Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2024

430. RCA VICTOR 51g 3706 ΣΗΦΟΓΙΩΡΓΑΚΗΣ ΣΠΥΡΟΣ- ΜΑΡΚΟΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ 1968

Σηφογιωργάκης (Σηφογεωργάκης) Σπύρος- Μαρκογιαννάκης Ιωάννης (Μαρκογιάννης) RCA VICTOR 51g 3706 Πότε θα κάνει ξαστεριά - Βενιζέλε πατέρα της πατρίδος 1968- 45rpm- 7''
 
«Οι Κρήτες, διατήρησαν, τα τραγούδια τους, τον ήχο της πολύπαθης ιστορίας τους και τα κράτησαν γνήσια. Τα ριζίτικα, πανάρχαια τραγούδια της δυτικής Κρήτης, έχουν τις ρίζες στον Ακριτικό Κύκλο και φθάνουν οπωσδήποτε στον 10ο Μ.Χ αιώνα, αν όχι και παλαιότερα. Ένα χαρακτηριστικό ριζίτικο τραγούδι µε σκοπό και περιεχόμενο επαναστατικό, σε ρυθµό εμβατηρίου, που από χρόνια πέρασε τα όρια της Κρήτης και έγινε πανελλήνιο, είναι το «Πότε θα κάνει ξαστεριά, πότε θα Φλεβαρίσει».
Το τραγούδι αυτό φλογούσε τις καρδιές των Κρητών στα χρόνια της Ενετικής κυριαρχίας, στην εποχή της σκλαβιάς από τους Τούρκους, εξέφραζε µε τον καλύτερο τρόπο τους αγώνες των Κρητών για ελευθερία και εθνική αποκατάσταση, συντρόφευε τους μαχητές του Αρκαδίου στα 1866 και τους επαναστάτες του Θερίσου στα 1905, τα στρατιωτικά τµήµατα των Κρητών στους εθνικούς αγώνες των ετών 1912-1922 και στον πόλεµο του 1940. Τραγουδήθηκε από τους διαδηλωτές στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις, κατά την διάρκεια του απελευθερωτικού, αντιαποικιοκρατικού αγώνα του κυπριακού λαού (1955- 1959).
Τραγουδήθηκε, τέλος, µε την απαράμιλλη και αξεπέραστη φωνή του αλησμόνητου Νίκου Ξυλούρη στα σκαλιά του Πολυτεχνείου, στην εξέγερση του Νοέµβρη του 1973 κατά του φασιστικού καθεστώτος.
Πότε θα κάµει ξαστεριά,
πότε θα φλεβαρίσει
να πάρω το τουφέκι µου
την όµορφη πατρώνα
να κατεβώ στον Οµαλό,
στην στράτα των Μουσούρω,
να κάµω µάνες δίχως γιούς,
γυναίκες δίχως άντρες
να κάµω και µωρά παιδιά
να κλαιν δίχως µανάδες,
(ή) να κάµω και µωρά παιδιά
µαύρα σκοτεινιασµένα.
να κλαιν τη νύχτα για νερό
και το πρωί για γάλα.
Με το τραγούδι αυτό έχουν ασχοληθεί, όσοι µελέτησαν το λαογραφικό υλικό της Κρήτης. Oρισμένοι από αυτούς, ο Αριστ. Κριάρης , ο Σ. Κελαϊδής και ο Ι. Παπαγρηγοράκης τοποθετούν τη δηµιουργία του στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ενώ, οι ιστορικοί Ψιλάκης και Μουρέλλος δίνουν στο τραγούδι χαρακτήρα γενικό, το ερµηνεύουν δηλαδή ως προϊόν του πόθου του σκλάβου, που θέλει να πάρει τα όπλα να πολεµήσει τον τύραννο. Όµως, ο Ν. Καβρουλάκης , διατυπώνει τη γνώµη ότι οι ρίζες του τραγουδιού αυτού βρίσκονται στη βυζαντινή εποχή και οπωσδήποτε στα χρόνια της Ενετοκρατίας. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι το τραγούδι αυτό είναι µετατροπή και προσαρµογή µεταγενέστερη άλλου, πολύ παλαιότερου τραγουδιού:
Χριστέ να ζώνουµουν σπαθί
και νάπιανα κοντάρι
να πρόβαινα στον Οµαλό
στη στράτα τω Μουσούρω,
να σύρω τ’ αργυρό σπαθί
και το χρυσό κοντάρι
να κάµω µάνες δίχως γιούς,
γυναίκες δίχως άντρες.
Οι αναφορές στο κοντάρι παραπέμπουν αναμφίβολα ευθέως στον Ακριτικό Κύκλο, στον οποίο απαντάται συχνά ο στίχος αυτός: « να σύρω τ’ αργυρό σπαθί και το χρυσό κοντάρι».
Οι Μουσούροι είναι από τις πιο παλαιές αριστοκρατικές και αρχοντικές οικογένειες της Κρήτης και πήγαν εκεί από το Βυζάντιο, µετά την άλωση της Πόλης. Οι Μουσούροι και άλλες πανίσχυρες οικογένειες Αρχοντορωµαίων (Σγουράφοι, Πάτεροι, Καντανολέοι) κατατυραννούσαν τον απλό λαό, κατά τρόπο θρασύ και άδικο και δημιουργούσαν σε βάρος του λαού αφόρητη κατάσταση, χειρότερη απ’ αυτή των Ενετών κατακτητών, των οποίων ήταν το μόνιµο πρόβληµα. Τα ίδια τα ριζίτικα τραγούδια, εκτός από τις ιστορικές πηγές, αναφέρονται και στα εγκλήματα των Αρχοντοµουσούρων:
Μωρέ κοπέλια Σφακιανά,
όσα στε των αρµάτω
πιάστε τα και γλακήσετε
στον Οµαλό να πάµε
κι έκαµαν πάλι φονικό
οι γι αρχοντοµουσούροι…
Το Γιάνναρη σκοτώσασι,
το νιό τον παινεµένο.
Φωνήν και κλάηµαν άκουσα
στ’ Ορθούνι και στσι Λάκκους.
Το Γιάνναρη σκοτώσανε,
χαηµός στο παλικάρι…
Σήµερα «στράτα των Μουσούρων» είναι ο δρόµος που οδηγεί από το χωριό Λάκκους στον Οµαλό. Στα χρόνια που έγινε το τραγούδι, οικογένειες Μουσούρων ζούσαν στον Οµαλό για λόγους ασφαλείας. Επομένως, είναι αναμφίβολο ότι οι κάτοικοι της περιοχής αυτής μετουσίωσαν το παράπονο, την οργή, το µίσος και την εκδικητική µανία τους κατά των Ενετών και των Μουσούρων (και άλλων Αρχοντορωµαίων) στο τραγούδι «Χριστέ να ζώνουµουν σπαθί…» το οποίο μεταμορφώθηκε αργότερα στο υπέροχο τραγούδι «Πότε θα κάνει ξαστεριά...».»

