«Μια από τις μεγάλες οικογένειες μουσικών (η οικογένεια των Τσαγκαράκηδων) του τόπου μας από πατέρα αυτοδίδακτο. Ένα δεξιοτέχνη μουσικό όπως θα θυμούνται οι παλιότεροι τον Ηρακλή Τσαγκαράκη. Οι γιοί του, δεν μπορούσαν να μην ακολουθήσουν την πορεία του πατέρα τους. Ο Δημήτρης, μια μεγάλη μορφή στο μουσικό πέρασμά του και τα άλλα αδέλφια γνωστά από το κέντρο “Ξαστεριά” και όχι μόνο. Ο Μιχάλης, ο Γιώργος και ο Στυλιανός Τσαγκαράκης.
Τα λόγια του Μιχάλη Τσαγκαράκη: “Στις πέντε το απόγευμα, περίπου, την παραμονή της γιορτής που επρόκειτο να γίνει κάποιο γλέντι στο χωριό, έφθανε ο λυράρης με το λεωφορείο. Έπινε τον καφέ του και άρχιζε να αυτοδιαφημίζεται παίζοντας για να τον ακούσει το χωριό. Το χαρτί στα καφενεία “έδινε και έπαιρνε”, αλλά μόλις άρχιζε ο λυράρης, οι χαρτοπαίχτες σταματούσαν και ακούγοντάς τον διέδιδαν ανάλογα ποιες είναι οι ικανότητές του και φυσικά η δεξιοτεχνία του. Κάθε καφενείο που γίνονταν το γλέντι, είχε και το λυράρη του. Δεν υπήρχαν βέβαια τραπέζια και καρέκλες, ούτε πίστα, αλλά πάγκοι και τάβλες, όπου κάθονταν οι άνθρωποι και χόρευαν κατά παρέες. Μπορούσε ένα χωριό με τρία ή τέσσερα καφενεία, να έχει ισάριθμους λυράρηδες και φυσικά υπήρχε ανταγωνισμός για τους καφετζήδες ποιος θα έφερνε τον καλύτερο λυράρη και σε ποιο καφενείο το γλέντι θα κρατούσε περισσότερο.
Οι οργανοπαίχτες καθόντουσαν στη μέση της αίθουσας και οι υπόλοιποι γύρω - γύρω. “Έλα πιο εδώ, τι κάθισες στη μέση σαν το λυράρη”, έχει επικρατήσει αυτή η φράση να λέγεται μέχρι σήμερα, όταν θέλουν να πουν σε κάποιο να καθίσει παραπέρα για να τακτοποιηθούν στις θέσεις και άλλοι.Έπαιζε όλη τη νύχτα χωρίς μεγάφωνα, μ’ ένα λαουτιέρη. Ένα περιβάλλον που θύμιζε εκκλησία, χωρίς φωνές και άλλες λεκτικές παρεμβάσεις. Τα βλέμματα στραμμένα πάνω στο λυράρη και το γλέντι συνεχίζονταν μέχρι το πρωί. Τη μέρα της γιορτής του πολιούχου Αγίου είχε εκκλησία και μετά όταν τέλειωνε, γύρω στις 10.00 - 10.30 π.μ. άρχιζε πάλι το γλέντι. Το απόγευμα γύρω στις 7.00, ο λυράρης πήγαινε για να ξεκουραστεί για μια περίπου ώρα στο σπίτι του καφετζή. Επιστρέφοντας, άρχιζε το κανονικό εορταστικό γλέντι, μέχρι το πρωί. Το καφενείο ήταν γεμάτο, ο λυράρης με το λαούτο του συνήθως έχαναν το λεωφορείο και πήγαιναν στα σπίτια, όπου κι εκεί δημιουργούνταν αξέχαστες παρέες. Μερικοί που είχαν πάει για ύπνο, ξυπνούσαν και είχαν μεγαλύτερη όρεξη για να διασκεδάσουν.
Ο κόσμος διψούσε στα χωριά για κρητική μουσική και ο λυράρης έπρεπε ν’ ανταποκρίνεται στις επιθυμίες του. Μόλις διέλυε η παρέα οι μουσικοί ή έφευγαν με τα πόδια, ή με κάποιο άλλο μέσο, ή κοιμούνταν στο σπίτι του καφετζή. Η κρητική μουσική στο Ηράκλειο ήταν ανύπαρκτη, ο λυράρης και ο λαουτιέρης ντρέπονταν να παίξουν γιατί ο κόσμος τους σνομπάριζε. Μόνο σ’ ένα Ανωγειανό καφενείο του Μανουρά, απέναντι από το Ανωγειανό Δημοτικό σχολείο, στο Καμαράκι, σύχναζαν καλοί Κρητικοί καλλιτέχνες και μπορούσε κάποιος να ακούσει καλή κρητική μουσική, μέχρι την δεκαετία του εξήντα, φυσικά πριν από την δικτατορία των συνταγματαρχών”.
Στην πόλη μας, μοναδικό κέντρο διασκέδασης με κρητικά τραγούδια, ήταν το 1963 το Λιμενικό Περίπτερο. Εκεί άκουγε κανείς κρητική μουσική, κάθε βράδυ και παράλληλα απολάμβανε και καλούς χορευτές….».
Κείμενο του Δημήτρη Σάββα το παραπάνω, θα το βρείτε στις πληροφορίες ολόκληρο. Το ταξίδι στο χρόνο από την περιγραφή του Τσαγκαρομιχάλη.
Εξαιρετικό το παίξιμο του Τσαγκαρομιχάλη στο σημερινό δισκάκι. Εξαιρετική και η μαντινάδα στο Μαλεβιζιώτη ¨Άλλος την θέλει όμορφη¨.
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου