«Ο Νίκος Καρακώστας γεννήθηκε το 1881(1882 αναγράφετε στην ταυτότητα)
ή το Δεκέμβριο του 1885 στην Κρανιά Ασπροποτάμου του νομού Τρικάλων. Δεν είναι
ξεκάθαρο το έτος γέννησης καθώς τα αρχεία της κοινότητας κάηκαν από τους
Γερμανούς. Ο πατέρας του, Κώστας Καρακώστας, ήταν τσαρουχάς στο επάγγελμα. Στα
5 του χρόνια ο Νίκος κατέβηκε με την οικογένειά του στην Καλαμπάκα για το
σχολείο αλλά και για δουλειά. Στα 11 του χρόνια εγκαταστάθηκε με την οικογένεια
του στο Δομοκό.
Εκεί, μαζί με τα άλλα του αδέλφια μάθαινε δίπλα στον πατέρα του την τέχνη του
τσαρουχά. Το 1905 παντρεύτηκε και από αυτό το γάμο γεννήθηκαν 13 παιδιά. Στην
πορεία κατέβηκε στη Λαμία για την ανάγκη των παιδιών να πάνε στο σχολείο. Στο
Δομοκό, στα γύρω χωριά αλλά και στη Λαμία είχε ακούσει τους ξακουστούς
οργανοπαίχτες της εποχής και ο ήχος του κλαρίνου τον συνεπήρε. Έπιασε στα χέρια
του το κλαρίνο σε ηλικία 20 χρονών (ή κατ’ άλλους 25) και άρχισε να μαθαίνει.
Το παίξιμο του ήταν ξεχωριστό, δωρικό, χωρίς περιττά στολίδια και αναδείκνυε
στο έπακρο τις μελωδίες των αυθεντικών δημοτικών τραγουδιών.
Είχε πεντακάθαρο και γρήγορο στακάτο παίξιμο με πολλούς δαχτυλισμούς
αλλά όχι περιττούς, παρά μόνο εκεί που χρειαζόταν. Έπαιζε με το δικό του
μοναδικό τρόπο τραγούδια όλων των περιοχών της Ελλάδας και αυτό ήταν κάτι που
τον ξεχώριζε. Έπαιζε τραγούδια της Θεσσαλίας, της Ηπείρου, της Ρούμελης κτλ και
τους έδινε ζωή με το κλαρίνο του. Είχε πανελλήνιο ηχόχρωμα. Ήταν εξαιρετικός
και στους αυτοσχεδιασμούς, στα βέρσα, στα ταξίμια. Εκεί φαίνεται η δεξιοτεχνία
του κάθε παίχτη και η φαντασία του κι εκεί ο Καρακώστας άφησε το στίγμα του με
το δικό του μοναδικό τρόπο.
Όπως όλοι οι παραδοσιακοί οργανοπαίχτες ξεκίνησε να παίζει σε πανηγύρια και σε
γάμους.
Συνεργάστηκε δισκογραφικά με όλους τους μεγάλους τραγουδιστές εκείνης
της εποχής όπως τον Γιώργο Παπασιδέρη, τον Γιώργο Νάκο, την Γεωργία Μηττάκη,
Μιχάλη Καλλέργη, Ρίτα Αμπατζή και άλλους. Επίσης πολλά οργανικά κομμάτια με το
παίξιμό του έχουν μείνει στην ιστορία. Μαζί με τον Γιώργο Ανεστόπουλο και το
Νίκο Ρέλλια έχουν τις περισσότερες συμμετοχές σε ηχογραφήσεις μέχρι το 1950. Το
1925 περίπου τον κάλεσαν να παίξει στο ιστορικό κέντρο παραδοσιακής μουσικής
της Αθήνας , στο φημισμένο ¨Έλατο¨. Εκεί ο Καρακώστας άφησε εποχή. Ήτανε μεγάλο
όνομα και ο κόσμος πήγαινε να τον ακούσει οπωσδήποτε όταν μάθαιναν ότι έπαιζε
εκεί. Ήταν ο μόνος από τους διάσημους παραδοσιακούς οργανοπαίχτες της εποχής ο
οποίος δεν πήγε στην Αμερική.
Έφυγε στις 27 Φεβρουαρίου του 1955 πάνω σε ένα αποκριάτικο γλέντι.
