Διαμαντίδης (Χατζηδιαμαντίδης-Νταλγκάς)
Αντώνης COLUMBIA 8393 Μου παρήγγειλε το αηδόνι -
Ας παν να δουν τα μάτια μου (Καλαματιανός) 1929- 78rpm- 10''
«Ο Αντώνης Διαμαντίδης ή Χατζηδιαμαντίδης, γνωστότερος με το
ψευδώνυμό του «Νταλγκάς» από την κυματιστή φωνή του, ανήκει στη μεγάλη γενιά
των σπουδαίων μουσικών, που εγκαταστάθηκαν στην απελευθερωμένη Ελλάδα, μετά τη
μεγάλη καταστροφή του 1922. Κατά κύριο λόγο υπήρξε τραγουδιστής, αλλά η
δισκογραφία του, αποδεικνύει πόσο σπουδαίος συνθέτης και στιχουργός ήταν.
Ακόμη, σύμφωνα με τις μαρτυρίες συναδέλφων του στάθηκε στο πάλκο παίζοντας στην
αρχή ούτι και στη συνέχεια 9χορδη κιθάρα, που από πολλά χρόνια έχει εγκαταλειφτεί.
Μελετώντας στα τελευταία χρόνια τη δισκογραφία του, μπορούμε να κατατάξουμε τον
Αντώνη Νταλγκά, στους μεγαλύτερους Έλληνες τραγουδιστές όλων των εποχών –ίσως
τον μεγαλύτερο– αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι τραγούδησε με ιδιαίτερη άνεση και
ευχέρεια όλους σχεδόν τους τύπους του αμανέ.
Γεννήθηκε το 1892 στο προάστιο Αρναούκιοί της Πόλης και ήταν το τρίτο παιδί
ευκατάστατης Ελληνικής οικογένειας , μετά από δύο αδελφές την Αικατερίνη και
την Ελένη. Στα νεανικά του χρόνια, παράλληλα με τα μαθήματά του στο σχολείο,
δούλευε, βοηθώντας τον πατέρα του που ήταν εμποροράπτης. Έτσι έμαθε την «τέχνη
του γελεκά» που όμως έμελλε να μη χρησιμοποιήσει ποτέ για επιβίωση. Κι αυτό
γιατί από παιδί γύριζε στα εξοχικά κέντρα της Πόλης ακούγοντας και θαυμάζοντας
τους μεγάλους Έλληνες και Τούρκους τραγουδιστές και μουσικούς των αρχών
του αιώνα. Να πως περιγράφει το ξεκίνημά του, ο φίλος, συνεργάτης του και
κατοπινός γαμπρός του, επίσης μουσικός και τραγουδιστής Φίλανδρος Μάρκου:
«…με την μανία που είχε, κάθε βράδυ μικρός όπως ήτανε , πήγαινε και άκουγε προ-παντός, στα εξοχικά κέντρα της Κωνσταντινουπόλεως τις μαντολινάτες. Και ένα βράδυ του λέει ένας μουσικός από την ορχήστρα, αν του αρέσει η μουσική. Ήταν αυτό που περίμενε να του πούνε για να έλθει σε επαφή με τους μουσικούς και να τους πει το μυστικό του, πως ήθελε να γίνει κι’ αυτός μουσικός και γι’ αυτό κάθε βράδυ ήτανε παρών δίπλα στην ορχήστρα, με τα μαντολίνα και τις κιθάρες. Κι΄αμέσως του λέει κάποιος μουσικός, ξέρεις κανένα τραγουδάκι να μας πεις; Προθυμότατος τους λέει ναι και αμέσως ανεβαίνει στο πάλκο και παίρνει το πρώτο βάπτισμα. Αυτό ήτανε!» Πράγματι ο Αντώνης Νταλγκάς ανέβηκε στο πάλκο εκείνο το βράδυ, γύρω στο 1910 και δεν ξανακατέβηκε (μέχρι που μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα, το 1941). Η φωνή του εντυπωσίασε τόσο, που αμέσως εντάχτηκε στο σχήμα και άρχισε την επαγγελματική του καριέρα, από την μικρή ηλικία των 18 περίπου ετών. Γρήγορα έμαθε ούτι και κιθάρα και η φήμη του, σαν τραγουδιστής, εξαπλώθηκε στους τότε γνωστούς χώρους όχι μόνο των Ελλήνων, αλλά και των Τούρκων μερακλήδων που αναζητούσαν τον εξαίρετο αυτόν νεαρό τραγουδιστή.
Είναι βέβαιο ότι όλα αυτά τα χρόνια μέχρι το 1922, εκτός από την Κωνσταντινούπολη, περιόδευσε και τραγούδησε στη Σμύρνη -το μεγάλο κέντρο του Ελληνικού πολιτισμού- στις πόλεις των παραλίων της Μικράς Ασίας και πιθανόν να ήρθε και στην Ελλάδα , αφού από το 1919 έως το 1922, τον βρίσκουμε να τραγουδά με την ορχήστρα του, για τους Έλληνες μετανάστες , προς την Αμερική, στο υπερωκεάνιο «Μέγας Αλέξανδρος». Από τους επώνυμους συνεργάτες του, αυτής της περιόδου σημειώνουμε τον Σμυρνιό Γιώργο Σαβαρή, κατοπινό ιδρυτή της ομώνυμης «Πανελλήνιας Εστουδιαντίνας» στην Αθήνα του 1924, τον επίσης Σμυρνιό τραγουδιστή Γιώργο Βιδάλη, τον Κωνσταντινουπολίτη τραγουδιστή Στέφανο Μακρή, καθώς και πολλά μέλη της Σμυρνέικης Εστουδιαντίνας του Γιώργου Σιδερή. Το 1919 παντρεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη την Αργυρώ Νικολάου και απέκτησαν μια κόρη την Άννα. Η παρουσία του σε πλοίο της γραμμής Ελλάδα-Αμερική τα χρόνια εκείνα, ίσως να ήταν και η πρώτη, με Έλληνες μουσικούς και τραγουδιστές, κάτι που έγινε συνήθεια τα επόμενα χρόνια, με διάφορες ορχήστρες. Τα γεγονότα του 1922 -οπισθοχώρηση του Ελληνικού στρατού στη Μ.Ασία και καταστροφή της Σμύρνης- βρίσκουν τον Αντώνη Νταλγκά να τραγουδά στο υπερωκεάνιο «Μέγας Αλέξανδρος». Γράφει στην οικογένειά του στην Πόλη να φύγουν και συναντώνται το 1922 στην Ελλάδα. Με την εγκατάστασή του, πρώτα στον Πειραιά, και τελικά στην Αθήνα -στα Πετράλωνα- έρχεται σε επαφή με τους μουσικούς στο γνωστό στέκι της οδού Αθηνάς «Το καφενείον η Μικρά Ασία» και με διάφορα σχήματα αρχίζει να τραγουδά στα γνωστά κέντρα της εποχής. Σύμφωνα με μαρτυρία του γνωστού συνθέτη και σαντουριέρη Κώστα Τζόβενου , ήταν ο πρώτος που γνώρισε ο Αντ. Νταλγκάς και συνεργάστηκε μαζί του για δέκα περίπου χρόνια συνέχεια. Τα πιο ενδιαφέροντα κέντρα της εποχής που τραγούδησε , ήταν του Μουρούζη, στην οδό Αθηνάς, του Ορφανού, στην Λ.Αλεξάνδρας, του Σερελέα, στην οδό Δώρου, το «Ακταίον» στο Ν. Φάληρο, η «μπύρα του Πίκινου» στο Θησείο κ.ά. Τα χρόνια αυτά συνεργάζεται στο πάλκο με όλα τα μεγάλα ονόματα της εποχής, όπως τον Δημήτρη Σέμση (βιολί), τον Κώστα Τζόβενο (σαντούρι), τον Σπύρο Περιστέρη (μαντόλα), τον Κώστα Καρίπη (κιθάρα και τραγούδι), τον Μήτσο Αραπάκη (σαντούρι και τραγούδι), τον Γιάννη Δραγάτση ή Ογδοντάκη (βιολί), τον Γρηγόρη Ασίκη (ούτι και τραγούδι), τον Παναγιώτη Τούντα (μαντολίνο) -για μια χρονιά- και άλλους πολλούς. Η δισκογραφική του παρουσία αρχίζει αμέσως με την εγκατάσταση του παραρτήματος της Αγγλικής His Master’s Voice στην Ελλάδα το 1925, με την οποία μάλιστα υπογράφει και το πρώτο συμβόλαιό του. Με το σήμα της εταιρείας αυτής θα τραγουδήσει ανάμεσα στο 1925 και 1932, τα περισσότερα τραγούδια από κάθε Έλληνα τραγουδιστή μέχρι σήμερα, σε μια εταιρεία και για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα. Μέχρι στιγμής έχουν καταγραφεί στη Η.Μ V. 236 τραγούδια, μερικά εκ των οποίων είναι δικές του συνθέσεις και τα τραγουδούν άλλοι τραγουδιστές. Υπάρχουν επίσης 54 αμανέδες. Στη συνέχεια (1927-28-29-30) συνεργάστηκε με όλες τις εταιρείες ηχογραφώντας άγνωστο αριθμό τραγουδιών με τη Γαλλική Pathe και τη Γερμανική Polydor (δεν έχουν βρεθεί κατάλογοι των εταιρειών αυτών -μέχρι στιγμής- ώστε να εντοπιστεί ο πραγματικός αριθμός των ηχογραφήσεων). Πάντως στην Pathe πρέπει να πλησιάζουν τα 50 και στην Polydor τα 40. Μεγάλη δισκογραφία δημιούργησε και με την Αγγλική Columbia (μεταξύ 1926–30), αφού μέχρι στιγμής έχουν καταγραφεί γύρω στα 50 τραγούδια. Η δισκογραφία του Αντώνη Νταλγκά συμπληρώνεται ανάμεσα στο 1930-33 με τις εκδόσεις των Ελληνικών –πλέον- εταιρειών Columbia, Odeon, και Parlopfone με 20, 20 και 10 αντίστοιχα τραγούδια. Σ’ αυτά πρέπει να προστεθούν μερικές ηχογραφήσεις ανάμεσα στο 1930 και 32 για την αμερικανική αγορά δίσκων με την R.C.A. Victor και δέκα ακόμη τραγούδια που ηχογράφησε το 1939-40. Συνολικά η δισκογραφική δουλειά του Αντώνη Νταλγκά ξεπερνά τα 450 τραγούδια εκ των οποίων 60 περίπου είναι δικές του δημιουργίες. Περιλαμβάνονται ακόμη 35 δημοτικά σε εξαίρετες εκτελέσεις. Από τη συνεργασία του με τους συνθέτες της εποχής έχει τραγουδήσει 30 τραγούδια του Παναγιώτη Τούντα, 15 του Γιάννη Δραγάτση ή Ογδοντάκη, 10 του Κώστα Σκαρβέλη και 70 τραγούια συναδέλφων τουν συνθετών, όπως του Δημήτρη Σέμση, του Μενέλαου Μιχαηλίδη, του Παναγιώτη Βαινδιρλή, του Γεωργίου Καρρά, του Βασίλη Κουκουδάκη, του Θάνου Ζάχου, του Στάθη Μάστορα, του Σώσου Ιωαννίδη, του Άγγελου Ραφτόπουλου, του Τάκη Μαρίνου, του Ε. Δεληγιάννη, του Δημήτρη Λορέντζου, του Λάμπρου Λεονταρίτη, του Γ. Παλαμά, του Ιερόθεου Σχίζα, του Ιάκωβου Μοντανάρη, του Μιχάλη Σκουλούδη, και του Σαλάβαρη.
Εκτός απ’ τον ίδιο, τα δικά του τραγούδια ερμήνευσαν οι γνωστοί συνεργάτες του τραγουδιστές του μεσοπολέμου, Γρηγόρης Ασίκης, Γιώργος Βιδάλης, Ρόζα Εσκενάζυ, Ζαχαρίας Κασιμάτης και το 1939-40 οι Νίκος Γούναρης, Χρυσούλα Στίνη, Ρίτα Αμπατζή, Στελλάκης Περπινιάδης. Ο Αντώνης Νταλγκάς εκτός των τριών περιπτώσεων που καταγράφουμε παρακάτω τραγούδησε μόνος του στους δίσκους:
1. Δυο Σερέτες, του ΕΜΜ. Χρυσαφάκη: Αντ. Νταλγκάς- Ζαχ. Κασιμάτης.
2. Η Στάσα (Iερ. Σχίζα), επιθεωρησιακό: Αντ.Νταλγκάς- Σ.Βερώνη- Γ.Καμβούσης.
3.Καλά μου τόπανε Μαριώ: Ταμβάκη-Διαμαντίδη: Αντ.Νταλγκάς- Απ.Χατχηχρήστος.
