Δευτέρα 28 Ιουνίου 2021

89. HIS MASTER'S VOICE A.O. 50 ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΝΙΚΟΣ- ΚΡΙΩΝΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ- ΚΑΛΑΜΠΟΥΣΗΣ ΑΝΤΩΝΗΣ 1922

 Κόκκινος Νίκος- Κριωνάς Δημήτρης- Καλαμπούσης Αντώνης- Αθηναϊκή Μαντολινάτα HIS MASTER'S VOICE A.O. 50 Το τσοπανόπουλο (Τσοπανόπουλο θλιμμένο) - Το λεν οι κούκοι στα βουνά 1922- 78rpm- 10''

Το όνομά του ήταν Νικόλαος Κόκκινος και υπήρξε ένας αγνός και ανόθευτος Έλληνας ξεχασμένος και για πολλούς άγνωστος συνθέτης και τραγουδιστής  (Αθήνα 1861 - Κωνσταντινούπολη 1920). Πρόκειται για διακεκριμένο συνθέτη λαϊκών χορωδιακών τραγουδιών (καντάδες), από τους μεγαλύτερους Έλληνες τραγουδοποιούς όλων των Εποχών. Γνήσιος τροβαδούρος, σχεδόν αυτοδίδακτος, εξαιρετικός κιθαρίστας, προσέγγισε όλα τα είδη του λαϊκού τραγουδιού, με ευκολία, επιδεξιότητα και ποικιλία, δημιουργώντας παράλληλα ιδιαίτερο είδος αθηναϊκής καντσονέτας, άλλοτε εύθυμης και άλλοτε αισθηματικής. Ο Κόκκινος δεν έκανε ποτέ θεωρητικές μουσικές σπουδές. Όλες οι ελλείψεις του αναπληρώνονταν από τη μαγική λέξη «ταλέντο»!
Αντίθετα με το σύνολο των συναδέλφων του, η ιδιοσυστασία του κάθε τραγουδιού του και οι μετατροπές του δεν είχαν καμία ξενική επίδραση. Σε στιγμές αυθόρμητης έμπνευσης παρήγαγε έντεχνες συνειδητές λαϊκές δημιουργίες γεμάτες με τη γνήσια λυρική συγκίνηση που διακρίνει τους αγνούς ανθρώπους. Ύμνησε τον έρωτα, τα τζιτζίκια, τα νιάτα, το βουνό και τη θάλασσα. Συνδύαζε τις καλοκαιρινές βραδιές με τα αρώματα των περιβολιών και το αυγουστιάτικο φεγγάρι με τα ιδεατά χάδια της ονειρεμένης του αγάπης. Αναγνωριζόταν στην εποχή του ως ο κορυφαίος συνθέτης της Ελλάδας, αναγορευμένος από το κοινό με αυθόρμητο δημοψήφισμα!
Θεωρείται ένας από τους στυλοβάτες και ο πλέον αντιπροσωπευτικός της καντάδας. Καταγραφόταν στην εποχή του ως ένα μελωδικό ηφαίστειο παρά το γεγονός ότι δεν είχε ιδιαίτερη μουσική μόρφωση. Αυτοσχεδίαζε πάντα τις καντάδες του, τις οποίες συνόδευε με την κιθάρα του. Το παντοδύναμο μουσικό του ένστικτο, οδηγούσε τις συνθέσεις του στους ασφαλέστερους δρόμους. Η χαριτωμένη βαρκαρόλα του, δηλαδή τραγούδι με θαλασσινό και ερωτικό θέμα, με τίτλο «Φύσ’ αγέρι» κυλά σαν τα κύματα του Ελληνικού γιαλού που τόσο λάτρευε και εξυμνούσε. Παντού το συναίσθημα το θερινό αεράκι, όπως στις συνθέσεις του «Η βάρκα μας καρτερεί» και το «Έχε γειά».
Γεννημένος μουσικός είχε κάθε δικαίωμα να περιφρονεί τη μάταια γνώση. Υπάρχει ένα ακόμη τραγούδι του, το «Τσομπανόπουλο», που θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει ένα συμφωνικό ποίημα με τη μελωδία και τη χρωματική του ποικιλία. Αλλά ο ίδιος δεν σκεφτόταν ποτέ την προβολή του και δεν τον κατείχαν μάταιες φιλοδοξίες. Το τραγούδι και μόνον το τραγούδι ήταν η ζωή και το όνειρό του και η πνευματική του παραγωγή, τα τραγούδια του, μπορούν να αποτελέσουν μια ξεχωριστή φιλολογία. Περιστρέφεται γύρω από τον έρωτα και τη φύση, είναι ρομαντικός και απευθυνόταν στις ευαίσθητες ψυχές γράφοντας το «Αν αληθώς μ’ αγαπάς», το «Μη με ρωτάς» και το «Πες μου αγάπη μου».
Από τραγούδια του, όπως «Τον είδατε τον Σταυραητό», δεν έλειπαν η λεβεντιά και η χάρη της Ρούμελης. Όπως επίσης πολλά τραγούδια του διέπονται από ένα ιδιότυπο χιούμορ. Ανάμεσά τους το «Γελαστή, χαρωπή», «Όποια θέλει παντρειά», «Η Μόδα» κ.ά. Το πρωτότυπο κράμα των μελωδιών του, ανάμεσα στο δημοτικό άσμα, το Σμυρναίικο τραγούδι, τη καντάδα κ.λπ. αποκάλυπτε το μεγαλείο της λαϊκής έμπνευσης. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που αναζήτησαν τρόπους να κατατάξουν τις δημιουργίες, καταλήγοντας πως υπήρξε ο δημιουργός ενός είδους αθηναϊκής και τις περισσότερες φορές εύθυμης καντσονέτας.
Όπως όλοι οι αυθεντικοί δημιουργοί, ίσα που κατόρθωνε να επιβιώνει από την τέχνη του. Εξάλλου, δεν ήταν κοσμικός και φρόντιζε να διαφημίζει το όνομα και τις δημιουργίες του. Συνέθετε για να κερδίζει τα προς το ζην και συμπληρωματικά έπαιζε δεύτερο βιολί στις ορχήστρες των θερινών θεάτρων. Είχε έναν ιδιαίτερο έρωτα για το καλοκαίρι, το οποίο ύμνησε, όπως ύμνησε τη ζωή και τον αττικό ουρανό. Λειτούργησε ως πηγαία και εκρηκτική φλέβα του τραγουδιού, αλλά παραδόθηκε στη λήθη, χαμένος στην τριβή της καθημερινότητας. Απέμεινε ίσως το πασίγνωστο «Τζιτζικάκι» του για να λέει τα μυστικά του: «Έχω δύο λόγια μυστικά, πουλάκι μου, / κρυμμένα στην καρδιά μου τζιτζικάκι μου. / Μ’ αγάπη είναι γραμμένα μα τα κάλλη σου/ Τρελαίνομαι για σένα, τζιτζικάκι μου»! Είχε γεννηθεί στην Αθήνα, τα τελευταία ρομαντικά χρόνια του Όθωνα, το 1862. Έζησε στην ελληνική πρωτεύουσα όλη του τη ζωή, την οποία αποχαιρέτησε όταν βασίλευε ο Αλέξανδρος Α΄, στα τέλη 1919 και ενώ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη.
 
