Καρπουζάκης Μανώλης- Καδιανός Νίκος PANIVAR PA-590 Σείχα κερά και αρχόντισσα - Κλάψε μα έκλαψα και γω 1974- 45rpm- 7''
Γεννήθηκε το 1947 στο χωριό Ζαρός Καινουργίου, του Νομού Ηρακλείου. Πατέρας του ήταν ο Γεώργιος Καρπουτζάκης και μητέρα του η Πελαγία Καρπουτζάκη - Σαλούστρου.Είχε 5 αδέρφια, την Θεονύμφη, τον Μιχάλη, τον Γιάννη, την Κατίνα και τον Νίκο.Ο Μανόλης Καρπουζάκης ήταν το πέμπτο κατά σειρά από τα αδέρφια.Με τη λύρα άρχισε να ασχολείται το 1954 σε ηλικία επτά χρονών. Την πρώτη του λύρα του την έφτιαξε ο πατέρας του.Όταν ήταν δέκα χρονών το 1957, του αγόρασε τη λεγόμενη
βροντόλυρα που είναι και η γνήσια Μεσσαρίτικη λύρα με 4 χορδές και από τότε
συνεχίζει να παίζει και τρίχορδη και τετράχορδη λύρα.Τα πρώτα
ακούσματα του ήταν από τους χωριανούς του λυράρηδες και λαουτιέρηδες και είναι
αυτοδίδακτος.
Το 1961 σε
ηλικία 14 ετών πηγαίνει στο Ηράκλειο και από τότε έγινε μόνιμος κάτοικος
Ηρακλείου. Στο πρώτο γλέντι που έπαιξε ήταν 13 ετών με τον λαουτιέρη Γιάννη
Αποστολάκη. Το 1965 η δισκογραφική εταιρεία ΠΑΝΙΒΑΡ ανακαλύπτει τον νεαρό και
ταλαντούχο Μανώλη Καρπουζάκη.Το 1973
κυκλοφορεί η πρώτη του δισκογραφική έκδοση, ένας δίσκος 45 στροφών με τίτλο
"Στης δυστυχίας τις στιγμές" με δυο τραγούδια, ένα συρτό από την μια
πλευρά και κοντυλιές από την άλλη, ακολουθούν άλλοι 5 δίσκοι 45 στροφών.Στη συνέχεια
θα υπάρξει τόσος μεγάλος πλούτος ιδεών ώστε μέχρι σήμερα το έργο του φτάνει
στις 102 προσωπικές δισκογραφικές δουλειές και 30 συμμετοχές σε άλλους
καλλιτέχνες.Από το 1966
μέχρι και το 1982 συνεργάζεται με την εταιρεία ΠΑΝΙΒΑΡ στην οποία έχει κυκλοφορήσει
55 έργα δίσκους και ζωντανές σε κασέτες. Από το 1982 μέχρι σήμερα συνεργάστηκε
με την εταιρεία ΚΡΕΤΑΦΩΝ στην οποία κυκλοφόρησε τα υπόλοιπα έργα του.Επίσης έχει
συνεργαστεί με τον μουσικό Κο Ρενιέρη και έχει παίξει λύρα σε δυο δουλειές του
με τραγουδίστρια την Μαρίνα του ελαφρού λαϊκού τραγουδιού.Το 1972
ηχογραφεί δίσκο για τις μαθήτριες που πνίγηκαν στην Γεωργιούπολη και για τα
άτομα που σκοτώθηκαν όταν έπεσε το λεωφορείο στην Καλαμαύκα της Ιεράπετρας.Το 1975
επίσης έχει κάνει δίσκο στην Γερμανία στο Ντισεντολφ. Το 1976 έκανε τρεις
δίσκους στην Αμερική στο Πιτσ-πουρκ όταν έπαιξε στο Κομβέσιο Κρητών.
Το 1981
ηχογράφησε ένα δίσκο στην Αυστραλία στο Σύδνευ που είχε πάει για τους χορούς
της Παγκρητικής. Επίσης έχει πάει στην Νέα Ζηλανδία και έχει παίξει στον
σύλλογο Κρητών.Επίσης έχει
παίξει πολλές φορές στην Ευρώπη, Κύπρο αλλά και σε όλη την Ελλάδα όπου υπάρχει
σύλλογος Κρητών.Έχει
ασχοληθεί και με την δημοτική μουσική της Ελλάδος.
