Φραντζεσκοπούλου
(Πολίτισσα) Μαρίκα (Ουρανία)- Τούντας Παναγιώτης- Λεονταρίδης Λάμπρος-
Τομπούλης Αγάπιος ODEON GA 1540 Στον Ποδονήφτη - Δολοφόνισσα 1930- 78rpm- 10''
Η Μαρίκα Φραντζεσκοπούλου, πιο γνωστή και ως Μαρίκα η Πολίτισσα
γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1898. Οι γονείς της Χρήστος και Αλεξάνδρα
την βάφτισαν Ουρανία, αλλά όλοι την φώναζαν Μαρίκα, πιθανότατα επειδή ήταν το πιο
κοινό όνομα ανάμεσα στους πρόσφυγες.
Θεωρείται μία από τις πιο αξιόλογες τραγουδίστριες του Σμυρναίικου τραγουδιού,
τραγουδούσε με άνεση σε τρεις γλώσσες - ελληνικά, τουρκικά και αραβικά
- και
κατάφερε να κατακτήσει με τις περιοδείες της την Ανατολή. Τραγουδούσε
με ευχέρεια,
χωρίς ερασιτεχνικά τσακίσματα, επιτυγχάνοντας με αυτό τον τρόπο να μεταδώσει
–
μέσα από την ερμηνεία της – την ψυχή της Ανατολής. Η Μαρίκα ανήκε σε εκείνες
τις
γυναίκες που είχαν αυτοπεποίθηση, τη σιγουριά του "κατακτητή",
αλλά και την
ασφάλεια των υλικών αγαθών, έχοντας καταφέρει να ηχογραφήσει τραγούδια
σχεδόν
Στην δισκογραφία μπήκε το 1928 με τον ¨Ραστ Μανέ¨ για την Polydor. Μαζί της στη λύρα ο
Λάμπρος Λεονταρίδης που πιθανότατα είχαν σχέση, όχι μόνο καλλιτεχνική. Το 1928
ξεκίνησε και η Ρόζα.
Μολονότι την περίοδο που μεσουρανούσε πολλοί επαρχιώτες κατέφθαναν στην
Αθήνα μόνο για να την ακούσουν, τόσο η συμβολή της στη διαμόρφωση της
ρεμπέτικης μουσικής όσο και η παρουσία της δεν έχουν αποτελέσει μέχρι
και σήμερα
αντικείμενο ιστορικής έρευνας. Θεωρούνταν πολύ καλύτερη στους αμανέδες
από
οποιαδήποτε άλλη τραγουδίστρια του Σμυρναίικου, ωστόσο παρέμεινε στην
αφάνεια
και πέθανε μόνη της τη δεκαετία του 60' (1968) στην περιοχή του Βύρωνα
χωρίς να ασχοληθεί μαζί της ποτέ κάποιος από τους ερευνητές του ρεμπέτικου τραγουδιού.
Η Μαρίκα Φραντζεσκοπούλου (Πολίτισσα) ανήκει στη φημισμένη τριάδα των
λαϊκών / ρεμπέτικων ερμηνευτριών της πολύ ενδιαφέρουσας δεκαετίας του
'30, καθώς
μαζί με την Ρίτα Αμπατζή και την Ρόζα Εσκενάζυ, συνέβαλαν στη διαμόρφωση
του
ηχητικού κλίματος εκείνης της δεκαετίας. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, για
κάποιους
άγνωστους λόγους αποτέλεσε την πιο απόμακρη γοητευτική γυναικεία ύπαρξη
στο
χώρο της ρεμπέτικης μουσικής, καθώς κανείς δεν φαίνεται να αναζητά να
βρει στοιχεία
γι’ αυτή. Ωστόσο, ο εκ Κωνσταντινούπολης ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος την
αναφέρει
στο ποίημά του "Αμαζόνες", το οποίο ανήκει στη συλλογή
"Μην ομιλείτε εις τον
"Η «ωραία Μαρίκα η Πολίτισσα» ήτο η μόνη αναδεκτή του Πάπα Ιννοκεντίου
του VIII.
Αυτός ήτο τότε μικρό παιδί, ίσως μάλιστα και να μην είχε γεννηθεί ακόμη.