Ο Δημήτρης Κριωνάς κατάγεται από την Ρωσία, όπου έχει σπουδάσει στο ωδείο της Οδησσού, μετά το τέλος των σπουδών του άρχισε η καλλιτεχνική του δράση με μεγάλη επιτυχία στα θέατρα Χαρκόβου, Κιέβου και Οδησσού. Κατά την αρχή της Ρωσικής επανάστασης αναχώρησε για την Ελλάδα, όπου και θριάμβευσε στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών.
Στην πρώτη πλευρά του δίσκου έχουμε τον Δημήτρη Κριωνά. Σύμφωνα με την παρτιτούρα που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Φέξη με τίτλο "Το τσομπανόπουλο", το τραγούδι είναι σύνθεση του Νικολάου Κόκκινου σε στίχους του Ευάγγελου Παντόπουλου.
H ηχογράφηση πραγματοποιήθηκε στο διάστημα 28 Ιανουαρίου-16 Φεβρουαρίου 1922 από τον ηχολήπτη Harold Fleming.
Στην δεύτερη πλευρά του δίσκου έχουμε τον Καλαμπούση Αντώνη (βιογραφικά στοιχεία δυστυχώς δεν βρήκαμε). Γράφει ο Πελλέας [Πελλέας-Βίλχελμ Μάϊστερ] (βλ. "Η μουσική κίνησις", περ. Τα παρασκήνια, Έτος Α', τ. 4, Αθήνα 16.4.1924, σελ. 15) για την εμφάνιση του τραγουδιστή της ηχογράφησης Α. Καλαμπούση στη συναυλία του Ωδείου Αθηνών στις 25.3.1924 στο θέατρο Ολύμπια:
"Η έκπληξις της συναυλίας αυτής ήτο ο βαθύφωνος κ. Καλαμπούσης. Τύχη αγαθή! Το ελληνικό έθνος θα έχη εις την υπηρεσίαν του έναν τουλάχιστον βαθύφωνον, που να μη βασκαθή η καλλιτεχνική δίψα των Κοινωνιών μας! Η φωνή του έχει πάχος φυσικόν, ομοιότητα και ισότητα αξιών εις όλες της νότες του. Με καλλιέργειαν θα αποκτήση ασφαλώς και πολύ μεγαλείτερον πάχος!"
Στη σημερινή ανάρτηση, έχουμε από τις πρώτες ελληνικές προσπάθειες τύπωσης γραμμοφωνικών δίσκων.  Η ηχογράφηση βέβαια έγινε από τον Harold Fleming πιθανότατα σε κερί. Και τι έχουμε σαν αποτέλεσμα; Το πάντρεμα του μοντέρνου (τενόροι με καπελάκια και μαντολινάτες), με δυο κλασικά δημοτικά τραγούδια. ¨Το τσοπανόπουλο¨ και ¨Το λεν οι κούκοι στα βουνά¨.  Στις πρώτες ηχογραφήσεις, εκείνες τις δεκαετίες του 1910 και 1920, τενόροι τραγουδάνε δημοτικά τραγούδια (βλέπε Στασινόπουλο ανάρτηση 59), θέλοντας να πάνε με το ρεύμα της εποχής αλλά να προσεγγίσουν και το αγοραστικό κοινό. Αργότερα βέβαια παράλληλα με το ελαφρό (μαντολινάτες, τενόροι κ.α.) τραγούδι έρχονται και τα δημοτικά, νησιώτικα, ρεμπέτικα, κρητικά, αμανέδες κ.α.. Οι πρώτες όμως ηχογραφήσεις έχουν αυτό το ύφος.    
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ)
 




Σάββατο 26 Ιουνίου 2021

88. MINOS 5244 ΚΑΛΟΜΟΙΡΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ- ΛΑΡΕΤΖΑΚΗΣ ΜΑΝΩΛΗΣ- ΠΑΠΑΤΣΑΡΑΣ ΜΑΝΟΥΣΟΣ 1971

Καλομοίρης Γιώργος (Γιωργαντός)- Λαρετζάκης (Λαρεντζάκης) Μανώλης- Παπατσάρας Μανούσος MINOS 5244 Μια αγάπη - Τα μαύρα μάτια σου 1971- 45rpm- 7''

¨Αυτή η μικρή αναφορά στο έργο στην πορεία και την δημιουργία του Γιώργαντου, σκοπό κυρίως έχει την νέα γενιά, που αν πάει κιανείς σήμερο σ' ένα χωριό της Κρήτης, ένα Ηλιοβασίλεμα και αφήσει το βλέμμα του σε κείνα τα ερημοκαταλύματα, με τα ξερά χόρτα που δέχουνται τσ' αχτίνες του Ήλιου, θέλει δε θέλει, θ' απλώσει το χέρι του και θα ακουμπήσει εκείνες τις ερειπωμένες μνήμες, θα χαϊδέψει εκείνα τα απλά αντικείμενα μέσα στα χαλάσματα και θα διακρίνει εκείνο τον Λαϊκό Πολιτισμό, που ξεπροβαίνει μέσα από το χρόνο, με κείνη την παρουσία του Ήλιου που βαδίζει προς το Χρυσορόδυσμά ντου.
Κι ύστερα πιο πέρα μια πεζούλα πετρόχτιστη, στέκει ακόμη στα χαλάσματα και αν κάτσει κιανείς απάνω, η σκέψη, μόνο για σεβασμό και αυτοσεβασμό, θα μπορούσε να μιλήσει. Ο λογισμός μας θα προπατίξει, σ' αυτά τα Άγια Χώματα, με την αξεπέραστη κληρονομιά, είτε λέγεται λαϊκή δημοτική μουσική, είτε δημοτικό τραγούδι, είτε λαϊκή αρχιτεκτονική και αισθητική, είτε ντοπιολαλιά και γενικά εκείνο που λέμε και εννοούμε λεγοντας Λαϊκό πολιτισμό.
Χωρίς την Ιστορία μας, χωρίς τη Γλώσσα μας, χωρίς την ίδια μας την ταυτότητα, στις ανακατατάξεις που επιφέρουν, οι αλλαγές στις παραγωγικές σχέσεις και στην σημαντική αλλοτρίωση του χαρακτήρα του ανθρώπου, από την τεχνολογική εξέλιξη, χωρίς την λαϊκή θυμοσοφία, όλα τα άλλα μετριούνται, στις μέρες μας σε κέρδος και χρήμα! Με αυτές τις σκέψεις πιστεύουμε πως απλά καταγράφουμε μια πορεία ενός καλλιτέχνη, που έχει προσφέρει πολλά. Κυρίως όμως, πως αυτά που πρόσφερε έχει ιερό καθήκον, να τα παραδώσει στις ερχόμενες γενιές αμόλευτα και αληθινά.¨ Απόσπασμα από τη βιογραφία του Γιωργαντού που θα βρείτε στην ανάρτηση  34 και στις πληροφορίες.

Ο Μανώλης Λαρετζάκης γεννήθηκε στο Πισκοπιανό Χερσονήσου. Από μικρός του άρεσε η κρητική μουσική. Εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1969 να παίζει λαούτο. Γρήγορα έγινε πολύ γνωστός και πολλοί λυράρηδες ήθελαν τη συνεργασία του. Έπαιξε δίπλα σε πάρα πολλούς αξιόλογους λυράρηδες όπως τους: Γιώργο Καλομοίρη, Νίκο Σωπασή, Γιάννη Κουφαλιτάκη, Μανουρά, Κεφαλογιάννη, Στέλιο Βασιλάκη, Αλέκο Πολυχρονάκη, Μανόλη Καρπουζάκη και πάρα πολλούς άλλους.
Έχει λάβει μέρος σε πολλές δισκογραφικές δουλειές, με αρκετούς καλλιτέχνες της χώρας. Το 1975 παρουσιάζει τον πρώτο του ατομικό δίσκο 45 στροφών. Το 1976 δισκογραφεί μαζί με τον Γιώργο Καλομοίρη. Το 1979 δισκογραφεί μαζί με τον Νίκο Σωπασή. Το 1981 γράφει τον δεύτερο ατομικό του δίσκο. Έχει παίξει λαούτο και έχει τραγουδήσει όχι μόνο στην Ελλάδα. Μετά από προσκλήσεις Κρητικών ομογενών έχει επισκεφτεί αρκετές φορές την Αμερική, τον Καναδά, την Αυστραλία, την Αίγυπτο και την Κύπρο.
 
Για τον Μανούσο Παπατσάρα έχουμε αναφερθεί στην ανάρτηση 76.
Δύσκολα τα μεγάλα νούμερα της MINOS, δύσκολη και η ζέστη. Έχει και αυτό το κάτι ο Καλομοίρης (στο ¨Μια αγάπη¨), εκεί στις αρχές του ΄70 αρχίζει να κάνει την εμφάνιση του και να ξενίζουν τα κρητικά χαρακτηριστικά (πάντα προσωπική άποψη). Από το παίξιμο της λύρας μέχρι τα τσαλίμια της φωνής (κάτι αντίστοιχο ο Ζάχος για τα δημοτικά). Δυστυχώς τώρα ψάχνουμε το αντίθετο, το ¨παλιακό¨.
(Τα σκαναρισμένα εξώφυλλα που προστέθηκαν είναι του Ιδομενέα από Ρέθυμνο και τον ευχαριστώ πολύ που συμβάλει στη προσπάθεια καταγραφής). 
 Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο ….(εδώ)
 





Πέμπτη 24 Ιουνίου 2021

87. FIDELITY EP 8011 ΚΟΝΙΤΟΠΟΥΛΟΥ ΕΙΡΗΝΗ- ΣΑΜΙΟΥ ΔΟΜΝΑ- ΠΕΡΡΑΚΗΣ ΜΑΝΩΛΗΣ- ΜΑΝΙΑΤΗ ΑΝΝΑ- ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ ΝΙΚΟΣ- ΠΑΠΑΣΤΕΦΑΝΟΥ ΑΜΑΛΙΑ 1959

 Σαμίου Δόμνα- Κονιτοπούλου Ειρήνη- Περράκης Μανώλης (Χαρκιάς)- Μανιάτη Άννα- Στεφανίδης Νίκος- Παπαστεφάνου Αμαλία FIDELITY EP 8011 Θάλασσα ΄π΄ όλα τα νερά (Συρτός) - Μπάλλος - Στου Μαγιού τις μυρωδιές (Κρητικός πεντοζάλης) - Κάτω στο γιαλό (Δετός χορός στα τρία) - Κανονάκι σόλο - Πέρα στους πέρα κάμπους (Χορός ζερβός Δωδεκανησιακός) 1959- 45rpm- 7''


