«Ο Αντώνης Αμιράλης ή «Παπατζής» γεννήθηκε το 1896 στο Κορδελιό της Σμύρνης και απεβίωσε στην Αθήνα το 1959. Ήταν συνθέτης, στιχουργός και ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες δεξιοτέχνες της αρμόνικας και κατόπιν του ακορντεόν. Έπαιζε επίσης βιολί και μπουζούκι.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 κυριαρχεί στις δισκογραφήσεις με αρμόνικα. Υπάρχουν προσφωνήσεις σε δίσκους «Γεια σου Παπατζή με την αρμόνικα σου!» «Ώπα! Αντώνη μου , μ’ έκαψες με τη φύσα σου», «Αντώνη μου! Άχ! Μ’ έχει πεθάνει η μισοφωνία σου, Αντωνάκη μου!» «Γεια σου Παπατζή μου, γεια σου!».
Είχε ηχογραφήσει 68 ορχηστρικά κομμάτια, εκ των οποίων τα 25 είναι γνωστά, ενώ τα υπόλοιπα βρίσκονται σε χέρια συλλεκτών. Ήταν μουσικός μιας εποχής που οι συνθέτες με τους οργανοπαίχτες, τους στιχουργούς, τους τραγουδιστές είναι όλοι ένα, όταν το δημοτικό τραγούδι μεταλλάσσεται στην πρώτη του (καταγεγραμμένη, τουλάχιστον) ρεμπέτικη μορφή. Αυτή η εποχή ουσιαστικά «εκπαιδεύει» την επόμενη γενιά του ρεμπέτικου, που όλοι γνωρίζουμε και έχει περάσει πια στο DNA μας, τον Μάρκο, τον Τσιτσάνη κτλ. Οι νέοι μουσικοί που ήρθαν από τη Σμύρνη έδωσαν την αισθητική πλευρά αυτής της μουσικής.
Το ελληνικό λαϊκό τραγούδι των αστικών περιοχών ξεκίνησε βασικά με το Σμυρναίικο, το Πολίτικο και το ρεμπέτικο και στις αρχές είχε πολλές ομοιότητες με το παραδοσιακό και δημοτικό τραγούδι.
Οι πρώτες δισκογραφήσεις ρεμπέτικων έγιναν από το 1900 μέχρι το 1922 στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη και από το 1910 στην Αμερική, που μετά το 1917 πολλαπλασιάστηκαν. Στην Αθήνα μέχρι το 1922 οι δισκογραφήσεις ήταν ελάχιστες. Οι περισσότερες έγιναν μετά τη Μικρασιατική καταστροφή.
Το Σμυρναίικο άκμασε ήδη από τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Το ρεμπέτικο, με ρίζες που χάνονται στο 2ο ήμισυ του 19ουαιώνα και στο Σμυρναίικο, αναπτύχθηκε κυρίως γύρω στον Πειραιά και άλλα μεγάλα λιμάνια, κυρίως μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922 και ήκμασε μέχρι το 1952, οπότε και μεταλλάχτηκε σε αυτό που ονομάζουμε «λαϊκό».
Η αρμόνικα είναι αερόφωνο όργανο με μεταλλικές ελεύθερες γλωσσίδες, χειροκίνητη φυσούνα και κουμπάκια στο δεξί χέρι, πρόγονος του ακορντεόν. Πρωτοκατασκευάστηκε στις αρχές του 19ουαιώνα στη Βιέννη.
Είναι όργανο (ή μάλλον οικογένεια οργάνων) που, όπως και το ακορντεόν, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλομορφία.
Ήρθε στην Ελλάδα κυρίως από Μικρασιάτες πρόσφυγες και έγινε γνωστό με διάφορες ονομασίες (φύσα, φυσαρμόνικα, μισοφωνία ή μεσοφωνία, πολίτικη αρμόνικα κλπ), που αντιπροσωπεύουν παρόμοια ή και διαφορετικά όργανα.
Σε καταστήματα της Κωνσταντινούπολης ή της Σμύρνης πωλούνταν και αρμόνικες.
Η αρμόνικα χρησιμοποιήθηκε ευρέως στο Σμυρναίικο και το ρεμπέτικο από λαϊκούς οργανοπαίχτες, στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και την Αθήνα, από τα τέλη του 19ουαιώνα μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1930. Εγκαταλείφθηκε όταν τελικά την αντικατέστησε το ακορντεόν και σήμερα η αρμόνικα είναι πλέον άγνωστο όργανο στην Ελλάδα. Σε άλλες χώρες όμως (Αυστρία, Σλοβενία, Ιταλία, Πορτογαλία κ.α.) συνεχίζει να είναι δημοφιλής και να χρησιμοποιείται στη λαϊκή μουσική.
Η αρμόνικα είναι μικρότερη, ελαφρότερη και απλούστερη, αλλά και πιο δύσκολη στο παίξιμο από το ακορντεόν και έχει οξύτερο ήχο. Είναι διατονική, με διαφορετικές νότες στο άνοιγμα και το κλείσιμο της φυσούνας και γι’ αυτό απαιτεί συχνό και ταχύτατο ανοιγοκλείσιμο.
Οι Έλληνες λαϊκοί οργανοπαίχτες της αρμόνικας ανέπτυξαν ιδιαίτερη τεχνική, διαφορετική από τη δυτικοευρωπαική. Έπαιζαν πολύ δεξιοτεχνικά και μονοφωνικά τη μελωδία, χωρίς αλλαγές ηχοχρώματος (ρετζίστρα) και συνήθως χωρίς συνοδεία με μπάσα και συγχορδίες. Πολλές φορές αντικαθιστούσαν το βιολί ή σπανιότερα έπαιζαν μαζί μ’ αυτό και το παίξιμό τους έμοιαζε με το παίξιμο του βιολιού.
Προφανώς χρησιμοποιούσαν αρμόνικες με περισσότερες από μία σειρές κουμπιών, με δυνατότητα για χρωματική κλίμακα.Δεν είναι γνωστό το ακριβές είδος αρμόνικας που χρησιμοποιήθηκε στις δισκογραφήσεις. Επίσης πολλές φορές οι ονομασίες αρμόνικα και ακορντεόν συγχέονται.»
Εξαιρετικός ο Παπατζής στο σημερινό δίσκο γραμμοφώνου. Ιδιαίτερα στο ¨Σηλυβριανό συρτό¨.
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).