Το 1962 έπαιξε σε μαγαζί στο
Ηράκλειο στο μαγαζί με το όνομα ΚΑΝ - ΚΑΝ δυο χρόνια (είναι ο πρώτος που έπαιξε
σαν επαγγελματίας εκείνα τα χρόνια), με συνεργάτη τον Αλέκο Κοκαράκη και τον
Κώστα Ζαχαρόπουλο. Το 1973 - 1974 έπαιξε πρώτη φορά στο Κέντρο Αρετούσα στην
Αθήνα και συνέχισε και άλλα κέντρα όπως το Κονάκι, το Ζορμπά.Επίσης έχει
παίξει σε μαγαζιά στο Ηράκλειο όπως το Παγκρήτιο, Κάστρο, Αρετούσα, Λύρα,
Ριζίτικα κ.α. Συνεργάτες
του στις Δισκογραφικές δουλειές είναι: Κοτζαμπασάκης Μ.- Κοκαράκης Α.-
Σαλούστρος Π.- Κρουσανιωτάκης Γ. - Παπατσαράς Μ.- Πετσάκης Γ. - Αλεφαντινός Ν.
- Ζαμπουλάκης Γ. - Λαρεντζάκης Μ.- Φουκάκης Δ.- Τσαφαντάκης Β.- Γιατρομανολάκης
Ν.- Κακλής Μ.- Νενεδάκης Μ.-Σαλούστρος Α.-Σαλούστρος Β.-Σκουλάς Δ.-
Πατενταλάκης Ν. - Γιαννακάκη Ε. -Γρηγοράκη Ε.-Χρονάκη Σ.- Γιαμπουλάκης κ.α.Ο Μανώλης
Καρπουζάκης ήταν ένα από τα πρώτα μέλη του Παγκρητίου Συλλόγου Καλλιτεχνών
Κρητικής Μουσικής και έχει διατελέσει αντιπρόεδρος τα έτη 1994 έως 1997. Έφυγε
από την ζωή στις 6 Ιουλίου 2011 σε ηλικία 64 ετών χτυπημένος από την επάρατη
νόσο.
Ο Νίκος Καδιανός γεννήθηκε στις 7
Φεβρουαρίου του 1932 στο χωριό Βόροι Ηρακλείου Κρήτης. Γονείς του ο Λάμπρος και
η Ευαγγελία Καδιανάκη. Γόνος πολυμελούς αγροτικής οικογένειας, έζησε τα παιδικά
του χρόνια στο χωριό του, όπως όλα τα συνομήλικά του παιδιά. Από μικρή ηλικία
όμως φάνηκε το ταλέντο που είχε για να ασχοληθεί με τη μουσική.
Από τα σχολικά του κιόλας χρόνια στο χωριό όπως έλεγε ο ίδιος αργότερα αντί να είχε το μυαλό του στα γράμματα και σε αυτά που του έλεγε ο δάσκαλος, ο ίδιος προσπαθούσε να μάθει να παίζει σκοπούς με το μαντολίνο, και να συμμετάσχει όσο μπορούσε περισσότερο κι όσο του επέτρεπε και η ηλικία του στα τοπικά γλέντια του χωριού του, ακούγοντας τα μουσικά ακούσματα του τόπου του παιγμένα από τους τοπικούς τότε μουσικούς πρωτομάστορες.
Μάταια προσπαθούσαν οι γονείς του να μάθει γράμματα ή να ασχοληθεί με τις αγροτικές εργασίες, βοηθώντας τον πατέρα του και την οικογένειά του. Όπως είπε πάλι ο ίδιος πολλά χρόνια αργότερα σε συνέντευξή του στην αείμνηστη Ρούλα Μουζουράκη για την Κρατική τηλεόραση: "Προτίμησε να μάθει να παίζει το λαούτο παρά το σκαπέτι γιατί ήταν πιο ελαφρύ για τα δικά του χέρια".Το πρώτο λαούτο, του το έδωσε σε ηλικία 14 ετών ο Γιάννης Μαρκογιάννης. Δεν άργησε όμως να φανεί και στο λαούτο ακόμα (παρότι ήταν αρκετά μεγάλο όργανο σχηματικά για την ηλικία του), το ταλέντο του. Έτσι σιγά – σιγά άρχισε να μαθαίνει τον ένα σκοπό μετά τον άλλο στο λαούτο, με το αυτί όπως έλεγε ο ίδιος. Δηλαδή ότι άκουγε στο γραμμόφωνο τότε με τα δισκάκια και στα γλέντια του χωριού του (στις παρέες και στις καντάδες του χωριού εκείνης της εποχής), προσπαθούσε να το παίξει με το λαούτο του.
Τα κατάφερνε αρκετά καλά να αφομοιώνει τα μουσικά ακούσματα και να εξελίσσετε γρήγορα σε έναν καλό λαουτιέρη. Πρότυπό του στο παίξιμο του λαούτο ήταν ο πατριάρχης όπως τον έλεγε εκείνος του λαούτο ο Γιάννης Μαρκογιάννης. Αξιοσημείωτο είναι επίσης και το γεγονός ότι και το πρώτο του γλέντι που έπαιξε ως μουσικός ήταν σε ηλικία 14 ετών στο χωριό του. Αυτό ήταν και το ¨βάπτισμα του πυρός¨ για μια λαμπρή πορεία και καριέρα που θα ακολουθούσε τις επόμενες δεκαετίες.
Από εκεί και μετά ακολούθησαν πολλές συνεργασίες με ξακουστούς λυράρηδες της Κρήτης είτε στα γλέντια είτε στην δισκογραφία. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους Θανάση Σκορδαλό και τον Λεωνίδα Κλάδο. Η καλλιτεχνική του σταδιοδρομία σταμάτησε προσωρινά στα μέσα της Δεκαετίας του 60, όπου αναγκάστηκε να φύγει ως οικονομικός μετανάστης στην Γερμανία, για ένα καλύτερο αύριο και μια καλύτερη ζωή, όπως τόσοι και τόσοι Έλληνες του τόπου μας εκείνη την εποχή.Και εκεί όμως το μεράκι του για τη μουσική και το μεράκι για τον τόπο του –τη μάνα Κρήτη όπως χαρακτηριστικά έλεγε- δεν έσβησαν ποτέ. Παράλληλα με τις άλλες δουλειές που έκανε, ξανάρχισε να ασχολείται και να μελετά επάνω στο λαούτο. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η φήμη του ως καλλιτέχνη εξαπλώθηκε γρήγορα και στην Γερμανία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι προς τα τέλη της δεκαετίας του 60 και τις αρχές της δεκαετίας του 70, είχε αναλάβει την ευθύνη και επιμελούταν ελληνικές μουσικές εκπομπές που αφορούσαν την μουσική της Κρήτης για την Κρατική Ραδιοφωνία της Γερμανίας (τη γνωστή σε όλους Deutsche Velle), την εποχή που Διευθυντής του Ελληνικού προγράμματος ήταν ο Παύλος Μπακογιάννης.
Η δραστηριότητά του στη Γερμανία δεν σταματάει μόνο στο ραδιόφωνο. Ανοίγει και ένα κέντρο διασκεδάσεως με το όνομα <<ΚΡΗΤΗ>> στο Μόναχο. Πολλοί καλλιτέχνες της Κρητικής μουσικής πήγαν στη Γερμανία από την Κρήτη και εμφανίστηκαν στο κέντρο μετά από πρόσκληση του ίδιου. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις εμφανίσεις του Θανάση Σκορδαλού, του Μανώλη Καρπουζάκη, του Καλομοίρη και πολλών άλλων συναδέλφων του, οι οποίοι να σημειωθεί ότι όλοι τους εμφανίζονταν στο συγκεκριμένο κέντρο παίζοντας μαζί του.
Η δίψα του για την Ελλάδα και την Κρήτη όμως, δεν ήταν δυνατό να τον κρατούσαν για πολύ χρονικό διάστημα μακριά. Έτσι πουλάει το κέντρο <<ΚΡΗΤΗ>>, και το 1973 επιστρέφει στην Ελλάδα όπου μένει μόνιμα πια, συνεχίζοντας την καλλιτεχνική του πορεία, που είχε διακοπεί νωρίτερα φεύγοντας για την Γερμανία στη δεκαετία του 60. Και στην Αθήνα, συνέχισε τις εμφανίσεις του σχεδόν σε όλα τα κέντρα διασκέδασης Αθηνών και Κρήτης, πραγματοποιώντας συνεργασίες με τους μεγαλύτερους και αξιολογότερους καλλιτέχνες της εποχής εκείνης.
Μακροχρόνια επιτυχημένη συνεργασία πραγματοποίησε επίσης με τον Νίκο Σκευάκη, όπου για πολλά χρόνια συνεργάζονταν μαζί και δισκογραφικά αλλά και με εμφανίσεις στα Κρητικά Κέντρα δημιουργώντας πολλές αλλά και ανεπανάληπτες δισκογραφικά επιτυχίες. Δισκογραφικές επιτυχίες πραγματοποίησε επίσης με τους: Κώστα Μουντάκη, Λεωνίδα Κλάδο, Γιώργο Παπαδάκη, Χαράλαμπο Γαργανουράκη Γιώργο Φραγκιουδάκη, τον Μανώλη Μελαμπιώτη και τα τελευταία χρόνια με τον Ζαχαρία Μελεσανάκη, όπου ηχογράφησαν μεγάλους δίσκους κυρίως με τους Μανώλη Κακλή, Γιάννη Αγγελάκη και Γιώργο Μανωλιούδη.
Από το 1980 έως το 1985 συνεργάζεται με τον Χαράλαμπο Γαργανουράκη και τον Γιάννη Μαρκόπουλο όπου πραγματοποιούν μαζί πολλές εμφανίσεις και συναυλίες σε όλο σχεδόν τον κόσμο απανταχού της γης, όπου υπήρχε Κρητική Ομογένεια.
Το 1982 ηχογραφεί μαζί με τον Χαράλαμπο Γαργανουράκη και τον Νίκο Σαμπαζιώτη τον δίσκο <<Ω, να χαρώ χαρότο>> όπου μέσα στα κομμάτια του δίσκου περιλαμβάνεται και η πρώτη εκτέλεση του κομματιού του Λευτέρη Καμπουράκη, που είναι ακόμα και στις μέρες μας μεγάλη επιτυχία και έχει ερμηνευτεί σχεδόν από όλους τους Κρητικούς καλλιτέχνες σε νεότερες εκτελέσεις <<ΑΣΤΡΑ ΜΗ ΜΕ ΜΑΛΩΝΕΤΑΙ>> . Την ίδια χρονιά οι τρεις τους ανοίγουν το Κέντρο ¨Αγρίμια¨ όπου γίνεται Στέκι για όλους τους Κρητικούς της Αθήνας.
Συμμετείχε σε 60 περίπου μεγάλους και μικρούς δίσκους.
Πέθανε στην Αθήνα στις 16 Σεπτεμβρίου του 1997 σε ηλικία 65 ετών.
Από τα σχολικά του κιόλας χρόνια στο χωριό όπως έλεγε ο ίδιος αργότερα αντί να είχε το μυαλό του στα γράμματα και σε αυτά που του έλεγε ο δάσκαλος, ο ίδιος προσπαθούσε να μάθει να παίζει σκοπούς με το μαντολίνο, και να συμμετάσχει όσο μπορούσε περισσότερο κι όσο του επέτρεπε και η ηλικία του στα τοπικά γλέντια του χωριού του, ακούγοντας τα μουσικά ακούσματα του τόπου του παιγμένα από τους τοπικούς τότε μουσικούς πρωτομάστορες.
