά καΐκια και καραγωγέας, έως ότου δόθηκε εξ’ ολοκλήρου στο τραγούδι.
Το 1923 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στο ναυτικό.
Το 1928 ο συνεργάτης της «Columbia» Λαμπρούλιας συναντήθηκε με τον Παπασίδερη, ύστερα από μεσολάβηση του Σαλαμίνιου λαουτιέρη Σιδέρη Ανδριανού, επαγγελματία μουσικού από οικογένεια μουσικών, που ήταν κουμπάρος του Λαμπρούλια και φίλος αγαπητός του Παπασίδερη. Έκατσαν ώρες μαζί, συζήτησαν, τραγούδησαν. Ο έμπειρος Λαμπρούλιας ενθουσιάστηκε και του πρότεινε να συνεργαστεί με την «Columbia». Έτσι κι έγινε.  Ο Γιώργος Παπασίδερης βρέθηκε να ηχογραφεί το πρώτο  του τραγούδι σε ηλικία 26 ετών, το 1928.  Αφού  έγινε η ηχογράφηση η «μήτρα» μεταφέρθηκε στην Αγγλία όπου έγινε η αναπαραγωγή σε δίσκους 78 στροφών οι οποίοι ήλθαν στην Ελλάδα μετά από έξι μήνες, το 1929, οπότε κυκλοφόρησε ο πρώτος του δίσκος.  
Από τότε μέχρι το 1972 τραγούδησε αδιάκοπα δεκάδες τραγούδια σε δίσκους. Στην αρχή ηχογράφησε ορισμένους αμανέδες, είδος τραγουδιού που όπως ξέρουμε απαιτεί ερμηνευτή με τεράστιες φωνητικές δυνατότητες.  Επίσης τραγούδησε και ρεμπέτικα τραγούδια των Μάθεση, Τούντα, Περιστέρη, Σκαρβέλη, Μπαρούση, Ψυριώτη.
Την εποχή αυτή, αρχές του 1930 έπαιρνε απ’ την «Οdeon» 1.000 δρχ. για κάθε τραγούδι.  Επειδή οι φωνητικές του δυνατότητες το επέτρεπαν  ηχογραφούσε πολλά τραγούδια σε μια μέρα. Έτσι κάποια φορά παρουσία του αδελφού του Δημήτρη ηχογράφησε σε μια μέρα τριάντα τραγούδια παίρνοντας το μυθικό, για την εποχή αυτή μεροκάματο, των τριάντα χιλιάδων δραχμών.
Το 1931 παντρεύτηκε την Αφροδίτη (Βίτα) θυγ. Ισιδώρου Τσεβά. Το 1932 απέκτησαν το μοναδικό τους παιδί, τον αγαπητό στη Σαλαμίνα γιατρό Χρήστο Παπαϊσιδώρου.
Το Νοέμβρη του 1940 ο Γιώργος Παπασίδερης, συμβάλλει κι αυτός στην εμψύχωση του Ελληνικού στρατού, που πολεμούσε στην Αλβανία γράφοντας τα τραγούδια: «Μες της Κλεισούρας τα βουνά» και «Μέρα και νύχτα με το ντουφέκι». Κατά τη διάρκεια της Κατοχής τραγουδούσε κι άλλα, όπως τα: «Με δόξα να γυρίσετε», «Να’ μουν πουλί να πέταγα ψηλά στην Αλβανία», «Και σεις βουνά της Κορυτσάς».  Για τα τραγούδια αυτά τον κατάτρεχαν οι Ιταλοί.  Αυτά τα ηχογράφησε σε δίσκους αργότερα, το 1947.
Κάποια στιγμή συναντήθηκε με τη Σοφία Βέμπο και συζήτησαν για τη φυγή τους στην Αίγυπτο.  Η Βέμπο έφυγε, ο Παπασίδερης έμεινε.  Οι Ιταλοί τον είχαν στο μάτι, ένα βράδυ τον ξυλοκόπησαν άγρια.  Αυτή την περίοδο τραγουδούσε στο κέντρο «΄Ελατος» στην Ομόνοια.
Στη διάρκεια της καριέρας του, πήγε σε κάθε γωνιά της Κεντρικής Ελλάδας από  Ήπειρο, Θεσσαλία, Ρούμελη, Εύβοια, Αττική, Πελοπόννησο και σε αρκετά νησιά.  Το 1972 πήγε στο Σικάγο της Αμερικής για ένα μήνα.