Ο Αντώνης Νταλγκάς αν και έγινε διάσημος ανάμεσα στο 1925 και 1933 τραγουδώντας στη δισκογραφία και το πάλκο Σμυρνέικα και Μικρασιάτικα, μανέδες ρεμπέτικα και δημοτικά, από το 1933 και μετά κάνει μια περίεργη στροφή, απομακρύνεται απ΄τη δισκογραφία και επιστρέφει από κει που ξεκίνησε μικρός, δηλ. τα ελαφρά τραγούδια της Εστουδιαντίνας, όπως προσαρμόστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’30 (καντάδες, ρομάντζες, επιθεωρησιακά κλπ). Ο κύριος χώρος έκφρασής του εκείνα τα χρόνια, γίνεται η αριστοκρατική «ταβέρνα του Γιούλη» στο Κουκάκι. Ίσως οι πολύ μεγάλες αμοιβές να ήτανε η αιτία που παρέμεινε εκεί αρκετά χρόνια, παίζοντας και τραγουδώντας με τον Φίλανδρο Μάρκου, που αν κι εκείνος ξεκίνησε από τη Σάμο παίζοντας σαντούρι και τραγουδώντας δημοτικά και Μικρασιάτικα, πέρασε οριστικά στο ελαφρό τραγούδι του μεσοπολέμου. Μια περιγραφή της ταβέρνας του Γιούλη από το «Έθνος» της 12ης Απριλίου του 1935, ίσως διαφωτίσει την αλλαγή προσανατολισμού του μεγάλου αυτού τραγουδιστή: «ας πάμε λοιπόν πρώτα στην περίφημη ταβέρνα του Γιούλη, στο τέρμα Βείκου. Για να βρεις το μαγαζί στην -άκρη του κόσμου- χρειάζεσαι πιλότο. Μ’ όλα αυτά, μόλις φτάσαμε κοντά, η οδός Ντούσα Μπότσαρη, όπου και η ταβέρνα Γιούλη, το παλιό «Κοτέτσι της Μόνικας», είναι αδιάβατος από τα πολλά αυτοκίνητα πολυτελείας, από τις λιμουζίνες και τα ταξί που σταθμεύουν απ’ έξω. Ταβέρνας γλέντι είναι αυτό ή δεξίωσης πρεσβείας; Μπαίνουμε! Η είσοδος είναι έκθεσης ψαριών! ‘Ο τι ψάρι υπάρχει σε Ελληνική θάλασσα, είναι εκτεθειμένα, όλα όμως είναι άτιμα κατά την καλαμπουρικήν ομολογία του ίδιου του Γιούλη, διότι η τιμή εκάστου ψαριού, ανακοινούται στον πελάτη αφού πρώτα φάει. Ο Γιούλης «πετάει» από το ένα τραπέζι στο άλλο. Μεταξύ των πελατών διακρίνονται κάμποσοι υπουργοί με τις κυρίες τους, μια ολόκληρη πρεσβεία, σμόκιν αριστερά, τουαλέτες γκράν δεξιά, από την άλλη μεριά φασαμέν, ημίψηλα και κακό, λαμέ, σπάνε μύτες δε τα αρώματα που φορούν οι διάφορες κυρίες…»
«…με την μανία που είχε, κάθε βράδυ μικρός όπως ήτανε , πήγαινε και άκουγε προ-παντός, στα εξοχικά κέντρα της Κωνσταντινουπόλεως τις μαντολινάτες. Και ένα βράδυ του λέει ένας μουσικός από την ορχήστρα, αν του αρέσει η μουσική. Ήταν αυτό που περίμενε να του πούνε για να έλθει σε επαφή με τους μουσικούς και να τους πει το μυστικό του, πως ήθελε να γίνει κι’ αυτός μουσικός και γι’ αυτό κάθε βράδυ ήτανε παρών δίπλα στην ορχήστρα, με τα μαντολίνα και τις κιθάρες. Κι΄αμέσως του λέει κάποιος μουσικός, ξέρεις κανένα τραγουδάκι να μας πεις; Προθυμότατος τους λέει ναι και αμέσως ανεβαίνει στο πάλκο και παίρνει το πρώτο βάπτισμα. Αυτό ήτανε!» Πράγματι ο Αντώνης Νταλγκάς ανέβηκε στο πάλκο εκείνο το βράδυ, γύρω στο 1910 και δεν ξανακατέβηκε (μέχρι που μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα, το 1941). Η φωνή του εντυπωσίασε τόσο, που αμέσως εντάχτηκε στο σχήμα και άρχισε την επαγγελματική του καριέρα, από την μικρή ηλικία των 18 περίπου ετών. Γρήγορα έμαθε ούτι και κιθάρα και η φήμη του, σαν τραγουδιστής, εξαπλώθηκε στους τότε γνωστούς χώρους όχι μόνο των Ελλήνων, αλλά και των Τούρκων μερακλήδων που αναζητούσαν τον εξαίρετο αυτόν νεαρό τραγουδιστή.
Είναι βέβαιο ότι όλα αυτά τα χρόνια μέχρι το 1922, εκτός από την Κωνσταντινούπολη, περιόδευσε και τραγούδησε στη Σμύρνη -το μεγάλο κέντρο του Ελληνικού πολιτισμού- στις πόλεις των παραλίων της Μικράς Ασίας και πιθανόν να ήρθε και στην Ελλάδα , αφού από το 1919 έως το 1922, τον βρίσκουμε να τραγουδά με την ορχήστρα του, για τους Έλληνες μετανάστες , προς την Αμερική, στο υπερωκεάνιο «Μέγας Αλέξανδρος». Από τους επώνυμους συνεργάτες του, αυτής της περιόδου σημειώνουμε τον Σμυρνιό Γιώργο Σαβαρή, κατοπινό ιδρυτή της ομώνυμης «Πανελλήνιας Εστουδιαντίνας» στην Αθήνα του 1924, τον επίσης Σμυρνιό τραγουδιστή Γιώργο Βιδάλη, τον Κωνσταντινουπολίτη τραγουδιστή Στέφανο Μακρή, καθώς και πολλά μέλη της Σμυρνέικης Εστουδιαντίνας του Γιώργου Σιδερή. Το 1919 παντρεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη την Αργυρώ Νικολάου και απέκτησαν μια κόρη την Άννα. Η παρουσία του σε πλοίο της γραμμής Ελλάδα-Αμερική τα χρόνια εκείνα, ίσως να ήταν και η πρώτη, με Έλληνες μουσικούς και τραγουδιστές, κάτι που έγινε συνήθεια τα επόμενα χρόνια, με διάφορες ορχήστρες. Τα γεγονότα του 1922 -οπισθοχώρηση του Ελληνικού στρατού στη Μ.Ασία και καταστροφή της Σμύρνης- βρίσκουν τον Αντώνη Νταλγκά να τραγουδά στο υπερωκεάνιο «Μέγας Αλέξανδρος». Γράφει στην οικογένειά του στην Πόλη να φύγουν και συναντώνται το 1922 στην Ελλάδα. Με την εγκατάστασή του, πρώτα στον Πειραιά, και τελικά στην Αθήνα -στα Πετράλωνα- έρχεται σε επαφή με τους μουσικούς στο γνωστό στέκι της οδού Αθηνάς «Το καφενείον η Μικρά Ασία» και με διάφορα σχήματα αρχίζει να τραγουδά στα γνωστά κέντρα της εποχής. Σύμφωνα με μαρτυρία του γνωστού συνθέτη και σαντουριέρη Κώστα Τζόβενου , ήταν ο πρώτος που γνώρισε ο Αντ. Νταλγκάς και συνεργάστηκε μαζί του για δέκα περίπου χρόνια συνέχεια. Τα πιο ενδιαφέροντα κέντρα της εποχής που τραγούδησε , ήταν του Μουρούζη, στην οδό Αθηνάς, του Ορφανού, στην Λ.Αλεξάνδρας, του Σερελέα, στην οδό Δώρου, το «Ακταίον» στο Ν. Φάληρο, η «μπύρα του Πίκινου» στο Θησείο κ.ά. Τα χρόνια αυτά συνεργάζεται στο πάλκο με όλα τα μεγάλα ονόματα της εποχής, όπως τον Δημήτρη Σέμση (βιολί), τον Κώστα Τζόβενο (σαντούρι), τον Σπύρο Περιστέρη (μαντόλα), τον Κώστα Καρίπη (κιθάρα και τραγούδι), τον Μήτσο Αραπάκη (σαντούρι και τραγούδι), τον Γιάννη Δραγάτση ή Ογδοντάκη (βιολί), τον Γρηγόρη Ασίκη (ούτι και τραγούδι), τον Παναγιώτη Τούντα (μαντολίνο) -για μια χρονιά- και άλλους πολλούς. Η δισκογραφική του παρουσία αρχίζει αμέσως με την εγκατάσταση του παραρτήματος της Αγγλικής His Master’s Voice στην Ελλάδα το 1925, με την οποία μάλιστα υπογράφει και το πρώτο συμβόλαιό του. Με το σήμα της εταιρείας αυτής θα τραγουδήσει ανάμεσα στο 1925 και 1932, τα περισσότερα τραγούδια από κάθε Έλληνα τραγουδιστή μέχρι σήμερα, σε μια εταιρεία και για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα. Μέχρι στιγμής έχουν καταγραφεί στη Η.