Πέμπτη 24 Ιουνίου 2021

87. FIDELITY EP 8011 ΚΟΝΙΤΟΠΟΥΛΟΥ ΕΙΡΗΝΗ- ΣΑΜΙΟΥ ΔΟΜΝΑ- ΠΕΡΡΑΚΗΣ ΜΑΝΩΛΗΣ- ΜΑΝΙΑΤΗ ΑΝΝΑ- ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ ΝΙΚΟΣ- ΠΑΠΑΣΤΕΦΑΝΟΥ ΑΜΑΛΙΑ 1959

 Σαμίου Δόμνα- Κονιτοπούλου Ειρήνη- Περράκης Μανώλης (Χαρκιάς)- Μανιάτη Άννα- Στεφανίδης Νίκος- Παπαστεφάνου Αμαλία FIDELITY EP 8011 Θάλασσα ΄π΄ όλα τα νερά (Συρτός) - Μπάλλος - Στου Μαγιού τις μυρωδιές (Κρητικός πεντοζάλης) - Κάτω στο γιαλό (Δετός χορός στα τρία) - Κανονάκι σόλο - Πέρα στους πέρα κάμπους (Χορός ζερβός Δωδεκανησιακός) 1959- 45rpm- 7''


Η Δόμνα Σαμίου γεννήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 1928 στην Καισαριανή της Αθήνας και πέθανε στις 10 Μαρτίου 2012. Οι γονείς της ήταν μικρασιάτες πρόσφυγες από το Μπαϊντίρι, χωριό της περιοχής της Σμύρνης. H μητέρα της ήρθε στην Ελλάδα το 1922, ο πατέρας της, αιχμάλωτος στρατιώτης, λίγο αργότερα, με την Ανταλλαγή. Έζησε τα παιδικά της χρόνια μέσα στις απάνθρωπες αλλά παράλληλα πολύ ανθρώπινες και αλληλέγγυες συνθήκες της προσφυγιάς, κι εκεί απέκτησε τα λαϊκά ερείσματα της προσωπικότητάς της και την ατόφια συμμετοχικότητα της. Στο περιβάλλον αυτό είχε τα πρώτα μουσικά της ακούσματα απ’ τα οποία και πήγασε η αγάπη της για την παραδοσιακή μουσική.
Σε ηλικία 13 ετών η Δόμνα Σαμίου έχει την πρώτη διδακτική επαφή με τη βυζαντινή και τη δημοτική μουσική αλλά και με τη λογική της επιτόπιας έρευνας, μαθητεύοντας κοντά στον Σίμωνα Καρά, στο «Σύλλογο προς Διάδοσιν της Εθνικής Μουσικής». Παράλληλα φοιτά στο νυχτερινό Γυμνάσιο.
Ως μέλος της χορωδίας του Σίμωνα Καρά αρχίζει η σχέση της και με το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας/Ε.Ι.Ρ όπου αργότερα, το 1954, προσλαμβάνεται στο Τμήμα Εθνικής Μουσικής. Από τη θέση αυτή γνωρίζει τους σημαντικότερους λαϊκούς μουσικούς, οι οποίοι την εποχή εκείνη της εσωτερικής μετανάστευσης συρρέουν στην Αθήνα απ’ όλες τις περιοχές της Ελλάδας, και τους οποίους το ΤΕΜ ηχογραφεί για τις εκπομπές του. Έτσι η Δόμνα εξοικειώνεται με όλα τα τοπικά μουσικά ιδιώματα. Παράλληλα κάνει μουσική επιμέλεια σε εκδόσεις δίσκων, θεατρικές εκπομπές, κινηματογραφικές ταινίες.
Το 1963 αρχίζει τα ταξίδια της στην επαρχία για επιτόπιες καταγραφές και συγκέντρωση μουσικού υλικού για το προσωπικό της αρχείο με δικά της μηχανήματα.
Το 1971 παραιτείται από την Ραδιοφωνία. Την ίδια χρονιά-σταθμό αποδέχεται την πρόσκληση του Διονύση Σαββόπουλου και πρωτοεμφανίζεται στο νεανικό και αντιχουντικό Ροντέο, σηματοδοτώντας μια μεγάλη έκτοτε στροφή στη σχέση των νέων με την παραδοσιακή μουσική. Τις σημαντικές αυτές εμφανίσεις ακολουθεί η συμμετοχή στο English Bach Festival στο Λονδίνο, οργανωμένο από τη Λίλα Λαλάντη. Η λαμπρή καλλιτεχνική καριέρα της Δόμνας Σαμίου έχει ξεκινήσει θριαμβευτικά. «Πέρασε η ντροπή που είχαν για το δημοτικό τραγούδι», δηλώνει σε συνέντευξή της η ίδια.
Το 1974 αρχίζει η συνεργασία με την Columbia και οι αλλεπάλληλες εκδόσεις LP. Το 1976-77 με σκηνοθέτες τον Φώτο Λαμπρινό και τον Ανδρέα Θωμόπουλο γυρίζουν στην ελληνική επαρχία είκοσι επεισόδια για την εκπομπή της ΕΡΤ «Μουσικό οδοιπορικό με τη Δόμνα Σαμίου».
Το 1981 ιδρύεται ο Καλλιτεχνικός Σύλλογος Δημοτικής Μουσικής Δόμνα Σαμίου (διακριτικός τίτλος ΚΣΔΜ Δόμνα Σαμίου) με σκοπό την διάσωση και προβολή της παραδοσιακής μουσικής και κυρίως την έκδοση δίσκων και τη διοργάνωση εκδηλώσεων με αυστηρές επιστημονικές και ποιοτικές προδιαγραφές, μακριά από τις απαιτήσεις των εμπορικών εταιριών.
Το έργο της ξεπερνά πια τα ελληνικά σύνορα. Εκδίδονται δίσκοι της στη Γαλλία και τη Σουηδία. Επί σαράντα περίπου χρόνια πραγματοποιεί σειρά συναυλιών από την Αυστραλία μέχρι τη Νότια Αμερική που όχι μόνο συγκινούν τους Έλληνες της Διασποράς αλλά και αποκαλύπτουν στους ξένους μια ποιοτική «ελληνική μουσική δίχως μπουζούκι», όπως γράφτηκε σε κάποια κριτική συναυλίας της στη Σουηδία.
Στο εσωτερικό της Ελλάδας οι εμφανίσεις της σε συναυλίες κάθε είδους και με κάθε αφορμή είναι αναρίθμητες καθώς και οι τιμητικές προσκλήσεις και τα αφιερώματα, όπως π.χ. η επετειακή παράσταση για τα 70 της χρόνια  Η γνωστή και άγνωστη Δόμνα, τον Οκτώβριο του 1998 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών..
Για τις ποικίλες δραστηριότητες της συνεργάζεται με τους πιο καταξιωμένους Έλληνες και ξένους μουσικούς, μουσικολόγους, λαογράφους, εθνομουσικολόγους αλλά και διδάσκει, μυεί και αναδεικνύει πρωτόβγαλτους νέους καλλιτέχνες. Από το 1993 ως το 2001 δίνει μαθήματα δημοτικού τραγουδιού για ενήλικες στο Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Οργάνων της Αθήνας. Πάμπολλες είναι επίσης οι πρωτοβουλίες της και έμπρακτη και ανιδιοτελής η προσφορά της σχετικά με την βελτίωση της μουσικής εκπαίδευσης των παιδιών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, αίτημα παιδαγωγικά πρωταρχικό και επιτακτικό κατά την ίδια.
Καταξιωμένη και αγαπητή για την προσφορά και την προσήνειά της είδε το έργο της να αναγνωρίζεται πολλαπλά και τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις, με αποκορύφωση την απονομή του Χρυσού Σταυρού του Τάγματος του Φοίνικα από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κ. Στεφανόπουλο το 2000.
 

Ο Μανόλης Περράκης (Χαρκιάς) γεννήθηκε στον Άγιο Γεώργιο (Τουρτούλους) Σητείας το έτος 1910. Από μικρός έδειξε τη μουσική του προδιάθεση στη λύρα και αργότερα στο βιολί. Ήταν φημισμένος λαϊκός οργανοπαίχτης στην περιοχή του και πέραν από αυτήν με αρκετές συνεντεύξεις με διαφόρους φορείς συλλογής και μελέτης της παραδοσιακής μουσικής, από τους οποίους και ηχογραφήθηκε κατ’ επανάληψη. Από τη λύρα και το βιολί του περνούσε όλες τις ωραίες, τις καθαρές και γνήσιες κοντυλιές της παράδοσης που άφησαν πριν από αυτόν οι Φοραδάρης, Καλοχωριανός και Καλογερίδης. Μαζί μ’ αυτές έβγαινε και ο δικός του ψυχικός κόσμος, κατά τον απαρασάλευτο νόμο δημιουργίας και εξέλιξης της μουσικής παράδοσης.
Ο Μανόλης Περράκης είναι ιδιαίτερα συγκροτημένο άτομο με πλούσιο συναίσθημα και ψυχικές αρετές.
Από τα επίσημα έγγραφα που μας έστειλε για το αρχείο μας, προκύπτει ότι:
Διατέλεσε περιφερειακός Αρχηγός της Π.Ο.Σ. (Πατριωτικής Οργάνωσης Σητείας) το έτος 1943. (Συνυποσχετικό Ομαδαρχών της Π.Ο.Σ. της 15-3-1943).
Σύμφωνα με το υπ’ αριθ. 14972/2-4-2003 Πιστοποιητικό της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Λασιθίου, αναγνωρίστηκε σαν αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης 1941 - 1944, επειδή υπήρξε μέλος των Εθνικών Οργανώσεων εσωτερικού ( Π.Ο.Σητείας).
Ο Χαρκιάς, όπως συνηθίζουν οι συντοπίτες του να τον αποκαλούν, είναι επίσης πασίγνωστος και σαν καλλιτέχνης στην ξυλογλυπτική με εντυπωσιακή ικανότητα αποκρυπτογράφησης της φυσικής μορφής των ξύλων, από κορμούς, κλάδους ή ρίζες δένδρων και άλλων φυτών, σε μορφές ζώων, ανθρώπων ή αντικειμένων.
Έχει κατασκευάσει σωρεία γλυπτών έργων που θαυμάσαμε στο εργαστήρι του στον Άγιο Γεώργιο, έλλειπαν δε και πολλά που τα έχει δωρίσει. Ο Μανόλης Περράκης, δυστυχώς έφυγε για το μεγάλο του ταξίδι την 3-5-2006. Έφυγε ένας βασικός στυλοβάτης της Μουσικής μας Παράδοσης.
 
Ο Νίκος Στεφανίδης (1900-1984),γεννημένος στην πόλη AfyonKarahisar της Μ. Ασίας έφτασε το 1922 στην Ελλάδα με την ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών. Ξεκίνησε αυτοδίδακτος την ενασχόλησή του με την μουσική αποκτώντας σε ηλικία 14 χρονών τα πρώτα του μουσικά όργανα (κανονάκι, ούτι και λύρα). Από πολύ νωρίς άρχισε να παίζει μουσική σε κομπανίες που αποτελούνταν από βιολιά, ούτια, κανονάκια, κλαρίνα, που περιόδευαν. Παράλληλα ασκούσε διάφορα επαγγέλματα. Μεγάλωσε σε αστικό περιβάλλον, αφού ο πατέρας του διατηρούσε κεντρικό ξενοδοχείο και εστιατόριο στον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης Afyon Karahisar. Στο ξενοδοχείο διέμεναν κατά καιρούς διάφοροι ηθοποιοί, οι οποίοι περιόδευαν με θιάσους και έπαιζαν κανονάκι, ούτι, λύρα.
Τα πρώτα του λοιπόν ερεθίσματα, όπως ο ίδιος αναφέρει σε μια συνέντευξή του στη Δόμνα Σαμίου, αποκτήθηκαν μέσα από αυτούς τους θιάσους. Αρχικά, διδάχτηκε την μουσική σε αρμένικο σχολείο και αργότερα πήρε μαθήματα σε ωδείο. Επιπλέον, η οικονομική άνεση της οικογένειας επέτρεψε την αγορά γραμμοφώνου σε μια εποχή που λίγοι είχαν πρόσβαση σε ένα τέτοιο τεχνολογικό προϊόν. Μέσα από το γραμμόφωνο, όπως ο ίδιος αναφέρει στην ίδια συνέντευξη, είχε μάθει πολλά τραγούδια.
Το γραμμόφωνο ήταν ένα τεχνολογικό μέσο, που προορίζονταν για την διασκέδαση. Ωστόσο, οι μουσικοί το χρησιμοποίησαν για να αυξήσουν το ρεπερτόριό τους καθώς τους παρείχε τη δυνατότητα εκμάθησης μιας μουσικής σύνθεσης, μέσα από τη διαδικασία της ακρόασης και της μίμησης του ηχογραφημένου κομματιού. Και μάλιστα έχοντας τη δυνατότητα να ακούνε ξανά και ξανά το κομμάτι στον δικό τους τόπο και χώρο, χωρίς να παρίστανται στον τόπο της επιτέλεσης.
Ακούγοντας λοιπόν, τα ηχογραφημένα κομμάτια ο Στεφανίδης προσπαθούσε να τα μιμηθεί, διαμορφώνοντας ταυτόχρονα το προσωπικό του παίξιμο, καθώς σε κάθε μουσικό διαφέρει ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται μία μουσική σύνθεση, διαφέρει ο ήχος, η αισθητική της προσέγγισης του ηχογραφημένου κομματιού. Επιπλέον, το κοσμοπολίτικο περιβάλλον στον οποίο ο Στεφανίδης μεγάλωσε αποτελεί ένα κέντρο πολιτισμικής όσμωσης, έναν τόπο συνάντησης ετερόκλητων εμπειριών. Ο ίδιος έπαιζε μουσική ακόμα και με διάφορους θιάσους που διέμεναν κατά καιρούς στο ξενοδοχείο. Με άλλα λόγια, οι επιρροές που δέχτηκε κατά την διαμόρφωση της μουσικής του προσωπικότητας ήταν ανοιχτές και πολυποίκιλες.
Έζησε μέσα σε ένα κλίμα έντονων πολιτικών αναταραχών και πολέμου. Το 1920 εξορίστηκε στην Καισάρεια, από την οποία κατάφερε να ξεφύγει λόγω της ιδιότητάς ως μουσικός. Περιόδευε λοιπόν στην Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη παίζοντας μουσική. Με τον ερχομό του το ’22 στην Ελλάδα ξεκίνησε μια σειρά συνεχών μετακινήσεων σ` έναν τόπο στον οποίο την συγκεκριμένη χρονική περίοδο επικρατούσε αναβρασμός. Ένα κράτος σε οικονομική δυσχέρεια, έπρεπε να ενσωματώσει όλους αυτούς τους πρόσφυγες.