Στη δισκογραφία εκτός από την «Columbia» συνεργάστηκε και με άλλες εταιρείες όπως: «Οdeon», «Parlophon», «His Master’s Voice», «Dore» και άλλες.  Έχει  ηχογραφήσει  δεκάδες  τραγούδια.  Απ’ αυτά τα μισά περίπου είναι δικά του (στίχοι) και τα άλλα μισά παλιά δημοτικά τραγούδια (στίχοι και μουσική) που άλλα τραγούδησε όπως ήταν και άλλα συμπλήρωσε με στίχους του γιατί ήταν ξεκομμένα δίστιχα. Έχει γράψει επίσης στίχους για τραγούδια που έχουν ερμηνεύσει άλλοι τραγουδιστές.
Ο Παπασίδερης διέσωσε δεκάδες  παλιά δημοτικά από βέβαιο θάνατο και τα ξαναπαρήγαγε δίνοντάς τους «ζωήν αιώνιoν».
Σε κάθε χωριό που πήγαινε και ιδιαίτερα στ’ απομακρυσμένα, επειδή δεν υπήρχαν ξενοδοχεία για να μείνει, συνήθως τον φιλοξενούσαν άνθρωποι του τόπου που είχαν τη δυνατότητα.  Τις ώρες της ανάπαυλας συζητούσε με τους ντόπιους και κατέγραφε παλιά τραγούδια ολόκληρα ή ελλιπή τα οποία ηχογραφούσε και διέσωσε.
Στις περιοχές που πήγαινε να τραγουδήσει πολλές φορές έπρεπε να μείνει μέρες για τις εκεί γιορτές, γάμους κ.λ.π.  Σ’ αυτά του τα ταξίδια τον συνόδευε πάντα σχεδόν η σύζυγός του, η οποία ήταν απαραίτητη για τη διαμονή και την εμψύχωση του στα μεγάλα γλέντια που  διατηρούσε ζωντανά για μέρες ολόκληρες.  Χαρακτηριστικό της δύναμης του είναι ότι πολλές φορές μετά από τριήμερα γλέντια, με ελάχιστη διακοπή 2-3 ωρών ανάμεσα στα 24ωρα, παράγγελνε άλλη ορχήστρα ξεκούραστη για να συνεχίσει άλλο τόσο «γλέντι», γιατί οι μουσικοί της πρώτης είχαν πάθει υπερκόπωση.
Ένα άλλο έργο που μας πρόσφερε ο Γιώργος Παπασίδερης είναι ότι μας έδωσε ταλέντα στη μουσική και το τραγούδι, που αλλιώς μπορεί να είχαν χαθεί.  Στις περιοδείες που έκανε γνώριζε νέους μουσικούς και τραγουδιστές και σε όσους διέβλεπε ταλέντο τους έφερνε στην «Columbia» σαν συνεργάτες  του, που ξεκινούσαν την καριέρα τους κάνοντας δίσκο μαζί του. Έτσι πολλοί απ’ αυτούς που βοήθησε ο Παπασίδερης στα πρώτα τους βήματα είναι σήμερα αναγνωρισμένοι και μερικοί κορυφαίοι στο είδος τους.  Αναφέρουμε τον Γιώργο Κόρο, τον Γιάννη Βασιλόπουλο, τη Σοφία Κολλητήρη και την Τασία Βέρρα.
Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία του Γιάννη Βασιλόπουλου, στο βιβλίο του Γιώργου Παπαδάκη: «Λαϊκοί πρακτικοί οργανοπαίχτες» εκδ. «Επικαιρότητα», Αθήνα 1983, σελ. 225. «Δούλευα σε πανηγύρια, σε γάμους κ.λ.π.  Μετά με είχε ακούσει  σ’ ένα πανηγύρι στην Πάτρα και μ’ έφερε μετά στην Αθήνα και πρωτογραμμοφώνησα, ήταν ο πρώτος μου δίσκος με τον Παπασίδερη».
Στην Σαλαμίνα ο Γιώργος Παπασίδερης τραγουδούσε στα μεγάλα πανηγύρια της Παναγίας της Φανερωμένης στα μαγαζιά του Παναγιώτη Σκαλίθρα και Σωτήρη Παπασωτηρίου (Πούφη), της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, στο Αιάντειο (Μούλκι) στα μαγαζιά του Βασίλη Βασιλείου (Σπανού) και στου Χρήστου Γαβριήλ (Κολωνάκη).  Της Αγίας Μαρίνας στην Κακή – Βίγλα στο μαγαζί του Ντίνου Πούτου.  Στο πανηγύρι της Φανερωμένης τραγούδησε ανελλιπώς επί 25 χρόνια…..»
Στο σημερινό δισκάκι, συνοδεία με το κλαρίνο του ο Γιώργος Σούτας. Εικονίζεται στην παραπάνω φωτογραφία. Δυστυχώς βιογραφικά στοιχεία δεν κατάφερα να βρω.
Φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).