Μάταια προσπαθούσαν οι γονείς του να μάθει γράμματα ή να ασχοληθεί με τις αγροτικές εργασίες, βοηθώντας τον πατέρα του και την οικογένειά του. Όπως είπε πάλι ο ίδιος πολλά χρόνια αργότερα σε συνέντευξή του στην αείμνηστη Ρούλα Μουζουράκη για την Κρατική τηλεόραση: "Προτίμησε να μάθει να παίζει το λαούτο παρά το σκαπέτι γιατί ήταν πιο ελαφρύ για τα δικά του χέρια".Το πρώτο λαούτο, του το έδωσε σε ηλικία 14 ετών ο Γιάννης Μαρκογιάννης. Δεν άργησε όμως να φανεί και στο λαούτο ακόμα (παρότι ήταν αρκετά μεγάλο όργανο σχηματικά για την ηλικία του), το ταλέντο του. Έτσι σιγά – σιγά άρχισε να μαθαίνει τον ένα σκοπό μετά τον άλλο στο λαούτο, με το αυτί όπως έλεγε ο ίδιος. Δηλαδή ότι άκουγε στο γραμμόφωνο τότε με τα δισκάκια και στα γλέντια του χωριού του (στις παρέες και στις καντάδες του χωριού εκείνης της εποχής), προσπαθούσε να το παίξει με το λαούτο του.
Τα κατάφερνε αρκετά καλά να αφομοιώνει τα μουσικά ακούσματα και να εξελίσσετε γρήγορα σε έναν καλό λαουτιέρη. Πρότυπό του στο παίξιμο του λαούτο ήταν ο πατριάρχης όπως τον έλεγε εκείνος του λαούτο ο Γιάννης Μαρκογιάννης. Αξιοσημείωτο είναι επίσης και το γεγονός ότι και το πρώτο του γλέντι που έπαιξε ως μουσικός ήταν σε ηλικία 14 ετών στο χωριό του. Αυτό ήταν και το ¨βάπτισμα του πυρός¨ για μια λαμπρή πορεία και καριέρα που θα ακολουθούσε τις επόμενες δεκαετίες.
Από εκεί και μετά ακολούθησαν πολλές συνεργασίες με ξακουστούς λυράρηδες της Κρήτης είτε στα γλέντια είτε στην δισκογραφία. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους Θανάση Σκορδαλό και τον Λεωνίδα Κλάδο. Η καλλιτεχνική του σταδιοδρομία σταμάτησε προσωρινά στα μέσα της Δεκαετίας του 60, όπου αναγκάστηκε να φύγει ως οικονομικός μετανάστης στην Γερμανία, για ένα καλύτερο αύριο και μια καλύτερη ζωή, όπως τόσοι και τόσοι Έλληνες του τόπου μας εκείνη την εποχή.Και εκεί όμως το μεράκι του για τη μουσική και το μεράκι για τον τόπο του –τη μάνα Κρήτη όπως χαρακτηριστικά έλεγε- δεν έσβησαν ποτέ. Παράλληλα με τις άλλες δουλειές που έκανε, ξανάρχισε να ασχολείται και να μελετά επάνω στο λαούτο. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η φήμη του ως καλλιτέχνη εξαπλώθηκε γρήγορα και στην Γερμανία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι προς τα τέλη της δεκαετίας του 60 και τις αρχές της δεκαετίας του 70, είχε αναλάβει την ευθύνη και επιμελούταν ελληνικές μουσικές εκπομπές που αφορούσαν την μουσική της Κρήτης για την Κρατική Ραδιοφωνία της Γερμανίας (τη γνωστή σε όλους Deutsche Velle), την εποχή που Διευθυντής του Ελληνικού προγράμματος ήταν ο Παύλος Μπακογιάννης.
Η δραστηριότητά του στη Γερμανία δεν σταματάει μόνο στο ραδιόφωνο. Ανοίγει και ένα κέντρο διασκεδάσεως με το όνομα <<ΚΡΗΤΗ>> στο Μόναχο. Πολλοί καλλιτέχνες της Κρητικής μουσικής πήγαν στη Γερμανία από την Κρήτη και εμφανίστηκαν στο κέντρο μετά από πρόσκληση του ίδιου. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις εμφανίσεις του Θανάση Σκορδαλού, του Μανώλη Καρπουζάκη, του Καλομοίρη και πολλών άλλων συναδέλφων του, οι οποίοι να σημειωθεί ότι όλοι τους εμφανίζονταν στο συγκεκριμένο κέντρο παίζοντας μαζί του.
