Πέμπτη 30 Μαΐου 2024

403. ST45 NB 0.33 ΚΑΡΠΟΥΖΑΚΗΣ ΜΑΝΩΛΗΣ- ΝΕΝΕΔΑΚΗΣ ΜΑΡΚΟΣ 1972

Καρπουζάκης (Καρπουτζάκης) Μανώλης- Νενεδάκης Μάρκος ST45 NB 0.33 Παίξτε καμπάνες θλιβερά - Εκείνοι οι παλιοί καιροί 1972- 45rpm- 7''
 
«Ο Μανώλης Καρπουζάκης (βλέπε και ανάρτηση 48) γεννήθηκε το 1947 στο χωριό Ζαρός Καινουργίου του Νομού Ηρακλείου. Πατέρας του ο Γεώργιος Καρπουτζάκης και μητέρα του η Πελαγία Καρπουτζάκη - Σαλούστρου και έχει 5 αδέρφια, την Θεονύμφη, τον Μιχάλη, τον Γιάννη, την Κατίνα και τον Νίκο. Ο Μανώλης είναι το πέμπτο στη σειρά από τα αδέρφια.
Με τη λύρα άρχισε να ασχολείται από όταν ήταν επτά χρονών και την πρώτη του λύρα του την έφτιαξε ο πατέρας του. Όταν ήταν δέκα χρονών του αγόρασε τη λεγόμενη βροντόλυρα που είναι και η γνήσια Μεσσαρίτικη λύρα με 4 χορδές και από τότε συνεχίζει να παίζει και τρίχορδη και τετράχορδη λύρα. Τα πρώτα ακούσματα του ήταν από τους χωριανούς του λυράρηδες και λαουτιέρηδες και είναι αυτοδίδακτος
Το 1961 έρχεται στο Ηράκλειο και από τότε είναι και μόνιμος κάτοικος Ηρακλείου. Στο πρώτο γλέντι που έπαιξε ήταν 13 ετών με τον λαουτιέρη Γιάννη Αποστολάκη.
Η δισκογραφική εταιρεία ΠΑΝΙΒΑΡ ανακαλύπτει τον νεαρό και ταλαντούχο Μανώλη Καρπουζάκη, έτσι το 1971 κυκλοφορεί η πρώτη του δισκογραφική δουλειά, δίσκος 45 στροφών με τίτλο "Στης δυστυχίας τις στιγμές" με δυο τραγούδια, ένα συρτό από την μια πλευρά και κοντυλιές από την άλλη, ακολουθούν άλλοι 5 δίσκοι 45 στροφών. Στη συνέχεια θα υπάρξει τόσος μεγάλος πλούτος ιδεών ώστε μέχρι σήμερα το έργο του φτάνει στις 102 προσωπικές δισκογραφικές δουλειές και 30 συμμετοχές σε άλλους καλλιτέχνες. Από το 1966 μέχρι και το 1982 συνεργάζεται με την εταιρεία ΠΑΝΙΒΑΡ στην οποία έχουν κυκλοφορήσει 55 έργα δίσκους και ζωντανές σε κασέτες.
Από το 1982 μέχρι σήμερα συνεργάζεται με την εταιρεία Cretaphon στην οποία έχει κυκλοφορήσει τα υπόλοιπα έργα του. Επίσης έχει συνεργαστεί με τον μουσικό Ρενιέρη και έχει παίξει λύρα σε δυο δουλειές του με τραγουδίστρια την Μαρίνα του ελαφρού λαϊκού τραγουδιού. Το 1972 ηχογραφεί δίσκο για τις μαθήτριες που πνίγηκαν στην Γεωργιούπολη και για τα άτομα που σκοτώθηκαν όταν έπεσε το λεωφορείο στην Καλαμαύκα της Ιεράπετρας (σημερινό δισκάκι). Το 1975 επίσης έχει κάνει δίσκο στην Γερμανία στο Ντισεντολφ. Το 1976 έκανε τρεις δίσκους στην Αμερική στο Πιτσ-πουρκ όταν έπαιξε στο Κομβέσιο Κρητών. Το 1981 ηχογράφησε ένα δίσκο στην Αυστραλία στο Σύδνευ που είχε πάει για τους χορούς της Παγκρητικής. Επίσης έχει πάει στην Νέα Ζηλανδία και έχει παίξει στον σύλλογο Κρητών. Επίσης έχει παίξει πολλές φορές στην Ευρώπη, Κύπρος αλλά και σε όλη την Ελλάδα όπου υπάρχει σύλλογος Κρητών.
Έχει ασχοληθεί και με την δημοτική μουσική της Ελλάδος. Το 1962 έπαιξε σε μαγαζί στο Ηράκλειο στο μαγαζί με το όνομα ΚΑΝ - ΚΑΝ δυο χρόνια (είναι ο πρώτος που έπαιξε σαν επαγγελματίας εκείνα τα χρόνια), με συνεργάτη τον Αλέκο Κοκαράκη και τον Κώστα Ζαχαρόπουλο. Το 1973 - 1974 έπαιξε πρώτη φορά στο Κέντρο Αρετούσα στην Αθήνα και συνέχισε και άλλα κέντρα όπως το Κονάκι, το Ζορμπά. Επίσης έχει παίξει σε μαγαζιά στο Ηράκλειο όπως το Παγκρήτιο, Κάστρο, Αρετούσα, Λύρα, Ριζίτικα κ.α.
Συνεργάτες του στις Δισκογραφικές δουλειές είναι: Κοτζαμπασάκης Μ.- Κοκαράκης Α.- Σαλούστρος Π.- Κρουσανιωτάκης Γ. - παπατσαράς Μ.- Πετσάκης Γ. - Αλεφαντινός Ν. - Ζαμπουλάκης Γ. - Λαρεντζάκης Μ.- Φουκάκης Δ.- Τσαφαντάκης Β.- Γιατρομανολάκης Ν.- Κακλής Μ.- Νενεδάκης Μ.-Σαλούστρος Α.-Σαλούστρος Β.-Σκουλάς Δ.- Πατενταλάκης Ν. - Γιαννακάκη Ε.-Γρηγοράκη Ε.-Χρονάκη Σ.- Γιαμπουλάκης Λ. κά.
Παντρεύτηκε την Ελένη Μπαρμπιανιτάκη το γένος Φιτσάκη από το Πετροκεφάλι της Μεσσαράς και έχει δυο παιδιά τον Γιώργο και την Ειρήνη η οποία μάλιστα του έχει χαρίσει δυο εγγόνια την Ελένη και το Γιάννη. Είναι επίσης από τα πρώτα μέλη του Παγκρητίου Συλλόγου Καλλιτεχνών Κρητικής Μουσικής και έχει διατελέσει αντιπρόεδρος τα έτη 1994 έως 1997.
Ο Μανώλης Καρπουζάκης απεβίωσε το 2011.»
Στο σημερινό δισκάκι Μανώλης Καρπουζάκης και Μάρκος Νενεδάκης. Το δισκάκι κόπηκε στην Γερμανία και το τραγούδι της πρώτης πλευράς ¨Παίξτε καμπάνες θλιβερά¨ αναφέρετε στο τραγικό δυστύχημα στην Καλαμαύκα της Ιεράπετρας.
«Ήταν 8 Σεπτεμβρίου του 1972, μαύρη μέρα για την Ιεράπετρα και όλη την Κρήτη, καθώς μια τραγωδία βύθισε στο πένθος την τοπική κοινότητα της Καλαμαύκας Ιεράπετρας.
Στη χαραυγή εκείνης της μέρας, 21 προσκυνητές κάτοικοι Καλαμαύκας, βρήκαν τραγικό θάνατο, έπειτα από πτώση σε γκρεμό ενός σαράβαλου λεωφορείου του ΚΤΕΛ, (ο οδηγός του έδενε τα φρένα του με σύρμα), στο οποίο 20 λεπτά νωρίτερα, είχαν επιβιβαστεί μαζί με άλλους 31 επιζήσαντες συγχωριανούς τους, με προορισμό το πανηγύρι της Παναγίας της Εξακουστής, στη γειτονική κοινότητα των Μαλλών.
Εκείνη τη μαύρη επταετία των συνταγματαρχών, το διαλυμένο κράτος της Χούντας , έβρισκε τρόπους να επιτρέπει σε αυτό το λεωφορείο του θανάτου, να κυκλοφορεί, μεταφέροντας επιβάτες, και ας έμενε πολλές φορές στο δρόμο, είτε από σπασμένα φρένα, είτε επειδή έπαιρνε φωτιά ο κινητήρας του.
Αιτιολογώντας την απώλεια του ελέγχου του λεωφορείου του, ο οδηγός του μοιραίου αυτού οχήματος, τότε, είχε δηλώσει ότι, είχαν ξανασπάσει πάνω στην τελευταία στροφή, πριν το μοναστήρι τα φρένα του.»
Στην δεύτερη πλευρά ένα εξαιρετικό συρτό το ¨Εκείνοι οι παλιοί καιροί¨.
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).
 

 

Δευτέρα 27 Μαΐου 2024

402. PARLOPHON B.21979 ΚΑΛΟΓΕΡΙΔΗΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ 1938

Καλογερίδης Ευστράτιος (Στρατής- Δάσκαλος του βιολιού) PARLOPHON B.21979 Κονδυλιές ανάμικτες με ασκομαδούρα - Μαλεβιζιώτικος χορός (Κονδυλιές Λα Μινόρε) 1938- 78rpm- 10''
«Ο Στρατής Καλογερίδης (βλέπε και αναρτήσεις 1, 189 και 347) γεννήθηκε στη Σητεία το 1883. Στις αρχές της δεκαετίας το 1910 έφυγε στο Παρίσι για να σπουδάσει Χημεία, τον κέρδισε όμως το πεντάγραμμο και, αντί να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο, παρακολουθούσε μουσική στο Κονσερβατουάρ των Παρισίων.
Εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Ηράκλειο από το 1915 και ασχολήθηκε ως φωτογράφος στο προάστιο Πόρος, όπου η σημερινή στάση Καλογερίδη των αστικών λεωφορείων.
Η αγάπη του για τη μουσική, το ταλέντο του και η μουσική του παιδεία του επέτρεψαν να διευθύνει με μεγάλη επιτυχία για πολλά χρόνια τη Φιλαρμονική του Δήμου Ηρακλείου και να την ανεβάσει στο επίπεδο μεγάλης ορχήστρας. Ασχολήθηκε με πάθος με την κρητική μουσική και ερεύνησε με ζήλο τις ρίζες της μουσικής παράδοσης ιδιαίτερα της ανατολικής Κρήτης και της πλούσιας σε μουσική κληρονομιά Σητείας κατεξοχήν. Κατέγραψε, αλλά και διασκεύασε πολλές παραδοσιακές κοντυλιές, αλλά και πηδηχτούς και άλλους σκοπούς της ανατολικής Κρήτης, συνέθεσε, καθώς φαίνεται, ο ίδιος μελωδίες βασισμένες στα παραδοσιακά μουσικά πρότυπα και ηχογράφησε ορισμένα κομμάτια σε δίσκους 78 στροφών.
Παρά την ευρωπαϊκή διασκευή που έκαμε σε πολλά παραδοσιακά κομμάτια, τα οποία κατέγραψε και στο πεντάγραμμο (σύμφωνα με τη μουσική του παιδεία), χωρίς όμως να προδώσει την αυθεντική τους μορφή, έγινε πολύ αγαπητός στους συμπατριώτες του, ακριβώς για την αγάπη του στη λαϊκή μουσική της Κρήτης και για τον αδαμάντινο χαρακτήρα του.
Χάρη στη μέριμνα της κόρης του Αλίκης οι παρτιτούρες του διασώθηκαν και συγκεντρώθηκαν από το Δήμο Ηρακλείου, για να εκδοθεί μέρος τους με φροντίδα της Βικελαίας Βιβλιοθήκης το 1985, με αφορμή τα 25 χρόνια από το θάνατό του. Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 προσεβλήθη από καρκίνο του προστάτη και αναγκάστηκε να μεταβεί για θεραπεία στην Αθήνα. Αντιμετώπισε μεγάλα οικονομικά προβλήματα και υποχρεώθηκε να αποχωριστεί το ένα από τα δύο βιολιά που είχε, πουλώντας το στο ευτελές ποσόν των 7.000 δραχμών. Το δεύτερο βιολί του βρίσκεται στα χέρια του φίλου του Μιχάλη Σφακιανάκη.
Ο Στρατής Καλογερίδης πέθανε τον Ιούλιο του 1960 στον Πειραιά και ετάφη στο νεκροταφείο Καλλιθέας στην Αθήνα».
Ο Δάσκαλος του βιολιού στη σημερινή ανάρτηση. Εξαιρετικός ο Καλογερίδης σε ένα δίσκο που κυκλοφόρησε και σε πλάκα γραμμοφώνου, στην Αμερικάνικη DECCA. Στην ανάρτηση 347 έπαιξε κονδυλιές με ασκομαδούρα ανάμικτες με Μαλεβιζιώτη το 1926. Το 1938 επανέρχεται και παίζει κονδυλιές ανάμικτες με ασκομαδούρα και ξέχωρα τον Μαλεβιζιώτη σε κονδυλιές Λα Μινόρε. Άλλο επίπεδο για γνώστες του πενταγράμμου.
Φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).
 