Μ V. 236 τραγούδια, μερικά εκ των οποίων είναι δικές του συνθέσεις και τα τραγουδούν άλλοι τραγουδιστές. Υπάρχουν επίσης 54 αμανέδες. Στη συνέχεια (1927-28-29-30) συνεργάστηκε με όλες τις εταιρείες ηχογραφώντας άγνωστο αριθμό τραγουδιών με τη Γαλλική Pathe και τη Γερμανική Polydor (δεν έχουν βρεθεί κατάλογοι των εταιρειών αυτών -μέχρι στιγμής- ώστε να εντοπιστεί ο πραγματικός αριθμός των ηχογραφήσεων). Πάντως στην Pathe πρέπει να πλησιάζουν τα 50 και στην Polydor τα 40. Μεγάλη δισκογραφία δημιούργησε και με την Αγγλική Columbia (μεταξύ 1926–30), αφού μέχρι στιγμής έχουν καταγραφεί γύρω στα 50 τραγούδια. Η δισκογραφία του Αντώνη Νταλγκά συμπληρώνεται ανάμεσα στο 1930-33 με τις εκδόσεις των Ελληνικών –πλέον- εταιρειών Columbia, Odeon, και Parlopfone με 20, 20 και 10 αντίστοιχα τραγούδια. Σ’ αυτά πρέπει να προστεθούν μερικές ηχογραφήσεις ανάμεσα στο 1930 και 32 για την αμερικανική αγορά δίσκων με την R.C.A. Victor και δέκα ακόμη τραγούδια που ηχογράφησε το 1939-40. Συνολικά η δισκογραφική δουλειά του Αντώνη Νταλγκά ξεπερνά τα 450 τραγούδια εκ των οποίων 60 περίπου είναι δικές του δημιουργίες. Περιλαμβάνονται ακόμη 35 δημοτικά σε εξαίρετες εκτελέσεις. Από τη συνεργασία του με τους συνθέτες της εποχής έχει τραγουδήσει 30 τραγούδια του Παναγιώτη Τούντα, 15 του Γιάννη Δραγάτση ή Ογδοντάκη, 10 του Κώστα Σκαρβέλη και 70 τραγούια συναδέλφων τουν συνθετών, όπως του Δημήτρη Σέμση, του Μενέλαου Μιχαηλίδη, του Παναγιώτη Βαινδιρλή, του Γεωργίου Καρρά, του Βασίλη Κουκουδάκη, του Θάνου Ζάχου, του Στάθη Μάστορα, του Σώσου Ιωαννίδη, του Άγγελου Ραφτόπουλου, του Τάκη Μαρίνου, του Ε. Δεληγιάννη, του Δημήτρη Λορέντζου, του Λάμπρου Λεονταρίτη, του Γ. Παλαμά, του Ιερόθεου Σχίζα, του Ιάκωβου Μοντανάρη, του Μιχάλη Σκουλούδη, και του Σαλάβαρη.
Εκτός απ’ τον ίδιο, τα δικά του τραγούδια ερμήνευσαν οι γνωστοί συνεργάτες του τραγουδιστές του μεσοπολέμου, Γρηγόρης Ασίκης, Γιώργος Βιδάλης, Ρόζα Εσκενάζυ, Ζαχαρίας Κασιμάτης και το 1939-40 οι Νίκος Γούναρης, Χρυσούλα Στίνη, Ρίτα Αμπατζή, Στελλάκης Περπινιάδης. Ο Αντώνης Νταλγκάς εκτός των τριών περιπτώσεων που καταγράφουμε παρακάτω τραγούδησε μόνος του στους δίσκους:
1. Δυο Σερέτες, του ΕΜΜ. Χρυσαφάκη: Αντ. Νταλγκάς- Ζαχ. Κασιμάτης.
2. Η Στάσα (Iερ. Σχίζα), επιθεωρησιακό: Αντ.Νταλγκάς- Σ.Βερώνη- Γ.Καμβούσης.
3.Καλά μου τόπανε Μαριώ: Ταμβάκη-Διαμαντίδη: Αντ.Νταλγκάς- Απ.Χατχηχρήστος.
