«Κοίταξε να δεις, εγώ µέχρι που πήγα στρατιώτης, έπαιζα σε γάµους αλλά δεν ήµουνε φτασµένος ας πούµενε, ερασιτέχνης ήµουνε. Πήγα στρατιώτης, εγύρισα απ’ το στρατό κι έκατσα έξι µήνες στο χωριό; Και µια ωραία πρωία του λέω του πατέρα µου «εγώ θα φύγω» του λέω «δεν κάθοµαι εδώ πέρα να σκάφτω τα αµπέλια και τις ελιές και τα χωράφια, εγώ θα φύγω», του λέω. «Πού θα πας;» µου λέει. «Εγώ θα φύγω» του λέω, «θα πάω στο Ηράκλειο». Κι έφυγα στο Ηράκλειο, εικοσιενός χρονού.
Μέχρι το ‘65 εγινότανε αυτό το έθιµο. Από ‘κει κι έπειτα το αλλάξανε ας πούµε και µαζεύονται όλοι µαζί στην πλατεία του χωριού ας πούµε και ξέρω ‘γω γιατί τότε δεν υπήρχανε και χώροι κατάλληλοι για να µαζευτούνε ας πούµενε, να κάτσουνε.
Έβγαινα στα Λιβάδια και κάναµε το γλέντι σ’ ένα χώρο ας πούµενε πενήντα τετραγωνικά; Ένα καφενείο στο χωριό ας πούµε. Πόσα τετραγωνικά µπορεί να είναι; Ε, πόσους ανθρώπους να χωρέσει µέσα; Όταν είναι καλεσµένοι πεντακόσιοι, εξακόσιοι ανθρώποι στο γάµο; Όταν το χωριό είναι µεγάλο όπως είναι τα Λιβάδια παραδείγµατος χάριν. Και έβρισκαν τους χώρους ας πούµε, χώρια η νύφη, χώρια ο γαµπρός και κάνανε επειδή δεν τους χώρηγαν θυµάµαι, αυτοί που χορεύανε εκάνανε παρέα στο χωριό. Να πάνε σε δύο 3 τρία σπίτια, άντε σου λένε να πάµε να χορέψουµε. Να ‘ρθούνε, να χορέψουνε, να τους κάνουνε τόπο αυτοί που κάθονταν µέσα ας πούµε και ξέρω ‘γω και να χορέψουνε, εκάναν τον χορό τωνε, τσούπ! Εφεύγανε και πήγαιναν και συνέχιζαν την παρέα σε σπίτια. Ήρθαν άλλοι παρέα, κατ’ αυτό τον τρόπο, εξηµερωνόταν το γλέντι ας πούµε και κρατούσε το γλέντι µέχρι το πρωί.
Σε άλλα χωριά, γιατί εγώ σου λέω έφυγα απ’ το χωριό το δικό µου µόλις απολύθηκα απ’ το στρατό εικοσιενός χρονού, κατέβηκα στο Ηράκλειο, µόνο µε τη λύρα, δουλειά τίποτα. Είχα βρει ένα ξενοδοχείο και έµενα κι ένα εστιατόριο κι έτρωγα και τα ‘γραφε όποτε βρω λεφτά, εντάξει ήτανε βέβαια γνωστοί και φίλοι, «όποτε βρω λεφτά θα σε πληρώσω». Ο Θεός να συγχωρέσει τον Ξυλούρη γιατί ήµαστε φίλοι, καλοί. Τον Νίκο. Οπότε αυτός τότε… ήταν ξεπεταγµένος ας πούµε, ήταν μεγαλύτερος, έξι-επτά χρόνια, πέντ’ έξι χρόνια δηλαδή πρέπει να ’χαµε διαφορά ηλικίας. Εγώ έχω µια ηλικία µε τον αδερφό του το Γιάννη, τον Ψαρογιάννη που λέµε, είµαστε µια ηλικία. Ο Νίκος ήταν µεγαλύτερος. Και µ’ έστελνε που λες άµα θε’ να τύχει κάνα γλέντι να ’χει κλείσει αυτός, ε, τότε την βγάζαµε, πηγαίναµε στο γλέντι και µας έλεγε ο καφετζής καµιά φορά σε πανηγύρια τότε, γιατί οι γάµοι ήτανε λιγοστοί, σε πανηγύρια, γινόνταν τότε πολλά πανηγύρια ρε παιδί µου, ‘κει γύρω στο Ηράκλειο, σ’ όλα τα χωριά κι όλο το χρόνο. Έλεγε ο καφετζής, κατέβαινε στο Ηράκλειο, «Σωπασή, θα ‘ρθεις να παίξεις, αλλά απ’ τη χαρτούρα σου, όχι να σε πληρώσω, απ’ τη χαρτούρα σου θα µου δώσεις». Ένα ποσοστό. Ένα 10%. Αυτά τα έχει ζήσει και ο Καλοµοίρης ο Γιώργης κι ο συχωρεµένος ο Ξυλούρης.