Είχε ζητήσει να γραφτεί πάνω στον τάφο του: «Εγώ φτωχός γεννήθηκα φτωχός
και θα πεθάνω μα μερακλής να γράψετε στον τάφο μου απάνω».
Ο Νίκος Καρακώστας μας άφησε παρακαταθήκη σπουδαίες και αξεπέραστες εκτελέσεις.
Μέσα από το κλαρίνο βρήκε τον τρόπο να εκφράσει τις χαρές, τις λύπες, τους
καημούς και τα μεράκια του λαού. Για αυτό το λόγο το παίξιμό του είναι
μοναδικό, ξεχωριστό και ο ίδιος έμεινε στην ιστορία. Για πολλούς θεωρείται ο
κορυφαίος κλαρινίστας που πέρασε ποτέ.»
Ορχηστρικά τα σημερινά κομμάτια. Δυο τσάμικα από τον Καρακώστα, που αντί για Ιτιά χρησιμοποιεί το ¨Ετιά¨. Εξαιρετικός στο κλαρίνο με συνοδεία λαούτου και σαντουριού. Τα τραγούδια ηχογραφήθηκαν το 1933 και κυκλοφόρησαν σε δίσκο Parlophone B-21766 (σε κόκκινες και λευκές ετικέτες). Ευτυχώς ήταν από τα τυχερά και επανακυκλοφόρησαν το 1963 στην Odeon.
¨Μοντάροντας¨ την σημερινή ανάρτηση, με μουσική υπόκρουση από τους Θεσσαλονικείς
ConvexModel (στον
πρόσφατο -τρίτο σε σειρά- διαμαντένιο τους δίσκο), έρχεται στο μυαλό το ¨Τσε¨
του Λοΐζου. Μια φωτογραφία σου …ξεκινάει Μια φωτογραφία και η παραπάνω που
εικονίζονται και οι τρεις Κισσαμίτες, Γαλαθιανός- Γαλάνης- Τζινευράκης. Μια από
τις καλύτερες πλάκες που έχουν κοπεί η σημερινή. Οι σκέψεις στον Κουτσουρέλη
και στην συνέντευξη του στην ΕΤ1 (πρόσφατα την ανέβασε και ο Κουβαράκης), κάπου
εκεί αναφέρει για τους λυράρηδες και πως χρησιμοποιούν σαν πασαδόρους τους λαγουτιέρηδες.
Άκου λοιπόν την σημερινή πλάκα και βγάλε συμπέρασμα για την ¨βεντέτα¨. Δεν
υπάρχει γιατί και οι τρεις συνεργάζονται αρμονικά και άψογα. Λίγα βιογραφικά
για τον καθένα, παρακάτω.
«Ο Στρατής Γαλαθιανάκης ή Γαλαθιανός δεν χρειάζεται ιδιαίτερες
συστάσεις. Γεννήθηκε στους Κάμπους Κεραμειών το 1916. Πολύ καλός
δεξιοτέχνης, άριστος τραγουδιστής, ακέραιος χαρακτήρας. Το βιολί έπαιρνε φωτιά
στα χέρια του, το δοξάρι σκόρπιζε διαπεραστικούς ήχους.
Στα Κεραμιά, άφησε εποχή. Κι όχι μόνο εκεί. Έπαιξε σε όλο τον νομό Χανίων,
εκατοντάδες γλέντια και διασκεδάσεις. Από έφηβος σχεδόν πρωτόπιασε το βιολί,
για να μην το αποχωριστεί ποτέ για όλη του την ζωή. Ένας θείος του, του δώρισε
ένα βιολί, με σκοπό ο μικρός Στρατής να περνάει την ώρα του. Μα μόνο χόμπι δεν
ήταν αυτό. Εξελίχθηκε ραγδαίως σε έναν μανιώδη καλλιτέχνη, η φήμη του
εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα έξω από την στενή περιφέρεια των λεβέντικων Κεραμιών.
Δίδαξε, γαλούχησε, παραδειγμάτισε τις επόμενες γενιές των Κεραμιανών βιολιστών.
Ακόμα και σήμερα λένε "αυτός παίζει με το σύστημα του Γαλαθιανού".
Ο Στρατής Γαλαθιανός ακολουθούσε τον δρόμο και την τεχνική του
μεγάλου Μαύρου. Είχε κάτι από την γλύκα του μεγάλου κισαμίτη βιολιστή. Πρότυπα
είχε τον Χάρχαλη και τον Μαριάνο. Σίγουρα όμως, το παίξιμο του, έφερε την δική
του σφραγίδα.
