Τρίτη 17 Ιουνίου 2025

506. COLUMBIA D.G.115 ΧΑΡΧΑΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ- ΜΑΥΡΟΔΗΜΗΤΡΑΚΗΣ ΣΤΑΥΡΟΣ 1931

Χάρχαλης (Χαρχαλάκης- Χαρχαλονικολής) Νικόλαος (Νικολής)- Μαυροδημητράκης (Μακροδημήτρης) Σταύρος COLUMBIA D.G.115 Ηρακλειώτικο πηδηχτό - Κοντυλιές Ηρακλειώτικες 1931- 78rpm- 10''
 
«Ο Νικόλαος Χάρχαλης (το πραγματικό του όνομα Νικόλαος Χαρχαλάκης- βλέπε και ανάρτηση 260) γεννήθηκε το 1884 στα Χαρχαλιανά Κισσάμου του νομού Χανίων, περιοχή με μεγάλη με μεγάλη μουσική παράδοση, που είχε αναδείξει πολλούς και σπουδαίους μουσικούς.
Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους σολίστες του βιολιού στη δυτική Κρήτη και η καλλιτεχνική παρουσία του σφράγισε έντονα και για πολλές δεκαετίες τη μουσική συνείδηση του λαού της περιοχής των Χανίων.
Η πιο πλούσια και καρποφόρα από πλευράς καλλιτεχνικής δραστηριότητας περίοδος για το Χάρχαλη ήταν από το 1910 έως το 1940. Την περίοδο αυτή, και συγκεκριμένα το 1931, με συνεργάτη το σπουδαίο λαουτιέρη της εποχής εκείνης Σταύρο Μαυροδημητράκη ηχογράφησε δύο περίφημα συρτά: τον "Χανιώτικο" και τον "Αποκορωνιώτικο συρτό", που σήμερα θεωρούνται κλασικά και οι συγκεκριμένες δισκογραφικές τους εκτελέσεις θεωρούνται από τις πιο αξιόλογες εμπεριέχουν δε και το σπουδαίο και ιδιόμορφο τραγούδι του Χάρχαλη.
Ο Νικολής Χάρχαλης είχε κληρονομήσει το μουσικό ταλέντο από τους προγόνους του, αλλά και το καλλιέργησε στην πορεία.
Από τους λίγους μουσικούς που το όνομα τους σήμερα παραπέμπει σε ιερό ευαγγέλιο. Τον είπαν πρωτομάστορα, δάσκαλο, θεμέλιο λίθο, θρύλο. Ίσως όλα αυτά μαζί. Το ψεγάδι στο παίξιμο του ήταν μια λέξη ανύπαρκτη. Ο ίδιος, ποτέ με έπαρση, φρόντιζε να χαμηλώνει τους τόνους και τις οξείες που συνόδευαν το όνομα του.
Ο πατέρας του ήταν από τους καλύτερους τραγουδιστές και χορευτές της εποχής του. Ίσως από εκεί να κληρονόμησε την ομορφιά της φωνής του. Η μητέρα του καταγόταν από τον Αερινό Κισσάμου και ήταν αδελφή του μεγάλου βιολάτορα, του Φελεσογιάννη. Η μουσική όπως καταλαβαίνουμε ήταν ριζωμένη βαθειά στο σπιτικό του Χάρχαλη. Τα ακούσματα, την εποχή που ήταν παιδί, ήσαν γνήσια και καθαρά. Οι μουσικοί της περιοχής, ένας κι ένας: Ματζουράνας, Κιόρος Γ', Μανιατογιάννης, Καναρίνης, Βουρογιάννης, Φελεσογιάννης, Νικηφόρος Μαυροδημητράκης, Ανδρέας Μαριάνος, Μπαλαμπός, Παλιμέτης, Καραγκιουλές κ.α.
Όλοι αυτοί ώθησαν τον Χάρχαλη ώστε να ασχοληθεί ενεργά με την παραδοσιακή μουσική. Πρωτόπιασε, μαθητής ακόμα του δημοτικού, μια αυτοσχέδια λύρα και την σκάλιζε ώστε να μάθει τους πρώτους σκοπούς. Γρήγορα όμως πήρε ένα βιολί.
Οι βάσεις του γερές. Ο Φελεσογιάννης και κατόπιν ο Παλιμετάκης ήταν οι πρώτοι του δάσκαλοι. Μαζί τους έμαθε την τέχνη του βιολιού και τους παλιούς αθάνατους σκοπούς. Αλλά και τα ακουστικά παραδείγματα από τους άλλους βιολάτορες ήταν επίσης σημαντικά. Όλα αυτά τα επεξεργαζόταν με μεγάλη λεπτομέρεια και σιγά σιγά άρχιζε να βγάζει και να σχεδιάζει τον δικό του προσωπικό ήχο, το δικό του παίξιμο.
Δεν άργησε να βγει στα γλέντια. Το όνομα του μαθεύτηκε πολύ γρήγορα από τον κόσμο.
Τα καλέσματα πύκνωσαν και ο ίδιος άρχισε πλέον να καταλαβαίνει ότι ο κόσμος τον ήθελε. Η Κίσσαμος πλέον ήταν πολύ μικρή για να χωρέσει το ταλέντο του. Έπαιξε και στις άλλες επαρχίες του νομού Χανίων και η απήχηση ήταν και εκεί η ίδια. Τα κύρια χαρακτηριστικά του ήταν τα εξής: Ποτέ δεν βγήκε έξω από τα μέτρα (χρόνος) του συρτού.
Οι μαντινάδες του ταίριαζαν με τον χορευτή και με τον σκοπό που έπαιζε. Χώριζε την μαντινάδα και στο τελείωμα του σκοπού έλεγε την επόμενη χωρίς να βγει από τα μέτρα.
Ήταν λαρυγγόφωνος, τραγουδούσε πολύ δυνατά και ψηλά έτσι ώστε να ακούγεται σε όλους, ιδιαίτερα τότε που τα μηχανήματα και τα μικρόφωνα ήταν ανύπαρκτα. Ποτέ δεν παρεκτράπηκε, δεν μέθυσε, δεν παρεξηγήθηκε με κανέναν κατά την διάρκεια του γλεντιού του. Αποχωριζόταν το πάλκο μόνο για να κατέβει στην τάβλα να τραγουδήσει με τον κόσμο ή όταν ήθελε να χορέψει με την συνοδεία 8μόνο του λαγούτου. Και ένα λαμπρό χαρακτηριστικό ακόμα . Ποτέ δεν έπαιζε τον ίδιο σκοπό δεύτερη φορά, το ρεπερτόριο του άλλωστε ήταν πλουσιότατο.
Ποτέ δεν ονόμαζε τον εαυτό του συνθέτη, συνθέτες θεωρούσε όλους τους παλαιότερους.
Όμως με την σειρά του και αυτός άφησε στην μουσική μας δύο κλασσικότατους συρτούς, τον Συρτό του Χάρχαλη ή Χαρχαλιανό το 1914 και τον Θερισσιανό ή Χαρχαλίστικο το 1923, συρτό αφιερωμένο στους Θερισσιανούς πολεμιστές της επανάστασης του 1905.
Όταν δεν είχε γλέντια, η αυλή του γέμιζε από μικρά παιδιά που ήθελαν να μάθουν βιολί κοντά στον λαμπρό μουσικό. Σπάνιες όμως αυτές οι ανάπαυλες, ο Χάρχαλης έλειπε συνεχώς στα γλέντια, από την Κίσσαμο και το Σέλινο, μέχρι τα Κερεμειά και τα Σφακιά, μέρες ολόκληρες, εβδομάδες. Η περιουσία που απέκτησε ήταν σημαντική, την οποία και διαχειρίζονταν η γυναίκα του και τα παιδιά του.
Στα γλέντια του τον συντρόφευσαν με τις πενιές τους ο Σταύρος Μαυροδημητράκης, ο Γιώργης Κουτσουρέλης, ο Βασίλης Σκευάκης, ο Αντώνης Κλεινάκης, ο Στεφανής Λιονάκης, ο Λέφας κ.α.