Εκείνη ήτο ήδη
πανδρεμένη, σύζυγος του εξ ηγεμονικού οίκου Αρτάβαζου Σφυρικτρόπουλου,
ανεψιού —
επ’ αδελφή του Νώε. Όμως, το έγκλημα τούτο δεν ημπορούσε να μείνη χωρίς
σκληράν τιμωρίαν, προς παραδειγματισμόν. Πράγματι, αμέσως από της επομένης, εδόθη
διαταγή
εις ικανόν αριθμόν πλοίων να πλεύσουν εσπευσμένως προς τας Καναρίους Νήσους
και
τας νήσους Φϊτζιι, με τον σκοπόν να περισυλλέξουν όσο τον δυνατόν περισσοτέρας
νεφέλας, χειμερινά ψεύδη, λησμονημένας αναμνήσεις, θανάσιμα αμαρτήματα
και βελόνας
φωνογράφου, ίσως αγγλικής κατασκευής. Τα περί ου ο λόγος πλοία ήσαν εν
όλω 7 τον
αριθμόν, δήλα δη: 4 σακολέβες, 12 πρεγαντίνια, 2 βασιλικοί ντονανμάδες
και μία
πεθαμένη αρρεβωνιαστικιά. Ο στόλος επέρασεν λίαν πρωί κάτω από το παράθυρό
μου.
Έψαλλε ύμνον ωραιότατον, αλλά κάπως θλιμμένον και μελαγχολικόν. Ενθυμούμαι
ακόμη
και τώρα, αμυδρά βέβαια, τον σκοπόν: ήτο πολύ ανώτερος από χτύπημα κουδουνιού,
Η Μαρίκα Φραντζεσκοπούλου έχει ερμηνεύσει τραγούδια από διάφορους
συνθέτες / στιχουργούς των ρεμπέτικων, με τα ηχογραφημένα να είναι μεταξύ
των ετών
1929 και 1935, τα οποία σύμφωνα με τον Δαμιανάκο ανήκουν στην
κλασική περίοδο (1922 – 1940), κατά την οποία εμφανίζονται οι πρώτες ηχογραφήσεις
και το επώνυμο τραγούδι με τη θεματολογία τους να αφορά τον έρωτα, τη
γυναίκα, την
απελπισία, τη θλίψη, και τη διαμαρτυρία. Στην αρχή της πορείας της
(1929 – 1931)
πολλά από τα τραγούδια της δισκογραφίας της ανήκαν στην κατηγορία των
αμανέδων,
Τα επόμενα χρόνια (1932 – 1395), πολλοί ήταν οι ρεμπέτες που έγραψαν
τραγούδια, τα οποία αναδείχθηκαν εξαιτίας της ερμηνείας της Μαρίκας
Φραντζεσκοπούλου, μεταξύ των οποίων ο Γιάννης Δραγάτσης (Ογδοντάκης),
ο
Ιάκωβος Μοντανάρης, ο Σπύρος Περιστέρης, ο Κώστας Σκαρβέλης, ο Μίνωας
Μάτσας
(Τσάμας), ο Γρηγόρης Ασίκης, ο Παναγιώτης Τούντας κ.α. Τη συγκεκριμένη
περίοδο η
φήμη της Μαρίκας Φραντζεσκοπούλου μαζί με τον συνθέτη Γιάννη Δραγάτση
(Ογδοντάκης) ήταν πανελλήνια καθώς οι στίχοι του, αλλά και οι φωνές τους
είχαν
Ο Παναγιώτης Τούντας είναι ένας από τους διασημότερους συνθέτες της
Σμυρναϊκής Σχολής, που ανήκει στην ομάδα των Μικρασιατών μουσικών οι οποίοι
κατάφεραν, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, να διαμορφώσουν
τα
ρεμπέτικα τραγούδια στην Ελλάδα. Αποτελεί, αναμφίβολα, τον συνθέτη που
ξεχώρισε
τόσο με την ποιότητα όσο και με τον όγκο των τραγουδιών του από το σύνολο
των
καλλιτεχνών της προσφυγιάς – περίπου 350, τα οποία έχουν ερμηνευτεί από
σχεδόν
Ο Χαράλαμπος(Λάμπρος) Λεονταρίδης υπήρξε ο «ένας αλλά λέων» με
πολίτικη λύρα στις ηχογραφήσεις των 78 στροφών που έγιναν στην Ελλάδα. Ο
πατέρας του Αναστάσιος, ο αδελφός του Παράσχος, αλλά και ο πρώτος του εξάδελφος
Αλέκος Μπατζανός έπαιζαν επίσης πολίτικη λύρα και ηχογραφήθηκαν στην
Κωνσταντινούπολη. Ο Λάμπρος από την Πόλη βρέθηκε κάποια στιγμή στην Ελλάδα και
διέπρεψε ως λυράρης.
Ο Λάμπρος λοιπόν, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1898. Έμαθε λύρα
κοντά στον πατέρα του και καθιερώθηκε επαγγελματικά εκεί από νεαρή ηλικία. Το
1922, στη διάρκεια της Μικρασιατικής καταστροφής, έτυχε να είναι σε μουσική
περιοδεία στην Αίγυπτο και στη Βηρυτό. Αναγκαστικά λόγω των γεγονότων ήρθε στην
Ελλάδα και έκτοτε για μεγάλο διάστημα θεωρείτο φυγάς από το τούρκικο κράτος (προφανώς
γιατί απέφυγε την επιστράτευση), οπότε δεν μπορούσε να γυρίσει στην Πόλη.
Συνέχισε τη μουσική του σταδιοδρομία στην Ελλάδα, και το 1936-37 παντρεύτηκε
την Παναγιώτα Δανιηλίδου που καταγόταν από την Πριγκιπόνησο. Είχε ένα προτέρημα
που καμιά φορά στη ζωή θεωρείται ελάττωμα, ήταν κιμπάρης άνθρωπος, δεν έμπαινε
σε ίντριγκες και ζηλοφθονίες με τους συναδέλφους του. Πέρασε και δύσκολες
εποχές, όμως δεν έριξε ποτέ κανέναν για να του πάρει το ψωμί.
Γύρω στο 1936, που ήταν ακόμα στις δόξες του, έχτισε ένα αρχοντικό σπίτι στη
Νέα Ελβετία που το ονόμασε «Βίλα Νότα¨, χάριν της μουσικής νότας αλλά και της
συζύγου του Παναγιώτας (Νότας). Το χολ του σπιτιού του ήταν τεράστιο και στο
δάπεδο υπήρχε ψηφιδωτό όπου απεικονιζόταν μια λύρα. Το σημείο είχε καλή
ακουστική και εκεί έκαναν πρόβες με τους άλλους μουσικούς. Ο γιος του Λάμπρου,
γεννημένος το 1938, είχε τα πρώτα του ακούσματα από αυτές τις πρόβες, που τις
περισσότερες φορές εξελίσσονταν σε γλέντια ανατολίτικα. Οι ήχοι αυτοί έμειναν
ονειρικοί και ανεξίτηλοι στη μνήμη του.
Όμως ήρθε ο πόλεμος και η κατοχή και όσες οικονομίες υπήρχαν από τις καλές εποχές εξανεμίστηκαν. Ευτυχώς ο Λάμπρος Λεονταρίδης είχε φέρει αρκετά κοσμήματα στη γυναίκα του από τις περιοδείες του στη Μέση Ανατολή. Στη μεγάλη πείνα πήγαινε στα χωριά, έδινε τα κοσμήματα και έπαιρνε τρόφιμα. Μετά την κατοχή και τον εμφύλιο, το 1949, η Ελλάδα ήταν γεμάτη πόνο και ερείπια και ο κόσμος έφευγε στο εξωτερικό αναζητώντας μια καλύτερη μοίρα. Πολλοί μουσικοί πήραν τότε το δρόμο της ξενιτιάς. Έτσι και ο Λάμπρος πήγε με την οικογένειά του το 1950 στην Πόλη, να ανταμώσει τους συγγενείς και τους παλιούς φίλους. Έμεινε εκεί περίπου τρεις μήνες και έπαιξε για λίγο στο ίδιο μαγαζί με τον μικρότερο αδελφό του Παράσχο, ωστόσο τελικά γύρισε πίσω στην Ελλάδα. Την ίδια χρονιά έλαβε μέρος στους Απάχηδες των Αθηνών, μια ταινία της «Ολύμπια Φιλμ» σε σενάριο και σκηνοθεσία του Ηλία Παρασκευά. Στις 02/09/1951, όπως φαίνεται στο διαβατήριό του, ξαναπήγε στην Πόλη, μαζί με τον ουτίστα Αγάπιο Τομπούλη και την τραγουδίστρια Ρόζα Εσκενάζυ, που ήταν παλιοί του φίλοι, συμπατριώτες και συνεργάτες. Εκεί σε συνεργασία με τον αδελφό του Παράσχο και κάποιους Τούρκους μουσικούς ηχογράφησαν για την Αμερικάνικη εταιρεία Balkan. Τον Νοέμβριο του 1951 επιστρέφει στην Ελλάδα και εργάζεται στο κέντρο «Τριάννα» όπου για λίγο διάστημα ήρθε και έπαιξε μαζί του ο αδελφός του Παράσχος. Αυτή ήταν και η τελευταία του επαγγελματική αναλαμπή. Συνέχισε βέβαια να παίζει σε γιορτές και πανηγύρια, όμως το τοπίο είχε αλλάξει, ο κόσμος άκουγε άλλα πράγματα και οι παλιοί δεξιοτέχνες περνούσαν πλέον στην αφάνεια. Σ’ αυτή τη δύσκολη περίοδο, όταν ο μικρός τότε μοναχογιός του Τάσος πλησίαζε τις λύρες του πατέρα του, άκουγε τη μάνα του να τον αποπαίρνει με κάθε τρόπο. Έτσι το 1965 που ο Λάμπρος πέθανε από την ανίατη ασθένεια πήρε μαζί του τα μυστικά μιας μεγάλης μουσικής παράδοσης. Η Ρόζα Εσκενάζυ ήταν στη κηδεία του και έκλαιγε απαρηγόρητη τον Πολίτη Λυράρη που σίγησε για πάντα.
Όμως ήρθε ο πόλεμος και η κατοχή και όσες οικονομίες υπήρχαν από τις καλές εποχές εξανεμίστηκαν. Ευτυχώς ο Λάμπρος Λεονταρίδης είχε φέρει αρκετά κοσμήματα στη γυναίκα του από τις περιοδείες του στη Μέση Ανατολή. Στη μεγάλη πείνα πήγαινε στα χωριά, έδινε τα κοσμήματα και έπαιρνε τρόφιμα. Μετά την κατοχή και τον εμφύλιο, το 1949, η Ελλάδα ήταν γεμάτη πόνο και ερείπια και ο κόσμος έφευγε στο εξωτερικό αναζητώντας μια καλύτερη μοίρα. Πολλοί μουσικοί πήραν τότε το δρόμο της ξενιτιάς. Έτσι και ο Λάμπρος πήγε με την οικογένειά του το 1950 στην Πόλη, να ανταμώσει τους συγγενείς και τους παλιούς φίλους. Έμεινε εκεί περίπου τρεις μήνες και έπαιξε για λίγο στο ίδιο μαγαζί με τον μικρότερο αδελφό του Παράσχο, ωστόσο τελικά γύρισε πίσω στην Ελλάδα. Την ίδια χρονιά έλαβε μέρος στους Απάχηδες των Αθηνών, μια ταινία της «Ολύμπια Φιλμ» σε σενάριο και σκηνοθεσία του Ηλία Παρασκευά. Στις 02/09/1951, όπως φαίνεται στο διαβατήριό του, ξαναπήγε στην Πόλη, μαζί με τον ουτίστα Αγάπιο Τομπούλη και την τραγουδίστρια Ρόζα Εσκενάζυ, που ήταν παλιοί του φίλοι, συμπατριώτες και συνεργάτες. Εκεί σε συνεργασία με τον αδελφό του Παράσχο και κάποιους Τούρκους μουσικούς ηχογράφησαν για την Αμερικάνικη εταιρεία Balkan. Τον Νοέμβριο του 1951 επιστρέφει στην Ελλάδα και εργάζεται στο κέντρο «Τριάννα» όπου για λίγο διάστημα ήρθε και έπαιξε μαζί του ο αδελφός του Παράσχος. Αυτή ήταν και η τελευταία του επαγγελματική αναλαμπή. Συνέχισε βέβαια να παίζει σε γιορτές και πανηγύρια, όμως το τοπίο είχε αλλάξει, ο κόσμος άκουγε άλλα πράγματα και οι παλιοί δεξιοτέχνες περνούσαν πλέον στην αφάνεια. Σ’ αυτή τη δύσκολη περίοδο, όταν ο μικρός τότε μοναχογιός του Τάσος πλησίαζε τις λύρες του πατέρα του, άκουγε τη μάνα του να τον αποπαίρνει με κάθε τρόπο. Έτσι το 1965 που ο Λάμπρος πέθανε από την ανίατη ασθένεια πήρε μαζί του τα μυστικά μιας μεγάλης μουσικής παράδοσης. Η Ρόζα Εσκενάζυ ήταν στη κηδεία του και έκλαιγε απαρηγόρητη τον Πολίτη Λυράρη που σίγησε για πάντα.
Ο Αγάπιος Τομπούλης (Κωνσταντινούπολη, περί το 1885 - Αθήνα περί το
1965) από την Πόλη υπήρξε δεξιοτέχνης του ουτιού και συνθέτης. Συνεργάστηκε με όλες
τις σημαντικές φωνές του Σμυρναίικου τόσο στο πάλκο όσο και στη δισκογραφία και
ήταν ο επιφανέστερος ουτίστας του είδους. Άφησε επίσης αξιόλογες ηχογραφήσεις
ως σολίστας. Η οικογένεια του Τομπούλη φέρεται να είχε καταγωγή εν μέρει
αρμενική. Ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία στη μουσική απρόθυμα
(όπως αργότερα διηγήθηκε ο ίδιος), ως οργανοπαίκτης στην αυλή του Οθωμανού
Σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Β' (ο οποίος βασίλευσε μεταξύ 1876 και 1909).
Συγκεκριμένα, ο Σουλτάνος έτυχε να ακούσει τον νεαρό τότε ουτιέρη και
να θαυμάσει την τέχνη του ενώ έκανε βαρκάδα στον Βόσπορο με την συνοδεία του.
Του ζήτησε, χωρίς να αφήσει περιθώρια για τυχόν αντιρρήσεις, να παρουσιασθεί το
επόμενο βράδυ και να παίξει για τους καλεσμένους του. Ο Τομπούλης φοβήθηκε και,
θέλοντας και μη, παρουσιάστηκε. Έλαβε γενναίο φιλοδώρημα και αργότερα
καθιερώθηκε ως έμμισθος μουσικός των ανακτόρων.
Παρέμεινε στα ανάκτορα ακόμα και μετά την ανάληψη της εξουσίας από
τον Μεχμέτ τον Ε', νεότερο αδερφό του Αβδούλ Χαμίτ, ο οποίος απομάκρυνε πολλούς
μουσικούς αλλά κράτησε τους Ρωμιούς.
Αργότερα όμως, κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο, παρόλο που ο Τομπούλης
αντιμετώπιζε τους Σουλτάνους με μεγάλο φόβο, εκδηλώθηκε ανοιχτά υπέρ της
ελληνικής πλευράς. Έτσι αργότερα, όταν επήλθε η Μικρασιατική Καταστροφή,
αναγκάστηκε να καταφύγει στην Ελλάδα για να γλιτώσει.
Στο σημερινό δίσκο συναντάμε την Μαρίκα την Πολίτισσα σε στίχους και
σύνθεση του Παναγιώτη Τούντα και συνοδεία, πολίτικης λύρας από τον Λάμπρο
Λεονταρίδη και ούτι από τον Αγάπιο Τομπούλη. Στις ετικέτες δεν αναγράφονται τα
ονόματα του Λάμπρου και του Αγάπιου αλλά ότι υπάρχει συνοδεία από λύρα και
ούτι. Δεξιοτέχνες και οι δυο, συνοδεύουν άριστα την εξαιρετική Μαρίκα. Στο
σημερινό φάκελο που θα κατεβάσετε υπάρχει, σαν δώρο (για τις 202 αναρτήσεις), μια
εξαιρετική συλλογή με τραγούδια της Μαρίκας, από τις Αμερικάνικες Mississippi Records και Olvido Records του
2020. Φυσικά οι επεξεργαστές του ήχου, έχουν αφαιρέσει το ενοχλητικό φύσημα
(όχι για εμένα) των 78 στροφών.
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).
Ευχαριστούμε πάρα πολύ για τις ένθετες μοναδικές φωτογραφίες αλλα και για την συλλογή, βιβλιαράκι της Mississippi Records !!!
ΑπάντησηΔιαγραφή