 

Παρασκευή 24 Μαΐου 2024

401. MINOS 5212 ΚΑΛΟΜΟΙΡΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ 1970

Καλομοίρης Γιώργος (Γιωργαντός) MINOS 5212 Με την καρδιά μου σ' αγαπώ - Σαν το λαγό στο τέλι (Αγία μου Μελέσα) 1970- 45rpm- 7''
«Ο Γιώργης Καλομοίρης (Γιώργαντος) γεννήθηκε στα Ανώγεια το 1931. Τα πρώτα βήματα στη μουσική, έγιναν από μικρό παιδί, στο Περαχώρι, εκεί που όλοι οι μερακλήδες του χωριού, στην παρέα του; έπαιρναν μαζί και τους πιτσιρικάδες λυράρηδες, για να συμμετέχουνε και αυτοί, σε κείνη την πανδαισία της αντιστοίχησης των συναισθημάτων. Ο Στραβός (Πασπαράκης Μανόλης), ο Κουρκούτης (Μανουράς Γιώργης), ο Κίτσος (Ξυλούρης ο Γιώργης), και ο Σωκράτης ο Κοκορδούλης, είναι οι πρώτοι παλιοί λυράρηδες της εποχής που επηρέασαν τον Καλομοίρη το Γιώργη.
Ήταν ο Γιωργαντός μόλις 12 χρονών! που έπαιξε για πρώτη φορά Λύρα, με τους μερακλήδες σε παρέα. Οι συνθήκες μέσα στην κατοχή, για ένα παιδί μόλις 12-13 χρονών, δεν ήταν οι κατάλληλες για να αποδώσει στη "θεά Λύρα", αλλά έχοντας δίπλα του, σε όλο το χωριό αυτούς τους αγγέλους μερακλήδες, δεν μπορούσε παρά να επηρεασθεί και να γενεί αποδέκτης, των συναισθημάτων του λαϊκού πολιτισμού και της ευαισθησίας που κουβαλάει ο Ανωγειανός και να διδαχθεί από τους γλεντζέδες, που ανάθρεφαν τόσους και τόσους καλλιτέχνες.
Το πρώτο επαγγελματικό γλέντι έγινε στ' Ανώγεια το 1948, σ' ένα γάμο και έπαιξαν μαζί με τον αξέχαστο Νίκο Ξυλούρη που σαν κοπέλια ετότεσας μαθαίνανε μαζί τη λύρα. Ήταν η απαρχή της προοπτικής του καλλιτέχνη, για να ξεπεράσει τα σύνορα του χωριού και άρχισε να κατεβαίνει στο Ηράκλειο, στην Πεδιάδα, στο Μονοφάτσι, στο Ρέθυμνο και σ' όλη την Κρήτη. Πρώτη φορά παίζει στο Ηράκλειο, στου Χαρίλαου την ταβέρνα στον Πόρο. Στη συνέχεια έπαιξε στο πρώτο Κρητικό κέντρο του Ηρακλείου στον "Ερωτόκριτο". Ο Καλομοίρης ο Γιώργης είναι από τους πρώτους λυράρηδες στο Ηράκλειο, που επέβαλαν τη λύρα και γενικότερα την Κρητική Μουσική την δεκαετία των ονείρων, της ευαισθησίας, των τεχνών και των γραμμάτων, την δεκαετία του 60.
Στην συνέχεια η Κρήτη της Αθήνας, το 1970 τον "απέσπασε" προσφέροντας για εφτά χρόνια την σφραγίδα του στη Κρητική μουσική, στην Αττική στα Κρητικά κέντρα "Κονάκι" και "Αγρίμια" και ξαναγιαέρνει στο Ηράκλειο το 1977 στο "Λιμενικό Περίπτερο" ….»
Γιωργαντός στο σημερινό δισκάκι με συνοδεία κρητικής ορχήστρας. Σίγουρα, στο ¨Σαν το λαγό στο τέλι¨ , παίζει λαούτο ο Μανιάς, αφού το ίδιο τραγούδι αλλά με τίτλο ¨Αγία μου Μελέσα¨  υπάρχει στον δίσκο της ΠΑΝΙΒΑΡ YPA 5007 ¨Κρητικά τραγούδια¨ του Μανιά με τον Καλομοίρη (θα το σηκώσω αργότερα με δυο διαφορετικά χρωματικά εξώφυλλα- στο greekdiscography θα το βρεις και όχι στο discogs).
Βιογραφικά στοιχεία για τον Γιωργαντό θα βρείτε σε παλιότερες αναρτήσεις. Έβαλα ένα σύντομο βιογραφικό για τις δυο καινούργιες φωτογραφίες (εικονικό χαλί) από το περιοδικό Κρήτη που μου έστειλε ο φίλος Ιδομενέας από Ρέθυμνο και τον ευχαριστώ.
Φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).
 

 

Τρίτη 21 Μαΐου 2024

400. COLUMBIA DT 245 ΤΣΙΤΣΆΝΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ- ΤΣΑΟΥΣΑΚΗΣ ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ- ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΙΩΑΝΝΑ 1947

Τσιτσάνης Βασίλης (Βλάχος)- Τσαουσάκης (Μουτάφογλου) Πρόδρομος- Γεωργακοπούλου Ιωάννα COLUMBIA DT 245 Χωρίσαμ' ένα δειλινό (Ζεϊμπέκικο) - Η Μαρίτσα στο χαρέμι ( Χασάπικο) 1947- 78rpm- 10''
 
«Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 18 Ιανουαρίου 1915 από Ηπειρώτες γονείς οι οποίοι κατέβηκαν από τα Άγραφα. Τσαρουχάς ο πατέρας του, είχε ένα μαντολίνο με το οποίο έπαιζε σχεδόν αποκλειστικά κλέφτικα τραγούδια της πατρίδας του. Αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα του μικρού Βασίλη μαζί με τις βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην εκκλησία. Στα 11 χρόνια του χάνει τον πατέρα του και μόνον τότε πέφτει στα χέρια του το μαντολίνο – το οποίο στο μεταξύ έχει μετατραπεί από κάποιον ντόπιο οργανοποιό σε μπουζούκι.
Στα γυμνασιακά του χρόνια στα Τρίκαλα μαθαίνει παράλληλα βιολί, συμμετέχοντας με αυτό σε τοπικές εκδηλώσεις. Το μπουζούκι όμως, αν και χωρίς κοινωνική καταξίωση στη μικρή τοπική κοινωνία, τραβάει περισσότερο το ενδιαφέρον του. Τα πρώτα του τραγούδια τα γράφει σε ηλικία 15 χρονών. Στα τέλη του 1936 φεύγει από τα Τρίκαλα για την Αθήνα με σκοπό να σπουδάσει νομικά.
Για να συμπληρώσει τα έσοδά του δουλεύει παράλληλα σε ταβέρνες. Σε μια απ’αυτές γνωρίζει τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο ο οποίος τον πηγαίνει σε μια δισκογραφική εταιρεία. Ηχογραφεί για πρώτη φορά το 1937, αλλά το κύριο μέρος των προπολεμικών δίσκων του πραγματοποιείται τα επόμενα χρόνια. Η “Αρχόντισσα” είναι το πιο γνωστό τραγούδι που ηχογραφεί τότε αλλά μαζί μ’αυτό βρίσκουν θέση στη δισκογραφία τραγούδια όπως τα “Να γιατί γυρνώ”, “Γι ‘αυτά τα μαύρα μάτια σου” και πολλά άλλα που ερμηνεύουν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Κερομύτης αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης. Με αυτά τα τραγούδια ο Τσιτσάνης εισήγαγε ένα νέο είδος Λαϊκού τραγουδιού το οποίο αποτείνεται στο πλατύτερο κοινό, σε αντίθεση με το ρεμπέτικο τραγούδι που ενδιαφέρει ένα περιορισμένο κύκλο ακροατών.
Μ’ αυτά απαντά στην λογοκρισία της Μεταξικής δικτατορίας η οποία απαγορεύει τόσο τα προϋπάρχοντα τραγούδια του ρεμπέτικου περιθωρίου όσο και τις εμφανείς ανατολίτικες μελωδίες. Τα χρόνια της κατοχής τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου δουλεύει σε διάφορα μαγαζιά. Αυτά τα χρόνια γράφει πολλά από τα τραγούδια που ηχογραφεί μετά τον πόλεμο όταν άνοιξαν ξανά τα εργοστάσια δίσκων. “Αχάριστη”, “Μπαξέ τσιφλίκι”, “Τα πέριξ”, “Νύχτες μαγικές”, “Ζητιάνος της αγάπης”, “Ντερμπεντέρισσα” και βέβαια τη “Συννεφιασμένη Κυριακή”. Το 1946 εγκαθίσταται ξανά στην Αθήνα και αρχίζει πάλι να ηχογραφεί. Η δεκαετία 1945 – 1955 είναι ίσως η κορυφαία της καριέρας του καθώς γνωρίζει την πλατιά καταξίωση στη δισκογραφία και η πιο μεστή δημιουργικά γι’ αυτόν.
Φέρνει στο προσκήνιο νέες φωνές που υπηρετούν τα τραγούδια του και δένονται μαζί του : τη Μαρίκα Νίνου, τη Σωτηρία Μπέλλου, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη. “Είμαστε αλάνια”, “Πήρα τη στράτα κι έρχομαι”, “Χωρίσαμε ένα δειλινό”, “Τρελός τσιγγάνος”, “Πέφτουν της βροχής οι στάλες”, “Όμορφη Θεσσαλονίκη”, “Αντιλαλούνε τα βουνά”, “Κάνε λιγάκι υπομονή”, “Φάμπρικες”, “Πέφτεις σε λάθη”, “Καβουράκια”, “Κάθε βράδυ λυπημένη”, “Ξημερώνει και βραδιάζει”, “Έλα όπως είσαι”, είναι μερικά μόνο από τα τραγούδια του γι’ αυτή την περίοδο. Κι ίσως θα’ πρεπε να σημειώσουμε τόσο το μελωδικό πλούτο, όσο και τη δεξιοτεχνία στην απόδοση πολλών απ’ αυτά τα τραγούδια. Χαρακτηριστικές οι εισαγωγές τους – που κάποτε είναι τρείς : ταξίμι, προεισαγωγή, εισαγωγή – δείγματα ιδιαίτερης σπουδής και απίστευτης ευχέρειας στη μελωδική έκφραση.
Καθώς, μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’50, το σκηνικό στο λαϊκό τραγούδι πλατιάς αποδοχής αλλάζει και κυριαρχούν κάποιες αραβικές ή και ινδικές επιρροές, ο Τσιτσάνης προσπαθεί να εγκλιματιστεί χωρίς να εγκαταλείψει το προσωπικό του ύφος. Το ίδιο κάνει και σε επόμενες εποχές που η περιρρέουσα ατμόσφαιρα αλλάζει ξανά.
Χωρίς ποτέ να αποδεχτεί κάποια απ’ τις εποχιακές “μόδες”, παρουσιάζει πάντα κάποια τραγούδια που μπορούν να προστεθούν στα κλασικά του, αν και ανήκουν σε νεότερα χρόνια κι έχουν επιρροές απ’ τον κυρίαρχο ήχο αυτών.
