Λαγουδάκης (Λαγός)
Εμμανουήλ- Μπερνιδάκης Ιωάννης (Μπαξεβάνης- Μπαξές- Αηδόνι της Κρήτης) HIS MASTER'S VOICE AO 2577 Συρτός Ρεθυμνιώτικος
(Ποτέ μου να μη πιω κρασί) - Βαρύς Ρεθυμνιώτης (Δακρύζω με παράπονο) 1938-
78rpm- 10''
Λαγός και Μπαξές στο σημερινό δίσκο γραμμοφώνου. Συρτός Ρεθυμνιώτικος
και Βαρύς Ρεθυμνιώτης που μετονομάστηκαν στα ¨Ποτέ μου να μη πιω κρασί¨ και
¨Δακρύζω με παράπονο¨ (που το έχει τραγουδήσει και ο Ψαρονίκος- ίσως λίγο να
ακουμπάει τον Μπαξέ!), στη συλλογή του Αεράκη, Πρωτομάστορες.
«Τα Περιβόλια έχουν μια παράδοση στη μουσική. Ίσως γιατί άνθρωποι του
μόχθου οι κάτοικοι, εύρισκαν διέξοδο για να ξεχάσουν τα φαρμάκια της ζωής στο
άκουσμα της λύρας.
Εξαιρετικοί οι οργανοπαίχτες που αναδείχτηκαν. Ένας ήταν ο Καρεκλάς,
Αντώνης Παπαδάκης με τ’ όνομα, λυρατζής καταξιωμένος σε όλο το νησί. Ο πρώτος
διδάξας στους μετέπειτα αστέρες της παραδοσιακής μουσικής, που μεσουράνησαν στη
δεκαετία του 80.
Ο άλλος ήταν ο Μανόλης Λαγουδάκης ή Λαγός (βλέπε και ανάρτηση 203),
όπως τον άκουγες συνήθως. Ένας καλλιτέχνης θρύλος που έμεινε στην ιστορία για
την περηφάνια και την αρχοντιά του.
Γεννήθηκε στα Περιβόλια το 1910 και ήταν το τρίτο παιδί πολυμελούς
οικογένειας. Από πολύ μικρός είχε δείξει το πάθος του για τη λύρα. Αναζητούσε
με επιμονή σανίδια, όπως καταθέτει η αδελφή του, τα έκοβε και προσπαθούσε να
τους δώσει το σχήμα της λύρας. Για χορδές τοποθετούσε ίνες από αθανάτους και
μετά «άρχιζε και τις τριγούνιζε σαν τον καλό λυράρη».
Παλιοί συμμαθητές του έλεγαν, πως κάποτε που βρήκε μια μικρή λύρα
άρχισε να παίζει όποιον σκοπό άκουγε με άνεση δεξιοτέχνη. Μόλις είχε τελειώσει
το δημοτικό, αλλά κρατούσε τη λύρα με σιγουριά βετεράνου. Σε ηλικία 15 ετών, ο
Μανόλης Λαγός, ήταν ένας αξιόλογος λυράρης. Στη συνέχεια μαζί με τον συγγενή
του Μανόλη Σταγάκη, κατασκευαστή μουσικών οργάνων και κυρίως λύρας, βελτίωσαν
και τον ήχο και το σχήμα αυτού του παραδοσιακού Κρητικού οργάνου. Ήταν
αυτοδίδακτος και έπαιζε μόνο από αγάπη και μεράκι για την λύρα και την Κρητική μουσική.
Ο πατέρας του βέβαια, ούτε ήθελε ν’ ακούσει για τις μουσικές επιδόσεις
του γιου του. Δεν είχε καμιά διάθεση να τον οδηγήσει στην «ψάθα» γιατί από τη
μουσική δεν επρόκειτο να κάνει καλιμέντο.
Ο Μανόλης προσπαθούσε να κρύψει το πάθος του, αλλά χωρίς να το
εγκαταλείψει.
