Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024

448. RCA VICTOR 48g 2098 ΜΑΛΙΑΡΑΣ ΒΑΪΟΣ- ΡΟΥΚΟΥΝΑΣ ΚΩΣΤΑΣ 1960

Μαλιάρας (Μαλλιάρας) Βάϊος- Ρούκουνας Κώστας (Σαμιωτάκι) RCA VICTOR 48g 2098 Στα Σάλωνα (Μαρία Πενταγιώτισσα) - Κλέφτικο (Επιτραπέζιο) 1960- 45rpm- 7''
«Ο Βάϊος Μαλλιάρας (βλέπε και αναρτήσεις 39, 124, 156, 196 και 349) γεννήθηκε στον Πυργετό το 1907 και καταγόταν από μουσική οικογένεια. Ο πατέρας του έπαιζε βιολί, ο θείος του κλαρίνο, άλλοι συγγενείς έπαιζαν φλογέρα και γκάιντα, ενώ ο αδερφός του ασχολήθηκε με το λαούτο. Στα δώδεκα σκαρώνει μόνος του μια φλογέρα από καλάμι και ακούγοντας το κελάηδισμα των πουλιών αρχίζει σιγά – σιγά να παίζει. Έπειτα στα δεκατέσσερα μαθαίνει πάλι μόνος του λαούτο αλλά το εγκαταλείπει γρήγορα. Ο πατέρας του, εν τω μεταξύ, τον στέλνει να μάθει την τέχνη του μαραγκού. Μετά του χτίστη. Όμως αυτός ανεβαίνει στις στέγες και παίζει φλογέρα. Το σαράκι τον έτρωγε να μάθει κλαρίνο.
Τα πρώτα μαθήματα κλαρίνου τα παίρνει από δυο «Τουρκόγυφτους», τον Τζιαμαλή και Χαλιαμπά που είχαν ξεμείνει στον Πυργετό. Πήγαινε λοιπόν κοντά σ’ αυτούς και παρακολουθούσε τα «πατήματά» τους. Στην αρχή «παρτσακλά», όπως ο ίδιος έλεγε. Ο ένας απ’ αυτούς γρήγορα αντιλήφθηκε τις αρετές στο παίξιμό του και του έλεγε «εσύ θα γίνεις μεγάλος μουσικός». Στα δεκάξι του αρχίζει και παίζει σε γάμους, σε πανηγύρια και στους καφενέδες των χωριών.
Ο Μαλλιάρας αρχίζει σιγά σιγά να γίνεται γνωστός. Η φήμη του απλώνεται πέρα από τον Πυργετό και τη γύρω περιοχή και φτάνει μέχρι τα χωριά των Φαρσάλων, της Καρδίτσας, των Τρικάλων κι ακόμη πιο πέρα. Σε ηλικία 26 χρόνων, το 1933, ηχογραφεί τα πρώτα του τραγούδια «Τ’ Αρβανιτοβλάχικο» και την «Ιτιά», κάνοντας την αρχή μιας λαμπρής πορείας που θα συνεχιστεί για 45 περίπου χρόνια. Συνεργάζεται με τις πιο μεγάλες δισκογραφικές εταιρίες και αποκτά φήμη και δόξα. Παρόλα αυτά δε θα γίνει ποτέ πλούσιος.
Ηχογράφησε σε δίσκους καραγκούνικα, βλάχικα, σαρακατσάνικα, νησιώτικα, μακεδονικά, ρουμελιώτικα τραγούδια εκτελεσμένα με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο. Υπάρχουν τρεις χιλιάδες δίσκοι περίπου, αριθμός εκπληκτικός. Παράλληλα γράφει και δικά του τραγούδια για την Αννούλα, τη Μαρία, την Όλγα. Με τον Θεοχάρη Παντίδη γράφει το πολυτραγουδισμένο «Ωραία είναι η νύφη μας» και άλλα τραγούδια γάμου. Ο Ηλίας Ερίνης είναι αυτός που έγραψε τα περισσότερα τραγούδια για τον Μαλλιάρα.
Συμμετέχει στις γνωστές δισκογραφίες «Τραγούδια του Λόγγου» και «Ελληνική Λεβεντιά». Στα πρώτα του βήματα συνεργάζεται με οργανοπαίκτες της περιοχής. Στην μεταπολεμική περίοδο ο Μαλλιάρας είναι πλέον καταξιωμένος καλλιτέχνης. Συνεργάζεται με πολύ γνωστά ονόματα μουσικών απ’ όλη την Ελλάδα: το Γιώργο Κόρο, τη Ρόζα Εσκενάζυ, τη Νίτσα Τσίτρα κ.α. Ακολουθούν ταξίδια στο εξωτερικό, όπως στον Καναδά και την Αυστραλία όπου παίζει για τους έλληνες της ξενιτιάς. Το 1965 ο μπάρμπα Βάϊος φεύγει για την Αυστραλία, στα παιδιά του, που είναι μετανάστες. Κάθεται για 9 μήνες, δεν αντέχει, του λείπει η ελληνική γη και αποφασίζει να επιστρέψει. Το 1970 παθαίνει ημιπληγία, αλλά εξακολουθεί να παίζει. Το 1975 πέφτει αναίσθητος, ενώ παίζει σε ένα γάμο. Από τότε αφήνει το κλαρίνο εντελώς, αλλά τον μαραζώνει ο καημός ότι δεν έχει ολοκληρώσει ακόμα το έργο του.
Η πρωτοχρονιά του 1988 θα είναι διαφορετική για ολόκληρο το μουσικό κόσμο. Ο Βάϊος Μαλλιάρας σβήνει στον Πυργετό. Το έργο του θα μείνει παντοτινά για να θυμίζει το μεγάλο λαϊκό καλλιτέχνη. Όλος ο Πυργετός για δυο μέρες σείεται στους ρυθμούς του κλαρίνου, θρηνεί με τις μοναδικές μελωδίες που συνέθεσε ο μπάρμπα Βάϊος.»
«Ο Κώστας Ρούκουνας (Σάμος, 1903- Αθήνα, 11 Μαρτίου 1984), γνωστός και ως «Σαμιωτάκι», υπήρξε καταξιωμένος τραγουδιστής του ρεμπέτικου και δημοτικού τραγουδιού, καθώς και τραγουδοποιός.
Ο Ρούκουνας προερχόταν από φτωχή οικογένεια και για τον λόγο αυτό αναγκάστηκε να ξεκινήσει να δουλεύει από τα οκτώ του χρόνια. Αρχικά εργάστηκε σε μια καπνοβιομηχανία και αργότερα ως ξυλουργός. Η καλλιτεχνική του καριέρα ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του '20. όταν άρχισε να τραγουδάει σε μια ταβέρνα. Ο νεαρός Ρούκουνας έγινε γρήγορα διάσημος μεταξύ των άλλων Σαμιωτών για τη φωνή του και δη τις επιδόσεις του στα Σμυρναίικα τραγούδια.
Σύντομα έφυγε για την Αθήνα (το 1927 ή το 1928). Εκεί τραγουδούσε επαγγελματικά σε γιορτές και πανηγύρια μέχρι που τον ανακάλυψε ο Παναγιώτης Τούντας, κορυφαίος συνθέτης και στέλεχος σε μεγάλη δισκογραφική εταιρεία. Υπό τον Τούντα, ο Ρούκουνας πραγματοποίησε τις πρώτες του ηχογραφήσεις για δίσκους 78 στροφών. Με την μαεστρία της φωνής του, διακρίθηκε τόσο στα παραδοσιακά όσο και στα ρεμπέτικα τραγούδια. Ιδιαίτερης μνείας χρήζουν οι επιδόσεις του στους (πλέον απαιτητικούς από τεχνικής σκοπιάς και ημι-αυτοσχεδιαστικούς) μανέδες.
Ο Ρούκουνας συνεργάστηκε με πολλούς συνθέτες κατά τη διάρκεια της μακράς καριέρας του, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται ο Παναγιώτης Τούντας, ο Σπύρος Περιστέρης, ο Κώστας Σκαρβέλης, ο Γρηγόρης Ασίκης και αρκετοί άλλοι.
Το 1934 παντρεύτηκε την τραγουδίστρια Άννα Παγανά (ή Άννα Πολίτισσα) η οποία όμως πέθανε το 1943 σε νεαρή ηλικία από καρδιακά προβλήματα. Ο Ρούκουνας παντρεύτηκε την δεύτερη γυναίκα του, την στιχουργό Αλεξάνδρα Κυριαζή το 1948 και πέρασε μαζί της το υπόλοιπο της ζωής του σε προάστιο των Αθηνών.» Περισσότερες πληροφορίες σε παλαιότερες αναρτήσεις.
Το κλαρίνο του Βάϊου Μαλλιάρα για σεμινάρια και δεν μιλάω μόνο για την σημερινή ανάρτηση. Για το επιτραπέζιο ¨Κλέφτικο¨ δεν έχω λόγια όπως και για την ¨Πενταγιώτισσα¨ η οποία σε συνδυασμό με την φωνή του Ρούκουνα πάει σε άλλα επίπεδα.
Παρατηρήστε τις διαφορετικές ετικέτες, RCA και RCA Victor. Μάλλον είχε περισσέψει ετικέτα της RCA πριν μετονομαστεί. Η αλήθεια είναι ότι πέρα από τα 47g και 48g που έπαιζε η συγκεκριμένη εταιρία δεν μας έχει συνηθίσει σε τέτοια λάθη.
Φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).
 



Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2024

447. COLUMBIA D.G. 344 ΑΝΤΩΝΟΓΙΩΡΓΑΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ- ΜΑΥΡΟΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΑΥΡΟΣ 1933

Αντωνογιωργάκης Ελευθέριος- Μαυροδημήτρης (Μαυροδημητράκης) Σταύρος COLUMBIA D.G. 344 Ξεροστεργιανό Χανιώτικο - Σούστα Ρεθυμνιώτικη 1933- 78rpm- 10''
«Ο λυράρης Ελευθέριος Αντωνογιωργάκης (βλέπε και ανάρτηση 136), γιος του Μανούσου και της Μαρίας Αντωνογιωργάκη, γεννήθηκε στο Αστέρι Ρεθύμνης το 1907. Είχε επίσης ένα μικρότερο αδερφό, τον Γιάννη, που έπαιζε και εκείνος λύρα. Από μικρή ηλικία έδειξε μεγάλο πάθος με τη μουσική, αφού σε ηλικία περίπου δώδεκα ετών έφτιαξε μια δική του αυτοσχέδια λύρα. Τα πρώτα μουσικά ερεθίσματα τα πήρε ακούγοντας τους μεγαλύτερους λυράρηδες του χωριού του, τον Κεραμειανάκη και τον Τζανιδάκη. Όπως αναφέρει ο ανιψιός του Δημήτρης, πήγαινε στο παραθύρι ή την πόρτα των παλαιών λυράρηδων και τους άκουγε και μετά κατευθείαν έτρεχε στο σπίτι του για να παίξει αυτό που είχε ακούσει. Αυτός που τον επηρέασε σημαντικά ήταν ο μεγάλος λυράρης Ανδρέας Ροδινός, ο οποίος όποτε περνούσε από το Αστέρι του άρεσε να παίζει μουσική με τον Λευτέρη.

Γρήγορα εξελίχθηκε σε ονομαστό λυράρη και έγινε περιζήτητος. Κατατάχτηκε στη χωροφυλακή Ρεθύμνου και παντρεύτηκε την Ευαγγελία, με την οποία απέκτησαν δυο παιδιά, τον Στέλιο και την Ελένη. Μαζί με την οικογένεια του μετοίκησαν στο νέο τους σπίτι στο Ηράκλειο, όταν ήταν σε ηλικία περίπου εικοσιπέντε ετών. Εκεί άνοιξε ταβέρνα και στη συνέχεια εμπορικό κατάστημα με ψιλικά. Ο Ελβετός εθνομουσικολόγος Samuel Baud-Bovy, στο βιβλίο του ¨Μουσική καταγραφή στην Κρήτη 1953-54¨, αναφέρει: «…γνωρίσαμε κι ακούσαμε τον λυράρη Λευτέρη Αντωνογιωργάκη (45 ετών). Ο Αντωνογιωργάκης γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ρέθυμνο. Μετά το στρατιωτικό του, εγκαταστάθηκε στο Ηράκλειο όπου άνοιξε μπακάλικο. Ξέρει γράμματα και είναι πολιτισμένος άνθρωπος. Πολύ πρόθυμα μας δέχθηκε. Η λύρα του είναι βιολόλυρα, χωρίς τάλια (ξύλινα στριφτάλια) όμως και με τρεις χορδές. Παίζει Κρητικούς χορούς αλλά και ευρωπαϊκούς».

Ο Αντωνογιωργάκης ηχογράφησε το 1933 στην Αθήνα τέσσερα κομμάτια, στην εταιρεία Columbia, όπου παίζει και τραγουδάει, με λαουτιέρη τον Σταύρο Μαυροδημητράκη. Κάτω από τις πιέσεις της γυναίκας του, περιόρισε τον ρόλο τους ως επαγγελματία μουσικού, αλλά συνέχισε να παίζει στα πανηγύρια και κυρίως στις διάφορες φιλικές συνάξεις, τόσο του Ηρακλείου, όσο και του Ρεθύμνου.

Ήταν άνθρωπος μερακλής και του κεφιού, ενώ συνεργάστηκε με πολλούς λαουτιέρηδες, όπως ο Ιωάννης Μπερνιδάκης, ο Δρυμάκης, ο Γιάννης Μαρκογιαννάκης, ο Καλλέργης και ο Βύρωνας Ιερωνυμάκης (Ιερωνυμίδης). Πέθανε τον Φεβρουάριο του 1977 στο Ηράκλειο σε ηλικία 70 ετών.»

Όλες οι παραπάνω πληροφορίες είναι από το ερευνητικό βιβλίο-συλλογή ¨Μίλιε μου Κρήτη από τα παλιά¨.

«Ο Σταύρος Μαυροδημητράκης ήταν από τους πρώτους σολίστες λαγουτιέρηδες της κρητικής μουσικής. Γεννήθηκε το 1900 στα Μαρεδιανά Κισσσάμου. Ήταν γιός του παλιού λυράρη, του Νικηφόρου Μαυροδημητράκη. Επηρεασμένος από τον πατέρα του, ακολούθησε τα μονοπάτια της μουσικής. Όχι όμως με λύρα, αλλά με μαντολίνο στην αρχή. Δέκα χρονών ήταν σαν πρωτόπιασε το μαντολίνο με βοήθεια ενός συγχωριανού του. Γρήγορα όμως έδειξε την κλίση του στο λαγούτο και ήδη στα δεκαπέντε του ήταν ένας τεχνίτης λαγουτιέρης, παρά το νεαρό της ηλικίας του. Με τον πατέρα του στην αρχή "ζύγιασε" τις πενιές του, αλλά κατόπιν η συνεργασία του με τον Νικολή Χάρχαλη ήταν πολύ σημαντική. Μαζί ηχογράφησαν και δίσκους. Έπαιξε με πολλούς καλλιτέχνες της εποχής εκείνης, με τον Γιώργη Μαριάνο, με τον Κουνελοκωστή, με τον Νικολή Κατσούλη (Κουφιανό), με τον Ζερβό κ.α. Στην Αθήνα που ανέβηκε συνεργάστηκε με πλήθος μουσικών στην ταβέρνα "Τα Χανιά" του Ευτύχη Μπασιά.

Στην Αθήνα γνωρίστηκε με τον μεγάλο λυράρη, τον Αλέκο Καραβίτη όπου μαζί αποτέλεσαν ένα πολύ καλό δίδυμο και μαζί έγραψαν αρκετούς δίσκους. Ακόμα συνεργάστηκε με πλήθος λυράρηδων, όπως ο Γιώργης Μουζουράκης, ο Θανάσης Σκορδαλός κ.α. Σημαντική όμως η συνεργασία του με τον αείμνηστο δάσκαλο, τον Κωστή Μουντάκη. Σημαντική τόσο σαν συνεργασία, όσο και σαν φιλία.
Τα τελευταία χρόνια, αποτραβηγμένος από την ενεργό δράση, άκουγε τους νεώτερους λαγουτιέρηδες και συλλογιζόταν το μέλλον αυτού του οργάνου. Δεν του άρεσαν οι πασαδόροι, οι άτεχνοι και μονότονοι λαγουτιέρηδες που κρυβόντουσαν πίσω από τους ήχους της λύρας. Έλεγε χαρακτηριστικά "το λαγούτο παίζει πενιά, αλλιώς ανε δε θές πενιά, άμε να παίξεις κιθάρα". Βραβεύτηκε από διάφορα σωματεία, ξεχωριστό όμως το βραβείο του συλλόγου Κρητών Πειραιώς "Η Ομόνοια", το οποίο βραβείο του παρέδωσε ο φίλος και συνεργάτης του, ο Κωστής Μουντάκης. Ο Σταύρος Μαυροδημητράκης, ο κορυφαίος αυτός λαγουτιέρης, αυτή η μοναδική τέχνη, πέθανε σε ηλικία ογδόντα εννέα ετών το 1989 στον Πειραιά.»

Ολοκληρώνουμε την δισκογραφία του Αντωνογιωργάκη με την σημερινή πλάκα γραμμοφώνου. Δυο πλάκες στην Columbia, η πρώτη στην ανάρτηση 136, με τις πρώτες ετικέτες του Columbia DG 345 στο σημερινό φάκελο. Στη σημερινή ανάρτηση του Columbia DG 344 έχουμε ένα συρτό Χανιώτικο Ξεροστεργιανό όπως το αναφέρει και μια σούστα Ρεθυμνιώτικη. Όμορφα παιξίματα με την βιολόλυρα του ο Αντωνογιωργάκης και το λαούτο του ο Μαυροδημήτρης.  

Φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).

 


 

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2024

446. POPULAR AP 6155 ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ- ΠΟΛΥΧΡΟΝΑΚΗΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ- ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ ΡΕΝΑ 1967

Θεοδωράκης Εμμανουήλ (Θοδωρομανώλης)- Πολυχρονάκης Εμμανουήλ- Μανουσάκη Ρένα (Ρενάτα) POPULAR AP 6155 Κισσαμίτικος (Συρτός) - Θάλασσα μαύρη και αλμυρή 1967- 45rpm- 7''
¨Σημάδια αφήνουν τα φιλιά, γι’ αυτό και δε τα θέλω,
κι αν σου’ ταξα μελαχρινό, να σε γελάσω θέλω¨
Εξαιρετικός ο Κισσαμίτικος συρτός, στο σημερινό δισκάκι. Στη άλλη πλευρά η Μανουσάκη Ρένα ή Ρενάτα όπως μας μαρτυρά το εξώφυλλο του δίσκου προσφοράς του Βασίλη Χατζηαντωνίου. Βιογραφικά στοιχεία δεν κατάφερα να βρω. Στο βιολί ο αδερφός του Μιχάλη Πολυχρονάκη, Μανωλης (βλέπε κι ανάρτηση 391). Λιγοστά βιογραφικά στοιχεία, χωρίς φωτογραφικό υλικό παρακάτω.
«Ο Μανώλης Θεοδωράκης (βλέπε ανάρτηση 193 και 386) του Ευσταθίου (ή Τράικο αδελφός της συγγραφέα και ποιήτριας Βικτωρίας Θεοδώρου),  γεννήθηκε το 1923 στη γειτονιά Νησί των Τοπολίων Κισσάμου.
Ξεκίνησε να δουλεύει σε ένα κουρείο στα Χανιά, όπου ήρθε σε επαφή με διάφορους μουσικούς κι εκεί πρωτόπιασε το λαγούτο. Κουρέας στο κύριο επάγγελμα του, σταδιοδρόμησε για αρκετά χρόνια στην κρητική μουσική. Πολύ καλός στις δημόσιες σχέσεις για εκείνη την εποχή, συνεργάστηκε με τους κορυφαίους βιολιστές και λυράρηδες όπως ο Μιχ.Κουνέλης, ο Δημήτρης Χριστοφοράκης, ο Νικ.Σαριδάκης ή Μαύρος, ο Νικ.Χάρχαλης, ο Στρατής Γαλαθιανός, ο Μιχ.Παπαδάκης ή Πλακιανός Σπύρο Σηφογιωργάκη, Γιώργη Μαριάνο κ.α.
Βέβαια, δεν έπαιξε μαζί τους λόγω των καλών δημοσίων σχέσεων μόνο, αλλά και λόγω της πολύ καλής του τεχνικής πάνω στο λαγούτο. Μπορούσε να κλειστεί σε ένα δωμάτιο και να αυτοσχεδιάζει στο όργανο του με τις ώρες. Επίσης, έπαιξε με τους δύο κορυφαίους λυράρηδες του Ρεθύμνου, τον Θ.Σκορδαλό και τον Κ.Μουντάκη. Μάλιστα, με τον Μουντάκη εμφανίστηκαν από κοινού στην κινηματογραφική ταινία "Το νησί των γενναίων". Έπαιξε πολλές φορές στο ραδιόφωνο και έλαβε μέρος σε αρκετές ηχογραφήσεις με τον Δημ.Χριστοφοράκη και τον Γαλαθιανό. Απεβίωσε το 1997.»
«Από τους τελευταίους της "παλιάς σχολής" ήταν κι ο Μανώλης Πολυχρονάκης, ο οποίος έφυγε από την ζωή το 2010. Γεννημένος στα Τοπόλια Κισάμου το 1928, εξάσκησε την τέχνη του βιολιστή για πολλά χρόνια, κυρίως με τον αδελφό του, τον σημαντικό λαγουτιέρη Μιχάλη Πολυχρονάκη, αλλά και με άλλους λαγουτιέρηδες όπως ο Βενιζέλος Κορκιδάκης, Μανώλη Θεοδωράκη κ.α. Συμμετείχε στις δισκογραφικές δουλειές του αδελφού του Μιχάλη και φημιζόταν για το πραγματικά παλαιϊκό του παίξιμο.»
Φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).
 
 


Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2024

445. ODEON DSOG 3312 ΚΟΥΜΙΩΤΗΣ ΓΩΡΓΙΟΣ- ΚΟΥΜΙΩΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ 1967

Κουμιώτης Γεώργιος (Καμαράτος)- Κου4μιώτης Ιωάννης. ODEON DSOG 3312 Λόγω τιμής - Σαν τη μεγάλη αποκριά 1967- 45rpm- 7''
 