Σπύρος Σηφογιωργάκης μαζί με Μαρκογιάννη σε δυο διασκευές, όπως σωστά αναγράφουν οι ετικέτες. ¨Πότε θα κάνε ξαστεριά¨ , ένα από τα γνωστότερα ριζίτικα τραγούδια. Το τραγούδησαν  Μουντάκης (βλέπε ανάρτηση 291), Ξυλούρης, Σκορδαλός, Κουφιανός και άλλοι πολλοί. Η καλύτερη εκτέλεση (που έχει δισκογραφηθεί) είναι κάτι υποκειμενικό και ο καθένας θα βγάλει συμπέρασμα όταν ολοκληρωθούν οι αναρτήσεις με τις αντίστοιχες δισκογραφήσεις του τραγουδιού.

Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).
 


 

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2024

429. HIS MASTER'S VOICE AO 2775 ΧΑΤΖΗΔΑΚΗ ΑΙΜΙΛΙΑ- ΧΑΤΖΗΔΑΚΗ ΑΝΝΑ- ΧΑΤΖΗΔΑΚΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ 1947

Χατζηδάκη Αιμιλία- Χατζηδάκη Άννα- Χατζηδάκης Σταμάτης HIS MASTER'S VOICE AO 2775 Θαλασσάκι (Καλύμνικο) - Μπρατσέρα (Λέρικο) 1947- 78rpm- 10''
 
«Ο Σταμάτης Χατζηδάκης γεννήθηκε στη Λέρο. Έπαιζε βιολί, λαούτο και σαντούρι. Το 1922 παντρεύτηκε την Άννα Ζαχαριάδη, μικρασιατικής καταγωγής, που γεννήθηκε στη Λέρο και κοντά του καλλιέργησε τη φωνή της μαθαίνοντας τα μυστικά του τραγουδιού, που, με τη σειρά της, δίδαξε στις κόρες της Αιμιλία και Δικαία, οι οποίες ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο.  
Ο Σταμάτης και η Άννα Χατζηδάκη, εκτός από την Αιμιλία και την Δικαία (Δικαία Χατζηδάκη - Παπαδημητρίου, έγινε γνωστή στα μεταγενέστερα χρόνια συνεχίζοντας την παράδοση του νησιώτικου τραγουδιού), απόκτησαν άλλα τέσσερα παιδιά: την Γεωργία, τον Αντώνη, τον Σαράντη και τον Χριστόδουλο, στα οποία, επίσης, μετέδωσαν την αγάπη τους για το νησιώτικο τραγούδι. Κάπως έτσι δημιουργήθηκε ο περίφημος Όμιλος Δωδεκανησιακών Τραγουδιών Χατζηδάκη.
Από το 1938, έχοντας ήδη εγκατασταθεί οριστικά στην Αθήνα, ο Σταμάτης Χατζηδάκης συνεργάστηκε με το Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών παρουσιάζοντας τα τραγούδια της Δωδεκανήσου και της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Λέρου.

Η Αιμιλία Χατζιδάκη (1924-1999) είχε γεννηθεί στην Ιταλοκρατούμενη Λέρο, αλλά όταν ήρθε να με συναντήσει στο γραφείο μου στο τέλος της δεκαετίας του '70, ζούσε ήδη στον Πειραιά από χρόνια. Δούλευε, μάλιστα σε μια τοπική εφημερίδα, όπως μού είχε πει. Όχι γράφοντας, αλλά κάνοντας εξωτερικές δουλειές. Και τραγουδούσε ακόμα, γι'αυτό την είχαμε άλλωστε καλέσει στην τηλεόραση. Και επειδή παράλληλα με τα νησιώτικα, αγαπούσε και τα Ιταλικά τραγούδια, τη θυμάμαι να μού τραγουδά με πολύ πάθος, α καπέλα, το Canzone per te τού Σέρτζο Εντρίγκο. Τραγουδίστρια καλή ήταν κι η αδελφή της, η Δικαία Παπαδημητρίου, μαζί είχανε ηχογραφήσει κάποιους δίσκους (διηγείτο ο Γιώργος Παπαστεφάνου).

Όμως, το μεγάλο βήμα έγινε αμέσως μετά τον πόλεμο, όταν ξεκίνησε αποκλειστική συνεργασία με την Columbia (πρώτος δίσκος το Καλύμνικο Θαλασσάκι και η Λέρικη Μπρατσέρα- σημερινός δίσκος) και με τις ιστορικές ηχογραφήσεις του αποτύπωσε με μοναδικό τρόπο μια ανεκτίμητη μουσική κληρονομιά, που μετέφεραν άριστα με τις «βελούδινες» φωνές και ερμηνείες τους η σύζυγός του Άννα και η κόρη τους Αιμιλία.»
Από τα πιο γνωστά νησιώτικα (και χωρίς υπερβολή Ελληνικά) τραγούδια στο σημερινό δίσκο γραμμοφώνου. Αποτελεί τον πρώτο της οικογένειας Χατζηδάκη. Σαντούρι, σύνθεση και στίχοι του Σταμάτη Χατζηδάκη και στα φωνητικά μάνα και κόρη, Άννα και Αιμιλία Χατζηδάκη.
Κόπηκε με τρεις διαφορετικές ετικέτες λευκές, μπορντό και ροζ-λευκές (σημερινές- με διαφορετική γραμματοσειρά).
Φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).
 

 

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2024

428. DORE K-76 ΚΑΒΟΥΡΑΣ ΣΤΑΘΗΣ- ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ ΘΑΝΑΣΗΣ- ΚΑΡΚΑΝΑΚΗΣ Χ. 1964

Κάβουρας Στάθης- Βασιλόπουλος Θανάσης- Καρκανάκης Χ. DORE K-76 Στυλιανή (Τσάμικο) - Όμορφο μελαχρινό μου (Συρτός) 1964- 45rpm- 7''
 
«Ο Στάθης Κάβουρας γεννήθηκε το 1932 στο Δροσοχώρι (Kολοβάτα) Φωκίδος. O παππούς του είχε σκοτωθεί στα Γιαννιτσά το 1912 στον Eλληνοβουλγαρικό Πόλεμο και έτσι ο πατέρας του έμεινε ορφανός από δύο ετών. Σαν να μην έφθανε αυτό, ο πόλεμος του ’40 έκανε ακόμη πιο δύσκολα τα πράγματα για την οικογένειά του, αφού ένα βλήμα όλμου σκότωσε τον 13χρονο αδελφό του Στάθη, τον Γιάννη. Λίγο καιρό πριν είχε πεθάνει και ένα άλλο του  αδελφάκι. Το χωριό του ήταν καμένο από τους Γερμανούς και λεηλατημένο από τους Tαγματασφαλίτες και τους Kλέφτες, γι’ αυτό ο πατέρας του, Mήτσος Kάβουρας, με την ίδρυση του EAM ήταν από τους πρώτους που το ακολούθησε, με αποτέλεσμα να καταδικασθεί το 1946, χωρίς καμία κατηγορία, σε 20 χρόνια φυλακή και να οδηγηθεί στα Γιούρα και σ’ όλες τις φυλακές της Eλλάδας έως το 1957, για να συλληφθεί ξανά επί Xούντας και να φυλακιστεί έως το 1968. Έτσι, ο μικρός Στάθης ανέλαβε την υποχρέωση να μεγαλώσει τα πέντε ακόμη μικρά του αδέλφια, τη δύσκολη εποχή του πολέμου και σ’ ένα χωριό εγκαταλειμμένο από την πολιτεία (επειδή είχε πολλούς αντάρτες), χωρίς φως, νερό, τηλέφωνο, δρόμους και κυρίως σχολείο.
Ένα διάστημα μάλιστα (περίπου το 1947) είχε δοθεί διαταγή να εκτοπισθεί το χωριό μ’ αποτέλεσμα οι λιγοστοί και καταταλαιπωρημένοι κάτοικοί του να μείνουν άστεγοι, χωρίς κτήματα, χωρίς ζώα κ.λπ. Πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα γιατί… πολέμησαν τον κατακτητή. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες μεγάλωσε ο τραγουδιστής Στάθης Kάβουρας.
Τον πατέρα του από την σύλληψή του το 1946 τον ξαναείδε για πρώτη φορά το 1951 στην Αθήνα, στο Στρατοδικείο, που τον είχαν φέρει για την αναθεώρηση της δίκης του, στην οποία δεν δήλωσε μετάνοια και ξαναστάλθηκε για επτά ακόμη χρόνια στις φυλακές. Και δεν ήταν μόνο οι οικονομικές δυσκολίες, που αντιμετώπισε η οικογένεια του Kάβουρα, αλλά και ο συνεχής διωγμός και κατατρεγμός. Σε δουλειά δεν τον έπαιρναν, διότι ήταν “γιος αριστερού”, γι’ αυτό μεγάλωσε ως τσοπανάκος σε κάποια στάνη με μισθό… μια κατσίκα το μήνα. Έτσι έφτιαξε τη δική του στάνη και έζησε τα πέντε του μικρά αδελφάκια.
Το πρώτο του ξεκίνημα ως τραγουδιστής το έκανε στο στρατό, που είχε δημιουργήσει μαζί με άλλους φαντάρους μια μικρή κομπανία. O ίδιος έπαιζε λίγο βιολί και κιθάρα. Το 1953 ο λοχίας του τον πρότεινε να τραγουδήσει στο Σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων, που ήταν τότε στην οδό Zαλοκώστα. Τον συνόδευσαν, ο Nίκος Kαρατάσος (σαντούρι), ο Xάρης Aθανασιάδης (βιολί) και ο Mήτσος Tσακίρης (κιθάρα). Απολυόμενος από φαντάρος ανέλαβε πάλι τα βάρη της οικογένειάς του (καθώς ο πατέρας του ήταν ακόμη στη φυλακή) και παράλληλα πήγαινε μαζί  μ’ άλλους μουσικούς της περιοχής του σε γάμους και πανηγύρια. Παιδεύτηκε γύρω στα πέντε-έξι χρόνια δουλεύοντας παράλληλα στα χωράφια και στα κοπάδια, ώσπου έκανε όνομα και τον έπαιρναν τακτικά σε δουλειές.
Εν τω μεταξύ, ο Θανάσης Πλατανιάς (τραγουδιστής-κιθαρίστας από τη Λαμία) τον είχε πείσει να αφήσει το βιολί και να παίξει κιθάρα για να τραγουδάει κιόλας, διότι τον έβλεπε ότι είχε μέλλον. Έτσι λοιπόν γνωρίστηκε ως κιθαρίστας-τραγουδιστής σ’ όλη την επαρχία ως την Πελοπόννησο.