Συμμαθητές του μας διέσωσαν και το παρακάτω περιστατικό: Μια μέρα που
έλειπε ο πατέρας του εκτός πόλης, ο μικρός μάζεψε σε μια αλάνα τους φίλους του
και τους έπαιξε το θούριο του Ελευθερίου Βενιζέλου εκείνο το γνωστό, «Βενιζέλε
μας πατέρα της Ελλάδας…», το οποίο ήταν απαγορευμένο, γιατί βρισκόμασταν
προφανώς λίγο μετά το 1920.
Έρωτας λοιπόν είχε δέσει το νεαρό Μανόλη με τη λύρα. Ούτε σκέψη για
περαιτέρω σπουδές. Λίγα γράμματα και καλά. Κανένα ενδιαφέρον και για την
εκμάθηση μιας τέχνης όπως συνήθιζαν οι νέοι της εποχής. Κι αν κατατάχτηκε στη
Χωροφυλακή, για λίγο διάστημα κι εκεί, ήταν επειδή έμενε ελεύθερος χρόνος του
για τη λύρα.
Η ανάγκη βέβαια για την επιβίωση τον προσγείωσε κάποια στιγμή και τον
οδήγησε σε διάφορα επαγγέλματα. Η αγάπη του για τη λύρα όμως, δεν έγινε ποτέ
αφορμή να κατηγορηθεί για οκνηρία. Ήταν φιλότιμος και φιλόπονος. Μετά την
Κατοχή και μέχρι το 1954, ασχολούμενος με την αλιεία κατόρθωσε να δημιουργήσει
ένα μικρό στόλο από καΐκια και τράτες.
Ήταν εκεί στα 1955 όταν με παρότρυνση των φίλων του, άνοιξε μια
οικογενειακή ταβέρνα στα Περιβόλια Αυτή η γωνιά για μια δεκαετία άφησε εποχή.
Μερακλήδες από όλη την Κρήτη μαζεύονταν εκεί και τα γλέντια κρατούσαν
χωρίς διακοπή και τρία μερόνυχτα. Κανένας δεν τολμούσε να ζητήσει «παραγγελιά».
Ο Λαγός έπαιζε μόνο ό,τι ήθελε εκείνος. Και σ’ όποιον άρεσε.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που όταν έφευγαν οι παρέες, έφθανε κι ο
Μπαξεβάνης με το λαγούτο του, για να ξεχαστούν και οι δύο σε αγαπημένους
σκοπούς, που έπαιζαν για το δικό τους κέφι και μόνο. Ο Λαγός μάλιστα έβαζε ένα
χτένι στις χορδές της λύρας του, γιατί πίστευε ότι μ’ αυτό χαμηλώνουν οι τόνοι
και γίνονται γλυκύτεροι. Όσοι έτυχε ν’ ακούσουν τους δύο καλλιτέχνες σε αυτές τις
προσωπικές τους ώρες λένε ότι άκουγαν αγγελικές μελωδίες!
Η ταβέρνα δεν πήγε καλά όμως. Κι ας ακούγεται περίεργο αυτό από τη
στιγμή που στοιβάζονταν τα χαρτονομίσματα στα πόδια του Λαγού από τους
μερακλήδες, που απολάμβαναν τη λύρα του. Η έμφυτη περηφάνια του δεν του
επέτρεπε να τα κρατούσε. Ένοιωθε προσβολή. Πληγωνόταν η αξιοπρέπειά του. Ποτέ
δεν διαπραγματεύθηκε τη μουσική του κι ας είχε ευκαιρίες να γίνει πάμπλουτος.
Για παράδειγμα κάποτε βρέθηκε περιοδεία στην Αίγυπτο με Μπαξεβάνη,
Γιάννη Σταγγούρη, Σταμάτη Παπαδάκη, Γ. Ψύρρη και άλλους. Οι ομογενείς έπαθαν
παραλήρημα με τέτοια καλλιτεχνική συντροφιά. Τους «χρύσωναν» να μείνουν λίγο
παραπάνω. Και τι νομίζετε ότι έκαναν οι καλλιτέχνες αυτοί με πρώτο το Λαγό; Πήραν μόνο τα έξοδά τους και τα ναύλα τους για να επιστρέψουν.