«Ο Γιώργος Κουμιώτης (παλαιότερες αναρτήσεις 47, 73, 163, 219, 270, 362 και 382) γεννήθηκε στο Τεφέλι Ηρακλείου στις 10-8-1931. Πατέρας του ήταν ο Μιχάλης Κουμιωτάκης και μητέρα του η Μαρία το γένος Νουράκη. Η Καλλιτεχνική του φύση τον οδήγησε από πολύ μικρό να μάθει λαγούτο σε ηλικία 16 χρονών και να παίζει σε γλέντια στην περιοχή του Ηρακλείου με τον παλιό λυράρη Γαβρίλη Σταυρουλάκη από τα Πιτσίδια όπως και με άλλους συντοπίτες λυράρηδες.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ένας λαουτιέρης μπαίνει στα Ανώγεια ,που μέχρι τότε την λύρα την συνόδευε το μαντολίνο. Τον είχε φέρει ο αείμνηστος Νίκος Ξυλούρης. Ο Γιώργος Κουμιώτης ήταν το πρώτο λαγούτο που μπήκε στα Ανώγεια και σε αυτή την αλήθεια συναινεί ο μετέπειτα μεγάλος λαουτιέρης Γιάννης Ξυλούρης αδερφός του Νίκου.
Η συνεργασία του με τον Νίκο Ξυλούρη είχε αρχίσει. Αχώριστοι συνεργάτες και φίλοι πια εμφανίζονται σε γλέντια ,γάμους και άλλες εκδηλώσεις σε όλη την Κρήτη με πολύ μεγάλη επιτυχία.
Στα επόμενα χρόνια συνεργάζεται με όλη την τότε ανερχόμενη Ανωγειανή μουσική οικογένεια με Μανουρά, Καλομοίρη, Ψαραντώνη και Βασίλη Σκουλά .
Αρχές της δεκαετίας του 1960 γνωρίζει την σύντροφο της ζωής του Μαρία Αλεξανδράκη με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά την Βάνα και τον Μιχάλη .
Η προσωπική καλλιτεχνική πορεία του έχει πια αρχίσει , με αγνότητα ,αυθορμητισμό και πλούσια φαντασία εμπνευσμένος από πραγματικά γεγονότα της καθημερινότητας , του έρωτα , της αγάπης ,του πόνου και της ίδιας της Κρήτης ,γράφει στίχους και τους επενδύει με το μοναδικό προσωπικό του ύφος με μουσική.
Όπως το συρτό (σημερινό δισκάκι) του με τον πολύ εύστοχο και διαχρονικό του στίχο ακόμα και σήμερα, 50 χρόνια μετά που οι ανθρώπινες σχέσεις γίνονται ακόμα πιο δύσκολες
« Σα τη μεγάλη αποκριά η εποχή μας μοιάζει
Γιατί με μάσκα ο γης τ αλλού στέκει και κουβεντιάζει »
Και να έρθουμε τώρα στην πολυσυζητημένη σάτιρα του Γιώργου Κουμιώτη.
Όταν τον ρώτησαν «Καμαράτο πώς προέκυψε η σάτιρα» αυτός απάντησε: Πηγαίναμε για εμφανίσεις στο Βέλγιο και στην διάρκεια του ταξιδιού με το τραίνο συνέθεσα το τραγούδι «Ξενιτεμένοι Κρητικοί» το οποίο όπου εμφανίστηκα και το τραγούδησα οι μετανάστες έκλαιγαν. Βρήκαν λοιπόν οι ίδιοι εταιρεία για να τα ηχογραφήσουμε και σκέφτηκα να βάλω στη άλλη πλευρά του δίσκου την «Παγώνα» την οποία και είχα συνθέσει παλαιότερα σε αντιστάθμιση του λυπητερού ύφους του πρώτου τραγουδιού όμως η αποδοχή ήταν τέτοια που όταν επιστρέψαμε η εταιρεία που συνεργαζόμουν με παρότρυνε στην επανεκτέλεση του δίσκου και στην Ελλάδα.
Η επιτυχία ήταν τεράστια, ο δίσκος αγοράστηκε και από μη Κρητικούς με αποτέλεσμα να φτάσει σε εμπορικότητα μεγάλων λαϊκών τραγουδιών.
Από εκεί και μετά με αφορμή την επικαιρότητα έγραψα και άλλα αφού ο κόσμος με παρότρυνε και μου ζητούσε όλο και κάτι καινούργιο. Πρόσεχα όμως και μελετούσα πολύ τους στίχους ώστε να έχουν συγκεκαλυμμένα υπονοούμενα χωρίς ακρότητες και χυδαιότητα.
Και πράγματι η σάτιρα του Γιώργου Κουμιώτη λόγω και του έμφυτου χιουμοριστικού του χαρακτήρα μόνο άδολη μπορεί να χαρακτηριστεί. Μόνο όσοι έζησαν μια βραδιά μαζί του είτε στο πάλκο είτε στην παρέα μπορούν να βεβαιώσουν το βάλσαμο που πρόσφερε το χιούμορ του σε κάθε πικραμένο χείλι.
Με τα χρήματα που του έφερε η επιτυχία της Παγώνας προσπαθεί να σταθεί επιχειρηματικά ανοίγοντας πρώτα κέντρο διασκεδάσεως στην Αθήνα στην Σπύρου Πάτση και αργότερα το μεταφέρει στην συμβολή της Λεωφόρου Αθηνών και Στρατοπέδου Χαϊδαρίου στο οποίο έπαιζε ο ίδιος λύρα. Όπως όμως λέει ο ίδιος σε μια μαντινάδα του:
«Ο άνθρωπος ο άτυχος όσο κι ανε σπουδάξει
τόνε γυρίζει η μοίρα του από την πρώτη τάξη»
Ο Γιώργος Κουμιώτης φύση και θέση, ανυπότακτη ψυχή αν και έφτασε πολύ ψηλά δεν υποδουλώθηκε ποτέ από τα καθώς πρέπει και το σταριλίκι και κυρίως από το χρήμα..
Έφυγε σε ηλικία 77 ετών το 2008 στο Νοσοκομείο Αττικόν του Χαϊδαρίου, από πνευμονικό οίδημα και μετά από πολύ μεγάλη μάχη με την επάρατη νόσο!»
Υπόθεση οικογένειας Κουμιώτη το σημερινό δισκάκι. Το ¨Λόγω τιμής¨  επανακυκλοφόρησε και στην Panivar με τον τίτλο ¨Λόγω τιμής να μη μιλείς¨ (θα αναρτηθεί μελλοντικά). Στο λαούτο ο Γιάννης Κουμιώτης και ο Καμαράτος; Τότε ποιος παίζει λύρα. Από τα παραπάνω και την πρώτη φωτογραφία συμπεραίνουμε ότι ο Καμαράτος έπαιζε και λύρα. Εμένα προσωπικά το παίξιμο μου θυμίζει κάποιον από τα μουσικά ταίρια του αλλά ας μείνω στα τυπωμένα στις ετικέτες  δεδομένα.
Φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).
 