Η παρουσία του στην δισκογραφία ξεκινά το 1928, μαζί με τον Σταύρο Μαυροδημητράκη, όπου ηχογραφεί και τραγουδά τον Χανιώτικο συρτό σημειώνοντας τότε μεγάλη επιτυχία.
Ο Χάρχαλης στην κορυφή της δόξας του όμως θα βιώσει μια μεγάλη στενοχώρια. Οι κοινωνικές καταστάσεις και η κουλτούρα τότε του κόσμου ήταν αυστηρά εμπόδια στις ερωτικές σχέσεις των ανθρώπων. Αυτή την νοοτροπία την πλήρωσε με την ζωή του ο μονάκριβος γιός του Χάρχαλη.
Από τότε σταμάτησαν τα γλέντια, το βιολί βουβάθηκε, ο Χάρχαλης έπεσε με μελαγχολία. Πολλά χρόνια πέρασαν ώσπου να το ξαναπιάσει. Οι παρακλήσεις ήταν πολλές, αλλά ακόμα μεγαλύτερη η δίψα του Χάρχαλη για την μουσική. Ξανάπιασε το βιολί, όχι όμως για να παίζει στα μεγάλα γλέντια, μόνο για τα φιλικά του πρόσωπα, για τους συγγενείς και πιο πολύ για τον ίδιο του τον εαυτό.
Ασχολήθηκε πολύ με την έρευνα των παλιών συρτών. Τα μάζεψε, τα έβαλε σε σειρές, διατήρησε τις γνήσιες πατρότητες τους και τα διέδωσε στους νεώτερους του μουσικούς. Ποτέ δεν κατηγόρησε κάποιον καλλιτέχνη, πάντα είχε κάποιο καλό λόγο να πει για όλους. Την εποχή που ο ίδιος μεσουρανούσε, ο Γιώργης Μαριάνος ήταν το άλλο μεγάλο όνομα. Πολλά ειπώθηκαν για τις σχέσεις τους, ο Χάρχαλης όμως πάντα παραδεχόταν την αξία του Μαριάνου χωρίς ποτέ να τον κατηγορήσει.
Στο καφενείο του Γιώργη Κουτσουρέλη ο Χάρχαλης έπαιζε αρκετά συχνά για τις φιλικές παρέες μέχρι τα γεράματα του που αποτραβήχτηκε στο χωριό του.
Στις αρχές της δεκαετίας του '70, λίγο καιρό πριν φύγει από την ζωή, ηχογράφησε μαζί με τον Γιώργη Κουτσουρέλη και τον Μανώλη Γαλάνη μια σειρά από ερασιτεχνικές μπομπίνες με παλιά κισσαμίτικα συρτά.
Ο Χάρχαλης έδωσε μια σωστή και άριστη γραμμή τόσο στο παίξιμο του βιολιού, όσο και στην απόδοση των τοπικών μουσικών μοτίβων (συρτά/πεντοζάλι/ρουμαθιανή σούστα). Οι Χανιώτες καλλιτέχνες, βαθειά αισθανόμενοι την προσφορά του, έδωσαν στον σύλλογο τους το όνομα του μεγάλου μουσικού.
Ο Χάρχαλης παρόλο τις ταλαιπωρίες και τις στενοχώριες, έζησε πολλά χρόνια, στα ενενήντα του αποχαιρέτησε τον κόσμο, εκεί που τον γνώρισε, εκεί τον άφησε, στα Χαρχαλιανά, όπου και αναπαύεται. Μια μεγάλη μορφή, ένας καλλιτέχνης υψηλού επιπέδου και ήθους, μια κολώνα της κρητικής μουσικής. Ο Χάρχαλης έζησε όλα τα χρόνια στο χωριό του, μέχρι τα βαθιά γεράματα που πέθανε σε ηλικία 90 χρονών το 1974.»
Στο σημερινό δίσκο γραμμοφώνου, μαζί με τον δεξιοτέχνη του βιολιού Χαρχαλονικολή, ο Σταύρος Μαυροδημητράκης ή Μακροδημήτρης (Μαυροδημήτρης πιθανότατα ήθελαν να γράψουν στις ετικέτες), στο λαούτο. Στα δύσκολα χρόνια των πρώτων δεκαετιών του περασμένου αιώνα, άκμασε αυτή η ζυγιά. Από τα τέλη της δεκαετίας του '10, έως και τις αρχές του '30. Σχεδόν δεκατρία χρόνια γεμάτα γλέντια, γεμάτα επιτυχίες. Μουσική "κυριαρχία" και στις πέντε επαρχίες του νομού Χανίων. Αλλά δεν περιορίστηκαν μόνο εκεί. Πολλές αναφορές έχουμε σήμερα για παρουσία τους σε πολλές περιοχές του νομού Ρεθύμνης. Ακόμα και στο Ηράκλειο καλέστηκαν να παίξουν, όπως και στην Αθήνα.
Ζυγιά σωστή, δεμένη, συνεργασία άψογη, ο καθένας γνώριζε πολύ καλά τις δυνατότητες του άλλου, αμοιβαίος σεβασμός πάνω απ' όλα.  Έδωσαν τα φώτα σε νεώτερους, δημιούργησαν μιμητές, φανατικούς θαυμαστές, δέσποζαν και εντυπωσίασαν στην εποχή τους, ίσως όσο καμία άλλη ζυγιά εκείνα τα χρόνια της ακμής τους!
Κουραστικές πορείες, από το ένα γλέντι στο άλλο, συχνά από την μία επαρχία στην άλλη, θρυλικές σήμερα οι ιστορίες αυτών των γλεντιών, νοσταλγικές οι εξιστορήσεις όλων όσων τους έζησαν.
Ο Χάρχαλης, στο απόγειο της καριέρας του, έδειξε εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του τότε νεαρού, σχεδόν δεκαοκτάχρονου Μαυροδημητράκη. Ήσαν άλλωστε κοντοχωριανοί και μπορούσαν να ανταμώνουν εύκολα ώστε να κάνουν πρόβες και να "δένουν" αρμονικά τα όργανα τους. Δεν υπήρχε χωριό και πανηγύρι στην Κίσσαμο, που να μην πρωταγωνίστησαν κατά την δεκαετία του '20. Όπως προείπαμε όμως, δεν περιορίστηκαν μόνο στην Κίσσαμο. Η απήχηση ήταν μεγάλη παντού. Ολόκληρη περιοδεία στον Αποκόρωνα, στα Σφακιά, έπειτα σε χωριά του Ρεθύμνου και μετά, από τρείς μήνες σχεδόν, πίσω στην "βάση" τους. Ανταμείφθηκαν από τον κόσμο, εκτός των όποιων χρημάτων, με την αγάπη και την καλοσύνη. Όπως μας είχε πεί κάποτε ο αείμνηστος Ναύτης "Ήταν μεγάλη υπόθεση για έναν γαμπρό να έχει κλείσει για το γαμήλιο γλέντι τον Χάρχαλη με τον Μαυροδημήτρη......!"
Με αποθορυβοποίηση. 
Ο σημερινός γραμμοφωνικός δίσκος, ψηφιοποιήθηκε με την ίδια μέθοδο που χρησιμοποιώ όλα τα χρόνια ύπαρξης του blog. Αρκετοί με έχουν προτρέψει να κάνω αποθορυβοποίηση στους δίσκους για να είναι το αποτέλεσμα καλύτερο. Η αποθορυβοποίηση με βρίσκει αντίθετο. Σήμερα όμως σας δίνω την σημερινή ηχογράφηση και αποθορυβοποιημένη με την μέθοδο της αναγνώρισης θορύβου (σε επόμενες αναρτήσεις θα σας παραθέσω και μια δεύτερη μέθοδο). Τα συμπεράσματα δικά σας.
Στους δυο ¨Ηρακλειώτικους¨ σκοπούς του σημερινού δίσκου (για να έρθουμε και στο ζουμί) και ειδικά στις ¨Κοντυλιές¨ έχει βάλει όλη την δυτικοκρητική φιλοσοφία (παίξιμο) ο Χαρχαλονικολής. Πραγματικά δεν υπάρχουν λόγια.   
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο ….(εδώ).
 