Πολυτιμότερο ενθύμιο γι’ αυτούς ήταν μερικές φωτογραφίες που είχαν βγάλει με
τους ομογενείς. Κάτι ανάλογο συνέβη με την πρόταση που έστειλε πλούσιος
ομογενής από την Αμερική στο Μανόλη Λαγό. Τη συνόδευε με ένα πολύ ενδιαφέρον
συμβόλαιο που μεταφραζόταν σε πολυψήφιο αριθμό δολαρίων. Η απάντηση ήταν πάντα
η ίδια και αμετάκλητη «Όχι, δεν παίζω για τα λεφτά». Απίστευτο κι όμως αληθινό.
Μοναδικός πλούτος λοιπόν του Λαγού ήταν η αξιοπρέπεια και η περηφάνια
του. Κι αυτή τη φιλοσοφία του για τη ζωή δεν πρόδωσε μέχρι το τέλος της.
Στη δισκογραφία ο Μανόλης Λαγός εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1938,
με τελευταία ηχογράφησή του γύρω στο 1955. Το δισκογραφικό του έργο δεν είναι
μεγάλο σε έκταση, αλλά είναι τεράστιο σε ποιότητα και λάμψη.
Ανάμεσα στο 1938 και το 1955 ηχογράφησε πάνω από είκοσι τραγούδια, σε
συνεργασία πάντα με το λαούτο και τη ρωμαλέα φωνή του Γιάννη Μπερνιδάκη
(Μπαξεβάνη), με τον οποίο, όπως διηγούνται οι φίλοι του, τον συνέδεε μια βαθειά
φιλία, αλλά συγχρόνως ταίριαζαν και ως χαρακτήρες και ως παίξιμο.
Τα τραγούδια του Μανόλη Λαγού που γράφτηκαν με τη συνεργασία του
Μπαξεβάνη έμειναν ανεπανάληπτα και κλασικά στην ιστορία της κρητικής μουσικής
παράδοσης και ξεχωρίζουν για την άψογη και μερακλίδικη εκτέλεσή τους και την
ομορφιά των στίχων τους.
Συναισθηματικός τύπος ο Μανόλης Λαγός ήταν φυσικό να μη μείνει
αλώβητος από τα βέλη του έρωτα. Ερωτεύτηκε την Άννα Σταγάκη από τις
καλλονές της εποχής της. Κι όταν του αρνήθηκαν να την κάνει γυναίκα του,
εκείνος απλά την… έκλεψε και ζήσανε τρισευτυχισμένοι. Απέκτησαν τέσσερις
πανέμορφες κόρες με τις οποίες από το 1964 και μετά εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην
Αθήνα. Εκεί ο Λαγός άνοιξε ζαχαροπλαστείο στο Φάληρο.
Ο Μανόλης Λαγουδάκης, ο περίφημος Λαγός, έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής
του άρχοντας. Πάντα καλοβαλμένος, περιποιημένος, λεβέντης άριστος
οικογενειάρχης, τρυφερός πατέρας, αξιαγάπητος απ’ όλους. Αφοσιωμένος όμως πάντα
στη λύρα του που δεν αποχωριζόταν, χωρίς όμως να παραμελεί την οικογένειά του.
Πέθανε το Σεπτέμβρη του 1981 στην Αθήνα. Ένα μήνα μετά τον ακολούθησε
στον τάφο και η Άννα του. Δεν μπορούσε να ζήσει άλλο χωρίς τον αγαπημένο τους,
που έγραψε ιστορία στο χώρο της παραδοσιακής μουσικής με τη γλυκόλαλη λύρα του.»
Φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).