 

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2024

444. HIS MASTER'S VOICE AO 2808 ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑ- ΣΤΑΜΕΛΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ 1948

Βασιλοπούλου Γεωργία (Γεωργίτσα)- Σταμέλος Απόστολος HIS MASTER'S VOICE AO 2808 Μεσ' τ' αμπέλι στη σταφίδα (Συρτό) - Είσαι καμπίσια περδικούλα (Τσάμικο) 1948- 78rpm- 10''
«Η Γεωργία Βασιλοπούλου γεννήθηκε στον Λυγιά Ναυπάκτου το 1928. Οι γονείς της ήταν αγρότες και κανείς από την υπόλοιπη οικογένεια δεν ασχολήθηκε με τη μουσική. Ήρθε στην Αθήνα το 1945 και διέμενε στην αδερφή της στο Κολωνάκι. Εκεί έκανε ασκήσεις ορθοφωνίας και ερασιτεχνικά τραγουδούσε στο σπίτι δημοτικά τραγούδια.
Ένα πρωί πέρασε από το σπίτι της μια μεγάλη ηθοποιός, που ήταν γειτόνισσά της και ζήτησε να την ακούσει να τραγουδά. Εκείνη έκρινε ότι η φωνή της ήταν καλή και την πήγε στο κέντρο «Όαση». Απ’ αυτό το κέντρο ξεκίνησε την καριέρα της. Συγχρόνως μάθαινε κιθάρα. Στη συνέχεια άρχισαν να τη ζητούν οι δισκογραφικές εταιρίες Columbia και His Master’ s Voice και ξεκίνησε να ηχογραφεί δίσκους περίπου το 1946.
Έγραψε 26 τραγούδια, όλα το ένα καλύτερο από το άλλο και όλα πρωτότυπα, δηλαδή πρώτες εκτελέσεις. Ο πρώτος της δίσκος ήταν το τραγούδι με τίτλο «Ποια είναι η λυγερή» και το τελευταίο «Μια χήρα πούλαγε κρασί» το 1960. Εργάστηκε στα κέντρα «Ξενύκτης», «Πεταλούδα», «Διάνα», «Όαση», κ.ά. Το τελευταίο ήταν το κέντρο «Ζούγκλα», στην πλατεία Βάθης το 1956-58. Πήγε σε πολλά μέρη της Ελλάδας τραγουδώντας σε πανηγύρια, γάμους κλπ. Κατά τη διάρκεια της καριέρας της συνεργάστηκε με αρκετούς εκλεκτούς μουσικούς της εποχής, όπως: Νίκο Καρακώστα, Κώστα Γιαούζο, Γιώργο Ανεστόπουλο, Τάσο Χαλκιά, Βασίλη Σαλέα, Απόστολο Σταμέλο κλαρινίστες, Γιώργο Κόρο βιολιστή και τους Γιώργο Παπασιδέρη, Κώστα Ρούκουνα, Γιώργο Μεϊντανά, Κώστα Ζωγράφο και πολλούς άλλους.
Παντρεύτηκε στην Αθήνα το 1952, τον Θεόδωρο Κορδελίδη, ο οποίος είχε βιοτεχνία γυναικείων ενδυμάτων. Απέκτησε μια κόρη, τη Βαρβάρα, η οποία δεν ασχολείται με τη μουσική, πλην όμως της αρέσει πολύ και έχει μια μεγάλη συλλογή δίσκων και CD. Την καριέρα της την τερμάτισε στις αρχές της εγκυμοσύνης της, το 1961, γιατί έπρεπε να μένει κλινήρης σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκειά της.»
Βιογραφικά στοιχεία για τον Απόστολο Σταμέλο δυστυχώς δεν κατάφερα να βρω. Έχει βέβαια στο ενεργητικό του συνεργασίες με : Αραπάκη Δημήτρη, Εσκενάζυ Ρόζα, Νάκο Γιώργο, Αμπατζή Ρίτα, Μπενέτο Δημήτρη, Σέμση Δημήτρη (Σαλονικιός), Βασιλοπούλου Γεωργία, Μοσχονά Οδυσσέα και άλλους πολλούς. Φυσικά συνεργάστηκε και με τον Παπασιδέρη σε αρκετά τραγούδια. Πολλά είναι και τα τραγούδια στα οποία παίζει σόλο κλαρίνο, με χαρακτηριστικό ήχο.
Εξαιρετική φωνή της Γεωργίας Βασιλοπούλου και αντίστοιχα το παίξιμο του Σταμέλου. Κατά την γνώμη μου, το δημοτικό τραγούδι όπως θα έπρεπε να είναι. Από τις περιπτώσεις, η σημερινή πλάκα γραμμοφώνου, που το συρτό συναγωνίζεται το τσάμικο.  Ο δίσκος κυκλοφόρησε και στην Αμερικάνικη RCA Victor.
Να ευχαριστήσω τον Γιάννη Πανουτσακόπουλο και τον Βασίλη Χατζηαντωνίου για τα βιογραφικά στοιχεία και τις φωτογραφίες αντίστοιχα.
Φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).
 



Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2024

443. MUSIC BOX MB 644 ΜΠΕΣΛΕΜΕΣ ΣΠΥΡΟΣ- ΚΟΚΟΝΤΙΝΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ 1966

Μπεσλεμές Σπύρος- Κοκοντίνης Παναγιώτης MUSIC BOX MB 644 Τα γρέκια χορταριάσανε (Τσάμικος) - Ποιόν αγαπάς καλύτερα (Καγκέλι) 1966- 45rpm- 7''
Βιογραφικά στοιχεία για τον Σπύρο Μπεσλεμέ (βλέπε και ανάρτηση 62) δυστυχώς δεν κατάφερα να βρω. Έχει αρκετά 45-άρια και ένα LP στο ενεργητικό του, όλα παραδοσιακά δημοτικά (κλέφτικα, τσάμικα, συρτά, καγκέλια κ.α.). Η φωτογραφία του παραπάνω είναι από εξώφυλλο δίσκου 45 στροφών.
«Ο Παναγιώτης Κοκοντίνης γεννήθηκε το 1918 και πέθανε 1/8/2000 στο Αμπελοχώρι Θηβών. Θρυλικός στα αρβανιτοχώρια της Αττικής και Βοιωτίας κλαριτζής.
Ο Παναγιώτης Κοκοντίνης, που το όνομά του έγινε περισσότερο γνωστό από την προσφώνηση που του κάνει η Γιώτα Λύδια στο ταξίμι του τραγουδιού της "Γύρνα πάλι, γύρνα", ήταν ωραίος κλαρινίστας και ωραίος άνθρωπος, από τους λίγους στα δημοτικά που διάβαζε νότες και είχε γράψει και πολλά τραγούδια, όπως το "Θα'λάξω σπίτι και θα'ρθώ", "Πατέρα μας μεγάλωσες" που τα ερμήνευσε ο Ανδρέας Τσαούσης, κ.α.
Είχε δισκογραφήσει  μ' όλους τους επώνυμους Έλληνες τραγουδιστές (Καζαντζίδη, Λύδια, Ζάχο, Βέρρα, Τσαούση κλπ.) και είχε παίξει στα καλύτερα κέντρα.
Ήταν άνθρωπος με γνώση και άποψη για όλα τα πράγματα, και συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση. Είχε βασανιστεί, εξοριστεί και φυλακιστεί στη Μακρόνησο, στα Γιούρα και στην Αίγινα μέχρι το 1952.
Ο θάνατός του ήταν μεγάλη απώλεια για τον κλάδο, διότι έχασε μια σοβαρή προσωπικότητα που είχε προβλέψει την υποβάθμιση της δημοτικής μας μουσικής και πάσχιζε πάντα για την αξιοπρεπή διατήρησή της.
Το όνομα Κοκοντίνης μπορεί να μη σημαίνει, λοιπόν, και πολλά πράγματα σε επίπεδο κεντρικής δημοσιότητας, αλλά, αν βρεθείτε, ας πούμε, σε αρβανιτοχώρια της Αττικής και της Βοιωτίας, θα βρείτε ακόμα και σήμερα πολλούς ανθρώπους που έχουν τραγουδήσει και χορέψει πολύ στις εκδηλώσεις που έπαιζε, έχουν όλα τα τραγούδια που έχει παίξει σε δίσκους αλλά και πολλές ζωντανές ηχογραφήσεις του, ερασιτεχνικές ή επαγγελματικές, και γενικά πίνουν νερό στο όνομα του, και τον θεωρούν είδωλο, στα κυβικά των πιο πολυακουσμένων καλλιτεχνών του καιρού μας.»
Πολύ όμορφο παίξιμο από τον Κοκοντίνη και τραγούδι από τον Μπεσλεμέ στο σημερινό δισκάκι. Γρέκι ή αγρέκι λέγεται το κρυσφήγετο άγριου ζώου, λημέρι, σπηλιά, καταφύγιο, πρόχειρο περίφραγμα· κατοικία. Ο Αραβαντινός αναφέρει το γρέκι ως κοίτη του λαγωού. Ετυμολογικά προέρχεται μάλλον από το τούρκικο eğrek, που σημαίνει αυλάκι. ¨Τα γρέκια χορταριάσανε¨ στο τσάμικο. Στην δεύτερη πλευρά ένα από τα γνωστά καγκέλια.
Φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).
 

 

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2024

442. NINA N-24721 ΣΚΟΡΔΑΛΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ- ΜΑΡΚΟΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ 1961