Τα πρώτα χρόνια στην Ελλάδα εργάστηκε ως μουσικός καθώς εμφανιζόταν σε κέντρα της Νέας Ιωνίας και Νέας Φιλαδέλφειας με το βιολιστή Γιώργο Πατίδη και τους ουτίστες Σερκίς και Αγάπιο Τομπούλη. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 μπήκε στη δισκογραφία σαν οργανοπαίκτης, μουσικοσυνθέτης και στιχουργός. Ωστόσο, την ίδια περίοδο βιοποριζόταν κατά κύριο λόγο από την ωρολογοποιία. Μέσα από το μοναδικό δημοσιευμένο κείμενό του, «Περί  Αραβοπερσοτουρκικής Μουσικής», διαφαίνεται ότι ήταν γνώστης της βυζαντινής μουσικής και των μακάμ, καθώς παραθέτει σημειώσεις, στις οποίες παραβάλλει τα μακάμ με τους ήχους της εκκλησιαστικής μουσικής. Θεωρούσε μάλιστα ότι, οι Τούρκοι μουσικοσυνθέτες αντέγραψαν την εκκλησιαστική μουσική προκειμένου να τελειοποιήσουν τα μακάμ. Ωστόσο, διαφαίνεται από τις ηχογραφήσεις ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει ο Στεφανίδης τα μακάμ είναι λαϊκότροπος και παρεκκλίνει από τη λόγια εκδοχή. Αναφέρεται επίσης, στις ορχήστρες insesaz, καθώς και στο ρεπερτόριο το οποίο οι εν λόγω ορχήστρες υπηρετούσαν. Επίσης, όπως ο ίδιος αναφέρει, πρόσθεσε επιπλέον μαντάλια στο κανονάκι και έγραφε δικές του συνθέσεις.
Μέσα στα χρόνια της Κατοχής ξεκίνησε μια πολύχρονη συνεργασία με τον Σίμωνα Καρά. Συμμετείχε στις συναυλίες του «Συλλόγου προς Διάδοσιν της Εθνικής μουσικής» όπως επίσης και στις ραδιοφωνικές εκπομπές «Ελληνικοί Αντίλαλοι». Συμμετείχε ως μουσικός στην τηλεοπτική σειρά Λωξάντρα σε μουσική της Ελένης Καραΐνδρου, εμφανίστηκε σε τηλεοπτικές εκπομπές με τη Δόμνα Σαμίου και ο τελευταίος δίσκος που ηχογράφησε το 1986 φέρει το όνομά του: Νίκος Στεφανίδης –Κανονάκι. Η συνεργασία του με τον Σίμωνα Καρά και η προβολή μέσα από τα παραπάνω ΜΜΕ της εποχής θεμελίωσαν την αναγνώρισή του ως οργανοπαίκτη.
 

Τραγουδίστρια Δωδεκανησιακών και Μικρασιάτικων τραγουδιών. Η Αμαλία Χριστοδουλάκη-Παπαστεφάνου γεννήθηκε στη Ρόδο από γονείς πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία.
Ξεκίνησε το τραγούδι τη δεκαετία του ’50 αρχικά από τον Κρατικό Ραδιοφωνικό Σταθμό Ρόδου και αργότερα στην Αθήνα, στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ), στο Τμήμα Παραδοσιακής Μουσικής όπου εργαζόταν η Δόμνα Σαμίου.
Τη δεκαετία του ’60 ηχογράφησε σε δίσκους 45 στροφών τραγούδια της Δωδεκανήσου με την εταιρεία Fidelity σε επιμέλεια της Δόμνας Σαμίου.
Παντρεύτηκε τον ομογενή Παναγιώτη Παπαστεφάνου και το 1967 μετανάστευσε στις ΗΠΑ. Εκεί, συνέχισε να τραγουδά σε εκδηλώσεις και σε κέντρα της ομογένειας.
 
 Για την Ειρήνη Κονιτοπούλου έχουμε αναφερθεί στην ανάρτηση 69. Η Άννα Μανιάτη συνεργάστηκε με τη Δόμνα Σαμίου και έβγαλε τρία 45άρια . Έχει συμμετοχή και σε τρεις γραμμοφωνικούς δίσκους, πάντα σε νησιώτικους σκοπούς. Βιογραφικά στοιχεία δυστυχώς δεν υπάρχουν διαδικτυακά.
 
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο ….(εδώ)