 

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2025

505. PANIVAR PA 534 ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΚΗΣ ΠΑΝΤΕΛΗΣ- ΜΑΡΚΟΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ 1972

Σταυρουλάκης Παντελής- Μαρκογιαννάκης Γιάννης (Μαρκογιάννης) PANIVAR PA 534 Μαντινάδες (Κοντυλιές) - Πάντα για σένα εγώ πονώ (Συρτός) 1972- 45rpm- 7''
 
«Ο Παντελής Σταυρουλάκης (βλέπε και αναρτήσεις 35 και 163), από το χωριό Χάρακας της επαρχίας Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου, γεννήθηκε το 1934 και σκοτώθηκε το 1982 σε ηλικία 48 ετών από ατύχημα. Θεωρείται  ένας από τους αγαπημένους λυράρηδες της κεντρικής Κρήτης και η μνήμη του είναι πάντα φρέσκια στο νου και την ψυχή των Κρητικών μερακλήδων.
 Ο Παντελής Σταυρουλάκης ήταν ένας αυθεντικός απλός άνθρωπος του κρητικού χωριού, από γονείς αγρότες, ενώ και ο πατέρας του έπαιζε λύρα ερασιτεχνικά. Ο ίδιος ο Παντελής έπιασε τη λύρα σε μικρή ηλικία και πρωτόπαιξε επαγγελματικά σε γλέντια της περιοχής στα 16 του χρόνια. Μεγαλώνοντας όμως κάποια στιγμή εγκατέλειψε τη λύρα και ξανάπαιξε μετά από 22 χρόνια παύσης! Το 1965 ηχογράφησε μαζί με τον Γιώργο Κουμιώτη (Καμαράτο).
Σε ηλικία 45 χρονών ο Παντελής Σταυρουλάκης ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο με συνεργάτη το γνωστό λαγουθιέρη και συνεργάτη πολλών μεγάλων λυράρηδων από τους Βώρους Ηρακλείου τον Νίκο Καδιανό.  Ήταν παντρεμένος με τη Μαρία Αποστολάκη από τον Χάρακα και είχαν δύο κόρες, την Μελανθία και την Κλειώ. Το χειμώνα του 1980, ο Παντελής Σταυρουλάκης βρέθηκε στην Αθήνα, για να ηχογραφήσει την τελευταία του δισκογραφική δουλειά, με τίτλο “Μοίρα δεν σε φοβούμαι πια”, μαζί με τον επίσης αείμνηστο λαουτιέρη από τις Δαφνές Ηρακλείου, Μανούσο Παπατσαρά. Κάποτε του παρουσιάστηκε πρόβλημα υγείας στο στομάχι και έπρεπε να μην ξενυχτά και να μην καπνίζει, κάτι που τον έκαμε να σταματήσει την λύρα. Όμως οι φίλοι και οι παρέες τον πίεζαν να συνεχίσει, οπότε αναγκάστηκε να δώσει την λύρα στον ξάδελφο του Γιάννη Καδιανάκη, που τότε μάθαινε.
Στο Ροδάκινο είχε έναν καλό φίλο και του είχε υποσχεθεί ότι θα έπαιζε στον γάμο του. Και πράγματι όταν τον κάλεσε πήρε την λύρα του Γιώργη Δημητράκη από τσι Παρανύμφους και πήγε και έπαιξε. Τότε περνώντας από το Ρέθυμνο παράγγειλε στου Σταγάκη μια καινούργια λύρα. Δεν συνέχισε βέβαια να παίζει όπως πριν, μόνο που ήθελε να ασχοληθεί και να γράψει δίσκους να τονέ θυμούνται, λέει, τα παιδιά του και ο κόσμος. Ο πρώτος δίσκος 45 στροφών που έγραψε είχε τίτλο «Στο γιασεμί κτίζω φωλιά». Το 1970 έγραψε τον πρώτο του μεγάλο δίσκο και μετά τον δεύτερο, «Το μυστικό μου είναι βαρύ». Ετοιμαζότανε να γράψει και τον τρίτο, αλλά δυστυχώς δεν πρόλαβε. Τα ‘χε γραμμένα τα κομμάτια έτοιμα σε κασέτα με τις μαντινάδες και τον τίτλο τους.
Ο Παντελής Σταυρουλάκης έχει στο ενεργητικό του αρκετές δεκάδες συνθέσεων από συρτά, κοντυλιές αλλά και καλαματιανά. Μετουσίωσε μελωδίες και ρυθμούς από συρτούς της Δυτικής Κρήτης με βάση το λυρισμό της μουσικής της Ανατολικής Κρήτης. Αλλά και τις κοντυλιές της Ανατολικής Κρήτης της απέδωσε με τον αμιγώς μεσαρίτικο χαρακτηριστικό τρόπο. Φυσικά αυτή καλλιτεχνική συμπεριφορά συνιστά το καλώς εννοούμενο «πάρε – δώσε» στο χώρο της τέχνης. Γενικότερα διαπιστώνουμε ότι οι περισσότερες μουσικές δημιουργίες του Παντελή αποτελούν παραλλαγές από γνωστούς σκοπούς της κρητικής μουσικής.
Και βέβαια, τη μορφοποίηση αυτής συντελείται στο πλαίσιο μιας προφορικής παράδοσης, όπου η διαρκής παραλλαγή είναι το κύριο συστατικό της. Ασφαλώς δε, στη μορφοποίηση της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας των δημιουργιών του Παντελή συμβάλλει καθοριστικά ο τρόπος παιξίματος και η προσωπικότητα του ως αφεντικού παραδοσιακού οργανοπαίκτη. Απλώς μελωδίες πολύ… κατανοητές. Ελκυστικά και όμορφα ακούσματα που μαρτυρούν τον πλούτο των εμπνεύσεων και των μουσικών ιδεών του δημιουργού τους. Οι συνθέσεις αυτές όλες, εκτός από την πολύ διακριτή τους μελωδία, έχουν τη δομή εκείνη που χαρακτηρίζει τις ολοκληρωμένες συνθέσεις πάνω σε μέτρο και ρυθμούς συρτού.»
Στο σημερινό δισκάκι, με το λαούτο του συνοδεύει ο Μαρκογιαννάκης Γιάννης, για τον οποίο έχουμε αναφερθεί σε αρκετές παλαιότερες αναρτήσεις.
Φωτογραφίες και τα ηχητικά αρχεία …(εδώ).
 



Κυριακή 8 Ιουνίου 2025

504. ODEON GA 7841 ΦΥΡΟΓΕΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ- ΚΟΝΙΤΟΠΟΥΛΟΣ ΜΙΧΑΛΗΣ- ΚΟΝΙΤΟΠΟΥΛΟΥ ΕΙΡΗΝΗ- ΜΑΝΙΑΤΗ ΑΝΝΑ- ΦΥΡΟΓΕΝΗ ΣΤΕΛΛΑ- ΠΩΓΙΑ ΚΟΚΟΝΑ- ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗ ΑΝΝΑ 1955

Φυρογένης Δημήτρης (Μετοχάρης)- Κονιτόπουλος Μιχάλης (Το μωρό)- Κονιτοπούλου Ειρήνη- Μανιάτη Άννα- Φυρογένη Στέλλα- Πώγια Κοκόνα- Καραμπεσίνη Άννα ODEON GA 7841 Πατινάδα (Από την πόρτα σου περνώ) (Συρτός) - Σκληρή καρδιά και πάψε πια (Μπάλος) 1955- 78rpm- 10''
 