Σκορδαλός Αθανάσιος- Μαρκογιαννάκης Ιωάννης (Μαρκογιάννης) NINA N-24721 Πεντοζάλης - Πρώτος συρτός Κρήτης (Ο ήλιος γαίνει στα ψηλά) 1961- 45rpm- 7''
«Δεκέμβρης 1920. Ο Θανάσης Σκορδαλός ένας εκ των κορυφαίων από τους πρωτομάστορες της Κρητικής μουσικής παράδοσης είδε το φως της ζωής στο Σπήλι, κεφαλοχώρι και πρωτεύουσα της επαρχίας Αγίου Βασιλείου. Σε ηλικία 9 ετών σ’ ένα γλέντι στο χωριό με τον Ανδρέα Ροδινό και το Γιάννη Μπερνιδάκη (Μπαξεβάνη) στάθηκε η πρώτη και καθοριστική στιγμή στη ζωή του.
Ο Θανάσης Σκορδαλός με τη λύρα του μέχρι τον θάνατό του ήταν ένα πράγμα. Χάρη σ’ αυτόν ανοίχθηκαν νέοι δρόμοι στην Κρητική μουσική παράδοση, έτσι ώστε δίκαια να χαρακτηριστεί ως δάσκαλος. Σε αντίθεση με τον Κώστα Μουντάκη δεν δίδαξε λύρα σε σχολές, ήξερε να τραγουδάει χωρίς να έχει μελωδική φωνή, το ιδανικό παίξιμο της λύρας του, έδινε «φτερά» στα πόδια του μερακλή χορευτή. Σήμερα δεν νοείται γλέντι στον τόπο μας, είτε σε γάμο ή βάπτιση, σε εκδήλωση ή σε παρέα με όργανα και μαντιναδολόγους και χορευτές, να μην παίξουν και να μην τραγουδήσουν συνθέσεις του, οι θαυμαστές του είναι πολυάριθμοι που η αγάπη τους για το έργο και την προσφορά του φτάνει στα όρια του φανατισμού.
Του άρεσε η λύρα και το λαούτο συνάμα και η εκκλησιαστική βυζαντινή μουσική. Στα 9 του χρόνια αγόρασε την πρώτη του λύρα μόλις 18 δραχμές, απερίγραπτη η χαρά του. Ολομόναχος άρχισε να παίζει κομμάτια απ’ αυτά που άκουγε μικρός. Στο πρώτο άκουσμα του παιξίματος του Ανδρέα Ροδινού ο 11χρονος τότε Σκορδαλός, όπως είπε χρόνια αργότερα σε συνέντευξή του «η ραχοκοκαλιά του έσταζε νερό». Επιθυμία του από τότε ήταν να σταθεί επάξια δίπλα του έχοντάς τον πρότυπο σαν λυράρη. Ο Ανδρέας Ροδινός ήρθε στο Σπήλι ξανά στη γιορτή του Αγίου Στυλιανού, καλεσμένος του εορταζόμενου δικηγόρου Στέλιου Καλογρίδη. Το έναυσμα της πορείας του Θανάση Σκορδαλού ως λυράρη ήρθε. Οι Σπηλιανοί που παραβρέθηκαν στο γλέντι κάλεσαν και το μικρό Θανάση να παίξει κι ο ίδιος, ο Μπαξεβάνης που συνόδευε στο λαούτο το Ροδινό, άρχισε το χανιώτικο συρτό για να ξεκινήσει ο Σκορδαλός με μεγάλο τρακ. Ο Ροδινός είχε φύγει για να τον παρακολουθήσει από μακριά, χωρίς να ολοκληρώσει το σκοπό δεν άντεξε, ήρθε του έπιασε το δεξί χέρι, τον αγκάλιασε, τον φίλησε και είπε «Σπηλιανοί, αυτός θα είναι ο διάδοχός μου». Οι συγχωριανοί του βλέποντας το ταλέντο του, τον βοήθησαν πάρα πολύ στην εξέλιξή του. Ο πατέρας του ήταν μερακλής, καλός μαντιναδολόγος και χορευτής.
Η ψαλτική τέχνη τον βοήθησε στο να εξελιχθεί στην κρητική μουσική, κάτι που διαπίστωσε και ο αείμνηστος Πρωτοψάλτης και μουσικολόγος Σπύρος Περιστέρης, σε συζήτηση που είχε κάποτε με τον Σκορδαλό που παρότι δεν γνώριζε ούτε φθόγγους, ούτε νότες, ότι ήταν ένα σωστό ταλέντο που του το έδωσε η φύση και ο Θεός πρώτα. Στα 12 του χρόνια έβγαλε το πρώτο του γλέντι σε γάμο στο Χαμαλεύρι και επτά χρόνια αργότερα σε ηλικία 19 ετών εμφανίστηκε για πρώτη φορά στους Κρητικούς της Αθήνας, παίζοντας στον αποκριάτικο χορό στο ιστορικό κέντρο Βυζάντιον στην Ομόνοια.
Το 1946 κυκλοφόρησε ο πρώτος του δίσκος που περιείχε τον Συρτό Σπηλιανό Ρεθυμνιώτικο (Μόνο εκείνος π’ αγαπά), τραγούδι – σταθμό στην ιστορία της Κρητικής μουσικής έχοντας συνοδεία στο λαούτο τον Γιάννη Μαρκογιαννάκη. Μέχρι το 1954 μαζί ηχογράφησαν τα εξής τραγούδια Πες το μου πως δε μ’ αγαπάς, Πόσες καρδιές χαρίζονται, Μάτια που εύκολα γελούν, Μοιάζουν πολύ τση θάλασσας, Είναι στιγμές που χαίρομαι, Χίλιες καρδιές κι αν είχα εγώ κ.ά. Συνεργάστηκε επίσης και με τον Γιάννη Μπερνιδάκη (Μπαξεβάνη) ηχογραφώντας τέσσερις δίσκους των 78 στροφών τραγούδια κλασικά μέχρι σήμερα όπως Το ξηροστεριανό νερό, Βαρύς Πισκοπιανός, Έλα σαν έχεις όρεξη, Στων αμαθιώ σου τη φωτιά.
Βίωσε και αποδέχτηκε ακούσματα και τεχνικές άλλων λυράρηδων της εποχής, πήρε τις μελωδίες όπως τις άκουσε, τις τελειοποίησε, έδωσε το δικό του χαρακτήρα και ύφος που ονομάστηκε αργότερα «σχολή Θανάση Σκορδαλού». Το 1947 σε ηλικία 27 χρονών ο πρόεδρος του Κόμματος των Φιλελευθέρων Σοφοκλής Βενιζέλος τον άκουσε και ενθουσιάστηκε τόσο που τον διόρισε υπάλληλο στην Υπηρεσία Ασφαλείας της Τράπεζας της Ελλάδος, απ’ όπου και συνταξιοδοτήθηκε αργότερα. Αφιερωμένος στη λύρα και αποκατεστημένος επαγγελματικά, έκανε πολλές εμφανίσεις στην Κρητική διασπορά σε Αμερική, Καναδά, Αυστραλία και Γερμανία, όπου παρουσίασε τα τραγούδια Ρωτούσι με ποιαν αγαπώ, Έχω έναν πόνο στην καρδιά, Ήρθε καιρός να σου το πω, Όρτσες, Όση χαρά ‘χουν τα πουλιά, Ο ήλιος βγαίνει στα ψηλά, Ποιος ουρανός, ποια θάλασσα, Εις τον Κουμπέ στα δυο στενά. Ο Θανάσης Σκορδαλός παντρεύτηκε δύο φορές, από τον πρώτο του γάμο με την Χρυσούλα Παπαδάκη απέκτησε 4 παιδιά, δύο γιους τον Γιάννη και τον Δημήτρη και δύο κόρες τη Λίτσα και τη Μαίρη που τον συνόδεψαν με τη φωνή τους, σε ηχογραφήσεις τραγουδιών του, ο δεύτερος γάμος του έγινε το Σεπτέμβριο του 1992 στη Λαγούτα Ηρακλείου. Πέθανε σε ηλικία 78 ετών στις 23 Απριλίου 1998 έχοντας αφήσει μία μεγάλη μουσική παρακαταθήκη που θα μείνει αιώνια στις επόμενες γενιές μερακλήδων, χορευτών και προπαντός των συνεχιστών της Κρητική μουσικής παράδοσης των λυράρηδων και λαουτιέρηδων.» Πηγή παραπάνω κειμένου.
Το σημερινό δισκάκι κόπηκε σε πολλά αντίτυπα, όπως μαρτυρούν και τα χρώματα των ετικετών, Το μαύρο κόπηκε με τρεις διαφορετικές γραμματοσειρές (παραθέτω τις δύο που είναι εμφανής οι διαφορές).
Εξαιρετικά παιξίματα με την χρονολογία ηχογράφησης να την υπολογίζω αρχές δεκαετίας του ’60 στην Αμερική. Η ηχοληψία βέβαια δεν παίρνει άριστα, ίσως βέβαια να φταίνε και οι μήτρες. Προχειροδουλειά με συνοδεία λαϊκής ορχήστρας όπως αναγράφουν οι ετικέτες.
Φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).