Στα συρτά, ήταν μοναδικός. Με απαλές δοξαριές, χωρίς έπαρση, απέδιδε ολόσωστα
όλα τα παλιά κισαμίτικα συρτά της εποχής. Συνέθεσε και τον δικό του σκοπό, τον
περίφημο Λακκιώτικο συρτό. Βέβαια, επειδή έπαιζε συχνά και ηχογράφησε κάποιες
μελωδίες, αυτές ταυτίστηκαν με τον Γαλαθιανό και ορισμένοι σήμερα θεωρούν ότι
είναι δικές του συνθέσεις, πράγμα που αποδεικνύεται λάθος ασφαλώς.
Η δισκογραφική του παρουσία ήταν αρκετά έντονη για εκείνα τα χρόνια.
Ηχογράφησε αρκετά τραγούδια σε δίσκους των 45'' με μεγάλη επιτυχία. Παρέα μαζί
του, ο κισαμίτης τραγουδιστής Θεοχ.Τζινευράκης, ο μεγάλος λαγουτιέρης
Δημ.Γαλάνης, ο Γιώργης Γομπάκης, ο Γ.Γεραιουδάκης (Μαρουβάς). Συρτός της
Χαραυγής, Μεσογειανός, Καραγκιουλές, Χανιώτικος, Γραμπουσιανός, Βοριάς και
πολλά άλλα συρτά τα ακούμε σήμερα στις νοσταλγικές ηχογραφήσεις του Γαλαθιανού.
Έπαιξε εκτός των παραπάνω και με άλλους λαγουτιέρηδες, όπως ο Αντώνης Κατάκης,
ο Γιώργης Κουτσουρέλης, Θοδωρομανώλης, Στέλιο Λαϊνάκη από τον Λαρδά Κισάμου
κ.α.
Η σημαντικότερη όμως συνεργασία κατά γενική ομολογία, ήταν αυτή με
τον Δημήτρη Γαλάνη. Αχώριστοι στα γλέντια, αχώριστοι και σαν φίλοι.
Ο Στρατής Γαλαθιανός άφησε στην κυριολεξία εποχή. Με το άριστο παίξιμο του και
το γλυκό τραγούδι του, με την σεμνή παρουσία του και σίγουρα, με τον γνήσιο
χαρακτήρα του. Απεβίωσε το 1986.»
«Ο Δημήτρης Γαλάνης ήταν από τους καλύτερους λαγουτιέρηδες που
πέρασαν από το κρητικό μουσικό στερέωμα τον προηγούμενο αιώνα. Γεννήθηκε στα
Χανιά το 1923 και καταγόταν από τα Νοχιά Κισάμου. Ο πατέρας του ήταν
ερασιτέχνης μουσικός, όπως και τα αδέλφια του. Ο Δημήτρης Γαλάνης όμως ξεχώρισε
από νέος για την άρτια τεχνική του, μπορούμε να πούμε ότι ήταν της σχολής
"Κουτσουρέλη". Έπαιζε μόνο πρίμα, μπερντελίδικα και γέμιζε το λαγούτο
του με γλυκές και λεβέντικες πενιές. Συνεργάστηκε με πολλούς βιολιστές των
Χανίων, ξέχωρα όμως οι συνεργασίες του με τον Μάρκο Παπαδάκη και κυρίως, με τον
Στρατή Γαλαθιανό, τον περίφημο αυτόν Κεραμιανό βιολιστή.
Δισκογραφικά με τους δύο ανωτέρω βιολιστές έδωσε το παρόν σε
κλασσικές πλέον εκτελέσεις με αποκορύφωμα, το εξαίσιο παίξιμο του στον συρτό
της Χαραυγής ή του Δροσερού όπως λέγεται. Στην Αθήνα για κάποιο διάστημα
συνεργάστηκε και με λυράρηδες όπως ο Κώστας Μουντάκης, Γιώργος Τζιμάκης κ.α.
Δυστυχώς, έφυγε από την ζωή σχετικά νέος, το 1972.»
«Μεγάλος τραγουδιστής από τα Νοχιά Κίσσαμου ο Θεοχάρης Τζινευράκης.
Γεννήθηκε το 1905 και πέθανε το 1981, αφού με τη ρωμαλέα φωνή του είχε εκφράσει
μερικές από τις σπουδαιότερες στιγμές της κισσαμίτικης μουσικής παράδοσης. Από
τις σπουδαιότερες φωνές που έχουν εμφανιστεί στο κρητικό μουσικό στερέωμα.
Μοναδική χροιά σπάνιου κάλλους. Τραγουδούσε τα πάντα: Συρτά, ριζίτικα,
ταμπαχανιώτικα, σμυρναίικα.
Ο Θεοχάρης Τζινευράκης δεν ήταν αυτό που αποκαλούμε σήμερα "επαγγελματίας
τραγουδιστής". Κύριο του επάγγελμα η γεωργία, αλλά και η κατασκευή λαϊνών.
Όπως δηλαδή, οι περισσότεροι Νοχιανοί που φημίζονται για την πηλοπλαστική και
την κατασκευή λαϊνών. Δεν έπαιζε ο ίδιος κάποιο όργανο. Το όργανο του, ήταν το
λαρύγγι του. Και οι καλλιτέχνες της περιοχής συνορίζονταν ποιός θα τον
πρωτοπάρει στα γλέντια.
Ηχογράφησε στη δισκογραφία των 78" (γραμμόφωνο) πλάι σε
κορυφαίους μουσικούς του νομού Χανίων. Αναφέρεται ότι το 1950 συνέθεσε τον
σκοπό «Νοχιανός συρτός του Θεοχάρη».
Ο Θεοχάρης Τζινευράκης έζησε σε μια εποχή που η κισσαμίτικη μουσική
έστεκε στα ψηλότερα σκαλοπάτια της δόξας της. τα προγονικά ακούσματα έπαιρναν
τέλειες μορφές και ενέπνεαν νέα πετάγματα. Στις παρέες, στις διασκεδάσεις, στα
πανηγύρια, η φωνή του γλυκεία και μελωδική έδινε ζωή και κέφι. Όλο το φάσμα της
Κρητικής μουσικής ομόρφαινε στη φωνή του. Φωνή ατόφια, πλήρης. Οι μεγάλοι της
μουσικής μας τον εμπιστεύτηκαν να τους συνοδεύσει στους δίσκους τους.
Κουτσουρέλης, Μαύρος, Γαλαθιανός. Γι' αυτό και η φωνή του δε χάθηκε. Θα ακούγεται
και θα θαυμάζεται».
Από το αρχείο του φίλου Ιδομενέα Παπαδογιάννη και οι πράσινες ετικέτες. Όπως μας μαρτυρούν οι ετικέτες, κόπηκε Μεγάλη Βρετανία με προορισμό το Σίδνεϊ της Αυστραλίας.
Λιαπάκης Αρχοντής-
Κοκαράκης Αλέκος (Αλέξης) LYRALS 1300 Η Μάχη της Κρήτης (Καλαματιανός Κρήτης) - Ο δυστυχής όταν
πονά (Νέος συρτός Μασταμπαδιανός) 1968- 45rpm- 7''
«Ο Αρχοντής Λιαπάκης (βλέπε αναρτήσεις 98 και 261) ξεκίνησε να
δισκογραφεί αρχές της δεκαετίας του '50 και έχει συνεργαστεί με τους: Μίνωα
Κοτζαμπασάκη, Ελένη και Σταυρούλα Πετσετάκη, Λευτέρη Φουκάκη, Μανώλη Χαριτάκη,
Νίκο Πατενταλάκη, Ε. Κουτάλα, Αντώνη Παυλάκη, Κ. Τσακαλάκη, Αλέξη Κοκαράκη,
Κώστα Καμάρη και άλλους. Επίσης είχε δισκοπωλείο στο Ηράκλειο.
Ο Λιαπάκης στο ενργητικό του, έχει δίσκους στις 78 στροφές, αρκετά
45-άρια και αρκετά LP.»
«Ο Αλέκος (Αλέξης) Κοκαράκης γεννήθηκε στις Κουρούτες Αμαρίου Ρεθύμνης.
Κοκαράκης Νικόλαος ο πατέρας του (Κουρουθιανός- ρίζα από το χωριό Κλίμα),
Λατζουράκη Κυριακή η μάνα του (από τη Νίθαυρη). Πολύτεκνη οικογένεια, δύσκολα χρόνια.
Αναγκαστικά γίνετε βοσκός .Ανήσυχο πνεύμα όμως πάει τσαγκάρης στα 12 χρόνια του
στου Κώστα Πλατύρραχου στο χωριό του! Ψάχνει το κάτι διαφορετικό όμως και φεύγει
στην Κω, στις τεχνικές σχολές.
Κατατάσσεται εθελοντής στην αεροπορία και εκεί συναντά τον έρωτα το
λαούτο! Το έχει ένας άλλος φαντάρος ο Γιώργης Ταμιωλάκης απ τη Γαρίπα! Παίρνει
το λαούτο και πάει στο χωριό και αναγκάζει τον πατέρα του να πουλήσει ένα αρνί
και γυρνά να πληρώσει το Γιώργη! Φαντάρος ακόμα (λόγο του ότι δεν υπήρχαν κασετόφωνα) όποιος παίζει
λύρα ή λαούτο (γνωστός του) βρίχνει το μπελά του!
Ο νεαρός Αλέξης βάζει το Μιχάλη
Γαργανουράκη (Αγ.Θωμα) και το Στέργιο Μανιαδή και παίζουν λύρα για να χει ακούσματα!»
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).
Σηφογιωργάκης (Σηφογεωργάκης) Σπύρος- Μαρκογιαννάκης Ιωάννης
(Μαρκογιάννης) RCAVICTOR 51g 3706 Πότε θα κάνει ξαστεριά
- Βενιζέλε πατέρα της πατρίδος 1968- 45rpm- 7''
«Οι Κρήτες, διατήρησαν, τα τραγούδια τους, τον ήχο της πολύπαθης
ιστορίας τους και τα κράτησαν γνήσια. Τα ριζίτικα, πανάρχαια τραγούδια της
δυτικής Κρήτης, έχουν τις ρίζες στον Ακριτικό Κύκλο και φθάνουν οπωσδήποτε στον
10ο Μ.Χ αιώνα, αν όχι και παλαιότερα. Ένα χαρακτηριστικό ριζίτικο τραγούδι µε
σκοπό και περιεχόμενο επαναστατικό, σε ρυθµό εμβατηρίου, που από χρόνια πέρασε
τα όρια της Κρήτης και έγινε πανελλήνιο, είναι το «Πότε θα κάνει ξαστεριά, πότε
θα Φλεβαρίσει».
Το τραγούδι αυτό φλογούσε τις καρδιές των Κρητών στα χρόνια της
Ενετικής κυριαρχίας, στην εποχή της σκλαβιάς από τους Τούρκους, εξέφραζε µε τον
καλύτερο τρόπο τους αγώνες των Κρητών για ελευθερία και εθνική αποκατάσταση,
συντρόφευε τους μαχητές του Αρκαδίου στα 1866 και τους επαναστάτες του Θερίσου
στα 1905, τα στρατιωτικά τµήµατα των Κρητών στους εθνικούς αγώνες των ετών
1912-1922 και στον πόλεµο του 1940. Τραγουδήθηκε από τους διαδηλωτές στην Αθήνα
και σε άλλες πόλεις, κατά την διάρκεια του απελευθερωτικού, αντιαποικιοκρατικού
αγώνα του κυπριακού λαού (1955- 1959).
Τραγουδήθηκε, τέλος, µε την απαράμιλλη και αξεπέραστη φωνή του
αλησμόνητου Νίκου Ξυλούρη στα σκαλιά του Πολυτεχνείου, στην εξέγερση του
Νοέµβρη του 1973 κατά του φασιστικού καθεστώτος.
Πότε θα κάµει ξαστεριά,
πότε θα φλεβαρίσει
να πάρω το τουφέκι µου
την όµορφη πατρώνα
να κατεβώ στον Οµαλό,
στην στράτα των Μουσούρω,
να κάµω µάνες δίχως γιούς,
γυναίκες δίχως άντρες
να κάµω και µωρά παιδιά
να κλαιν δίχως µανάδες,
(ή) να κάµω και µωρά παιδιά
µαύρα σκοτεινιασµένα.
να κλαιν τη νύχτα για νερό
και το πρωί για γάλα.
Με το τραγούδι αυτό έχουν ασχοληθεί, όσοι µελέτησαν το λαογραφικό υλικό της
Κρήτης. Oρισμένοι από αυτούς, ο Αριστ. Κριάρης , ο Σ. Κελαϊδής και ο Ι.
Παπαγρηγοράκης τοποθετούν τη δηµιουργία του στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ενώ,
οι ιστορικοί Ψιλάκης και Μουρέλλος δίνουν στο τραγούδι χαρακτήρα γενικό, το
ερµηνεύουν δηλαδή ως προϊόν του πόθου του σκλάβου, που θέλει να πάρει τα όπλα
να πολεµήσει τον τύραννο. Όµως, ο Ν. Καβρουλάκης , διατυπώνει τη γνώµη ότι οι
ρίζες του τραγουδιού αυτού βρίσκονται στη βυζαντινή εποχή και οπωσδήποτε στα
χρόνια της Ενετοκρατίας. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι το τραγούδι αυτό είναι
µετατροπή και προσαρµογή µεταγενέστερη άλλου, πολύ παλαιότερου τραγουδιού:
Χριστέ να ζώνουµουν σπαθί
και νάπιανα κοντάρι
να πρόβαινα στον Οµαλό
στη στράτα τω Μουσούρω,
να σύρω τ’ αργυρό σπαθί
και το χρυσό κοντάρι
να κάµω µάνες δίχως γιούς,
γυναίκες δίχως άντρες.
Οι αναφορές στο κοντάρι παραπέμπουν αναμφίβολα ευθέως στον Ακριτικό Κύκλο, στον
οποίο απαντάται συχνά ο στίχος αυτός: « να σύρω τ’ αργυρό σπαθί και το χρυσό
κοντάρι».
Οι Μουσούροι είναι από τις πιο παλαιές αριστοκρατικές και αρχοντικές
οικογένειες της Κρήτης και πήγαν εκεί από το Βυζάντιο, µετά την άλωση της
Πόλης. Οι Μουσούροι και άλλες πανίσχυρες οικογένειες Αρχοντορωµαίων (Σγουράφοι,
Πάτεροι, Καντανολέοι) κατατυραννούσαν τον απλό λαό, κατά τρόπο θρασύ και άδικο
και δημιουργούσαν σε βάρος του λαού αφόρητη κατάσταση, χειρότερη απ’ αυτή των
Ενετών κατακτητών, των οποίων ήταν το μόνιµο πρόβληµα. Τα ίδια τα ριζίτικα
τραγούδια, εκτός από τις ιστορικές πηγές, αναφέρονται και στα εγκλήματα των
Αρχοντοµουσούρων:
Μωρέ κοπέλια Σφακιανά,
όσα στε των αρµάτω
πιάστε τα και γλακήσετε
στον Οµαλό να πάµε
κι έκαµαν πάλι φονικό
οι γι αρχοντοµουσούροι…
Το Γιάνναρη σκοτώσασι,
το νιό τον παινεµένο.
Φωνήν και κλάηµαν άκουσα
στ’ Ορθούνι και στσι Λάκκους.
Το Γιάνναρη σκοτώσανε,
χαηµός στο παλικάρι…
Σήµερα «στράτα των Μουσούρων» είναι ο δρόµος που οδηγεί από το χωριό Λάκκους
στον Οµαλό. Στα χρόνια που έγινε το τραγούδι, οικογένειες Μουσούρων ζούσαν στον
Οµαλό για λόγους ασφαλείας. Επομένως, είναι αναμφίβολο ότι οι κάτοικοι της
περιοχής αυτής μετουσίωσαν το παράπονο, την οργή, το µίσος και την εκδικητική
µανία τους κατά των Ενετών και των Μουσούρων (και άλλων Αρχοντορωµαίων) στο
τραγούδι «Χριστέ να ζώνουµουν σπαθί…» το οποίο μεταμορφώθηκε αργότερα στο
υπέροχο τραγούδι «Πότε θα κάνει ξαστεριά...».»
Σπύρος Σηφογιωργάκης μαζί με Μαρκογιάννη σε δυο διασκευές, όπως σωστά
αναγράφουν οι ετικέτες. ¨Πότε θα κάνε ξαστεριά¨ , ένα από τα γνωστότερα
ριζίτικα τραγούδια. Το τραγούδησαν Μουντάκης (βλέπε ανάρτηση 291), Ξυλούρης,
Σκορδαλός, Κουφιανός και άλλοι πολλοί. Η καλύτερη εκτέλεση (που έχει
δισκογραφηθεί) είναι κάτι υποκειμενικό και ο καθένας θα βγάλει συμπέρασμα όταν
ολοκληρωθούν οι αναρτήσεις με τις αντίστοιχες δισκογραφήσεις του τραγουδιού.