Η Δόμνα Σαμίου γεννήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 1928 στην Καισαριανή της Αθήνας και πέθανε στις 10 Μαρτίου 2012. Οι γονείς της ήταν μικρασιάτες πρόσφυγες από το Μπαϊντίρι, χωριό της περιοχής της Σμύρνης. H μητέρα της ήρθε στην Ελλάδα το 1922, ο πατέρας της, αιχμάλωτος στρατιώτης, λίγο αργότερα, με την Ανταλλαγή. Έζησε τα παιδικά της χρόνια μέσα στις απάνθρωπες αλλά παράλληλα πολύ ανθρώπινες και αλληλέγγυες συνθήκες της προσφυγιάς, κι εκεί απέκτησε τα λαϊκά ερείσματα της προσωπικότητάς της και την ατόφια συμμετοχικότητα της. Στο περιβάλλον αυτό είχε τα πρώτα μουσικά της ακούσματα απ’ τα οποία και πήγασε η αγάπη της για την παραδοσιακή μουσική.
Σε ηλικία 13 ετών η Δόμνα Σαμίου έχει την πρώτη διδακτική επαφή με τη βυζαντινή και τη δημοτική μουσική αλλά και με τη λογική της επιτόπιας έρευνας, μαθητεύοντας κοντά στον Σίμωνα Καρά, στο «Σύλλογο προς Διάδοσιν της Εθνικής Μουσικής». Παράλληλα φοιτά στο νυχτερινό Γυμνάσιο.
Ως μέλος της χορωδίας του Σίμωνα Καρά αρχίζει η σχέση της και με το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας/Ε.Ι.Ρ όπου αργότερα, το 1954, προσλαμβάνεται στο Τμήμα Εθνικής Μουσικής. Από τη θέση αυτή γνωρίζει τους σημαντικότερους λαϊκούς μουσικούς, οι οποίοι την εποχή εκείνη της εσωτερικής μετανάστευσης συρρέουν στην Αθήνα απ’ όλες τις περιοχές της Ελλάδας, και τους οποίους το ΤΕΜ ηχογραφεί για τις εκπομπές του. Έτσι η Δόμνα εξοικειώνεται με όλα τα τοπικά μουσικά ιδιώματα. Παράλληλα κάνει μουσική επιμέλεια σε εκδόσεις δίσκων, θεατρικές εκπομπές, κινηματογραφικές ταινίες.
Το 1963 αρχίζει τα ταξίδια της στην επαρχία για επιτόπιες καταγραφές και συγκέντρωση μουσικού υλικού για το προσωπικό της αρχείο με δικά της μηχανήματα.
Το 1971 παραιτείται από την Ραδιοφωνία. Την ίδια χρονιά-σταθμό αποδέχεται την πρόσκληση του Διονύση Σαββόπουλου και πρωτοεμφανίζεται στο νεανικό και αντιχουντικό Ροντέο, σηματοδοτώντας μια μεγάλη έκτοτε στροφή στη σχέση των νέων με την παραδοσιακή μουσική. Τις σημαντικές αυτές εμφανίσεις ακολουθεί η συμμετοχή στο English Bach Festival στο Λονδίνο, οργανωμένο από τη Λίλα Λαλάντη. Η λαμπρή καλλιτεχνική καριέρα της Δόμνας Σαμίου έχει ξεκινήσει θριαμβευτικά. «Πέρασε η ντροπή που είχαν για το δημοτικό τραγούδι», δηλώνει σε συνέντευξή της η ίδια.
Το 1974 αρχίζει η συνεργασία με την Columbia και οι αλλεπάλληλες εκδόσεις LP. Το 1976-77 με σκηνοθέτες τον Φώτο Λαμπρινό και τον Ανδρέα Θωμόπουλο γυρίζουν στην ελληνική επαρχία είκοσι επεισόδια για την εκπομπή της ΕΡΤ «Μουσικό οδοιπορικό με τη Δόμνα Σαμίου».
Το 1981 ιδρύεται ο Καλλιτεχνικός Σύλλογος Δημοτικής Μουσικής Δόμνα Σαμίου (διακριτικός τίτλος ΚΣΔΜ Δόμνα Σαμίου) με σκοπό την διάσωση και προβολή της παραδοσιακής μουσικής και κυρίως την έκδοση δίσκων και τη διοργάνωση εκδηλώσεων με αυστηρές επιστημονικές και ποιοτικές προδιαγραφές, μακριά από τις απαιτήσεις των εμπορικών εταιριών.
Το έργο της ξεπερνά πια τα ελληνικά σύνορα. Εκδίδονται δίσκοι της στη Γαλλία και τη Σουηδία. Επί σαράντα περίπου χρόνια πραγματοποιεί σειρά συναυλιών από την Αυστραλία μέχρι τη Νότια Αμερική που όχι μόνο συγκινούν τους Έλληνες της Διασποράς αλλά και αποκαλύπτουν στους ξένους μια ποιοτική «ελληνική μουσική δίχως μπουζούκι», όπως γράφτηκε σε κάποια κριτική συναυλίας της στη Σουηδία.
Στο εσωτερικό της Ελλάδας οι εμφανίσεις της σε συναυλίες κάθε είδους και με κάθε αφορμή είναι αναρίθμητες καθώς και οι τιμητικές προσκλήσεις και τα αφιερώματα, όπως π.χ. η επετειακή παράσταση για τα 70 της χρόνια  Η γνωστή και άγνωστη Δόμνα, τον Οκτώβριο του 1998 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών..
Για τις ποικίλες δραστηριότητες της συνεργάζεται με τους πιο καταξιωμένους Έλληνες και ξένους μουσικούς, μουσικολόγους, λαογράφους, εθνομουσικολόγους αλλά και διδάσκει, μυεί και αναδεικνύει πρωτόβγαλτους νέους καλλιτέχνες. Από το 1993 ως το 2001 δίνει μαθήματα δημοτικού τραγουδιού για ενήλικες στο Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Οργάνων της Αθήνας. Πάμπολλες είναι επίσης οι πρωτοβουλίες της και έμπρακτη και ανιδιοτελής η προσφορά της σχετικά με την βελτίωση της μουσικής εκπαίδευσης των παιδιών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, αίτημα παιδαγωγικά πρωταρχικό και επιτακτικό κατά την ίδια.
Καταξιωμένη και αγαπητή για την προσφορά και την προσήνειά της είδε το έργο της να αναγνωρίζεται πολλαπλά και τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις, με αποκορύφωση την απονομή του Χρυσού Σταυρού του Τάγματος του Φοίνικα από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κ. Στεφανόπουλο το 2000.
 