Τραγούδια του ερμηνεύουν ο Καζαντζίδης, ο Μπιθικώτσης,ο Γαβαλάς, ο Αγγελόπουλος, η Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Σταμάτης Κόκοτας κι από κάποιο σημείο και κάτω, κατ’ εξοχήν ο ίδιος. Απ’ αυτά ν’ αναφέρουμε ενδεικτικά : “Ίσως αύριο (1958), “Τα λιμάνια” (1962), “Τα ξένα χέρια”(1962), “Μείνε αγάπη μου κοντά μου”(1962), “Κορίτσι μου όλα για σένα”(1967), “Απόψε στις ακρογιαλιές”(1968), “Κάποιο αλάνι”(1968), “Της Γερακίνας γιος” (1975),”Δηλητήριο στη φλέβα”(1979). Το 1980 με πρωτοβουλία της UNESCO ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο “Χάραμα” – έτσι λεγόταν το μαγαζί στο οποίο ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν τα τελευταία 14 χρόνια της καριέρας του και της ζωής του. Σ’ αυτό το δίσκο παίζει μια σειρά από κλασικά του τραγούδια αλλά και πολλά αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι.
Ο δίσκος αυτός με την έκδοσή του στην Γαλλία (1985) παίρνει το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας CharlesGross. Όμως στο μεταξύ ο κορυφαίος δημιουργός έχει φύγει για πάντα. Το 1984, ακριβώς την ημέρα των γενεθλίων του (18 Ιανουαρίου), πεθαίνει στο νοσοκομείο Brompton του Λονδίνου ύστερα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Μέχρι και 24 μέρες πριν εμφανιζόταν κανονικά σε κέντρο και δούλευε καινούργια τραγούδια…»
«Ο Πρόδρομος Τσαουσάκης γεννήθηκε στο Φανάρι της Κωνσταντινούπολης το 1919. Το πραγματικό του επίθετο ήταν Μουτάφογλου. Το 1922, όταν ήταν 3 ετών, με τον διωγμό ήρθαν οικογενειακώς στην Ελλάδα και σύντομα βρέθηκαν στην Θεσσαλονίκη, όπου έμειναν στην Ακρόπολη, στο λεγόμενο Κουλέ-καφέ, πάνω στα κάστρα.
Από μικρό παιδί ο Πρόδρομος Τσαουσάκης αγαπούσε να τραγουδάει. Μικρό παιδί ακόμα έβγαινε στο παράθυρο του σπιτιού του και τραγουδούσε κι εκεί τον άκουγαν οι «παλιές γυναίκες», που αργότερα, όταν έβγαλε δίσκους του θύμιζαν τι ωραία που τραγουδούσε μικρός. Τα πρώτα του επαγγέλματα όμως ήταν πολύ μακριά από το τραγούδι. Σε νεαρή ηλικία έγινε επαγγελματίας παλαιστής ή πεχλιβάνης, όπως λεγόταν στην τουρκική ορολογία οι παλαιστές που πάλευαν αλείφοντας τα σώματά τους με λάδι. Για τον Πρόδρομο Τσαουσάκη τα πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα. Εργάστηκε ως επαγγελματίας παλαιστής μέχρι το 1940.
Το 1940 ο Πρόδρομος Τσαουσάκης πήγε εθελοντής φαντάρος και όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος ήταν ήδη στρατιώτης. Στον πόλεμο αιχμαλωτίστηκε από τους Γερμανούς και βασανίστηκε. Παρά την ταλαιπωρία, τις κακουχίες, τον κίτρινο πυρετό, τα κρυοπαγήματα και τα βασανιστήρια, ο Πρόδρομος Τσαουσάκης πολέμησε και διακρίθηκε για τα ανδραγαθήματα του στη μάχη, φτάνοντας στον βαθμό του λοχία.
Τα χρόνια της Κατοχής γνωρίστηκε με την Άννα Καδόγλου, από την Προύσα, με την οποία κλέφτηκαν το 1942 και παντρεύτηκαν το 1943. Μαζί απέκτησαν δυο γιους. Εκείνη την περίοδο είχε ξεκινήσει να παίζει και να τραγουδάει με κομπανίες σε ταβέρνες της Θεσσαλονίκης. Σε με τέτοια εμφάνιση γνώρισε και τον Βασίλη Τσιτσάνη και συνεργάστηκαν. Ο Τσιτσάνης ήταν αυτός που τον βάφτισε Τσαουσάκη, όταν έμαθε ότι στον στρατό ήταν λοχίας, και τους λοχίες τους λέγανε τσαούσηδες. Έτσι ο Πρόδρομος Μουτάφογλου έγινε Πρόδρομος Τσαουσάκης.
Κατά την διάρκεια της θητείας του ο Πρόδρομος Τσαουσάκης άρχισε να ασχολείται επαγγελματικά με το τραγούδι και τα πρώτα χρόνια στην Θεσσαλονίκη συνεργάστηκε με τους Τάκη Μπίνη, Στέλλα Χασκίλ και ΣεβάςΧανούμ (Σεβαστή Παπαδοπούλου). Ο Βασίλης Τσιτσάνης του άρεσε πάντα και ήρθε η στιγμή να τον γνωρίσει όταν δούλευε στα «Κούτσουρα» του Δαλαμάγκα. Κατά την διάρκεια της Κατοχής ο Τσαουσάκης με τον Τσιτσάνη ήταν νύχτα και μέρα μαζί. Η φωνή του Πρόδρομου Τσαουσάκη αποτέλεσε μεγάλη έμπνευση για τον Τσιτσάνη, που έγραψε πολλά μεγάλα τραγούδια εκείνη την εποχή.
Το 1946, όταν η δισκογραφία άρχισε να δραστηριοποιείται ξανά, ο Τσιτσάνης κατέβηκε για οριστική εγκατάσταση στην Αθήνα, όπου ξεκίνησε φωνοληψίες. Και μαζί του ήθελε οπωσδήποτε να πάρει και τον Πρόδρομο Τσαουσάκη. Εκείνος όμως δεν ήθελε να γίνει επαγγελματίας τραγουδιστής δίσκων. Έτσι ο Τσιτσάνης αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει την γνωριμία του με τον κουμπάρο του και αστυνομικό διευθυντή της Θεσσαλονίκης, Νίκο Μουσχουντή. Ο Μουσχουντής έπεισε τελικά τον Τσαουσάκη να υπογράψει το συμβόλαιο και να κατεβεί στην Αθήνα.
Η πρώτη δισκογραφική εταιρία με την οποία άρχισε να συνεργάζεται ο Πρόδρομος Τσαουσάκης ήταν η «Odeon» (μετέπειτα «Minos») και τα πρώτα τραγούδια που κυκλοφόρησε ήταν τα «Κάτσε ν’ ακούσεις μια πενιά» και «Ο ζητιάνος». Το «Κάτσε ν’ ακούσεις μια πενιά», το πρώτο τραγούδι του Τσιτσάνη, που ερμήνευσε ο Τσαουσάκης, έγινε αμέσως επιτυχία και σήμανε την αρχή μιας μεγάλης καριέρας.