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).
ΧατζηδάκηΑιμιλία- ΧατζηδάκηΆννα- ΧατζηδάκηςΣταμάτης HIS MASTER'S VOICE AO 2775 Θαλασσάκι (Καλύμνικο) - Μπρατσέρα (Λέρικο)
1947- 78rpm- 10''
«Ο Σταμάτης Χατζηδάκης γεννήθηκε στη Λέρο. Έπαιζε βιολί, λαούτο και
σαντούρι. Το 1922 παντρεύτηκε την Άννα Ζαχαριάδη, μικρασιατικής καταγωγής, που
γεννήθηκε στη Λέρο και κοντά του καλλιέργησε τη φωνή της μαθαίνοντας τα μυστικά
του τραγουδιού, που, με τη σειρά της, δίδαξε στις κόρες της Αιμιλία και Δικαία,
οι οποίες ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο.
Ο Σταμάτης και η Άννα Χατζηδάκη, εκτός από την Αιμιλία και την Δικαία
(Δικαία Χατζηδάκη - Παπαδημητρίου, έγινε γνωστή στα μεταγενέστερα χρόνια
συνεχίζοντας την παράδοση του νησιώτικου τραγουδιού), απόκτησαν άλλα τέσσερα
παιδιά: την Γεωργία, τον Αντώνη, τον Σαράντη και τον Χριστόδουλο, στα οποία,
επίσης, μετέδωσαν την αγάπη τους για το νησιώτικο τραγούδι. Κάπως έτσι
δημιουργήθηκε ο περίφημος Όμιλος Δωδεκανησιακών Τραγουδιών Χατζηδάκη.
Από το 1938, έχοντας ήδη εγκατασταθεί οριστικά στην Αθήνα, ο Σταμάτης
Χατζηδάκης συνεργάστηκε με το Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών παρουσιάζοντας τα
τραγούδια της Δωδεκανήσου και της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Λέρου.
Η Αιμιλία Χατζιδάκη (1924-1999) είχε γεννηθεί στην Ιταλοκρατούμενη
Λέρο, αλλά όταν ήρθε να με συναντήσει στο γραφείο μου στο τέλος της δεκαετίας
του '70, ζούσε ήδη στον Πειραιά από χρόνια. Δούλευε, μάλιστα σε μια τοπική
εφημερίδα, όπως μού είχε πει. Όχι γράφοντας, αλλά κάνοντας εξωτερικές δουλειές.
Και τραγουδούσε ακόμα, γι'αυτό την είχαμε άλλωστε καλέσει στην τηλεόραση. Και
επειδή παράλληλα με τα νησιώτικα, αγαπούσε και τα Ιταλικά τραγούδια, τη θυμάμαι
να μού τραγουδά με πολύ πάθος, α καπέλα, το Canzone per te τού Σέρτζο Εντρίγκο.
Τραγουδίστρια καλή ήταν κι η αδελφή της, η Δικαία Παπαδημητρίου, μαζί είχανε
ηχογραφήσει κάποιους δίσκους (διηγείτο ο Γιώργος Παπαστεφάνου).
Όμως, το μεγάλο βήμα έγινε αμέσως μετά τον πόλεμο, όταν ξεκίνησε
αποκλειστική συνεργασία με την Columbia (πρώτος δίσκος το Καλύμνικο Θαλασσάκι
και η Λέρικη Μπρατσέρα- σημερινός δίσκος) και με τις ιστορικές ηχογραφήσεις του
αποτύπωσε με μοναδικό τρόπο μια ανεκτίμητη μουσική κληρονομιά, που μετέφεραν
άριστα με τις «βελούδινες» φωνές και ερμηνείες τους η σύζυγός του Άννα και η
κόρη τους Αιμιλία.»
Από τα πιο γνωστά νησιώτικα (και χωρίς υπερβολή Ελληνικά) τραγούδια
στο σημερινό δίσκο γραμμοφώνου. Αποτελεί τον πρώτο της οικογένειας Χατζηδάκη.
Σαντούρι, σύνθεση και στίχοι του Σταμάτη Χατζηδάκη και στα φωνητικά μάνα και κόρη, Άννα
και Αιμιλία Χατζηδάκη.
Κόπηκε με τρεις διαφορετικές ετικέτες λευκές, μπορντό και ροζ-λευκές
(σημερινές- με διαφορετική γραμματοσειρά).