Η δίψα του για την Ελλάδα και την Κρήτη όμως, δεν ήταν δυνατό να τον κρατούσαν για πολύ χρονικό διάστημα μακριά. Έτσι πουλάει το κέντρο <<ΚΡΗΤΗ>>, και το 1973 επιστρέφει στην Ελλάδα όπου μένει μόνιμα πια, συνεχίζοντας την καλλιτεχνική του πορεία, που είχε διακοπεί νωρίτερα φεύγοντας για την Γερμανία στη δεκαετία του 60. Και στην Αθήνα, συνέχισε τις εμφανίσεις του σχεδόν σε όλα τα κέντρα διασκέδασης Αθηνών και Κρήτης, πραγματοποιώντας συνεργασίες με τους μεγαλύτερους και αξιολογότερους καλλιτέχνες της εποχής εκείνης.
Μακροχρόνια επιτυχημένη συνεργασία πραγματοποίησε επίσης με τον Νίκο Σκευάκη, όπου για πολλά χρόνια συνεργάζονταν μαζί και δισκογραφικά αλλά και με εμφανίσεις στα Κρητικά Κέντρα δημιουργώντας πολλές αλλά και ανεπανάληπτες δισκογραφικά επιτυχίες. Δισκογραφικές επιτυχίες πραγματοποίησε επίσης με τους: Κώστα Μουντάκη, Λεωνίδα Κλάδο, Γιώργο Παπαδάκη, Χαράλαμπο Γαργανουράκη Γιώργο Φραγκιουδάκη, τον Μανώλη Μελαμπιώτη και τα τελευταία χρόνια με τον Ζαχαρία Μελεσανάκη, όπου ηχογράφησαν μεγάλους δίσκους κυρίως με τους Μανώλη Κακλή, Γιάννη Αγγελάκη και Γιώργο Μανωλιούδη.
Από το 1980 έως το 1985 συνεργάζεται με τον Χαράλαμπο Γαργανουράκη και τον Γιάννη Μαρκόπουλο όπου πραγματοποιούν μαζί πολλές εμφανίσεις και συναυλίες σε όλο σχεδόν τον κόσμο απανταχού της γης, όπου υπήρχε Κρητική Ομογένεια.
Το 1982 ηχογραφεί μαζί με τον Χαράλαμπο Γαργανουράκη και τον Νίκο Σαμπαζιώτη τον δίσκο <<Ω, να χαρώ χαρότο>> όπου μέσα στα κομμάτια του δίσκου περιλαμβάνεται και η πρώτη εκτέλεση του κομματιού του Λευτέρη Καμπουράκη, που είναι ακόμα και στις μέρες μας μεγάλη επιτυχία και έχει ερμηνευτεί σχεδόν από όλους τους Κρητικούς καλλιτέχνες σε νεότερες εκτελέσεις <<ΑΣΤΡΑ ΜΗ ΜΕ ΜΑΛΩΝΕΤΑΙ>> . Την ίδια χρονιά οι τρεις τους ανοίγουν το Κέντρο ¨Αγρίμια¨ όπου γίνεται Στέκι για όλους τους Κρητικούς της Αθήνας.
Συμμετείχε σε 60 περίπου μεγάλους και μικρούς δίσκους.
Πέθανε στην Αθήνα στις 16 Σεπτεμβρίου του 1997 σε ηλικία 65 ετών.
Αξίζει να επισκεφτείτε το blog του Καρπουζάκη για πλούσιο φωτογραφικό υλικό (στις
πληροφορίες ο σύνδεσμος).
(Τα
σκαναρισμένα εξώφυλλα που προστέθηκαν είναι του Ιδομενέα από Ρέθυμνο
και τον ευχαριστώ πολύ που συμβάλει στη προσπάθεια καταγραφής)
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το
ηχητικό αρχείο…(εδώ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου