Δευτέρα 28 Ιουνίου 2021

89. HIS MASTER'S VOICE A.O. 50 ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΝΙΚΟΣ- ΚΡΙΩΝΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ- ΚΑΛΑΜΠΟΥΣΗΣ ΑΝΤΩΝΗΣ 1922

 Κόκκινος Νίκος- Κριωνάς Δημήτρης- Καλαμπούσης Αντώνης- Αθηναϊκή Μαντολινάτα HIS MASTER'S VOICE A.O. 50 Το τσοπανόπουλο (Τσοπανόπουλο θλιμμένο) - Το λεν οι κούκοι στα βουνά 1922- 78rpm- 10''

Το όνομά του ήταν Νικόλαος Κόκκινος και υπήρξε ένας αγνός και ανόθευτος Έλληνας ξεχασμένος και για πολλούς άγνωστος συνθέτης και τραγουδιστής  (Αθήνα 1861 - Κωνσταντινούπολη 1920). Πρόκειται για διακεκριμένο συνθέτη λαϊκών χορωδιακών τραγουδιών (καντάδες), από τους μεγαλύτερους Έλληνες τραγουδοποιούς όλων των Εποχών. Γνήσιος τροβαδούρος, σχεδόν αυτοδίδακτος, εξαιρετικός κιθαρίστας, προσέγγισε όλα τα είδη του λαϊκού τραγουδιού, με ευκολία, επιδεξιότητα και ποικιλία, δημιουργώντας παράλληλα ιδιαίτερο είδος αθηναϊκής καντσονέτας, άλλοτε εύθυμης και άλλοτε αισθηματικής. Ο Κόκκινος δεν έκανε ποτέ θεωρητικές μουσικές σπουδές. Όλες οι ελλείψεις του αναπληρώνονταν από τη μαγική λέξη «ταλέντο»!
Αντίθετα με το σύνολο των συναδέλφων του, η ιδιοσυστασία του κάθε τραγουδιού του και οι μετατροπές του δεν είχαν καμία ξενική επίδραση. Σε στιγμές αυθόρμητης έμπνευσης παρήγαγε έντεχνες συνειδητές λαϊκές δημιουργίες γεμάτες με τη γνήσια λυρική συγκίνηση που διακρίνει τους αγνούς ανθρώπους. Ύμνησε τον έρωτα, τα τζιτζίκια, τα νιάτα, το βουνό και τη θάλασσα. Συνδύαζε τις καλοκαιρινές βραδιές με τα αρώματα των περιβολιών και το αυγουστιάτικο φεγγάρι με τα ιδεατά χάδια της ονειρεμένης του αγάπης. Αναγνωριζόταν στην εποχή του ως ο κορυφαίος συνθέτης της Ελλάδας, αναγορευμένος από το κοινό με αυθόρμητο δημοψήφισμα!
Θεωρείται ένας από τους στυλοβάτες και ο πλέον αντιπροσωπευτικός της καντάδας. Καταγραφόταν στην εποχή του ως ένα μελωδικό ηφαίστειο παρά το γεγονός ότι δεν είχε ιδιαίτερη μουσική μόρφωση. Αυτοσχεδίαζε πάντα τις καντάδες του, τις οποίες συνόδευε με την κιθάρα του. Το παντοδύναμο μουσικό του ένστικτο, οδηγούσε τις συνθέσεις του στους ασφαλέστερους δρόμους. Η χαριτωμένη βαρκαρόλα του, δηλαδή τραγούδι με θαλασσινό και ερωτικό θέμα, με τίτλο «Φύσ’ αγέρι» κυλά σαν τα κύματα του Ελληνικού γιαλού που τόσο λάτρευε και εξυμνούσε. Παντού το συναίσθημα το θερινό αεράκι, όπως στις συνθέσεις του «Η βάρκα μας καρτερεί» και το «Έχε γειά».
Γεννημένος μουσικός είχε κάθε δικαίωμα να περιφρονεί τη μάταια γνώση. Υπάρχει ένα ακόμη τραγούδι του, το «Τσομπανόπουλο», που θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει ένα συμφωνικό ποίημα με τη μελωδία και τη χρωματική του ποικιλία. Αλλά ο ίδιος δεν σκεφτόταν ποτέ την προβολή του και δεν τον κατείχαν μάταιες φιλοδοξίες. Το τραγούδι και μόνον το τραγούδι ήταν η ζωή και το όνειρό του και η πνευματική του παραγωγή, τα τραγούδια του, μπορούν να αποτελέσουν μια ξεχωριστή φιλολογία. Περιστρέφεται γύρω από τον έρωτα και τη φύση, είναι ρομαντικός και απευθυνόταν στις ευαίσθητες ψυχές γράφοντας το «Αν αληθώς μ’ αγαπάς», το «Μη με ρωτάς» και το «Πες μου αγάπη μου».
Από τραγούδια του, όπως «Τον είδατε τον Σταυραητό», δεν έλειπαν η λεβεντιά και η χάρη της Ρούμελης. Όπως επίσης πολλά τραγούδια του διέπονται από ένα ιδιότυπο χιούμορ. Ανάμεσά τους το «Γελαστή, χαρωπή», «Όποια θέλει παντρειά», «Η Μόδα» κ.ά. Το πρωτότυπο κράμα των μελωδιών του, ανάμεσα στο δημοτικό άσμα, το Σμυρναίικο τραγούδι, τη καντάδα κ.λπ. αποκάλυπτε το μεγαλείο της λαϊκής έμπνευσης. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που αναζήτησαν τρόπους να κατατάξουν τις δημιουργίες, καταλήγοντας πως υπήρξε ο δημιουργός ενός είδους αθηναϊκής και τις περισσότερες φορές εύθυμης καντσονέτας.
Όπως όλοι οι αυθεντικοί δημιουργοί, ίσα που κατόρθωνε να επιβιώνει από την τέχνη του. Εξάλλου, δεν ήταν κοσμικός και φρόντιζε να διαφημίζει το όνομα και τις δημιουργίες του. Συνέθετε για να κερδίζει τα προς το ζην και συμπληρωματικά έπαιζε δεύτερο βιολί στις ορχήστρες των θερινών θεάτρων. Είχε έναν ιδιαίτερο έρωτα για το καλοκαίρι, το οποίο ύμνησε, όπως ύμνησε τη ζωή και τον αττικό ουρανό. Λειτούργησε ως πηγαία και εκρηκτική φλέβα του τραγουδιού, αλλά παραδόθηκε στη λήθη, χαμένος στην τριβή της καθημερινότητας. Απέμεινε ίσως το πασίγνωστο «Τζιτζικάκι» του για να λέει τα μυστικά του: «Έχω δύο λόγια μυστικά, πουλάκι μου, / κρυμμένα στην καρδιά μου τζιτζικάκι μου. / Μ’ αγάπη είναι γραμμένα μα τα κάλλη σου/ Τρελαίνομαι για σένα, τζιτζικάκι μου»! Είχε γεννηθεί στην Αθήνα, τα τελευταία ρομαντικά χρόνια του Όθωνα, το 1862. Έζησε στην ελληνική πρωτεύουσα όλη του τη ζωή, την οποία αποχαιρέτησε όταν βασίλευε ο Αλέξανδρος Α΄, στα τέλη 1919 και ενώ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη.
 
Ο Δημήτρης Κριωνάς κατάγεται από την Ρωσία, όπου έχει σπουδάσει στο ωδείο της Οδησσού, μετά το τέλος των σπουδών του άρχισε η καλλιτεχνική του δράση με μεγάλη επιτυχία στα θέατρα Χαρκόβου, Κιέβου και Οδησσού. Κατά την αρχή της Ρωσικής επανάστασης αναχώρησε για την Ελλάδα, όπου και θριάμβευσε στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών.
Στην πρώτη πλευρά του δίσκου έχουμε τον Δημήτρη Κριωνά. Σύμφωνα με την παρτιτούρα που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Φέξη με τίτλο "Το τσομπανόπουλο", το τραγούδι είναι σύνθεση του Νικολάου Κόκκινου σε στίχους του Ευάγγελου Παντόπουλου.
H ηχογράφηση πραγματοποιήθηκε στο διάστημα 28 Ιανουαρίου-16 Φεβρουαρίου 1922 από τον ηχολήπτη Harold Fleming.
Στην δεύτερη πλευρά του δίσκου έχουμε τον Καλαμπούση Αντώνη (βιογραφικά στοιχεία δυστυχώς δεν βρήκαμε). Γράφει ο Πελλέας [Πελλέας-Βίλχελμ Μάϊστερ] (βλ. "Η μουσική κίνησις", περ. Τα παρασκήνια, Έτος Α', τ. 4, Αθήνα 16.4.1924, σελ. 15) για την εμφάνιση του τραγουδιστή της ηχογράφησης Α. Καλαμπούση στη συναυλία του Ωδείου Αθηνών στις 25.3.1924 στο θέατρο Ολύμπια:
"Η έκπληξις της συναυλίας αυτής ήτο ο βαθύφωνος κ. Καλαμπούσης. Τύχη αγαθή! Το ελληνικό έθνος θα έχη εις την υπηρεσίαν του έναν τουλάχιστον βαθύφωνον, που να μη βασκαθή η καλλιτεχνική δίψα των Κοινωνιών μας! Η φωνή του έχει πάχος φυσικόν, ομοιότητα και ισότητα αξιών εις όλες της νότες του. Με καλλιέργειαν θα αποκτήση ασφαλώς και πολύ μεγαλείτερον πάχος!"
Στη σημερινή ανάρτηση, έχουμε από τις πρώτες ελληνικές προσπάθειες τύπωσης γραμμοφωνικών δίσκων.  Η ηχογράφηση βέβαια έγινε από τον Harold Fleming πιθανότατα σε κερί. Και τι έχουμε σαν αποτέλεσμα; Το πάντρεμα του μοντέρνου (τενόροι με καπελάκια και μαντολινάτες), με δυο κλασικά δημοτικά τραγούδια. ¨Το τσοπανόπουλο¨ και ¨Το λεν οι κούκοι στα βουνά¨.  Στις πρώτες ηχογραφήσεις, εκείνες τις δεκαετίες του 1910 και 1920, τενόροι τραγουδάνε δημοτικά τραγούδια (βλέπε Στασινόπουλο ανάρτηση 59), θέλοντας να πάνε με το ρεύμα της εποχής αλλά να προσεγγίσουν και το αγοραστικό κοινό. Αργότερα βέβαια παράλληλα με το ελαφρό (μαντολινάτες, τενόροι κ.α.) τραγούδι έρχονται και τα δημοτικά, νησιώτικα, ρεμπέτικα, κρητικά, αμανέδες κ.α.. Οι πρώτες όμως ηχογραφήσεις έχουν αυτό το ύφος.    
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ)