Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2025

552. MUSIC BOX MB 346 ΣΤΑΜΑΤΟΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ- ΣΙΡΟΚΑΚΗΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ- ΚΟΚΟΣΗ ΜΑΡΙΑΝΝΑ 1962

Σταματογιαννάκης Γεράσιμος- Σιροκάκης Δημοσθένης (Δήμος)- Κοκόση Μαριάννα MUSIC BOX MB 346 Ασηγωνιώτικος συρτός - Του σωφέρ το τιμόνι 1962- 45rpm- 7''
«Ο Γεράσιμος Σταματογιαννάκης (βλέπε αναρτήσεις 19, 205, 336 και 476) γεννημένος στ' Ακούμια του Αϊ Βασίλη τον Αύγουστο του 1931. Γονείς του ο Σπύρος Σταματογιαννάκης η Ευγενία Μαρινάκη. Τα πρώτα του ακούσματα ήταν οι δίσκοι των μεγάλων της εποχής εκείνης Καρεκλά, Φουσταλιέρη, Λαγού κ.ά. τους οποίους άκουγε στο γραμμόφωνο του χωριανού του Χαρίτου Μαρινάκη-πατέρα του δημάρχου. Την πρώτη του λύρα την κέρδισε βόσκοντας τα βόδια του χωριανού του, του Γιώργη Κουμαντάκη που του την έφτιαξε από ξύλο αχλαδιάς.
Από μικρός ο Γεράσιμος έδειχνε την κλίση του στη μουσική κι αυτό το διαπίστωσαν με ευχαρίστηση συγγενείς του ο Νίκος Παπουτσιδάκης και ο Στεφανής Στεφανάκης, που είχαν δημιουργήσει μια οικογενειακή παράδοση στη μουσική. Κι άρχισαν να τον μαθαίνουν τις πρώτες κοντυλιές.
Έβλεπε κι άκουγε και δε χόρταινε και με τις πέντε του αισθήσεις μαζί με τους μπαρμπάδες του, το Νίκο τον Παπουτσιδάκη και το Στεφανή το Μαρινάκη, να εκφράζουν με τη λύρα και το δοξάρι τον πόνο και τη λίγη χαρά του ανθρώπου, μέχρι τα άλλα χρόνια τα πιο μεγάλα που ο Γεράσιμος ήταν ο αγαπημένος λυράρης στα πανηγύρια, τους αρραβώνες, τους γάμους και τις βαφτίσεις στον Αϊ Βασίλη με τον αξεπέραστο Μαρκογιάννη στο λαούτο.
 Ο Θανάσης Σκορδαλός είναι από τους πρώτους που αναγνωρίζει το ταλέντο του και τον παρακινεί να φύγει από το χωριό του και να κατέβει στο Ρέθυμνο, όπου θα είχε μεγαλύτερες επαγγελματικές ευκαιρίες.
Ο Γεάσιμος τον άκουσε. Ήρθε στο Ρέθυμνο κι άνοιξε ένα μικρό καφενείο στη Εθνικής Αντιστάσεως που έγινε σύντομα στέκι. Ήταν χαριτωμένος άνθρωπος και είχε το χάρισμα να κερδίζει τους ανθρώπους με τον χαρακτήρα του. Ήταν αξιαγάπητος. Εκεί στο καφενεδάκι γίνονταν και τα γλέντια που άφησαν εποχή. Το 1957 κυκλοφορεί τον πρώτο του δίσκο (78″) «Στον ψεύτη κόσμο οι ομορφιές» με μεγάλη επιτυχία. Ακολούθησαν δεκάδες δίσκοι με πολλές συνεργασίες
«Τότε ήταν άλλα χρόνια -λέει στους φίλους του- θαρρείς πως υπήρχαν μαγνητόφωνα και δάσκαλοι για να βοηθούν το λυρατζή; Τίποτα δεν υπήρχε. Μόνο το μεράκι. Δεν περιμέναμε να ζήσουμε από τη λύρα και το λαούτο. Παίζαμε για να ομορφαίνομε τις χαρές των ανθρώπων. Γι’ αυτό και όταν πιάναμε τα όργανα δεν τ’ αφήναμε. Παίζαμε δύο και τρία βράδια συνέχεια χωρίς να κουραστούμε. Μας συνέπαιρνε αυτή η αθάνατη μαγεία της Κρητικής μουσικής.»
Ο Γεράσιμος Σταματογιαννάκης δεν στέρησε από τους ομογενείς το υπέροχο άκουσμα της λύρας του. Ταξίδεψε κι αυτός στο Σικάγο, Νέα Υόρκη, Τορόντο, Μόντρεαλ, Χαβάη, Γερμανία χαρίζοντας ανεπανάληπτες βραδιές κεφιού στους Κρήτες της διασποράς
Η ζωή του Γεράσιμου ήταν η επαφή με τους φίλους του. Μακριά από τη λύρα του δεν ένοιωθε ότι ζούσε. Η δισκογραφική επιτυχία δεν τον συγκινούσε. Ήθελε να είναι κοντά στον κόσμο να αισθάνεται τον παλμό του κεφιού στο ακροατήριο του.
Ο Γεράσιμος Σταματογιαννάκης απεβίωσε το 2016.»
Στο σημερινό δισκάκι, μαζί με τον Σταματογιαννάκη, ο Δημοσθένης Σιροκάκης στο λαούτο για τον οποίο δυστυχώς δεν κατάφερα να βρω βιογραφικά στοιχεία. Στην πρώτη πλευρά ο ¨Ασηγωνιώτικος συρτός¨ με τον Σιροκάκη σε όμορφα παιξίματα. Στη δεύτερη πλευρά ¨Του σωφέρ το τιμόνι¨ στο τραγούδι μαζί με τον Σιροκάκη (στην πρώτη πλευρά τραγουδάει ο Σταματογιαννάκης) η Μαριάννα Κοκόση.
Η Μαριάννα Κοκόση τραγουδίστρια και στιχουργός, με καταγωγή από τη Θήβα. Σε πανηγύρι του χωριού της την άκουσε ο Π.Γιαννακός, θαύμασε την φωνή της και την βοήθησε να βγει επαγγελματικά στο τραγούδι.
Φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).
 

 

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2025

551. PANIVAR PA-156 ΚΟΛΙΑΚΟΥΔΑΚΗΣ ΝΙΚΟΣ- ΜΑΡΚΟΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ- ΔΑΛΑΜΒΕΛΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ- ΠΑΓΩΝΗΣ ΚΩΣΤΑΣ 1969

Κολιακουδάκης (Κολιακούδης) Νίκος- Μαρκογιαννάκης Βαγγέλης (Μαρκοβαγγέλης)- Δαλαμβέλας Γιώργος- Παγώνης Κώστας  PANIVAR PA-156 Ο λογισμός (Συρτό) - Όσο βαρούν τα σίδερα (Αμανές) 1969- 45rpm- 7''
«Ο Νίκος Κολιακουδάκης (Κολιακούδης- βλέπε ανάρτηση 142 και 253) γεννήθηκε το 1931 στην Λικοτιναρά Αποκορώνου Χανίων. Ξεκίνησε στη δεκαετία του 1950 και μάλιστα ηχογράφησε το 1958 στη HMV τρία τραγούδια, τον Λικοτιναριανό Συρτο, τον Κεφαλιανό και τον Καϊνιανό Συρτό, αφιερωμένα στα τρία μεγάλα και ένδοξα χωριά του Αποκόρωνα, Κεφαλά, Κάϊνα και Λικοτιναρά, τόπο καταγωγής του.
Για μια μεγάλη περίοδο ο Κολιακούδης απετέλεσε τον καλύτερο λυράρη της περιοχής του Αποκόρωνα και των Χανίων ακόμα και άφησε εποχή με το γλυκό παίξιμο του στη λύρα, το τραγούδι και τις συνθέσεις του, παραδεκτός από όλους τους καλλιτέχνες μάλιστα συνεργάστηκε με πολλούς καλούς λαγουτιέρηδες! Στον Αποκόρωνα τότε έπαιζαν ο Γιάννης ο Σεργάκης, ο Μιχάλης Μπακατσάκης (πατέρας) ενώ ο Πλακιανός, η Ασπασία και ο Τζιμάκης έπαιζαν ακόμα και αργότερα ο Γιώργης ο Γαλάνης και ο Μανώλης ο Κρασσαδάκης αδερφός του γνωστού λαουτιέρη Παντελή.
Ο μουσικολόγος James Notopoulos το 1953, ερχόμενος στην Κρήτη στα πλαίσια έρευνας του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, με θέμα την Κρητική μουσική, αποθανατίζει τον Νίκο Κολιακουδάκη και τον ηχογραφεί (οι ηχογραφήσεις υπάρχουν δημοσιευμένες στο site του πανεπιστημίου).
Αργότερα έκανε επιτυχία με τα καλαμπουρτζίδικα τραγούδια του, που αυτός και μερικοί άλλοι καλλιτέχνες καθιέρωσαν, γύρω στα τέλη της δεκαετίας του '60 αρχές του '70.  
Γύρω στο 1975 ο Νίκος Κολιακούδης άνοιξε μαγαζί στην οδό Αποκορώνου στα Χανιά, με δίσκους, κασέτες, μουσικά όργανα, χορδές κλπ και το διατήρησε γύρω στα 15 χρόνια.
Στα Χανιά η Δόμνα συναντά τον μουσικό Νίκο Κολιακουδάκη ή Κολιακούδη που παίζει στο λαούτο του (εκτός από λύρα) και τραγουδά το σταφιδιανό επιτραπέζιο Όπ’ αγαπά γνωρίζεται. Μαζί με τη Δόμνα τραγουδούν το γνωστό Όσο βαρούν τα σίδερα και μαζί με τον 10χρονο γιο του Δημήτρη στη λύρα παίζουν έναν Χανιώτικο συρτό.
Ο Νίκος Κολιακουδάκης  πέθανε τον Δεκέμβρη του 2009 σε ηλικία 78 χρόνων.»
«Ο Βαγγέλης Μαρκογιαννάκης ή Μαρκοβαγγέλης γεννήθηκε το 1936 στο Σπήλι του Ρεθύμνου από οικογένεια μουσικών. Ο πατέρας του έπαιξε λύρα, τα αδέρφια του Κώστας και Στέλιος λαούτο, ο Χαράλαμπος λύρα και μπουζούκι και ο Γιάννης λαούτο. Άρχισε σε ηλικία 12 χρονών, με πολύ ζήλο και αγάπη για το λαούτο αλλά και τη σύνθεση σκοπών και τραγουδιών.
Αργότερα ερχόμενος στην Αθήνα είχε την ευκαιρία να σπουδάσει και να αποκτήσει περισσότερες γνώσεις πάνω στο αντικείμενο που αγαπούσε τόσο πολύ, δηλαδή την μουσική. Ασχολήθηκε με το κοντραμπάσο στο οποίο πήρε και δίπλωμα από το Ωδείο Αθηνών.
Εργάσθηκε στην Κρατική Ορχήστρα των Αθηνών και στην Συμφωνική της ΕΡΤ. Παράλληλα έβρισκε μεγάλη ευχαρίστηση στο λαούτο. Συνεργάστηκε με τους αξέχαστους Θανάση Σκορδαλό και Κώστα Μουντάκη. Στη δισκογραφία είχε τη μεγάλη συνεργασία με το Νίκο Μανιά, η οποία απέφερε υπέροχα τραγούδια στο ύφος των ταμπαχανιώτικων, καθώς και με το Σπύρο Σηφογιωργάκη, τον Χαράλαμπο Γαργανουράκη, το Μανώλη Κακλή, τον αδερφό του Γιάννη και άλλους.
Ακολούθησαν πολλές συνεργασίες όπως με Ζ. Μελεσσανάκη, Καλογρίδη, Ροδάμανθο Ανδρουλάκη, Μάρκο Φουρναράκη, Παντελή Κρασαδάκη, Γιώργο Παπαδάκη, Στέλιο Μπικάκη και Μανώλη Αλεξάκη. Ο Βαγγέλης Μαρκογιαννάκης θεωρείται και είναι ένας εκ των κορυφαίων δημιουργών της Κρητικής μουσικής.»
«Ο Κώστας Παγώνης (βλέπε και αναρτήσεις 146, 173 και 314) γεννήθηκε και μεγάλωσε, το 1933 (μπορεί και 1934), στον Πλάτανο Βουτά Καντάνου Σελίνου. Το πρώτο του όργανο ήταν από ντενεκέ (από σφαίρες) και χορδές αθανάτου. Ξεκίνησε να παίζει τους πρώτους σκοπούς, όταν κατάφερε να αγοράσει το πρώτο του λαούτο μετά από σκληρή δουλειά.
Τα δύσκολα παιδικά χρόνια (μεσολάβησε ο πόλεμος- ολοκαύτωμα Καντάνου), δεν τον εμπόδισαν να γίνει στην πορεία ένας καταξιωμένος και περιζήτητος καλλιτέχνης στο χώρο της Κρητικής μουσικής  παράδοσης, αφού η δίψα και το μεράκι του ήταν τεράστιο. Τεράστια ήταν και η καλοσύνη του.
Ο Κώστας Παγώνης έχει συνεργαστεί δισκογραφικά με τους Γιώργο Δαλαμβέλα, Μάρκο Νενεδάκη, Αντώνη Περιστέρη, Φώτη Κατράκη, Γιώργο Χατζηδάκη, Σταματία-Ανδρέα-Κώστα Παγώνη, Δημήτρη Κολιακουδάκη και Δημήτρη Λεβεντάκη. Απεβίωσε το 2005.» 
Συστάσεις για τον Κολιακούδη, τον Μαρκοβαγγέλη και τον Παγώνη δεν χρειάζονται. Εξαιρετικά παιξίματα. Στο δισκάκι στις ετικέτες εμφανίζεται και ο Παλαιολόγου με σαντούρι κάτι που δεν ισχύει. Επίσης στη δεύτερη πλευρά συνοδεία του Παγώνη είναι ένας άγνωστος λυράρης, ο Γιώργος Δαλαμβέλας. Βιογραφικά στοιχεία δυστυχώς δεν υπάρχουν. Δισκογραφικά έχει συνεργαστεί μόνο με τον Κώστα Παγώνη.  
Φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο ….(εδώ).
 

 

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2025

550. HIS MASTER'S VOICE AP 37 ΠΑΠΑΓΚΙΚΑ ΜΑΡΙΚΑ 1922

Παπαγκίκα Μαρίκα- Ρέλιας Νίκος (κλαρίνο)- Παπαγκίκας(Gus) Κώστας (τσίμπαλο)- Σιφνιός Μάρκος (τσέλο) HIS MASTER'S VOICE AP 37 Όπου ιδής δυο κυπαρίσσια (Ζεϊμπέκικο) - Σμυρναίικος μπάλος  1922- 78rpm- 12''
Στη σημερινή γραμμοφωνική πλάκα, έχουμε δυο τραγούδια από την Μαρίκα Παπαγκίκα ηχογραφημένα το 1922. Πρωτοκυκλοφόρησαν σε δίσκο Victor V-68611. Η σημερινή πλάκα στην His Masters Voice, επανακυκλοφόρησε για την Αυστραλία. Στο κλαρίνο ο Νίκος Ρέλλιας, στο τσέλο ο Μάρκος Σιφνιός και στο τσίμπαλο (χαρακτηριστικό άκουσμα) ο σύζυγος της Μαρίκας, Κώστας Παπαγκίκας. Βιογραφικά στοιχεία θα βρείτε σε παλαιότερες αναρτήσεις. Σήμερα θα αφιερώσουμε την ανάρτηση στα τραγούδια και ο λόγος είναι ότι σε μόλις δυο τραγούδια γίνεται σύνδεση του δημοτικού με το ρεμπέτικο και του μανέ με το νησιώτικο ύφος και τον μπάλο. Φυσικά η Παπαγκίκα (όπως και αρκετοί ακόμα) ήταν μέσα σε όλο αυτό. Οι περισσότερες πληροφορίες είναι από το αρχείο του Κουνάδη.
Στην πρώτη πλευρά του δίσκου το ¨Όπου δεις δυο κυπαρίσσια¨.  Όπως αναφέρει ο Παναγιώτης Κουνάδης: «Πρόκειται για ένα από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα μιας κατηγορίας τραγουδιών που γεφύρωσαν το δημοτικό με το ρεμπέτικο. Στις περιπτώσεις αυτές συνυπάρχουν στίχοι από το παλιό δημοτικό τραγούδι και προστίθενται καινούργιοι, οι οποίοι θεματολογικά παραπέμπουν στα νέα προβλήματα των ανθρώπων στις πόλεις, (μετανάστευση, ξενιτιά, ψυχοτρόπες ουσίες).
Η Μαρίκα Παπαγκίκα είχε ηχογραφήσει πάλι το τραγούδι αυτό το 1923 σε δίσκο Columbia 56002-F με κάποιους στίχους ίδιους και προσθέτοντας κάποιους στο τέλος. Όλοι οι στίχοι παραθέτονται παρακάτω.
Όπως φαίνεται και από τις δύο εκδοχές της Παπαγκίκα, από το παλιό δημοτικό χρησιμοποιείται το πρώτο δίστιχο και εν συνεχεία το τραγούδι εμπλουτίζεται με γνωστά δίστιχα της πρώιμης περιόδου του ρεμπέτικου που "περιφέρονται" και εμφανίζονται σε αρκετά τραγούδια. Η κατάληξη βέβαια μας μεταφέρει στα καταγώγια του Πειραιά και της Δραπετσώνας, όπου σύμφωνα με μαρτυρίες, η Μπουρδούσαινα είχε πορνείο στα Βούρλα.
Το τραγούδι αυτό είχε ηχογραφήσει λίγο νωρίτερα και η Κυρία Κούλα (δίσκος Panhellenion Record 8043).
Το δεύτερο δίστιχο καταγράφεται από τον A. Passow στο βιβλίο του "Δημοτικά τραγούδια" (Αθήνα 1860, σελ. 499). Στα "Δημώδη τραγούδια του Μπαρμπαγιάννη του κανατά", που κυκλοφόρησαν σε φυλλάδιο που χρηματοδότησε ο ίδιος, το 1873, αναφέρεται και το δίστιχο:
Όπου ’δης δυο κυπαρίσσια εις τον κήπο και δυο ετιαίς
Εκεί μέσα είμαι χοσμένος κι έλα αγάπη μου να κλαις
Το ίδιο περίπου δίστιχο (αντί "έλα αγάπη μου", γράφει "έλα ποθητή"), εμφανίζεται, στον τρίτο τόμο του περιοδικού "Κυψέλη" (Ζάκυνθος 1884-1887}, ως ποίημα του ζακυνθινού ποιητή Διονυσίου Γρυπάρη».
Όπου ιδείς δυο κυπαρίσσια άιντε και στη μέση δυο σμυρτιές
εκεί μέσα είμαι θαμμένος άιντε κι έλα μάτια μου να κλαις.
Τα μάτια σου τ’ αράπικα τα είδα και τρελάθηκα
στα κατσαρά σου τα μαλλιά λαλούν αηδόνια και πουλιά
Της τριανταφυλλιάς τα φύλλα θα τα κάνω φορεσιά
θα τα βάλω να περάσω, άιντε, να σου κάψω την καρδιά
Για ιδές τηνα την πέρδικα πως περπατεί λεβέντικα
[για ιδές τηνα πως περπατεί]3χ με το γαρύφαλλο στ’ αφτί.
Ως πότε καμένη μάνα άιντε θα πληρώνεις (δουλεύεις) βερεσέ
παρακάλει ν’ αποθάνω άιντε να γλιτώσεις απ’ τα ‘με.
Μπουρδούσενα, Μπουρδούσενα έλα στον κόσμο που ήσουνα.
Μπουρδούσενα, Μπουρδούσενα Μπουρδούσενα
ψήσε καφέ βάλε φωτιά στον αργιλέ
(Αν είσαι μάνα και πονείς έλα στα ξένα να με βρεις
[έλα στα παραπήγματα]3χ και μη λυπάσαι χρήματα.
Είχα μάνα μου παράδες άιντε είχα μάνα μου λεφτά
μου τα φάγαν οι πονήροι άιντε στον απάνω μαχαλά.
Μπουρδούσενα, Μπουρδούσενα έλα στον κόσμο που ήσουνα.
Μπουρδούσενα, Μπουρδούσενα Μπουρδούσενα
ψήσε καφέ βάλε φωτιά στον αργιλέ Μπουρδούσενα μες τον τεκέ.)
Στην δεύτερη πλευρά του δίσκου ¨Σμυρναίικος Μπάλος¨. Ο Γιώργος Κοκκώνης κατηγοριοποιώντας τους ελληνόφωνους μανέδες με κριτήριο τις ιδιαίτερες ρυθμικές συγκροτήσεις τους διακρίνει δύο τύπους: τον τύπο Α, που, όπως γράφει, «αντιπροσωπεύει την αμιγώς αλατούρκα εκδοχή του μανέ, που εμφανίζεται συνήθως με δύο επικρατέστερες μορφές, Α1 και Α2, που διαφοροποιούνται από την παρουσία ή όχι ρυθμικοαρμονικής συνοδείας" και τον τύπο Β, για τον οποίο επισημαίνει (ό.π. σελ. 115): «...διαφοροποιείται από τον Α σε πολλά σημεία: τη συνολική δομή, τη διαχείριση των φωνητικών μελωδικών αναπτυγμάτων, καθώς και το οργανολόγιο, με τις ανάλογες επιπτώσεις στις μελωδικές συγκροτήσεις. Η βασικότερη αλλαγή είναι η αντικατάσταση του ταξιμιού με μελωδικές εισαγωγές και γέφυρες, καθώς και το γύρισμα στο τέλος το οποίο ποικίλλει (μπάλος, χόρα, βαλς, πόλκα κ.ά.). Κατά τα πρότυπα των σειρών που συναντούμε στο δημοτικό τραγούδι, ο μπάλος καθορίζει πολλές φορές την καθολική μελωδική και ρυθμική υπόσταση, σε σημείο που να χαρακτηρίζεται ο μανές ως "μπάλος". Η φωνή ποτέ δεν ερμηνεύει a capella, αλλά πάντα με ρυθμικοαρμονική συνοδεία. Μάλιστα η αρμονία παίζει καθοριστικό ρόλο ως δεύτερος άξονας ανάπτυξης, ο οποίος πολλές φορές καθοδηγεί την μελωδική πορεία».
Μία τέτοια περίπτωση μανέ-μπάλου αποτελεί η παρούσα ηχογράφηση «Σμυρναίικος μπάλος». Το θέμα του "Tiritomba" εντοπίζεται στην ηχογράφηση του «Σμυρναίικου μπάλου» που πραγματοποίησε η  Μαρίκα Παπαγκίκα για τη Victor στις 11 Νοεμβρίου 1922 στη Νέα Υόρκη (Victor C 27131 – 68611-A). Συγκεκριμένα το ακούμε στην ενδιάμεση μελωδική γέφυρα (από το 1′ 33″ έως το 1 ′54″) της ηχογράφησης, παιγμένο, σε αυτή την εκτέλεση, από τον Νίκο Ρέλια στο κλαρίνο (και στον Columbia E-5277 του 1923).
Οι ιστορικές πηγές υπογραμμίζουν τις στενές σχέσεις μεταξύ της ιταλόφωνης και της ελληνόφωνης μουσικής. Οι συνομιλίες που αναπτύχθηκαν μεταξύ συγκεκριμένων τόπων, όπως τα νησιά του Ιονίου, τα Δωδεκάνησα και η Πάτρα, με ιταλικές πόλεις, και τα αποτελέσματά τους είναι αρκετά ώστε να αναδείξουν τους ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των δύο εθνοπολιτισμικών ομάδων.
Επιπλέον, σχέσεις σφυρηλατήθηκαν σε τόπους όπου οι δυο εθνότητες έζησαν μαζί. Όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση της κοσμοπολίτικης Σμύρνης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ή σε αυτήν της Νέας Υόρκης, όπου Ιταλοί και Έλληνες μετέβησαν ως μετανάστες. Ερευνώντας το ιστορικό υλικό, φαίνεται ότι ειδικά μία πόλη της ιταλικής χερσονήσου ανέπτυξε ιδιαίτερες σχέσεις με τα μεγάλα αστικά κέντρα όπου πρωταγωνίστησαν ελληνόφωνοι μουσικοί. Πρόκειται για τη Νάπολη και το περίφημο Canzone Napoletana. Ο «Σμυρναίικος μπάλος» ανήκει σε ένα corpus τραγουδιών, από το οποίο οι Έλληνες πρωταγωνιστές δανείστηκαν μουσική ή/και στίχο από προϋπάρχοντα ναπολιτάνικα προσαρμόζοντας αυτό που ακούν στη δική τους συνθήκη, με βάση τις δικές τους δυνατότητες.
"Έχεις το χρώμα της αυγής και των αγγέλων μοιάζεις,
 με τα γλυκά ματάκια σου τον ήλιο τον σκεπάζεις"
Φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).
 

 

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2025

549. COLUMBIA SCDG 3908 ΠΥΡΓΑΚΗ ΦΙΛΙΩ- ΚΟΚΟΝΤΙΝΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ- ΣΟΥΚΑΣ ΦΩΤΗΣ 1968

Πυργάκη Φιλιώ- Κοκοντίνης (Κοκονδίνης) Παναγιώτης- Σούκας Φώτης COLUMBIA SCDG 3908 Βλαχούλα νεροβόλαγε (Στα τρία) - Τα πρόβατα προγγύξανε (Τσάμικο) 1968- 45rpm- 7''
«H Φιλιώ Πυργάκη γεννήθηκε στον Aσπρόκαμπο Kορινθίας το 1939 και εμφανίστηκε στο πάλκο στα μισά της δεκαετίας του ’50.
Ήταν η εποχή που οι τραγουδιστές, ειδικά στο χώρο του δημοτικού τραγουδιού, μεστώνονταν από παιδάκια. Την περίοδο εκείνη το είδος αναζητούσε νέους πρωταγωνιστές που θα εξέφραζαν, και το χτες αλλά και το -τότε- «σήμερα».
Η Πυργάκη απ’ τα πρώτα χρόνια του ’60 έγινε στο «ψωμί του κόσμου» ηχογραφώντας σειρά δίσκων 45 στροφών στην Κολούμπια έχοντας στο πλευρό της τον πολύ Γιώργο Κόρο στο βιολί και τον κλαρινίστα Κώστα Κοντογιώργο που με τη σειρά του ήταν «φίρμα» της εταιρείας στο εργοστάσιο στον Περισσό. Δική του ανακάλυψη ήταν η Πυργάκη και με δικά του τραγούδια ξεκίνησε και αγαπήθηκε από το πανελλήνιο.
Η φωνή της ήταν καταιγίδα που ράγιζε τις καρδιές και ρίζωνε σ’ αυτές. Δεν είχε το «βελούδο» της Βέρρα ή το «κεντράρισμα» της Κολλητήρη αλλά ήταν περίτεχνη με τη μεστότητά της και συγκινούσε.
Δούλεψε γερά στα «δημοτικάδικα», τα μαγαζιά που άνθιζαν στο κέντρο και τα «εξαπτέρυγα» της Αθήνας (Έλατο, Πλάτανο, Bοσκοπούλα, Eλληνικό Γλέντι, Σταλακτίτες, Γλυκοχαράματα, Αγρίμια κ.ά) συνεργαζόμενη με σπουδαίους ερμηνευτές (Καρναβά, Κάβουρα, Σκαφίδα κ.ά.) και οργανοπαίκτες (Κόρο, Βασιλόπουλο, Γιαούζο, Κοκοντίνη, Mάκη Bασιλειάδη, Βαγγέλη και Βασίλη Σούκα, Μάγκα κ.ά).
Στα πανηγύρια λειτουργούσε σαν κεντρικό σημείο αναφοράς. Ήταν απ’ τις περιπτώσεις που πρώτα έπρεπε να κλείσεις εκείνην και μετά να πας στους επόμενους. Η Πυργάκη στην περιοχή της Λαμίας και της Λειβαδιάς ακόμη και λίγο πριν φύγει απ’ τη ζωή… ήταν Θεά! Και μόνο η παρουσία της προκαλούσε κύματα ενθουσιασμού στους μερακλήδες αλλά και τους νεότερους. Αλλά γενικά η Πυργάκη είχε πανελλήνια πέραση γι’ αυτό και εμφανίστηκε σε πολλές γωνιές της χώρας μας καθώς και σε Αμερική, Καναδά, Γερμανία, Αυστραλία, Σκανδιναβία, γνωρίζοντας μεγαλειώδη υποδοχή.
Μέχρι και λίγο μετά τα μισά του ΄70 παρέμεινε στην Κολούμπια ηχογραφώντας 45άρια αλλά και μεγάλους δίσκους.
Στη συνέχεια δισκογράφησε σε μικρότερες εταιρείες, σημειώνοντας επιτυχία, ενώ κυριολεκτικά αμέτρητες είναι οι ζωντανές ηχογραφήσεις που κυκλοφορούν με εκείνη πρωταγωνίστρια. Αν μπορούσαν να μετρηθούν οι πωλήσεις αυτών των άλμπουμ θα μιλάγαμε για… ατέλειωτη πλατίνα. Οι εγγραφές αυτές, παρά τα ταπεινά τεχνολογικά μέσα, -λίγες είναι αντάξιές της-, δείχνουν και τη δυναμική της αλλά και τη λατρεία του κοινού για τη φωνή της.
Η Φιλιώ Πυργάκη θεσμοθέτησε το «Καμπίσιο» και το «Καγκέλι» χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η γκάμα της δεν ήταν πλατιά. Σίγουρα όμως δεν ήταν και ατελείωτη, όπως όμως ήταν η ακτινοβολία της.
Για πολλούς ανθρώπους για πολλά χρόνια, το να δουν έστω και για μια φορά την Πυργάκη, ήταν ένα γεγονός ζωής. Έφυγε  από την ζωή στις 17 Ιουλίου 2021.»
«Ο Παναγιώτης Κοκοντίνης γεννήθηκε το 1918 και πέθανε 1/8/2000 στο Αμπελοχώρι Θηβών. Θρυλικός στα αρβανιτοχώρια της Αττικής και Βοιωτίας κλαριτζής.
Ο Παναγιώτης Κοκοντίνης, που το όνομά του έγινε περισσότερο γνωστό από την προσφώνηση που του κάνει η Γιώτα Λύδια στο ταξίμι του τραγουδιού της "Γύρνα πάλι, γύρνα", ήταν ωραίος κλαρινίστας και ωραίος άνθρωπος, από τους λίγους στα δημοτικά που διάβαζε νότες και είχε γράψει και πολλά τραγούδια, όπως το "Θα'λάξω σπίτι και θα'ρθώ", "Πατέρα μας μεγάλωσες" που τα ερμήνευσε ο Ανδρέας Τσαούσης, κ.α.
Είχε δισκογραφήσει  μ' όλους τους επώνυμους Έλληνες τραγουδιστές (Καζαντζίδη, Λύδια, Ζάχο, Βέρρα, Τσαούση κλπ.) και είχε παίξει στα καλύτερα κέντρα.
Ήταν άνθρωπος με γνώση και άποψη για όλα τα πράγματα, και συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση. Είχε βασανιστεί, εξοριστεί και φυλακιστεί στη Μακρόνησο, στα Γιούρα και στην Αίγινα μέχρι το 1952.
Ο θάνατός του ήταν μεγάλη απώλεια για τον κλάδο, διότι έχασε μια σοβαρή προσωπικότητα που είχε προβλέψει την υποβάθμιση της δημοτικής μας μουσικής και πάσχιζε πάντα για την αξιοπρεπή διατήρησή της.
Το όνομα Κοκοντίνης μπορεί να μη σημαίνει, λοιπόν, και πολλά πράγματα σε επίπεδο κεντρικής δημοσιότητας, αλλά, αν βρεθείτε, ας πούμε, σε αρβανιτοχώρια της Αττικής και της Βοιωτίας, θα βρείτε ακόμα και σήμερα πολλούς ανθρώπους που έχουν τραγουδήσει και χορέψει πολύ στις εκδηλώσεις που έπαιζε, έχουν όλα τα τραγούδια που έχει παίξει σε δίσκους αλλά και πολλές ζωντανές ηχογραφήσεις του, ερασιτεχνικές ή επαγγελματικές, και γενικά πίνουν νερό στο όνομα του, και τον θεωρούν είδωλο, στα κυβικά των πιο πολυακουσμένων καλλιτεχνών του καιρού μας.»

Άντε Ντε-ντε-ντε-Ναι-ναι-ναι-Πω-πω-πω βλαχοπούλα μου ν’ ακούσω, τη φλογέρα του. Δυο από τα ομορφότερα τραγούδια της Πυργάκη σε συνεργασία με τον Κοκοντίνη και τον Φώτη Σούκα στο βιολί, για τον οποίο δεν κατάφερα να βρω ακόμα βιογραφικά. 

Φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).
 

 

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2025

548. PANIVAR PA-220 ΚΟΥΜΙΩΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ 1970

Κουμιώτης Γεώργιος (Καμαράτος) PANIVAR PA-220 Λόγω τιμής να μη μιλής - Ο γλάρος 1970- 45rpm- 7''
«Ο Γιώργος Κουμιώτης γεννήθηκε στο Τεφέλι Ηρακλείου στις 10-8-1931 .Πατέρας του ήταν ο Μιχάλης Κουμιωτάκης και μητέρα του η Μαρία το γένος Νουράκη.
Η Καλλιτεχνική του φύση τον οδήγησε από πολύ μικρό να μάθει λαγούτο σε ηλικία 16 χρονών και να παίζει σε γλέντια στην περιοχή του Ηρακλείου με τον παλιό λυράρη Γαβρίλη Σταυρουλάκη από τα Πιτσίδια όπως και με άλλους συντοπίτες λυράρηδες.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ένας λαουτιέρης μπαίνει στα Ανώγεια, που μέχρι τότε την λύρα την συνόδευε το μαντολίνο. Τον είχε φέρει ο αείμνηστος Νίκος Ξυλούρης.
Ο Γιώργος Κουμιώτης ήταν το πρώτο λαγούτο που μπήκε στα Ανώγεια και σε αυτή την αλήθεια συναινεί ο μετέπειτα μεγάλος λαουτιέρης Γιάννης Ξυλούρης αδερφός του Νίκου.
Η συνεργασία του με τον Νίκο Ξυλούρη είχε αρχίσει. Αχώριστοι συνεργάτες και φίλοι πια εμφανίζονται σε γλέντια ,γάμους και άλλες εκδηλώσεις σε όλη την Κρήτη με πολύ μεγάλη επιτυχία.
Στα επόμενα χρόνια συνεργάζεται με όλη την τότε ανερχόμενη Ανωγειανή μουσική οικογένεια με Μανουρά, Καλομοίρη, Ψαραντώνη και Βασίλη Σκουλά .
Αρχές της δεκαετίας του 1960 γνωρίζει την σύντροφο της ζωής του Μαρία Αλεξανδράκη με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά την Βάνα και τον Μιχάλη .
Για την αγαπημένη του Μαρίκα ο Γιώργος Κουμιώτης έγραψε το καλαματιανό «η Μαριώ η Κρητικιά» το οποίο ηχογραφεί το 1961 και για πρώτη φορά ακούγεται η γλυκιά φωνή του Γιώργου Κουμιώτη αποτυπωμένη στο Βινύλιο.
Η προσωπική καλλιτεχνική πορεία του έχει πια αρχίσει , με αγνότητα ,αυθορμητισμό και πλούσια φαντασία εμπνευσμένος από πραγματικά γεγονότα της καθημερινότητας , του έρωτα , της αγάπης ,του πόνου και της ίδιας της Κρήτης, γράφει στίχους και τους επενδύει με το μοναδικό προσωπικό του ύφος με μουσική….»
Φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).