Ο Μανόλης Περράκης (Χαρκιάς) γεννήθηκε στον Άγιο Γεώργιο (Τουρτούλους) Σητείας το έτος 1910. Από μικρός έδειξε τη μουσική του προδιάθεση στη λύρα και αργότερα στο βιολί. Ήταν φημισμένος λαϊκός οργανοπαίχτης στην περιοχή του και πέραν από αυτήν με αρκετές συνεντεύξεις με διαφόρους φορείς συλλογής και μελέτης της παραδοσιακής μουσικής, από τους οποίους και ηχογραφήθηκε κατ’ επανάληψη. Από τη λύρα και το βιολί του περνούσε όλες τις ωραίες, τις καθαρές και γνήσιες κοντυλιές της παράδοσης που άφησαν πριν από αυτόν οι Φοραδάρης, Καλοχωριανός και Καλογερίδης. Μαζί μ’ αυτές έβγαινε και ο δικός του ψυχικός κόσμος, κατά τον απαρασάλευτο νόμο δημιουργίας και εξέλιξης της μουσικής παράδοσης.
Ο Μανόλης Περράκης είναι ιδιαίτερα συγκροτημένο άτομο με πλούσιο συναίσθημα και ψυχικές αρετές.
Από τα επίσημα έγγραφα που μας έστειλε για το αρχείο μας, προκύπτει ότι:
Διατέλεσε περιφερειακός Αρχηγός της Π.Ο.Σ. (Πατριωτικής Οργάνωσης Σητείας) το έτος 1943. (Συνυποσχετικό Ομαδαρχών της Π.Ο.Σ. της 15-3-1943).
Σύμφωνα με το υπ’ αριθ. 14972/2-4-2003 Πιστοποιητικό της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Λασιθίου, αναγνωρίστηκε σαν αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης 1941 - 1944, επειδή υπήρξε μέλος των Εθνικών Οργανώσεων εσωτερικού ( Π.Ο.Σητείας).
Ο Χαρκιάς, όπως συνηθίζουν οι συντοπίτες του να τον αποκαλούν, είναι επίσης πασίγνωστος και σαν καλλιτέχνης στην ξυλογλυπτική με εντυπωσιακή ικανότητα αποκρυπτογράφησης της φυσικής μορφής των ξύλων, από κορμούς, κλάδους ή ρίζες δένδρων και άλλων φυτών, σε μορφές ζώων, ανθρώπων ή αντικειμένων.
Έχει κατασκευάσει σωρεία γλυπτών έργων που θαυμάσαμε στο εργαστήρι του στον Άγιο Γεώργιο, έλλειπαν δε και πολλά που τα έχει δωρίσει. Ο Μανόλης Περράκης, δυστυχώς έφυγε για το μεγάλο του ταξίδι την 3-5-2006. Έφυγε ένας βασικός στυλοβάτης της Μουσικής μας Παράδοσης.
 
Ο Νίκος Στεφανίδης (1900-1984),γεννημένος στην πόλη AfyonKarahisar της Μ. Ασίας έφτασε το 1922 στην Ελλάδα με την ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών. Ξεκίνησε αυτοδίδακτος την ενασχόλησή του με την μουσική αποκτώντας σε ηλικία 14 χρονών τα πρώτα του μουσικά όργανα (κανονάκι, ούτι και λύρα). Από πολύ νωρίς άρχισε να παίζει μουσική σε κομπανίες που αποτελούνταν από βιολιά, ούτια, κανονάκια, κλαρίνα, που περιόδευαν. Παράλληλα ασκούσε διάφορα επαγγέλματα. Μεγάλωσε σε αστικό περιβάλλον, αφού ο πατέρας του διατηρούσε κεντρικό ξενοδοχείο και εστιατόριο στον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης Afyon Karahisar. Στο ξενοδοχείο διέμεναν κατά καιρούς διάφοροι ηθοποιοί, οι οποίοι περιόδευαν με θιάσους και έπαιζαν κανονάκι, ούτι, λύρα.
Τα πρώτα του λοιπόν ερεθίσματα, όπως ο ίδιος αναφέρει σε μια συνέντευξή του στη Δόμνα Σαμίου, αποκτήθηκαν μέσα από αυτούς τους θιάσους. Αρχικά, διδάχτηκε την μουσική σε αρμένικο σχολείο και αργότερα πήρε μαθήματα σε ωδείο. Επιπλέον, η οικονομική άνεση της οικογένειας επέτρεψε την αγορά γραμμοφώνου σε μια εποχή που λίγοι είχαν πρόσβαση σε ένα τέτοιο τεχνολογικό προϊόν. Μέσα από το γραμμόφωνο, όπως ο ίδιος αναφέρει στην ίδια συνέντευξη, είχε μάθει πολλά τραγούδια.
Το γραμμόφωνο ήταν ένα τεχνολογικό μέσο, που προορίζονταν για την διασκέδαση. Ωστόσο, οι μουσικοί το χρησιμοποίησαν για να αυξήσουν το ρεπερτόριό τους καθώς τους παρείχε τη δυνατότητα εκμάθησης μιας μουσικής σύνθεσης, μέσα από τη διαδικασία της ακρόασης και της μίμησης του ηχογραφημένου κομματιού. Και μάλιστα έχοντας τη δυνατότητα να ακούνε ξανά και ξανά το κομμάτι στον δικό τους τόπο και χώρο, χωρίς να παρίστανται στον τόπο της επιτέλεσης.
Ακούγοντας λοιπόν, τα ηχογραφημένα κομμάτια ο Στεφανίδης προσπαθούσε να τα μιμηθεί, διαμορφώνοντας ταυτόχρονα το προσωπικό του παίξιμο, καθώς σε κάθε μουσικό διαφέρει ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται μία μουσική σύνθεση, διαφέρει ο ήχος, η αισθητική της προσέγγισης του ηχογραφημένου κομματιού. Επιπλέον, το κοσμοπολίτικο περιβάλλον στον οποίο ο Στεφανίδης μεγάλωσε αποτελεί ένα κέντρο πολιτισμικής όσμωσης, έναν τόπο συνάντησης ετερόκλητων εμπειριών. Ο ίδιος έπαιζε μουσική ακόμα και με διάφορους θιάσους που διέμεναν κατά καιρούς στο ξενοδοχείο. Με άλλα λόγια, οι επιρροές που δέχτηκε κατά την διαμόρφωση της μουσικής του προσωπικότητας ήταν ανοιχτές και πολυποίκιλες.
Έζησε μέσα σε ένα κλίμα έντονων πολιτικών αναταραχών και πολέμου. Το 1920 εξορίστηκε στην Καισάρεια, από την οποία κατάφερε να ξεφύγει λόγω της ιδιότητάς ως μουσικός. Περιόδευε λοιπόν στην Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη παίζοντας μουσική. Με τον ερχομό του το ’22 στην Ελλάδα ξεκίνησε μια σειρά συνεχών μετακινήσεων σ` έναν τόπο στον οποίο την συγκεκριμένη χρονική περίοδο επικρατούσε αναβρασμός. Ένα κράτος σε οικονομική δυσχέρεια, έπρεπε να ενσωματώσει όλους αυτούς τους πρόσφυγες.
Τα πρώτα χρόνια στην Ελλάδα εργάστηκε ως μουσικός καθώς εμφανιζόταν σε κέντρα της Νέας Ιωνίας και Νέας Φιλαδέλφειας με το βιολιστή Γιώργο Πατίδη και τους ουτίστες Σερκίς και Αγάπιο Τομπούλη. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 μπήκε στη δισκογραφία σαν οργανοπαίκτης, μουσικοσυνθέτης και στιχουργός. Ωστόσο, την ίδια περίοδο βιοποριζόταν κατά κύριο λόγο από την ωρολογοποιία. Μέσα από το μοναδικό δημοσιευμένο κείμενό του, «Περί  Αραβοπερσοτουρκικής Μουσικής», διαφαίνεται ότι ήταν γνώστης της βυζαντινής μουσικής και των μακάμ, καθώς παραθέτει σημειώσεις, στις οποίες παραβάλλει τα μακάμ με τους ήχους της εκκλησιαστικής μουσικής. Θεωρούσε μάλιστα ότι, οι Τούρκοι μουσικοσυνθέτες αντέγραψαν την εκκλησιαστική μουσική προκειμένου να τελειοποιήσουν τα μακάμ. Ωστόσο, διαφαίνεται από τις ηχογραφήσεις ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει ο Στεφανίδης τα μακάμ είναι λαϊκότροπος και παρεκκλίνει από τη λόγια εκδοχή. Αναφέρεται επίσης, στις ορχήστρες insesaz, καθώς και στο ρεπερτόριο το οποίο οι εν λόγω ορχήστρες υπηρετούσαν. Επίσης, όπως ο ίδιος αναφέρει, πρόσθεσε επιπλέον μαντάλια στο κανονάκι και έγραφε δικές του συνθέσεις.
Μέσα στα χρόνια της Κατοχής ξεκίνησε μια πολύχρονη συνεργασία με τον Σίμωνα Καρά. Συμμετείχε στις συναυλίες του «Συλλόγου προς Διάδοσιν της Εθνικής μουσικής» όπως επίσης και στις ραδιοφωνικές εκπομπές «Ελληνικοί Αντίλαλοι». Συμμετείχε ως μουσικός στην τηλεοπτική σειρά Λωξάντρα σε μουσική της Ελένης Καραΐνδρου, εμφανίστηκε σε τηλεοπτικές εκπομπές με τη Δόμνα Σαμίου και ο τελευταίος δίσκος που ηχογράφησε το 1986 φέρει το όνομά του: Νίκος Στεφανίδης –Κανονάκι. Η συνεργασία του με τον Σίμωνα Καρά και η προβολή μέσα από τα παραπάνω ΜΜΕ της εποχής θεμελίωσαν την αναγνώρισή του ως οργανοπαίκτη.
 

Τραγουδίστρια Δωδεκανησιακών και Μικρασιάτικων τραγουδιών. Η Αμαλία Χριστοδουλάκη-Παπαστεφάνου γεννήθηκε στη Ρόδο από γονείς πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία.
Ξεκίνησε το τραγούδι τη δεκαετία του ’50 αρχικά από τον Κρατικό Ραδιοφωνικό Σταθμό Ρόδου και αργότερα στην Αθήνα, στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ), στο Τμήμα Παραδοσιακής Μουσικής όπου εργαζόταν η Δόμνα Σαμίου.
Τη δεκαετία του ’60 ηχογράφησε σε δίσκους 45 στροφών τραγούδια της Δωδεκανήσου με την εταιρεία Fidelity σε επιμέλεια της Δόμνας Σαμίου.
Παντρεύτηκε τον ομογενή Παναγιώτη Παπαστεφάνου και το 1967 μετανάστευσε στις ΗΠΑ. Εκεί, συνέχισε να τραγουδά σε εκδηλώσεις και σε κέντρα της ομογένειας.
 
 Για την Ειρήνη Κονιτοπούλου έχουμε αναφερθεί στην ανάρτηση 69. Η Άννα Μανιάτη συνεργάστηκε με τη Δόμνα Σαμίου και έβγαλε τρία 45άρια . Έχει συμμετοχή και σε τρεις γραμμοφωνικούς δίσκους, πάντα σε νησιώτικους σκοπούς. Βιογραφικά στοιχεία δυστυχώς δεν υπάρχουν διαδικτυακά.
 
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο ….(εδώ)