«Γεννήθηκα το 1934, στο Ριζοβούνι Πρεβέζης, τη μικρή Λάκκα Σουλίου, όπως την αποκαλούμε
στην περιοχή. Ήμουν δεν ήμουν οκτώ μηνών όταν έμεινα ορφανός από μητέρα, και
δεν πέρασε ούτε χρόνος όταν έχασα και τον πατέρα μου. Η ορφάνια με σημάδεψε στη
ζωή μου.
Μετά τον χαμό των γονιών μου με μεγάλωσε ένας θείος μου στο χωριό, ο Γιώργος Γιαννάκης.
Δύσκολα χρόνια. Μέσα στα κρύα φύλαγα τα ζώα του θείου μου με ολόγυμνα πόδια.
Πέθαινα από το κρύο. Φόρεσα το πρώτο μου ζευγάρι 6 χρονών. Πήγα στην πλατεία
στο χωριό και έκανα τούμπες από τη χαρά μου. Τραγούδαγα συνέχεια. Όλοι στο
χωριό με έβαζαν να τραγουδάω. Πότε για ένα λουκούμι στο καφενείο, πότε για ένα
πορτοκάλι. Κι εγώ τι να έκανα... Ψωμί δεν είχα για να φάω, και τραγουδούσα… Τον
Οκτώβριο του 1946, η θεία Μαρία, πέθανε κι έτσι ήταν πρόβλημα για τον θείο μου
να μεγαλώνει κι εμένα μαζί με τα παιδιά του.
«Παρασκευή 11 Ιανουαρίου. Ήταν η πρώτη φορά που θα τραγουδούσα μπροστά σε ακροατήριο, και η πρώτη φορά που η Πανηπειρωτική θα έκοβε την πίτα της. Στο θέατρο Αλίκη, στο Σύνταγμα. Νόμιζα πως θα ήταν όπως και στο καφενείο του χωριού, αλλά μου κόπηκαν τα γόνατα μόλις είδα τόσον κόσμο μαζεμένο. Με πήραν από το χέρι και βγήκα. Ήμουν περήφανος για τη στολή μου και την κορδέλα με το όνομα: Σούλι. Πιάνω και λέω πάλι την Τζαβέλαινα. Έγινε χαμός. Καταχειροκροτήθηκα και συγκινήθηκε όλος ο κόσμος.
Στα καμαράκια μετά την εκδήλωση έρχεται να με γνωρίσει η μεγάλη Μαρίκα Κοτοπούλη, η οποία και αυτή κρατούσε από την Ήπειρο, από τα Ζαγοροχώρια. Ζήτησε από τον Ζώη να με πάνε στο θέατρο όπου έπαιζε, το Ρεξ, για να τραγουδήσω, με τα ίδια ρούχα. Έτσι κι έγινε. Στο ακροατήριο ήταν και η βασίλισσα Φρειδερίκη. Η Κοτοπούλη, γνωρίζοντας την αδυναμία της στα ορφανά παιδιά, με παρουσίασε περιγράφοντας τα δύσκολα παιδικά μου χρόνια. Η βασίλισσα συγκινήθηκε και με κάλεσε στα ανάκτορα, όπου βρέθηκα να παίζω… βόλους με τον διάδοχο Κωνσταντίνο. Η Φρειδερίκη με βοήθησε, μαζί με τους ανθρώπους της Συνομοσπονδίας, να πάω σε οικοτροφείο στην Κέρκυρα, στο Αχίλλειο Ίδρυμα, και έβγαλα το Δημοτικό.Το Σεπτέμβριο του 1949, πήγα στη Γεωπονική Σχολή Πατρών («Σκαγιοπούλειο Ορφανοτροφείο»). Έκανα 3 χρόνια εκεί. Είχαμε μια εκκλησία μέσα, με έβαζαν κάθε Κυριακή και έψελνα τον Απόστολο. Και ερχόταν κόσμος απ' έξω για να ακούσει το παιδάκι που έψελνε. Με στέλνουν στο Ωδείο Πατρών. Τραγούδαγα και στην «ώρα του αγρότη», μια εκπομπή τότε στο ραδιόφωνο. Χάλαγε ο κόσμος, όλη η Πάτρα με άκουγε. Όταν τελείωσα ήρθα στην Αθήνα, δεν