Το ’61 δεν υπήρχε κανένα µαγαζί στο Ηράκλειο. Το πρώτο µαγαζί που ανοίχτηκε είναι πρέπει να ήταν το εξήντα… το ’65-‘66. Ο «Ερωτόκριτος», ο «Ερωτόκριτος», ένα υπόγειο. Ωστόσο εγώ, είχα, ήταν ένας ξάδερφός µου που εδούλευε στη βάση και τον είχα φλοµώσει στα δανεικά. «Γιάννη δώσε µου ένα πενηντάρικο, δώσε µου ένα κατοστάρικο γιατί πρέπει να πληρώσω». Ε σε κάποια φάση, το ‘62, µου λέει «ρε συ», µια µέρα, κάθοµαι σ’ ένα καφενείο κι έρχεται, «ρε συ» µου λέει ο άλλος, µου λέει «υπάρχει µια θέση στη βάση, εκεί που δουλεύω εγώ, ό,τι κάνω εγώ θα κάνεις κι εσύ. Θα ‘ρθεις να σε πάρουµε»; Μου λέει «αφού κατέβηκες» µου λέει «µε τη λύρα» και ξέρω ‘γω, «αφού δεν έχει ψωµί η λύρα, µ’ έχεις φλοµώσει…». Μου λέει «να σου κάνω τα χαρτιά»; Λέω «σκέφτοµαι», σκεφτόµουνα λέω, «λες»; Του λέω «κάµε τα χαρτιά».
Έπαιζα (στα πανηγύρια) αλλά δεν υπήρχανε. ∆εν είχαν και δεν ήταν, δεν ήταν και… σου λέω πηγαίναµε σ’ ένα καφενείο να παίξουµε σ’ ένα πανηγύρι, λέει ο καφετζής, αντί να σε πληρώνω, έπαιρνε κι απ’ τη χαρτούρα τη δικιά µου. ∆ηλαδή ο καφετζής αποφάσιζε. Συλλόγοι τότε δεν υπήρχαν. ∆εν υπήρχαν, µόνο τα καφενεία του χωριού. Ναι. Αυτά, στο νοµό Ηρακλείου, έτσι; Στο Μυλοπόταµο δεν γίνονταν αυτά. Έλεγε «Έλα κι άµα πάτε καλά, ό,τι µπορώ θα σου δώσω κιόλας». Αλλαγή στο νοµό, άλλη νοοτροπία. Άλλη νοοτροπία, άλλη η νοοτροπία του Μυλοποτάµου σ’ αυτά τα πράγµατα είναι… το πρώτο. Και στη χαρτούρα και σε γάµους και σε πανηγύρια και ξέρω ‘γω. Γινόταν κι εδώ πανηγύρια ας πούµε αλλά εµάς εδώ πληρώνανε ας πούµε. Σου λέει «έλα να παίξεις να σου δώσω πέντε χιλιάρικα», τότε, ή «να σου δώσω τρία χιλιάρικα κι ό,τι βγάλεις».
Μαζί με τον Σωπασή, ο Ψαρογιάννης στο λαούτο.
Το παραπάνω αποτελεί μέρος της συνέντευξης του Νίκου Σωπασή στους Θεοδοσοπούλου Ειρήνη και Φραγκούλη Εµµανουήλ το 2005. Ολόκληρη την συνέντευξη θα την βρείτε στο φάκελο που θα κατεβάσετε.
Φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).