«Ο Μιχάλης Κονιτόπουλος ή ¨Μωρό¨ γεννήθηκε στον Κυνίδαρο της Νάξου το 1908, μήνα Μάιο. Γονείς του ήταν ο Γιώργης Κονιτόπουλος ή ¨Βιολιτζής¨ και η Ειρήνη Μπουλαξή.
Όταν ήταν δέκα ετών, ο πατέρας του τον έστειλε σ’ ένα γάμο στις Εγγαρές, να παίξει βιολί, δίνοντας του για ¨τακίμι¨ τον έμπειρο λαουτιέρη από την Κόρωνο, Πέπο. Βιολί είχε μάθει από τον πατέρα του, πρώτη φορά όμως θα έπαιζε μπροστά σε κόσμο ως επαγγελματίας.
Μόλις τον είδε ένας Κωμιακίτης από μια παρέα του λέει, ώ!!! μα αυτό το μωρό θα παίξει βιολί, έτσι του βγήκε το όνομα Μωρό. Αυτό το μωρό έπαιξε τόσο γλυκό βιολί, που γέμισε ακόμα και τους δρόμους ανθρώπους και το γλέντι κράτησε μέχρι το πρωί που βγήκε ο ήλιος.
Το Μωρό, στα δεκαεννιά του χρόνια, ερωτευμένος, έκλεψε τη Μαρία Φυρογένη (αδελφή του Δημήτρη) σε πείσμα του πατέρα της και την παντρεύτηκε. Έκαναν έντεκα παιδιά, αλλά έχασαν τα έξι. Αυτά που έζησαν είναι η Ειρήνη Κονιτοπούλου-Λεγάκη, ο Γιώργος Κονιτόπουλος, ο Κώστας, η Αγγελική και ο Βαγγέλης.
Ήταν ο πρώτος απ΄ όλους τους Ναξιώτες οργανοπαίκτες, ο οποίος σπούδασε σε ωδείο. Δάσκαλος του ήταν ο πασίγνωστος εκείνη την εποχή Βύρων Κολάσης. Προπολεμικά, από το 1929 έως το 1939 εργαζόταν ως οικοδόμος στην Αθήνα. Μελετούσε τη νύχτα βάζοντας μια τσατσάρα στις χορδές του βιολιού για να μην ενοχλεί τα παιδιά και τους περίοικους στον ύπνο τους. Τις Κυριακές έπαιζαν και τραγουδούσαν με τα αδέλφια του Νικολή και Φλώριο, ως επί το πλείστον στου ¨Ψυρρή¨. Το 1939, αντιλαμβανόμενοι τον πόλεμο που ήταν προ των πυλών, μετακόμισαν μαζί με τον Δημήτρη Φυρογένη (κουνιάδος του) στη Νάξο.
Όταν τελείωσε ο πόλεμος, ο Δημήτρης γύρισε στην Αθήνα αλλά το ¨Μωρό¨ παρέμεινε στη Νάξο. Έτσι όταν ξεκίνησαν οι εκπομπές του Σίμωνα Καρρά στο Ε.Ι.Ρ., ο ¨Μετοχάρης¨ (Δημήτρης Φυρογένης) ήταν ο πρώτος που προσελήφθη να εκπροσωπήσει το νησιώτικο τραγούδι ως μουσικός. Πήρε λοιπόν την Ειρήνη για τραγούδι (το 1951) και ερχόταν και το ¨Μωρό¨ από την Νάξο για να παίξει βιολί.
Δισκογραφία δεν ήθελε να κάνει (εκτός από τέσσερα τραγούδια που έκοψε) κι έλεγε όταν τον παρότρυναν: «Όποιος θέλει να μ’ ακούσει, να έρθει εκεί που παίζω».
Ο Μιχάλης Κονιτόπουλος ή ¨Μωρό¨ ευτύχησε να καμαρώσει όλα του τα παιδιά να διαπρέπουν στη μουσική, παρόλο που ποτέ δεν ονειρεύτηκε κάτι τέτοιο.
Πέθανε το 1972 στις 26  Νοεμβρίου στο αγαπημένο του χωριό, τον Κυνίδαρο, 64 ετών, πολύ νέος δυστυχώς. Τεράστια η παρακαταθήκη που άφησε για τις επόμενες γενιές.»
«Ο Δημήτρης Φυρογένης ή Μετοχάρης γεννήθηκε στην Κεραμωτή της Νάξου, το 1914. Γονείς του ήταν ο Κωνσταντίνος Φυρογένης και η Αγγελική Καπίρη.
Ο Μετοχάρης θεωρείται ο μουσικός που καθιέρωσε τον τρόπο συνοδείας στο λαούτο , με την χρήση τρίφωνων ευρωπαϊκών συγχορδιών (ματζόρε- μινόρε – ντιμινοίτες ) , αλλά και αυτός που συνέβαλε δραστικά , στην ανανέωση του τοπικού ρεπερτορίου με πολλά λαϊκοδημοτικά κομμάτια. Από το 1929 εγκαταστάθηκε με την οικογένεια του πατέρα του στην Αθήνα και άρχισε να εργάζεται σε οικοδομικές εργασίες . Λίγο αργότερα καθώς πήγαινε το λαούτο του πατέρα του για επισκευή σ’ ένα οργανοποιό στην Αθήνα, γνωρίζει το δημοφιλή εκείνη την εποχή λαουτιέρη, Μίμη Ανδριανό ή Κουλουριώτη, ο οποίος έπαιζε μαζί με ηπειρώτικα συγκροτήματα στο κέντρο ΕΛΑΤΟΣ στην πλατεία Βάθης.