Στις 6 Νοεμβρίου 1946 ο Πρόδρομος Τσαουσάκης υπέγραψε συμβόλαιο με την εταιρία «Columbia-HisMastersVoice». Ήταν μια από τις ιστορικότερες συνεργασίες στην ιστορία του λαϊκού τραγουδιού. Η αμοιβή των καλλιτεχνών εκείνη την εποχή γινόταν με βάση το αντίτιμο της λιανικής πώλησης ενός δίσκου 25 εκατοστών. Στο πρώτο συμβόλαιο ο Πρόδρομος Τσαουσάκης αμείφτηκε με την τιμή 5 δίσκων. Και ο 15χρονος τότε Στέλιος Καζαντζίδης θα έχει σαν πρώτο του τραγουδιστικό πρότυπο τον Πρόδρομο Τσαουσάκη.
Το 1948 γραμμοφωνήθηκε για πρώτη φορά ένα κλασικό πια τραγούδι του Τσιτσάνη, η «Συννεφιασμένη Κυριακή», που γράφτηκε την περίοδο της Κατοχής στην Θεσσαλονίκη. Πρώτοι ερμηνευτές του τραγουδιού είναι ο Πρόδρομος Τσαουσάκης και η Σωτηρία Μπέλλου.
Η συνεργασία Τσαουσάκη – Τσιτσάνη κράτησε μέχρι το 1951. Τότε ο Τσιτσάνης διέκοψε τη συνεργασία του με την «Columbia» και επέστρεψε στην «Odeon». Σε αυτό το διάστημα της συνεργασίας τους ο Πρόδρομος Τσαουσάκης είχε συνεργαστεί σε λίγα τραγούδια και με τους Κ. Καπλάνη, Απ. Καλδάρα, Γ. Μητσάκη, Γ. Παπαϊωάννου, Στέλιο Χρυσίνη και τον Θεσσαλονικιό μπουζουξή και συνθέτη Χρίστο Μίγκο. Έτσι, η βάση του σε αυτά τα πρώτα χρόνια της καριέρας του ήταν τα τραγούδια του Τσιτσάνη.
Λέγεται μάλιστα ότι αυτές οι εμβόλιμες συνεργασίες του Τσαουσάκη με άλλους συνθέτες είναι που κλόνισαν την σχέση του με τον Τσιτσάνη, μιας και ο Τσιτσάνης, που θεωρούσε τον Τσαουσάκη ανακάλυψή του, ήθελε να έχει τον απόλυτο έλεγχο. Όποιοι κι αν είναι οι λόγοι, γεγονός είναι ότι από το 1951 και μετά δεν υπήρξε ποτέ ξανά κάποια επίσημη συνεργασία Τσιτσάνη – Τσαουσάκη. Ακόμα και το 1956, όταν ο Τσιτσάνης επέστρεψε δυναμικά στην «Columbia», στην οποία βρισκόταν ακόμη ο Τσαουσάκης, δεν υπήρξε συνεργασία.
Λέγεται ακόμα ότι ο Τσιτσάνης δώρισε στον Τσαουσάκη κάποια τραγούδια, μεταξύ των οποίων και μερικά που ηχογραφήθηκαν μετά το 1952, όταν ο συνθέτης δεσμευόταν από το συμβόλαιό του με την «Odeon»……..»
«Η Ιωάννα Γεωργακοπούλου, μια από τις πιο μεγάλες φωνές του ρεμπέτικου, η αρχόντισσα του πάλκου, όπως χαρακτηριζόταν, γεννήθηκε στον Πύργο, το 1920.
Εγκατέλειψε την Ηλεία, όταν έχασε τον πατέρα της. Έφυγε μαζί με την οικογένεια της, και πήγε στην Αθήνα. Εκεί, συμμετείχε στη χορωδία της ενορίας του Αγίου Παύλου, όπου την ανακάλυψε η τραγουδίστρια Αγγέλα Λυκιαρδοπούλου, μούσα του Αττίκ.
Μπήκε στη δισκογραφία το 1938. Μετά τον πόλεμο συνεργάστηκε με τους πιο σημαντικούς λαϊκούς δημιουργούς, όπως τον Τσιτσάνη, τον Χιώτη και τον Μητσάκη.
Ξεχωριστή φυσιογνωμία, και σαγηνευτικό ταλέντο, η Ιωάννα Γεωργακοπούλου ερμήνευσε δεκάδες τραγούδια όλων των συνθετών και θεωρήθηκε φαινόμενο την εποχή εκείνη, αφού μπήκε πολύ μικρή στη δισκογραφία, μόλις στα 16 της, τραγουδώντας τη «Σμυρνιά» του Βέλλα και τη «Χριστίνα» του Σέμση. Προικισμένη και με σπάνια φωνή, ερμήνευσε χίλια και πλέον τραγούδια και συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερες ρεμπέτες.
Στα χρόνια που ακολούθησαν μετά τον πόλεμο, ήταν η καλύτερα αμειβόμενη τραγουδίστρια. Στο τραγούδι μπήκε με τη βοήθεια του Γιάννη Βέλλα, που ήταν και ο πρώτος της δάσκαλος και αυτός που της έδωσε τα πρώτα της τραγούδια.
Θα ακολουθήσουν οι μεγαλύτεροι λαϊκοί δημιουργοί, ο Στελλάκης Περπινιάδης που τη συνόδευε στις ηχογραφήσεις με τα ιστορικά του σεγκόντα, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μανώλης Χιώτης, ο Γιώργος Μητσάκης, καθώς και ο κορυφαίος σολίστ του μπουζουκιού Δημήτρης Στεργίου.
Ο Τσιτσάνης διέκρινε την εξαιρετική ποιότητα της φωνής της και της εμπιστεύτηκε πολλά τραγούδια με πρώτο το «Οι φιλενάδες». Αρκετά από τα τραγούδια της είναι δικές της συνθέσεις, όπως το τραγούδι που τη σημάδεψε «Ο τρελός Τσιγγάνος», σε μουσική και στίχους δικά της.
Όπως είπε η ίδια, ο ήρωας του τραγουδιού ήταν υπαρκτό πρόσωπο, αντάρτης του ΕΛΑΣ, ο οποίος εκτελέστηκε από τους ναζί. «Ήταν αληθινός ήρωας του τραγουδιού που έγραψα στα τέλη του 1943», είπε στον Πάνο Γεραμάνη για το βιβλίο του «Η ζωή μου ένα τραγούδι».
Η Ιωάννα Γεωργακοπούλου πέθανε το 2007, στα 87 της χρόνια.»
Σε ¨γνήσια¨ λαϊκά μονοπάτια ο σημερινός γραμμοφωνικός δίσκος (με αφορμή την αναφορά στον Τσιτσάνη στην προηγούμενη ανάρτηση). Δυο από τα ομορφότερα τραγούδια, με το μπουζούκι του Τσιτσάνη και της φωνές των Τσαουσάκη- Γεωργακοπούλου.
Ο δίσκος κομμένος στην Τουρκική Columbia με το αυτοκόλλητο στο δίσκο να μας μαρτυρά το μαγαζί του Atana Kokinou στο καλντερίμι Yusek.
Τα βιογραφικά στοιχεία είναι πάρα πολλά και διάλεξα αποσπάσματα.  
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).
 

 

Σάββατο 18 Μαΐου 2024

399. RCA VICTOR 51g3780 ΠΑΛΛΑ ΒΟΥΛΑ 1967

Πάλλα Βούλα (Πάλλη Βούλα- Πρωτόπαππα Παρασκευή) RCA VICTOR 51g3780 Μαύρα μάτια στο ποτήρι (Καγκέλι) - Ένας λεβέντης στο Μωρηά (Τσάμικο) 1967- 45rpm- 7''
 
«Η Βούλα (Παρασκευή) Πάλλα (Πρωτόπαππα) γεννήθηκε στον Κόρφο Κορινθίας στις 29 Μαρτίου 1929. Πατέρας της ήταν ο μαραθωνοδρόμος και κωπηλάτης Παναγιώτης Πάλλας και μητέρα της, η Ευαγγελία Παπαδοπούλου. Η Βούλα Πάλλα, είχε και μια αδελφή, τη Φωτεινή.
Το 1932 πέθανε ο πατέρας της σε ηλικία μόλις 29 ετών και η ορφάνια της στιγμάτισε τη ζωή. Τη φροντίδα της οικογένειάς της, ανέλαβε ο αδελφός της γιαγιάς της, από την πλευρά της μητέρας της, που ήταν δικηγόρος.
Μετά από λίγα χρόνια, όταν η Βούλα ήταν 9-10 ετών, «βρέθηκε» μια «καλή» οικογένεια από τις Σέρρες, που ζήτησε να μεγαλώσει τη Βούλα ή την αδελφή της, χωρίς όμως να γίνει υιοθεσία. Η μητέρα της, έδωσε τη μικρή Βούλα. Σύντομα όμως, η οικογένεια από τις Σέρρες, αποδείχτηκε ότι ήθελε απλά τη μικρή για να κάνει τις δουλείες του σπιτιού. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, η Βούλα να επιστρέψει στην οικογένειά της.
Για τρία χρόνια έμεινε στη Στιμάγκα Νεμέας, όπου ο θείος της ήταν δασοφύλακας. Έπειτα, μπήκε οικότροφος στη Σχολή Καλογραιών στον Πειραιά. Όμως η πρώτη βόμβα του πολέμου που έπεσε εκεί, τερμάτισε άδοξα τη φοίτησή της.
Επέστρεψε στον Κόρφο, όπου άρχισε ν’ ασχολείται με αγροτικές εργασίες. Παράλληλα, άρχισε να δείχνει τις ικανότητές της στο τραγούδι. Ο πατέρας της μητέρας της ήταν ιερέας και η Βούλα, πήγαινε στην εκκλησία και έψαλλε, «μπαίνοντας» ασυνείδητα στους δρόμους της βυζαντινής μουσικής. Παράλληλα τραγουδούσε στο σπίτι της δημοτικά τραγούδια, ενώ το ίδιο έκανε και σε τοπικά πανηγύρια.
Το 1951, η Βούλα Πάλλα, παντρεύτηκε στην Αθήνα τον υδραϊκής καταγωγής Μιχάλη Πρωτόπαππα. Αυτός είναι ο λόγος που σε πολλά τραγούδια που έχει γράψει η ίδια τους στίχους ή και τη μουσική, αναφέρεται ως Παρασκευή Πρωτόπαππα.
Απέκτησε δύο γιους, τον Κώστα και τον Πάνο και ζούσαν μαζί με τη μητέρα και την αδελφή της στον Βοτανικό. Ο σύζυγός της είχε ένα κατάστημα με ελαστικά αυτοκινήτων στην οδό Χαλκοκονδύλη. Σύντομα, άνοιξαν και δεύτερο κατάστημα τη λειτουργία του οποίου ανέλαβε η Βούλα. Η αδελφή της ανέλαβε το άλλο κατάστημα ελαστικών και ο σύζυγός της άνοιξε πρατήριο βενζίνης.
Το «σαράκι» του τραγουδιού όμως την έτρωγε. Έτσι όταν στο ραδιόφωνο στα τέλη της δεκαετίας του ’50 άκουσε ότι όποιος θέλει, μπορεί να πάει στο εργοστάσιο της Columbia και πληρώνοντας 30.000 δραχμές να γράψει ένα δίσκο με τη φωνή του, μετά από την προτροπή και της μητέρας της, έκανε το μεγάλο βήμα.
Όταν την άκουσαν να τραγουδά οι άνθρωποι της Columbia, έμειναν έκπληκτοι και της είπαν: «Γιατί να μας πληρώσεις αντί να σε πληρώνουμε;» και τη σύστησαν σε κάποιον παραγωγό. Αυτός όμως της ζήτησε «ανταλλάγματα» για τον δίσκο. Η Πάλλα αρνήθηκε και απογοητευμένη αποφάσισε να μην ασχοληθεί πάλι με τη δισκογραφία.
Η μοίρα όμως έπαιξε το δικό της παιχνίδι. Ένα βράδυ πήγε να διασκεδάσει με την παρέα της σε μια ταβέρνα στον Άγιο Μελέτη. Εκεί έπαιζε κιθάρα ο τυφλός μουσικός και «κυνηγός ταλέντων», Στέλιος Χρυσίνης. Όταν πήγε στο τραπέζι της, η Βούλα τραγούδησε. Ο Στελιος Χρυσίνης ενθουσιάστηκε, όμως εκείνη του μίλησε για τη βαθιά απογοήτευση που ένιωθε από την επαφή της με τη δισκογραφία. Τότε, ο Στελιος Χρυσίνης της είπε ότι σε λίγες μέρες θα άνοιγε στην Ελλάδα παράρτημα της εταιρείας δίσκων RCA-Victor και της πρότεινε να συναντήσει τον διευθυντή της τον Γιώργο Ορφανίδη, έναν εξαιρετικό άνθρωπο. Έτσι κι έγινε. Η Βούλα Πάλλα ζήτησε «να μπαίνει στην εταιρεία και να νιώθει ότι μπαίνει σπίτι της», ενώ ο Χρυσίνης και ο Ορφανίδης της είπαν ότι είναι τραγουδίστρια δίσκων και δεν θα πρέπει να εμφανίζεται σε κέντρα διασκέδασης.
Έτσι, ηχογράφησε με το Τρίο Ατενέ, το πρώτο της τραγούδι, το σατιρικό «Το Καλαθάκι». Το είδος αυτό όμως δεν της ταίριαζε. Στράφηκε στο δημοτικό τραγούδι και ερμήνευσε το «Μαντίλι Καλαματιανό» (1960). Τα επόμενα χρόνια, συνέχισε ηχογραφώντας δημοτικά τραγούδια. Έβλεπε όμως ότι ούτε αυτά την κάλυπταν. Ζήτησε από τους παραγωγούς της RCA Γκι Ζιρό και Άκη Λιμούρη να ερμηνεύσει λαϊκά τραγούδια. Ο Ζιρό ήταν αντίθετος. Τότε η Βούλα Πάλλα έκανε αποχή από την εταιρεία για ένα χρόνο μέχρι να λήξει το συμβόλαιό της..
Ακολούθως, ηχογράφησε κάποια τραγούδια στην εταιρεία ΝΙΝΑ ανάμεσά τους και το πρώτο ινδοπρεπές, με τίτλο «Αγάπη τόσο όμορφη». Ο Γ. Ορφανίδης την αναζήτησε και της πρότεινε να επιστρέψει στην RCA. Εκείνη απάντησε ότι θα επέστρεφε μόνο αν ερμήνευε λαϊκά τραγούδια. Ο Ορφανίδης απόρησε και την ρώτησε αν πίστευε τόσο πολύ ότι θα είχε επιτυχία στο λαϊκό τραγούδι. «Ναι, το πιστεύω» του απάντησε. Και επειδή οι παραγωγοί της εταιρείας δεν της παραχωρούσαν τους δικούς τους μουσικούς, είπε στον Ορφανίδη ότι θα πλήρωνε η ίδια τα «όργανα» που θα τη συνόδευαν. Η συμφωνία έκλεισε με ένα συμβόλαιο που της παραχωρούσε πολύ υψηλά ποσοστά από τις πωλήσεις των δίσκων, μεγαλύτερα κι από καταξιωμένους συναδέλφους της εκείνη την εποχή.
Έχοντας για συνεργάτες της τον αξέχαστο δεξιοτέχνη του μπουζουκιού (και συνθέτη), Στέλιο Ζαφειρίου, τον μεγάλο ακορντεονίστα Λάζαρο Κουλαξίζη κ.ά., ηχογράφησε τα δύο πρώτα της τραγούδια, που ήταν διασκευές ινδικών τραγουδιών: «Γύρισε πάλι κοντά μου» και «Αγάπη μου». Το «Αχ!», της Βούλας Πάλλα, που ακούγεται στην αρχή του τραγουδιού, ανέδειξε τη σπουδαία, ξεχωριστή φωνή και ενθουσίασε τον κόσμο αλλά και τον Γ. Ορφανίδη που είδε τον δίσκο της να σημειώνει σημαντικές πωλήσεις και της ζήτησε να συνεχίσει να ερμηνεύει παρόμοια τραγούδια.