Το 1957 όμως, που βγήκε ο πατέρας του από τη φυλακή και ανέλαβε το σπιτικό, ο Στάθης -παντρεμένος ήδη και με δύο μωρά- αποφάσισε να έρθει στην Αθήνα. Γράφτηκε στο Σωματείο Μουσικών “H Αλληλοβοήθεια” και αφού πέρασε από ακρόαση πήρε την επαγγελματική ταυτότητα του μουσικού. Από δουλειές δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα, καθώς είχε και μια οικογένεια να αναθρέψει. Σιγά-σιγά με κόπους και στερήσεις “δικτυώθηκε” με τους μουσικούς της Αθήνας και έβρισκε συνέχεια δουλειά.
Εν τω μεταξύ, ξανασυνάντησε ύστερα από χρόνια τον Tάσο Xαλκιά, που είχε γνωρίσει στην Αθήνα, όταν ήταν φαντάρος, ο οποίος Xαλκιάς τον είχε πάει τότε στην “Columbia” και του είχε κάνει και ένα μικρό δισκάκι με τα τραγούδια “T’ Aνδρούτσου η μάνα χαίρεται” και “Mού ‘πανε τα γιούλια”, επαναγραμμοφώνησαν μερικά τραγούδια, γιατί εκκρεμούσε το συμβόλαιο που είχε με την “Columbia”.
Έτσι, σιγά-σιγά άρχισε να γίνεται επώνυμος και στο αθηναϊκό κοινό. Ας σημειωθεί ότι οι Xαλκιάδες και ειδικά ο Tάσος -αυτός ο εξαίρετος άνθρωπος- είχαν συμπαθήσει ιδιαίτερα τον Kάβουρα, καθότι ήταν πολύ δημοκράτες και τον πονούσαν που είχε πατέρα πολιτικό κρατούμενο.
Λυτά είναι τα πρώτα βήματα του τραγουδιστή Στάθη Kάβουρα στην Αθήνα που περνούσε τη δεύτερή του “Οδύσσεια” μέχρι που μ’ ένα μικρό δισκάκι της εταιρείας “Dore” βρήκε το δρόμο του και “απογειώθηκε”. Το μικρό δισκάκι που καθιέρωσε τον Kάβουρα ως τραγουδιστή είχε τα τσάμικα “Στυλιανή” και “Στου Παρνασσού τα έλατα”, που “άγγιξαν” το πανελλήνιο. Λίγο αργότερα με την “Columbia” είπε τα τραγούδια: “Εγώ καλά ήμουν στο χωριό”, “Γυναίκα βγάλε μου το γκρα”, “Γιαννούλα μου ξημέρωσε”, “Kίτρο λεμονιά” κ.ά. και κατέστη πλέον ασυναγώνιστος στο είδος για δύο δεκαετίες, ώσπου το δημοτικό τραγούδι άρχισε να παρακμάζει για όλους.
Μετά από αυτά τα τραγούδια, με το τραγούδι του Nώντα Γκυζιώτη “Eίδα ένα γέρο πού ‘κλαιγε” συγκλόνισε όλο τον ελληνισμό του κόσμου.
O Kάβουρας είχε γίνει πλέον ο εμπορικότερος και ο πιο επώνυμος τραγουδιστής. Τον αποδέχτηκαν οι πάντες και πέρασαν να τον ακούσουν όλοι οι τραγουδιστές και όλοι οι μουσικοί της Ελλάδας. Τα πρώτα χρόνια εργάστηκε στον “Έλατο”, το “Bελούχι”, την “Iτιά” και στο “Eλληνικό Xωριό”, έως το 1968, που έφτιαξε στην οδό Θεμιστοκλέους δικό του μαγαζί την ταβέρνα “Kάβουρας”.
Εκεί είχε πάντα εκλεκτό επιτελείο, τον Kόρο, την Kολλητήρη, τον Mεϊντανά, τον Mπέκο, τον Σαλέα και παρουσίασε την καλύτερη έως τότε εικόνα των κέντρων του είδους.
Όσον αφορά τη δισκογραφία “έπαιρνε κεφάλια”. Γύρω στο 1972 με το δίσκο “Aγκάθια και τριαντάφυλλα” έχει φτάσει στο ζενίθ της επιτυχίας του, κανένας άλλος τραγουδιστής δεν γνώρισε τέτοια δόξα. Τηλεφωνούσαν για ένα τραπέζι από την Πάτρα, την Τρίπολη, τη Λαμία, τη Λάρισα, τα Γιάννενα και να καταφθάνουν όλη τη νύχτα να απολαύσουν τον Kάβουρα και τα σουξέ του, που κάθε μέρα πλήθαιναν… “Eτούτα είναι βάσανα”, “Aνοιξιάτικο λουλούδι”, “Δεν θέλω μαύρα να ντυθείς”, “Φεγγάρι γιατί χάθηκες”, “Pημάξανε τα διάσελα” κ.ά. Aπό τις καλύτερες επιτυχίες του όμως ήταν το “Mη σπαταλάς τις ώρες σου για μένα”, “H τριανταφυλλιά” και οι “Καινούριοι αναστεναγμοί” (1968), που συμβόλιζαν τη νέα εποχή της Ελλάδας με την επιβολή της Xούντας. Ας σημειωθεί ότι είναι ο μόνος δημοτικός τραγουδιστής, που ερμήνευσε πολιτικό τραγούδι. 