Σχεδόν κάθε βράδυ πήγαινε στο κέντρο και παρακολουθούσε το δεξιοτέχνη αυτό μουσικό . Όταν επέστρεφε σπίτι μελετούσε μόνος του και έτσι γρήγορα μαθαίνει το χειρισμό του οργάνου, τις μουσικές κλίμακες και τις θέσεις των ακόρντων στην ταστιέρα. Η έφεση του στο λαούτο, η καλή του φωνή και το παρουσιαστικό του, του δίνουν γρήγορα την δυνατότητα να ξεκινήσει να παίζει και να πρωταγωνιστεί σε ναξιώτικα στέκια στην Κυψέλη, μαζί με το βιολιτζή Μάριο Λεγάκη ή Γιαλινάκη από την Κόρωνο. Στην ίδια περιοχή έπαιζε και η κομπανία του Πουλονικολή (με τ’ αδέρφια του Μιχάλη και Φλώριο) . Έτσι αναπτύχθηκε μια ανταγωνιστική σχέση ανάμεσα στα δύο συγκροτήματα. Ο ίδιος σε συνέντευξή του λέει:
‘’-Από τη μια αυτοί οι τεχνίτες οι Κονιτοπουλέοι και από την άλλη εμείς οι νέοι στην πιάτσα . Και είχαμε μεγάλη επιτυχία . Παίρναμε όλη τη δουλειά . Βλέπεις είχα καλό παρουσιαστικό, ήμουν ¨ηθοποιός¨ και εντυπωσίαζα με την εμφάνιση και το τραγούδι μου . Όλες οι κοπέλες που κυκλοφορούσαν στην περιοχή μαζεύονταν σε μας …’’
Το 1939 κατεβαίνει για λίγο στο νησί νιόπαντρος και ξεκινάει περιοδεία στα πεδινά χωριά μαζί με τον Πουλονικολή. Τότε αρχίζει να γίνεται γνωστός όχι μόνο ως μουσικός που σόλαρε  στο λαούτο , αλλά και ως τραγουδιστής που μπορούσε να τραγουδήσει τα σουξέ (λαϊκοδημοτικά) της εποχής . Με την έναρξη του πολέμου φεύγει για το μέτωπο και μετά την οπισθοχώρηση επιστρέφει στο νησί, όπου ¨τακιμιάζει¨ με τον Σταματομανώλη  και ξεκινούν να παίζουν στα εύφορα (ακόμα και την περίοδο της κατοχής) Λειβαδοχώρια. Η επιτυχία του τακιμιού τους ήταν μεγάλη και γρήγορα έγινα περιζήτητοι στην περιοχή αυτή.
Μετά τον πόλεμο επιστρέφει στην Αθήνα και μαζί με τον Σταματογιάννη  δίνουν ακρόαση στον Σίμωνα Καρά για να παίξουν στις εκπομπές στο ραδιόφωνο. Ο Καράς τους εγκρίνει και έτσι ξεκινάει ν’ ακούγεται στο ραδιόφωνο το πρώτο ναξιώτικο τακίμι την περίοδο 1951-1952 . Δύο χρόνια μετά -με προτροπή του Καρά- στο σχήμα ενσωματώνεται η ανιψιά του, Ειρήνη Κονιτοπούλου και λίγο αργότερα ο πατέρας της ο ¨Μωρός¨ Μιχάλης Κονιτόπουλος  αντικαταστεί τον Σταματογιάννη στο βιολί. Η κομπανία μέσω του ραδιοφώνου γίνεται δημοφιλής πανελλαδικά και έτσι ανοίγει ο δρόμος για τη δισκογραφία με την ηχογράφηση τεσσάρων τραγουδιών στην Odeon, μαζί με την Άννα Καραμπεσίνη από τα Δωδεκάνησα (τα δυο είναι στο σημερινό δίσκο).
Ο Μετοχάρης συνεχίζει για πολλά ακόμα χρόνια τη σταδιοδρομία του στα νυχτερινά μουσικά στέκια της πρωτεύουσας άλλοτε μαζί με ¨το Μωρό¨, άλλοτε με τον Σταματομανώλη  και αργότερα με τον ανιψιό του, Γιώργο Κονιτόπουλο. Τα καλοκαίρια επέστρεφε πάντα στο νησί για να παίξει με τακίμια στα πανηγύρια του νησιού . Η επαφή του με τη μουσική σκηνή της Αθήνας τον προέτρεψε να συνθέσει ένα λαϊκό χορευτικό (συρτορούμπα) τραγούδι, στα πρότυπα της δισκογραφικής λογικής της μεταπολεμικής περιόδου, το ¨Μαράθηκα για σένανε¨, που έμελλε να αγαπηθεί ιδιαίτερα από τον κόσμο της Νάξου και να ενσωματωθεί γρήγορα στο τοπικό ρεπερτόριο των βιολιών , ως μερακλίδικο συρτό.»
Ο σημερινός δίσκος, ο πρώτος για την Ειρήνη Κονιτοπούλου, τον πατέρα της Μιχάλη και τον θείο της Δημήτρη. Συνοδεία η Άννα Μανιάτη, η Στέλλα Φυρογένη, η Κοκόνα Πώγια και η Άννα Καραμπεσίνη.
Τρομερή η φωνή της Ειρήνης Κονιτοπούλου, ειδικά στον Μπάλο. Βιογραφικά στοιχεία για την Ειρήνη θα βρείτε σε παλιότερες αναρτήσεις. Σήμερα διάλεξα να αφιερωθώ στο ¨Μωρό¨ και τον ¨Μετοχάρη¨.
Να ευχαριστήσω τον Κλεάνθη Ατσαλάκη (στο κανάλι του θα βρείτε αρκετές από τις ηχογραφήσεις του Μωρού στην Ε.Ι.Ρ.) για την βοήθεια του στη συλλογή των βιογραφικών στοιχείων. Επίσης πολλά βιογραφικά στοιχεία είναι από το βιβλίο του Βαγγέλη Κονιτόπουλου ¨Η τέχνη της μουσικής στη Νάξο¨.
Πληροφορίες, φωτογραφίες και τα ηχητικά αρχεία …(εδώ).
 

 

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2025

503. COLUMBIA SCDG 3068 ΤΡΟΜΑΡΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ 1960 (Ηχογράφηση 1953)

Τρομάρας Βασίλειος COLUMBIA SCDG 3068 Αρβανιτοβλάχικο (Συρτό στα τρία) - Ο ήλιος (Τσάμικο) 1960 (Ηχογράφηση 1953) - 45rpm- 7''
Ο Βασίλης Τρομάρας γεννήθηκε το 1910 (για άλλους το 1905) στο Τσοτύλι Κοζάνης. Αργότερα κατέβηκε στη Λάρισα  κι από κει στο Βελεστίνο της Μαγνησίας, όπου και εγκαταστάθηκε μόνιμα. Εργάστηκε ως κλαρινίστας κυρίως στην περιοχή της Θεσσαλίας.
Αγαπούσε πολύ τη μουσική, κυρίως το κλαρίνο του. Ήταν αυτοδίδακτος. Έπαιζε σε πανηγύρια, σε γάμους, όπου τον καλούσαν. Έπαιζε με την  ψυχή του, ζούσε την κάθε νότα του.
Ηχογράφησε περίπου δέκα κομμάτια (κόπηκαν τόσο στις 78 όσο και στις 45 στροφές) με συμμετοχή σε αρκετές συλλογές. Συγκαταλέγεται σε έναν από τους σημαντικότερους κλαρινίστες  με την εκτέλεση του ¨Ήλιου¨ σε μία από τις καλύτερες.
Έχει δύο παιδιά, τον Γιώργο και τον Νίκο, οι οποίοι επίσης παίζουν κλαρίνο και κιθάρα. 
«Κάποια μέρα πήγε με την παρέα του να παίξουν και να τραγουδήσουν στο  Στεφαvοβίκειο. Τη μέρα εκείνη  (9 Μαΐου ) ήταν  η εορτή των Ταξιαρχών. Καθώς περνούσε έξω από την Εκκλησία είπε στην παρέα του: «Παιδιά θα μπω να ανάψω ένα κεράκι, δεν  θα αργήσω».  Μάταια τον περίμεναν οι σύντροφοί του.
Η ώρα περνούσε κι αυτός δεν έβγαινε από την Εκκλησία. Ανησύχησαν και μπήκαν μέσα. Τον είδαν να στέκεται ακίνητος κρατώντας το κερί στο χέρι του και να ακούει τον παπά και τους ψάλτες που έψελναν με καθαρά βυζαντινό ύφος. Όταν τελείωσε η Θεία Λειτουργία, φιλώντας με σεβασμό το χέρι του παπά, είπε με παράπονο: “Δεν μπορούσε αυτή η ουράνια μελωδία να κρατήσει μέχρι το βράδυ;” Δεν θα πήγαινα καθόλου για το μεροκάματο…”»
Ο Βασίλης Τρομάρας απεβίωσε το 1996.
Το σημερινό 45άρι κυκλοφόρησε το 1960, ενώ τα τραγούδια ηχογραφήθηκαν και πρωτοκυκλοφόρησαν σε γραμμοφωνικούς δίσκους το 1953. Εδώ η Columbia πήρε από δυο διαφορετικούς δίσκους με κωδικούς DG 7026 και DG 7027 τα σημερινά τραγούδια. Προφανώς διάλεξε τα δυο καλύτερα από τα τέσσερα και τα έκοψε σε 45άρι. Δεν πρέπει να παραλείψουμε την συνεργασία του Τρομάρα με τον Παντελή Καβακόπουλο στα συγκεκριμένα τραγούδια.
Οι εκτελέσεις των τραγουδιών από τον Τρομάρα είναι για σεμινάριο.
Πληροφορίες, φωτογραφίες και τα ηχητικά αρχεία …(εδώ).
 

 

Δευτέρα 2 Ιουνίου 2025

502. POLYDOR V 45092-3 ΛΑΓΟΥΔΑΚΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ 1927

Λαγουδάκης Μιχάλης POLYDOR V 45092-3 Ο Πεντοζάλης - Σούστα Ρεθεμνιώτικη 1927- 78rpm- 10''
 
«Ο Μιχάλης Λαγουδάκης γεννήθηκε στη Σκοπή Σητείας την 27-4-1904. Ο πατέρας του Ιωάννης ήταν δεξιοτέχνης της λύρας μα και του βιολιού στη συνέχεια. Φυσικό ήτο να εμφυσήσει το πνεύμα της θείας μουσικής στο γιο του Μιχάλη, που από ηλικία πέντε χρόνων έπαιζε ένα μικρό λυράκι και κάπου κάπου πήγαινε και μέχρι το απέναντι χωριό, το Παρασπόρι, και διασκέδαζε με το λυράκι του τις χανούμισσες (αναφέρομαι στους χρόνους της Τουρκοκρατίας). Εκείνες ευχαριστημένες του έριχναν μέσα στο λυράκι μικρά νομίσματα της εποχής, τα μετζίτια.
Στη συνέχεια έπιασε το βιολί και σ' αυτό πρακτικά διοχέτευσε το μουσικό του ταλέντο. Μετά το δημοτικό σχολείο πήγε στη Νεάπολη Λασιθίου, όπου φοίτησε στο εκεί γυμνάσιο, διότι στη Σητεία δεν λειτουργούσε τότε πλήρες γυμνάσιο. Σε ηλικία 16 ετών αποφοίτησε από το γυμνάσιο και γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου φοίτησε πέντε χρόνια και αποφοίτησε πτυχιούχος Ιατρικής σε ηλικία 21 ετών.
Στα χρονικά περιθώρια των πανεπιστημιακών σπουδών παρακολουθούσε στο Ωδείο μαθήματα ευρωπαϊκής μουσικής με όργανο το βιολί, αλλά παράλληλα και μαθήματα βυζαντινής μουσικής.
Στη συνέχεια στρατεύεται και υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία ως ανθυπίατρος στα Χανιά, όπου εξ αιτίας του βιολιού του δημιουργεί πολλούς φίλους.
Πτυχιούχος Ιατρικής επιστρέφει και εγκαθίσταται στη Σητεία, όπου, εκτός της Ιατρικής, με τις ωραίες και γλυκύτατες κοντυλιές του θα κυριαρχήσει στην τοπική κοινωνία και θα γίνει πασίγνωστος στις καλές παρέες, που αποζητούσαν τα μελωδικά του ακούσματα, μα και την καλή του συντροφιά. Παράλληλα, θα ασχοληθεί και με τη σύνθεση σε διασκευή δικής του κρητικής μουσικής, που κατέγραψε σε παρτιτούρες και εκτυπώθηκαν από Μουσικό οίκο της Αθήνας από τον οποίο και εκδόθηκαν.
Η μουσική αυτή αποτελεί μια συλλογή με τον τίτλο «Κρητικοί Χοροί» και περιλαμβάνει Κοντυλιές, Μελωδία του Ερωτόκριτου, Μελωδία του Γάμου, Σούστα Ρεθεμνιώτικη, Συρτό Χανιώτικο, Αγκαλιαστό, Στειακό Πηδηχτό. Την ίδια περίοδο (1927-1930) ηχογραφεί στην Αθήνα και εκδίδει δίσκο με παραδοσιακή μουσική απ' όλη την Κρήτη, που η κυκλοφορία του συμπίπτει με την αρχή της τεχνικής της ηχογράφησης σε δίσκους στην Ελλάδα.
Η αγάπη του για τη μουσική μας παράδοση τον υποχρέωσε να απευθύνει επιστολή στο περιοδικό «Μύσων» το έτος 1933, όπου εκφράζει την αγανάκτησή του για την εισβολή των μοντέρνων τραγουδιών με συνέπεια τον παραγκωνισμό των παραδοσιακών. Γράφει σε κάποιο σημείο: «...Και τώρα ακόμη παρατηρεί κανείς ότι μουσικά τινά θέματα εξετοπίσθησαν από ορισμένα χωριά, αντικατασταθέντα από μοντερνισμούς συμφώνως προς το πνεύμα της εποχής» (Μύσων, 1933, Τόμος Β, τεύχ. 3, σελ. 236)
Το 1931 παίρνει μέρος στις εξετάσεις της Υγειονομικής Σχολής Αθηνών, όπου επρώτευσε. Μετά την εκπαίδευσή του διορίζεται Νομίατρος στο Ηράκλειο Κρήτης, όπου και γνωρίζεται με την ερίτιμον σύζυγο του Ηλέκτρα Φορτσάκη, την οποίαν και θα μνηστευθεί αργότερα. Μετά το κίνημα του Ελευθ. Βενιζέλου το 1935 θα τεθεί σε διαθεσιμότητα και στη συνέχεια θα μετατεθεί στην Πρέβεζα. Το 1936, υπηρετώντας στην Πρέβεζα, μνηστεύεται την Ηλέκτρα και στη συνέχεια το 1937 πραγματοποιεί και τον γάμο του, οπότε και μετατίθεται στις Σέρρες, όπου και εγκαθίσταται οικογενειακώς.