Η Βούλα Πάλλα, συνέχιζε ερμηνεύοντας διασκευές ινδικών τραγουδιών του μεγάλου συνθέτη Ali Naushad, σε συνεργασία με τον Νάκη Πετρίδη. Τα τραγούδια που ερμήνευε, είχαν πάντα την προσωπική της σφραγίδα.
Το 1965, γνώρισε τεράστια επιτυχία με τραγούδια «Η Παντρεμένη» (“Σήμερα Πήρα Είδηση”), σε δικούς της στίχους και μουσική και «Συγχώρα με», επίσης σε δική της μουσική και στίχους (σε κάποιες πηγές αναφέρεται ως στιχουργός ο Κώστας Καρουσάκης). Οι επιτυχίες της Βούλας Πάλλα, διαδέχονταν η μία την άλλη. Τα περισσότερα τραγούδια, είναι δικές της δημιουργίες.
Ερμήνευσε όμως και τραγούδια όπως το «Αθώο Φιλί»(Χ. Νικολόπουλος – Πυθαγόρας) και «Μ’ Άφησες ένα Δειλινό» (Θ. Δερβενιώτης – Γ.Σαμολαδάς). Ερμήνευσε ακόμα και δύο τραγούδια του μεγάλου Γιάννη Μαρκόπουλου, ο οποίος ζήτησε, απ’ όλες τις τραγουδίστριες της RCA, να τα ερμηνεύσει η Βούλα Πάλλα! Πρόκειται για τα: «Απάνω στο Τιμόνι» και «Γύρισε Ξανά». Οι στίχοι των τραγουδιών ανήκουν στον σπουδαίο Κώστα Γεωργουσόπουλο! Τραγούδια της ακούγονται στις ταινίες «Βάνα», «Χωρισμός» και «Γιατί με πρόδωσες». Το 1967-68 γνωρίζει τεράστια επιτυχία, ερμηνεύοντας το παραδοσιακό τραγούδι «Μαύρα μάτια στο ποτήρι», που παλιότερα είχε τραγουδήσει Ο Τάκης Καρναβάς. Τότε εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην τηλεόραση. Συγκεκριμένα, τραγούδησε ζωντανά στην εκπομπή του Όμηρου Αθηναίου, στην, αλήστου μνήμης, ΥΕΝΕΔ
Αν και της ζητούσαν να εμφανιστεί και σε νυχτερινά κέντρα, δίσταζε. Το 1970 όμως ενέδωσε. Δεν τραγούδησε όμως στην Ελλάδα, αλλά στον Καναδά! Ξεκίνησε από το Τορόντο και το κέντρο «Λίντο Πλάκα» και συνέχισε στο Μόντρεαλ, τη Νέα Υόρκη και έπειτα στην Αυστραλία: Σίδνεϊ, Μελβούρνη κλπ. Οι ομογενείς, Έλληνες και Κύπριοι, την αποθέωναν σε κάθε της εμφάνιση. Αντίθετα στην Ελλάδα, η Βούλα Πάλλα εμφανίστηκε «ζωντανά», λιγότερες από 20 φορές σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Παρόλο ότι γνώριζε αποθέωση σε κάθε της εμφάνιση, το κλίμα των νυχτερινών κέντρων δεν ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία της.
Η Βούλα Πάλλα, αν και δεν έκανε καταχρήσεις, είχε εύθραυστη υγεία. Είχε υποβληθεί σε 15 διαφορετικές χειρουργικές επεμβάσεις. Το 1979 εκδηλώθηκε στη Βούλα Πάλλα καρκίνος στο παχύ έντερο. Το καλοκαίρι του 1980 πήγε στην Αμερική όπου νοσηλεύτηκε για ένα διάστημα στο νοσοκομείο «Mount Sinai», αφού πρώτα εκπλήρωσε μια τελευταία της επιθυμία, να τραγουδήσει για τους ομογενείς στο κέντρο «Τσολιάς».
Η Βούλα Πάλλα έφυγε από κοντά μας την Πέμπτη 28 Αυγούστου 1980, στην κλινική «Καλός Σαμαρείτης» στην Αθήνα και κηδεύτηκε στην γενέτειρά της, στον Κόρφο Κορινθίας. Την επόμενη μέρα, σε λίγες αράδες, οι εφημερίδες έγραψαν: «Πέθανε χθες η ερμηνεύτρια ινδικών τραγουδιών Βούλα Πάλλα» («Βραδυνή», «Πρωινή Ελευθεροτυπία» κ.ά.). Και όμως, η Βούλα Πάλλα δεν ήταν μια απλή τραγουδίστρια ινδικών τραγουδιών, αλλά μία από τις μεγαλύτερες γυναικείες φωνές της Ελλάδας που, ίσως και για δικούς της λόγους, δεν αξιοποιήθηκε όσο έπρεπε και δεν ερμήνευσε τα «μεγάλα» τραγούδια που θα μπορούσε.
Όπως αναφέραμε, η Βούλα Πάλλα ερμήνευσε πολλά τραγούδια Ινδών συνθετών, κυρίως του Ali Naushad. Ποτέ δεν το αρνήθηκε και πάντοτε φρόντιζε να αναφέρονται στους δίσκους τα ονόματα των συνθετών. Όμως, τη δεκαετία του ’60, έγινε ένας πραγματικός χαμός με τα λεγόμενα «ινδοπρεπή» τραγούδια. Επρόκειτο για τραγούδια Ινδών συνθετών που, είτε ακριβώς ίδια, είτε διασκευασμένα, «ντύνονταν» με ελληνικούς στίχους και παρουσιάζονταν εξ ολοκλήρου ως ελληνικά.
Όλα ξεκίνησαν το 1960, με την προβολή της ταινίας «Γη Ποτισμένη με Ιδρώτα», με πρωταγωνίστρια τη Ναργκίς. Η ταινία σημείωσε τεράστια επιτυχία. Ατέλειωτες ουρές έξω από τους κινηματογράφους. Ο εισαγωγέας της Γιώργος Χαραλαμπίδης, ανέφερε μάλιστα ότι έγινε ειδική προβολή για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στον κινηματογράφο «Άστυ»! Τα επόμενα χρόνια, προβλήθηκαν στη χώρα μας 111 ινδικές ταινίες, στις οποίες ακούγονται και πολλά τραγούδια. Ορισμένοι συνθέτες πήγαιναν στις προβολές των ταινιών με ένα μαγνητόφωνο και ηχογραφούσαν τα τραγούδια. Στη συνέχεια, αφού βέβαια τα «έγραφαν» με Έλληνες μουσικούς και άλλαζαν τους ινδικούς στίχους με ελληνικούς, τα πήγαιναν στις εταιρείες για να κυκλοφορήσουν σε δίσκους.
Όπως γράφει στην αυτοβιογραφία του ο αξέχαστος Γιάννης Παπαϊωάννου, μία φορά, δύο συνθέτες πήραν την ίδια ινδική μουσική και αφού πρόσθεσαν στίχους, διαφορετικούς ο καθένας βέβαια, πήγαν σε στούντιο εταιρείας, για ηχογράφηση. Εκεί φυσικά, έγινε αντιληπτή η λαθροχειρία και οι συνθέτες εκτέθηκαν. Ο Βασίλης Τσιτσάνης, αναφέρει ένα παρόμοιο περιστατικό, με τρεις όμως συνθέτες! Αυτά όμως, δεν «βγήκαν» ποτέ προς τα έξω. Ο μεγαλύτερος κατήγορος των «διασκευαστών», ήταν ο Βασίλης Τσιτσάνης. Σε μια σειρά συνεντεύξεων του στο «Ντομινό», το 1967, ήταν καταιγιστικός. «Τα 9/10 των Ελλήνων συνθέτων λαϊκής μουσικής αντιγράφουν σήμερα τις μελωδίες τους. Αντιγράφουν όλα τα μοτίβα που ακούνε: ινδικά, αιγυπτιακά, τούρκικα, κινέζικα. Αλήθεια, τώρα αντιγράφουν και τα κινέζικα».»
Στη σημερινή ανάρτηση δυο δημοτικά τραγούδια με την εκλεπτυσμένη φωνή της Βούλα Πάλλα. Στο καγκέλι είναι εξαιρετική, στο τσάμικο από την άλλη θέλει λίγο ¨τσαγανό¨. Τώρα όσον αφορά τα ινδικά και τις διασκευές θυμάμαι τα λόγια του Μουντόκωστα όταν γύρισε από την ανατολή, αφουγκράζομαι τον Ross Daly και την Μαρίνα (της eurovision ντε) και φυσικά τον τεράστιο Τσιτσάνη.
Να ευχαριστήσω τον Βασίλη Χατζηαντωνίου (greekdiscography) για τις φωτογραφίες της Πάλλα και ειδικά για αυτή που τραγουδάει ζωντανά. 
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).