Αυτό που “απογείωσε” τον Kάβουρα ήταν ο νέος τρόπος που έλεγε τα δημοτικά τραγούδια. Τα στόλιζε, είχε ξεφύγει από την κλασική ερμηνεία του Παπασιδέρη και του Mεϊντανά και είχε φτιάξει δική του “σχολή”. Εκτός από τον Kάβουρα, τραγουδιστές που καθιέρωσαν ερμηνεία είναι ο Kαρναβάς, ο Γιάννης Kωνσταντίνου και η Πυργάκη στο καμπίσιο (η οποία ας σημειωθεί ότι το ακολούθησε μετά από τον Kάβουρα, αυτός πρωτοστάτησε σ’ αυτό το είδος). Κανένας άλλος δεν καθιέρωσε τρόπο ερμηνείας στο δημοτικό, παρότι πέρασαν δεκάδες υπέροχοι τραγουδιστές, αλλά δεν ήξεραν και δεν ξέρουν να “πειράξουν”.
Παράλληλα, ο Kάβουρας έγραψε και ωραία μουσικά κομμάτια που βοήθησαν πολύ στην άνοδό του. Για ένα διάστημα όμως είχε ξεφύγει τελείως από το δημοτικό, όπως όλοι οι άλλοι, αλλά επανήλθε με πιο αυθεντικό είδος με τα “Kαμπίσια της Λιβαδειάς” (παίζει κλαρίνο ο αείμνηστος Γιώργος Γιαούζος, από το Mαρτίνο της Bοιωτίας). O δίσκος αυτός ξαναθύμισε τον Kάβουρα του 1972.
Άνεξάρτητα από την επαγγελματική του καριέρα, ο Στάθης Kάβουρας ήταν ενεργό συνδικαλιστικό μέλος του μουσικού κλάδου, αφού έχει εκλεγεί κατ’ επανάληψη μέλος του Δ.Σ. του Συνδέσμου Mουσικών Aθηνών-Πειραιώς “H Aλληλοβοήθεια” και έχει διατελέσει επί σειρά ετών και πρόεδρος. Έχει πραγματοποιήσει ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές μουσικές εκπομπές με την EPT και έχει γράψει και δύο ωραία βιβλία. Το ένα τιτλοφορείται “Σκιαγραφώντας τα περασμένα” και αναφέρεται στο ξεκίνημα της καριέρας του, στους καλλιτέχνες της εποχής εκείνης και περιλαμβάνει γνώμες και απόψεις γύρω από τη μουσική μας παράδοση και το ελληνικό τραγούδι. Οι αναφορές του διακρίνονται για τη γλαφυρότητα και την ειλικρίνειά τους και είναι γραμμένες με σπάνιο λογοτεχνικό τρόπο, που δημιουργεί στον αναγνώστη ποικίλα ερωτηματικά και προβληματισμούς.
Τα ίδια συναισθήματα σε πλημμυρίζουν διαβάζοντας και το άλλο του βιβλίο, που φέρει τον τίτλο “O Γυφτοδήμος”, αλλά είναι γραμμένο με ευχάριστο έως χιουμοριστικό ύφος, πάλι όμως με ακρίβεια και ειλικρίνεια. Πρόκειται για ένα ωραιότατο ηθογραφικό μυθιστόρημα με βασικό ήρωα ένα λαϊκό οργανοπαίχτη (κλαρινίστα) με το όνομα Γυφτοδήμος. Όσο και να δίνει ο τίτλος του την εντύπωση ότι το περιεχόμενο του βιβλίου είναι περιορισμένο και εξειδικευμένο, θα εκπλαγεί διαβάζοντάς το κάποιος, διότι εκπέμπει πάμπολλα κοινωνικά μηνύματα, που  ειρωνεύονται με διακριτική προσοχή και ακρίβεια όλες τις κοινωνικές τάξεις και τα επιμέρους γεγονότα.»
Στο σημερινό δισκάκι μαζί με τον Στάθη Κάβουρα είναι ο Θανάσης Βασιλόπουλος στο κλαρίνο και Χ. Καρκανάκης στο βιολί. Για την ¨Στυλιανή¨ βλέπε παραπάνω πληροφόρίες. Το συρτό στην κατηγορία των νεοδημοτικών. Πληροφορίες για τους παραπάνω καλλιτέχνες δεν κατάφερα να βρω.
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).
 

 

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2024

427. OLYMPIC OE 80014 ΜΑΝΙΑΔΗΣ ΣΤΕΡΓΙΟΣ- ΚΑΣΩΤΑΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ 1968

Μανιαδής Στέργιος- Κασωτάκης (Κασιωτάκης) Γεώργιος OLYMPIC OE 80014 Πολλές αγάπες (Συρτός Καστελιανός) - Θα πάρω βάρκα με πανιά (Καλαματιανός) 1968- 45rpm- 7''
«Το Καστέλι Κισσάμου, που από το 1966 μετονομάστηκε σε Κίσσαμο, είναι μια μικρή γραφική κωμόπολη η οποία απλώνεται στον μυχό του Κόλπου Μυρτίλος ή Κισσάμου, ανάμεσα στις χερσονήσους της Γραμβούσας και της Σπάθας.
Το όνομά της το οφείλει στο ενετικό φρούριο που ήταν κτισμένο εκεί.
Το φρούριο αρχικά κτίστηκε από τον Γενουάτη Ερρίκο Πεσκατόρε στη θέση της αρχαίας Κισάμου, στις αρχές του 13ου αιώνα κι ήταν ένα από τα 15 φρούρια που οχύρωσε αμέσως με την κατάληψη της Κρήτης το 1204. Όταν οι Ενετοί εξεδίωξαν τους Γενουάτες, το φρούριο περιήλθε στην κατοχή τους. Έτσι, το επισκεύασαν και το έκαναν αμυντικό στρατιωτικό κέντρο της περιοχής.
Το σχήμα του ήταν ασύμμετρο πεντάγωνο και, όπως όλα τα ενετικά φρούρια, είχε χώρους στρατωνισμού, φυλακές, εκκλησάκι και πηγάδι.
Από τις πρώτες κιόλας εναντιώσεις των Κρητικών στην ενετική κατοχή, το φρούριο έγινε στόχος των εξεγερμένων. Όταν το 1262 οι Κρητικοί, με τη βοήθεια του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου, επαναστάτησαν κατά των Ενετών, το φρούριο δέχτηκε σφοδρή επίθεση, αλλά δεν έπεσε. Την περίοδο των επαναστάσεων του 1333 και 1341, οι Ενετοί κατέστρεψαν τον οικισμό που είχε αναπτυχθεί γύρω από το φρούριο, ενώ αργότερα αποφάσισαν την ανοικοδόμησή του. Από τότε και μετά, ο συνοικισμός ονομάστηκε Καστέλι, όπως όλοι οι βούργοι του νησιού.
Το 1538, το φρούριο καταστράφηκε από τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα και το 1554 επιδιορθώθηκε ριζικά. Το 1583, το Castel Chissamo είχε 845 κατοίκους και το 1630 είχε 35 κανόνια. Το 1595 καταστράφηκε ολοσχερώς από σεισμό, αλλά κατασκευάστηκε ξανά το 1635 από τον Lorenzo Contarini.
Το 1646 οι Τούρκοι πολιόρκησαν το φρούριο, το οποίο έπεσε μετά την προδοσία του φρούραρχου Giovani Medici, ο οποίος είχε απελπιστεί καθώς το φρούριο είχε υποστεί πολλές ζημιές και οι στρατιώτες είχαν αποδεκατιστεί από την πανώλη.
Οι Τούρκοι το επισκεύασαν αμέσως. Το 1692, που σημειώθηκε η πρώτη Κρητική επανάσταση με υποκινητή τον Ενετό ναύαρχο Αλοΐσιο Μοτσενίγο, οι επαναστάτες κατέλαβαν το φρούριο, αλλά οι Τούρκοι το κατέλαβαν και πάλι.
Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας το φρούριο υπήρξε θέατρο πολλών επαναστατικών δράσεων. Το 1821, στο φρούριο φυλακίστηκε ο επίσκοπος Κισσάμου Μελχισεδέκ Δεσποτάκης. Από εκεί ο τουρκικός όχλος τον έσυρε, την ημέρα της Αναλήψεως, στον τόπο απαγχονισμού του. Όταν η επανάσταση γενικεύτηκε, οι 1800 Τούρκοι της Κισάμου βρήκαν καταφύγιο στο φρούριο, το οποίο πολιορκούσαν οι επαναστάτες και δύο υδραίικα πλοία.
Τον Φεβρουάριο του 1823, στα πλαίσια της προετοιμασίας για την αποβίβαση του νέου Γενικού Αρχηγού του αγώνα στην Κρήτη Εμμανουήλ Τομπάζη, οργανώθηκε η εκκαθάριση των επαρχιών Κισσάμου και Σελίνου, αναγκάζοντας τους Τούρκους να ταμπουρωθούν στο φρούριο. Έτσι, έφτασε στο λιμάνι του Δραπανιά η γαλέτα Τερψιχόρη, που μετέφερε τον Τομπάζη, ο οποίος αντικατέστησε τον Μιχαήλ Αφεντούλιεφ και 600 Έλληνες εθελοντές από την Ήπειρο. Οι Έλληνες πολιόρκησαν το φρούριο ως τις 25 Μαΐου, όταν οι Τούρκοι παρέδωσαν το φρούριο και τον οπλισμό τους. Η ελληνική σημαία υψώθηκε μετά από αιώνες στην Κρήτη, αλλά προσωρινά.
Οι Τούρκοι ανασυγκροτήθηκαν και επέστρεψαν στην Κίσσαμο. Μετά από σφοδρές μάχες, κατάφεραν να το ανακαταλάβουν. Το 1825 το φρούριο ξανάπεσε στα χέρια 900 Ελλήνων επαναστατών, που ήρθαν από τη Μονεμβάσια. Αρχικά κατευθύνονταν προς τη Γραμβούσα, αλλά ο κακός καιρός και η πληροφορία ότι στην Κίσσαμο υπήρχαν μόλις 20 φρουροί, τους οδήγησε στην πολιορκία του φρουρίου στο Καστέλι. Ωστόσο, μετά από 3-4 μέρες, 2.000 Τούρκοι κατέφτασαν στο Καστέλι και ανακατέλαβαν το φρούριο, αναγκάζοντας τους Έλληνες να υποχωρήσουν στη Γραμβούσα.
Στη μεγάλη επανάσταση του 1866, το φρούριο υπήρξε και πάλι στόχος των επαναστατών, αρχηγός των οποίων ήταν ο Σκαλίδης. Το φρούριο πολιορκήθηκε υπό τον συνταγματάρχη Βυζάντιο και τον ταγματάρχη Φρουδαράκη, αλλά η πολιορκία λύθηκε όταν ο τελευταίος σκοτώθηκε. Το 1897-8, η ιστορία επαναλήφθηκε, αλλά οι Τούρκοι, διασώθηκαν από τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Το φρούριο βομβαρδίσθηκε από τους Γερμανούς στη Μάχη της Κρήτης και τότε ήταν που το σπουδαίο αυτό κάστρο καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς.
Σήμερα σώζονται λίγα μόνο τμήματα του φρουρίου που είναι διάσπαρτα σε όλη την Κίσσαμο.»
Βιογραφικά στοιχεία και φωτογραφικό υλικό για τον Μανιαδή (βλέπε ανάρτηση 131) δυστυχώς δεν βρήκα. Δισκογραφικά έχει συνεργαστεί με τον Παπατσαρά Μανούσο, Κασωτάκη Γιώργο, Κοκαράκη Αλέξη (Αλέκο) και Σαρρή Αστρινό. Έχει στο ενεργητικό του έξι 45άρια, στην Panivar, Lyra (δύο), Olympic και Baladeur (δύο). Στην Olympic και Lyra συνεργάστηκε με τον Κασωτάκη Γιώργο.
Όμορφος ο ¨Καστελιανός συρτός¨ και το αφιέρωμα στο Καστέλι παραπάνω. Τώρα αν αναφέρετε στο Καστέλι Πεδιάδος θα με διορθώσουν οι ειδήμονες.
Φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).