Τον Μάιο του 1940, η σύζυγός του λόγω εγκυμοσύνης επέστρεψε με τον πρωτότοκο γιο τους Γιάννη στην Κρήτη και ο Μιχάλης παραμένει στις Σέρρες μέχρι της εισβολής των Γερμανών, οπότε και αναχωρεί για την Αθήνα. Λόγω αδυναμίας να προωθηθεί στην Κρήτη, θα παραμείνει στην Αθήνα μέχρι το τέλος του 1941. Το 1942 κενούται η θέση του Νομιάτρου στον Αγιο Νικόλαο Κρήτης και τοποθετείται σ' αυτήν. Στον Αγιο Νικόλαο εγκαθίσταται πλέον με την οικογένειά του και θα παραμείνει μέχρι το έτος 1950.
Ο Μιχάλης με την Ηλέκτρα δημιούργησαν μια πολύ αξιόλογη οικογένεια. Είχαν την ευτυχία να δώσουν στην κοινωνία τρία αξιόλογα παιδιά, τον Γιάννη, πολιτικό μηχανικό, τον Μηνά, γιατρό, και τον Γιώργο, αρχιτέκτονα μηχανικό, όλοι διακεκριμένοι και λαμπροί επιστήμονες.
Τώρα επί προσωπικού: τον αείμνηστο Μιχάλη εγνώρισα το έτος 1942 στον Άγιο Νικόλαο, σαν μαθητής του προγυμνασίου. Εκεί, κάποια μέρα, περνώντας από το Νομιατρείο, αυθόρμητα μπήκα μέσα και είχα την πρώτη προσωπική επαφή μαζί του. όμως η ιστορία λέει πως από το 1928-29 ο Μιχάλης είχε καλές γνωριμίες με τη οικογένεια του πατέρα μου στη Σητεία. Μετά την επαφή μας στον Άγιο Νικόλαο κατά διαστήματα τον συνάντησα πολλές φορές μέχρι τελευταία στην Αθήνα, στη γειτονιά του.
Ο Μιχάλης Λαγουδάκης, πέραν από την επιστημονική του ιδιότητα, είχε και δυο χαρισματικές προσφορές της φύσης:
1. Την μουσική που έρεε μέσα στις φλέβες του. Βιολιστής ονειροπόλος. Όταν έπαιζε, έδινε την εντύπωση πως προσπαθούσε να διοχετεύσει την ψυχή του στις χορδές του βιολιού του και έβγαζε ήχους γλυκύτατους, τον εσωτερικό του κόσμο. Στις εκκλησίες έδιδε διέξοδο στο άλλο μεγάλο του μεράκι, την βυζαντινή μουσική, που είχε καλά μελετήσει και αγαπήσει, θεωρώντας την μουσικό απόηχο του Ελληνισμού.
2. Το άλλο μεγάλο προικοδότημα της φύσης ήτο το μεγαλείο της ψυχής του. Αυτό έβγαινε από μόνο του στο πρόσωπό του, στην έκφρασή του, στην συμπεριφορά του, στις σχέσεις του με τους συνανθρώπους του. Καταδεκτικός, σεμνός, γαλήνιος, απέπνεε εκτίμηση και αγάπη σε γνωστούς και αγνώστους.
Αιχμαλώτιζε κυριολεκτικά με την αυθόρμητη και πηγαία συμπεριφορά του. Τελειώνοντας, τι να ευχηθώ για το φίλο αείμνηστο Μιχάλη; Εκείνος έχει τις ευχές των αγίων που τους διακόνησε στην ενάρετη ζωή του και πάντα τους είχε κοντά του και τους έψαλλε με την ωραία φωνή του. Είναι αλήθεια πως η σεμνότητά του δεν θα μου επέτρεπε να γράψω όσα έγραψα. Ενήργησα αυθαίρετα μα κατ' επιταγήν δικής μου προσωπικής ανάγκης. Εκείνης που κρατά ζωντανή τη μνήμη του, ώστε να τον θυμάμαι, να τον θυμόμαστε πάντα. (Του Ηλία Γ. Οικονομάκη (από την εφημερίδα «Κρητική Γνώμη», Ιούνιος 2002), επιμέλεια : Θοδωρής Ρηγινιώτης ).
Ο Μιχάλης Λαγουδάκης απεβίωσε το 1991.»
Εξαιρετικός ο Μιχάλης Λαγουδάκης στο σημερινό γραμμοφωνικό δίσκο από τη Γερμανική Polydor το 1927. Στις ετικέτες αναγράφετε ότι παίζει με λύρα. Επίσης δεν γίνεται αναφορά στον πασαδόρο. Οι περισσότερες φωτογραφίες είναι από το ¨Μίλιε μου Κρήτη απ’τα παλιά¨ . Στο φάκελο που θα κατεβάσετε θα βρείτε και τις παρτιτούρες για τις οποίες γίνεται αναφορά παραπάνω. Σημαντικό είναι επίσης ότι ο σημερινός δίσκος ψηφιοποιήθηκε με βελόνα κατάλληλη για γραμμοφωνικούς δίσκους.   
Πληροφορίες, φωτογραφίες και τα ηχητικά αρχεία …(εδώ).