Ο Αντώνης Νταλγκάς αν και έγινε διάσημος ανάμεσα στο 1925 και 1933 τραγουδώντας στη δισκογραφία και το πάλκο Σμυρνέικα και Μικρασιάτικα, μανέδες ρεμπέτικα και δημοτικά, από το 1933 και μετά κάνει μια περίεργη στροφή, απομακρύνεται απ΄τη δισκογραφία και επιστρέφει από κει που ξεκίνησε μικρός, δηλ. τα ελαφρά τραγούδια της Εστουδιαντίνας, όπως προσαρμόστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’30 (καντάδες, ρομάντζες, επιθεωρησιακά κλπ). Ο κύριος χώρος έκφρασής του εκείνα τα χρόνια, γίνεται η αριστοκρατική «ταβέρνα του Γιούλη» στο Κουκάκι. Ίσως οι πολύ μεγάλες αμοιβές να ήτανε η αιτία που παρέμεινε εκεί αρκετά χρόνια, παίζοντας και τραγουδώντας με τον Φίλανδρο Μάρκου, που αν κι εκείνος ξεκίνησε από τη Σάμο παίζοντας σαντούρι και τραγουδώντας δημοτικά και Μικρασιάτικα, πέρασε οριστικά στο ελαφρό τραγούδι του μεσοπολέμου. Μια περιγραφή της ταβέρνας του Γιούλη από το «Έθνος» της 12ης Απριλίου του 1935, ίσως διαφωτίσει την αλλαγή προσανατολισμού του μεγάλου αυτού τραγουδιστή: «ας πάμε λοιπόν πρώτα στην περίφημη ταβέρνα του Γιούλη, στο τέρμα Βείκου. Για να βρεις το μαγαζί στην -άκρη του κόσμου- χρειάζεσαι πιλότο. Μ’ όλα αυτά, μόλις φτάσαμε κοντά, η οδός Ντούσα Μπότσαρη, όπου και η ταβέρνα Γιούλη, το παλιό «Κοτέτσι της Μόνικας», είναι αδιάβατος από τα πολλά αυτοκίνητα πολυτελείας, από τις λιμουζίνες και τα ταξί που σταθμεύουν απ’ έξω. Ταβέρνας γλέντι είναι αυτό ή δεξίωσης πρεσβείας; Μπαίνουμε! Η είσοδος είναι έκθεσης ψαριών! ‘Ο τι ψάρι υπάρχει σε Ελληνική θάλασσα, είναι εκτεθειμένα, όλα όμως είναι άτιμα κατά την καλαμπουρικήν ομολογία του ίδιου του Γιούλη, διότι η τιμή εκάστου ψαριού, ανακοινούται στον πελάτη αφού πρώτα φάει. Ο Γιούλης «πετάει» από το ένα τραπέζι στο άλλο. Μεταξύ των πελατών διακρίνονται κάμποσοι υπουργοί με τις κυρίες τους, μια ολόκληρη πρεσβεία, σμόκιν αριστερά, τουαλέτες γκράν δεξιά, από την άλλη μεριά φασαμέν, ημίψηλα και κακό, λαμέ, σπάνε μύτες δε τα αρώματα που φορούν οι διάφορες κυρίες…»
Και συνεχίζει την περιγραφή του για όλο το πρόγραμμα της περίφημης
αυτής ταβέρνας που όπως μας είπε ο Φίλανδρος Μάρκου, φιλοξένησε αρκετά βράδια
ακόμη και το βασιλικό ζεύγος (μετά το 35 φυσικά). Σε φωτογραφία πάλι από
το «Έθνος» της 9 Φεβρουαρίου του 1933 διακρίνονται να παίζουν και να τραγουδούν
οι Αντώνης Νταλγκάς, Φίλανδρος Μάρκου, (κιθάρες) κι ο βιολιστής Διαμαντόπουλος
με τον «ντιζέρ» Αριστείδη Τριανταφυλλίδη. Πέρα από την ταβέρνα του Γιούλη που
οπωσδήποτε «αναπροσανατόλισε» την οικονομική ζωή του Αντώνη Νταλγκά, συνέχισε
να τραγουδά σε γιορτές και πανηγύρια, δημιουργώντας μια σημαντική περιουσία
(είχε αγοράσει τέσσερα σπίτια μονοκατοικίες σε διάφορες περιοχές των Αθηνών)
που όμως έχασε στα χρόνια της κατοχής για να ζήσει αυτός οι φίλοι του και η
οικογένειά του. Ο Αντώνης Νταλγκάς, μετά την κατάληψη της χώρας από τα
γερμανικά στρατεύματα, τον Απρίλιο του 1941, θα αποχωρήσει από τη δουλειά -όπως
άλλωστε και οι περισσότεροι Μικρασιάτες μουσικοί- θα πέσει σε μελαγχολία και
δεν θα ξανακουστεί ποτέ πια η μεγάλη αυτή φωνή. Πικραμένος και απογοητευμένος
από τη νέα σκλαβιά πέθανε αρχές του 1945, χωρίς ποτέ να ξαναβρεί τη χαρά που
τόσο απλόχερα σκόρπισε σε χιλιάδες ανθρώπους από το 1910 που ανέβηκε στο πάλκο.
Το 1946 ο παλιός του φίλος και συνεργάτης Φίλανδρος Μάρκου (γεννήθηκε το 1905 στη Σάμο), παντρεύτηκε την κόρη του Άννα. Συνέχισε την καλλιτεχνική του καριέρα με τον Σπύρο Κορώνη, για να δημιουργήσουν το περίφημο ντουέτο «Κορώνης- Φίλανδρος» που έγινε διάσημο τα μεταπολεμικά χρόνια.
Ο Αντώνης Νταλγκάς υπήρξε –ίσως- η μεγαλύτερη ανδρική φωνή στον ευρύτερο Ελλαδικό χώρο. Μαζί με τους συναδέλφους του από την Πόλη, την Σμύρνη και τη Μικρά Ασία γενικότερα, χάραξαν καθοριστικά το ύφος και το ήθος του νεώτερου τραγουδιού των πόλεων, μεταφέροντας και καταγράφοντας στη δισκογραφία μια παράδοση αιώνων. Χωρίς αυτούς και την ευτυχή συγκυρία της ενάρξεως της δισκογραφίας στην Ελλάδα, ελάχιστα πράγματα θα είχαν διασωθεί! Οι ιδιοφυείς χειρισμοί της φωνής του, τον έκαναν, μαζί με τον Κώστα Νούρο και τον Ευάγγελο Σωφρονίου, τους σημαντικότερους ερμηνευτές του πολύπλοκου φωνητικού αυτοσχεδιασμού -του μανέ- που η παρέμβαση της καταστροφικής μανίας των λογοκριτών της μεταξικής λογοκρισίας, οδήγησε στον αφανισμό του, αφού μέχρι σήμερα δεν κατέστη δυνατόν να επανέλθει στη μεταπολεμική μουσική ζωή. Η επαναφορά στη σύγχρονη εθνική μνήμη του έργου του μεγάλου αυτού μουσικού, αποτελεί ελάχιστο φόρο τιμής στη γενιά που δημιούργησε τέτοιους καλλιτέχνες.»
Το 1946 ο παλιός του φίλος και συνεργάτης Φίλανδρος Μάρκου (γεννήθηκε το 1905 στη Σάμο), παντρεύτηκε την κόρη του Άννα. Συνέχισε την καλλιτεχνική του καριέρα με τον Σπύρο Κορώνη, για να δημιουργήσουν το περίφημο ντουέτο «Κορώνης- Φίλανδρος» που έγινε διάσημο τα μεταπολεμικά χρόνια.
Ο Αντώνης Νταλγκάς υπήρξε –ίσως- η μεγαλύτερη ανδρική φωνή στον ευρύτερο Ελλαδικό χώρο. Μαζί με τους συναδέλφους του από την Πόλη, την Σμύρνη και τη Μικρά Ασία γενικότερα, χάραξαν καθοριστικά το ύφος και το ήθος του νεώτερου τραγουδιού των πόλεων, μεταφέροντας και καταγράφοντας στη δισκογραφία μια παράδοση αιώνων. Χωρίς αυτούς και την ευτυχή συγκυρία της ενάρξεως της δισκογραφίας στην Ελλάδα, ελάχιστα πράγματα θα είχαν διασωθεί! Οι ιδιοφυείς χειρισμοί της φωνής του, τον έκαναν, μαζί με τον Κώστα Νούρο και τον Ευάγγελο Σωφρονίου, τους σημαντικότερους ερμηνευτές του πολύπλοκου φωνητικού αυτοσχεδιασμού -του μανέ- που η παρέμβαση της καταστροφικής μανίας των λογοκριτών της μεταξικής λογοκρισίας, οδήγησε στον αφανισμό του, αφού μέχρι σήμερα δεν κατέστη δυνατόν να επανέλθει στη μεταπολεμική μουσική ζωή. Η επαναφορά στη σύγχρονη εθνική μνήμη του έργου του μεγάλου αυτού μουσικού, αποτελεί ελάχιστο φόρο τιμής στη γενιά που δημιούργησε τέτοιους καλλιτέχνες.»
Μεγάλος Νταλγκάς στο σημερινό δίσκο γραμμοφώνου σε δυο από τα πιο
γνωστά δημοτικά τραγούδια. Δυο από τα 35 δημοτικά που τραγούδησε ο Νταλγκάς κομμένο
στην Αγγλική Columbia το 1929. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι μαζί με τον Hafiz Burhan Bey (βλέπε ανάρτηση264) θεωρούνται οι σημαντικότερες φωνές στους αμανέδες. Ο δίσκος αρκετά ταλαιπωρημένος,
αλλά η φωνή του Νταλγκά ξεχωρίζει. Δώστε ένταση και ξεχάστε τον θόρυβο από τις αυλακώσεις.
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).