είχα όμως κανέναν. Κοιμόμουνα σ' ένα γκαράζ στην οδό Αγίου Μελετίου και Λιοσίων γωνία. Δύσκολη εποχή. Θυμάμαι ότι τραγούδησα σε μια εκδήλωση ενός συλλόγου στο θέατρο Παρνασσού στην πλατεία Καρύτση. Μέσα ήταν ο Γενικός Διευθυντής του ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας). «Έλα εδώ παιδί μου» λέει, «θέλω να έρθεις στο γραφείο μου». Το να τραγουδήσεις τότε στο ραδιόφωνο ήταν το μεγαλύτερο δώρο. Πάω λοιπόν και μου δίνει τότε δύο εκπομπές. Να τραγουδάω Δημοτικά τραγούδια, Δευτέρα και Πέμπτη. Από εδώ, λοιπόν, αρχίζει η τύχη μου. Στο ΕΙΡ, ήταν η μεγαλύτερη δημοσιογράφος που υπήρχε τότε στο ραδιόφωνο. Η Αθηνά Σπανούδη. Αυτή κυριαρχούσε τότε. Με παίρνει από το χέρι και με πάει στον Μανώλη Καλομοίρη, ιδρυτή και προέδρου του Εθνικού Ωδείου που λάτρευε το Δημοτικό τραγούδι. Κι αυτός κι η γυναίκα του. Μόλις με άκουσαν τρελάθηκαν. Αποφασίζει λοιπόν το Διοικητικό Συμβούλιο να με δεχθεί στο Εθνικό Ωδείο δωρεάν. Με υποτροφία, να μην πληρώνω φράγκο. Εδώ είμαι στο Πεδίον του Άρεως με τον μεγαλύτερο Έλληνα κομφερασιέ, τον Γιώργο Οικονομίδη, τον Αύγουστο του 1952. Με είχαν διαλέξει σε έναν διαγωνισμό ταλέντων ανάμεσα σε συνολικά 500 διαγωνιζόμενους.
Το 1954, που τραγουδούσα στο ΕΙΡ είχα γίνει φίρμα. Για να γραμμοφωνήσεις όμως τότε, το '54 έπρεπε να είχες το Θεό πατέρα. Τότε η Columbia, που ήταν η πρώτη εταιρεία, είχε τους Χαλκιάδες και γι' αυτούς εγώ ήμουν αμελητέα ποσότητα. Και λέω στον εαυτό μου «θα πας μόνος σου στην Odeοn». Πάω και βγαίνει ένας σπουδαίος άνθρωπος και μαέστρος, ο Σπύρος Περιστέρης. Μου λέει «τι θέλεις παιδί μου;», του λέω «Κύριε Σπύρο αν μπορείς να μ' ακούσεις. Λέω δημοτικά. Να δώσε μου ένα Ντο ματζόρε εισαγωγή». Με κοιτάει και μου λέει «που το ξέρεις εσύ το Ντο ματζόρε», «Σπουδάζω στο Ωδείο», του απαντώ. «Μ' έχει ο Καλομοίρης υπό την προστασία του…» Και ξεκινάω τα κλέφτικα. Τρίξανε τα τζάμια. Σταματήσανε όλοι μέσα να δουλεύουν. Τρέχει, στο Μίνωα Μάτσα και του λέει: «Ελάτε γρήγορα, ανακαλύψαμε έναν καινούργιο Παπασιδέρη». Ο Παπασιδέρης ήταν ο μεγάλος τραγουδιστής, δεν υπήρχε κανείς σαν αυτόν. Και μ' αρπάζουν για να υπογράψω συμβόλαιο. Φοβήθηκαν μη μ' αρπάξουν άλλοι. Και μου δώσανε τότε 150 δραχμές. Κι έτσι άνοιξε ο δρόμος των επιτυχιών.»Στο σημερινό δισκάκι ο αξέχαστος Αλέκος Κιτσάκης (βλέπε και ανάρτηση 120), με τον Τάσο Χαλκιά (βλέπε αναρτήσεις 65, 102, 120, 129, 140, 150 και 162). Στα φωνητικά, μαζί με τον Κιτσάκη, η Βασιλική Κιτσάκη.
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου