Τρίτη 21 Μαΐου 2024

400. COLUMBIA DT 245 ΤΣΙΤΣΆΝΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ- ΤΣΑΟΥΣΑΚΗΣ ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ- ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΙΩΑΝΝΑ 1947

Τσιτσάνης Βασίλης (Βλάχος)- Τσαουσάκης (Μουτάφογλου) Πρόδρομος- Γεωργακοπούλου Ιωάννα COLUMBIA DT 245 Χωρίσαμ' ένα δειλινό (Ζεϊμπέκικο) - Η Μαρίτσα στο χαρέμι ( Χασάπικο) 1947- 78rpm- 10''
 
«Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 18 Ιανουαρίου 1915 από Ηπειρώτες γονείς οι οποίοι κατέβηκαν από τα Άγραφα. Τσαρουχάς ο πατέρας του, είχε ένα μαντολίνο με το οποίο έπαιζε σχεδόν αποκλειστικά κλέφτικα τραγούδια της πατρίδας του. Αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα του μικρού Βασίλη μαζί με τις βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην εκκλησία. Στα 11 χρόνια του χάνει τον πατέρα του και μόνον τότε πέφτει στα χέρια του το μαντολίνο – το οποίο στο μεταξύ έχει μετατραπεί από κάποιον ντόπιο οργανοποιό σε μπουζούκι.
Στα γυμνασιακά του χρόνια στα Τρίκαλα μαθαίνει παράλληλα βιολί, συμμετέχοντας με αυτό σε τοπικές εκδηλώσεις. Το μπουζούκι όμως, αν και χωρίς κοινωνική καταξίωση στη μικρή τοπική κοινωνία, τραβάει περισσότερο το ενδιαφέρον του. Τα πρώτα του τραγούδια τα γράφει σε ηλικία 15 χρονών. Στα τέλη του 1936 φεύγει από τα Τρίκαλα για την Αθήνα με σκοπό να σπουδάσει νομικά.
Για να συμπληρώσει τα έσοδά του δουλεύει παράλληλα σε ταβέρνες. Σε μια απ’αυτές γνωρίζει τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο ο οποίος τον πηγαίνει σε μια δισκογραφική εταιρεία. Ηχογραφεί για πρώτη φορά το 1937, αλλά το κύριο μέρος των προπολεμικών δίσκων του πραγματοποιείται τα επόμενα χρόνια. Η “Αρχόντισσα” είναι το πιο γνωστό τραγούδι που ηχογραφεί τότε αλλά μαζί μ’αυτό βρίσκουν θέση στη δισκογραφία τραγούδια όπως τα “Να γιατί γυρνώ”, “Γι ‘αυτά τα μαύρα μάτια σου” και πολλά άλλα που ερμηνεύουν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Κερομύτης αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης. Με αυτά τα τραγούδια ο Τσιτσάνης εισήγαγε ένα νέο είδος Λαϊκού τραγουδιού το οποίο αποτείνεται στο πλατύτερο κοινό, σε αντίθεση με το ρεμπέτικο τραγούδι που ενδιαφέρει ένα περιορισμένο κύκλο ακροατών.
Μ’ αυτά απαντά στην λογοκρισία της Μεταξικής δικτατορίας η οποία απαγορεύει τόσο τα προϋπάρχοντα τραγούδια του ρεμπέτικου περιθωρίου όσο και τις εμφανείς ανατολίτικες μελωδίες. Τα χρόνια της κατοχής τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου δουλεύει σε διάφορα μαγαζιά. Αυτά τα χρόνια γράφει πολλά από τα τραγούδια που ηχογραφεί μετά τον πόλεμο όταν άνοιξαν ξανά τα εργοστάσια δίσκων. “Αχάριστη”, “Μπαξέ τσιφλίκι”, “Τα πέριξ”, “Νύχτες μαγικές”, “Ζητιάνος της αγάπης”, “Ντερμπεντέρισσα” και βέβαια τη “Συννεφιασμένη Κυριακή”. Το 1946 εγκαθίσταται ξανά στην Αθήνα και αρχίζει πάλι να ηχογραφεί. Η δεκαετία 1945 – 1955 είναι ίσως η κορυφαία της καριέρας του καθώς γνωρίζει την πλατιά καταξίωση στη δισκογραφία και η πιο μεστή δημιουργικά γι’ αυτόν.
Φέρνει στο προσκήνιο νέες φωνές που υπηρετούν τα τραγούδια του και δένονται μαζί του : τη Μαρίκα Νίνου, τη Σωτηρία Μπέλλου, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη. “Είμαστε αλάνια”, “Πήρα τη στράτα κι έρχομαι”, “Χωρίσαμε ένα δειλινό”, “Τρελός τσιγγάνος”, “Πέφτουν της βροχής οι στάλες”, “Όμορφη Θεσσαλονίκη”, “Αντιλαλούνε τα βουνά”, “Κάνε λιγάκι υπομονή”, “Φάμπρικες”, “Πέφτεις σε λάθη”, “Καβουράκια”, “Κάθε βράδυ λυπημένη”, “Ξημερώνει και βραδιάζει”, “Έλα όπως είσαι”, είναι μερικά μόνο από τα τραγούδια του γι’ αυτή την περίοδο. Κι ίσως θα’ πρεπε να σημειώσουμε τόσο το μελωδικό πλούτο, όσο και τη δεξιοτεχνία στην απόδοση πολλών απ’ αυτά τα τραγούδια. Χαρακτηριστικές οι εισαγωγές τους – που κάποτε είναι τρείς : ταξίμι, προεισαγωγή, εισαγωγή – δείγματα ιδιαίτερης σπουδής και απίστευτης ευχέρειας στη μελωδική έκφραση.
Καθώς, μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’50, το σκηνικό στο λαϊκό τραγούδι πλατιάς αποδοχής αλλάζει και κυριαρχούν κάποιες αραβικές ή και ινδικές επιρροές, ο Τσιτσάνης προσπαθεί να εγκλιματιστεί χωρίς να εγκαταλείψει το προσωπικό του ύφος. Το ίδιο κάνει και σε επόμενες εποχές που η περιρρέουσα ατμόσφαιρα αλλάζει ξανά.
Χωρίς ποτέ να αποδεχτεί κάποια απ’ τις εποχιακές “μόδες”, παρουσιάζει πάντα κάποια τραγούδια που μπορούν να προστεθούν στα κλασικά του, αν και ανήκουν σε νεότερα χρόνια κι έχουν επιρροές απ’ τον κυρίαρχο ήχο αυτών.
Τραγούδια του ερμηνεύουν ο Καζαντζίδης, ο Μπιθικώτσης,ο Γαβαλάς, ο Αγγελόπουλος, η Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Σταμάτης Κόκοτας κι από κάποιο σημείο και κάτω, κατ’ εξοχήν ο ίδιος. Απ’ αυτά ν’ αναφέρουμε ενδεικτικά : “Ίσως αύριο (1958), “Τα λιμάνια” (1962), “Τα ξένα χέρια”(1962), “Μείνε αγάπη μου κοντά μου”(1962), “Κορίτσι μου όλα για σένα”(1967), “Απόψε στις ακρογιαλιές”(1968), “Κάποιο αλάνι”(1968), “Της Γερακίνας γιος” (1975),”Δηλητήριο στη φλέβα”(1979). Το 1980 με πρωτοβουλία της UNESCO ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο “Χάραμα” – έτσι λεγόταν το μαγαζί στο οποίο ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν τα τελευταία 14 χρόνια της καριέρας του και της ζωής του. Σ’ αυτό το δίσκο παίζει μια σειρά από κλασικά του τραγούδια αλλά και πολλά αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι.
Ο δίσκος αυτός με την έκδοσή του στην Γαλλία (1985) παίρνει το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας CharlesGross. Όμως στο μεταξύ ο κορυφαίος δημιουργός έχει φύγει για πάντα. Το 1984, ακριβώς την ημέρα των γενεθλίων του (18 Ιανουαρίου), πεθαίνει στο νοσοκομείο Brompton του Λονδίνου ύστερα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Μέχρι και 24 μέρες πριν εμφανιζόταν κανονικά σε κέντρο και δούλευε καινούργια τραγούδια…»
«Ο Πρόδρομος Τσαουσάκης γεννήθηκε στο Φανάρι της Κωνσταντινούπολης το 1919. Το πραγματικό του επίθετο ήταν Μουτάφογλου. Το 1922, όταν ήταν 3 ετών, με τον διωγμό ήρθαν οικογενειακώς στην Ελλάδα και σύντομα βρέθηκαν στην Θεσσαλονίκη, όπου έμειναν στην Ακρόπολη, στο λεγόμενο Κουλέ-καφέ, πάνω στα κάστρα.
Από μικρό παιδί ο Πρόδρομος Τσαουσάκης αγαπούσε να τραγουδάει. Μικρό παιδί ακόμα έβγαινε στο παράθυρο του σπιτιού του και τραγουδούσε κι εκεί τον άκουγαν οι «παλιές γυναίκες», που αργότερα, όταν έβγαλε δίσκους του θύμιζαν τι ωραία που τραγουδούσε μικρός. Τα πρώτα του επαγγέλματα όμως ήταν πολύ μακριά από το τραγούδι. Σε νεαρή ηλικία έγινε επαγγελματίας παλαιστής ή πεχλιβάνης, όπως λεγόταν στην τουρκική ορολογία οι παλαιστές που πάλευαν αλείφοντας τα σώματά τους με λάδι. Για τον Πρόδρομο Τσαουσάκη τα πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα. Εργάστηκε ως επαγγελματίας παλαιστής μέχρι το 1940.
Το 1940 ο Πρόδρομος Τσαουσάκης πήγε εθελοντής φαντάρος και όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος ήταν ήδη στρατιώτης. Στον πόλεμο αιχμαλωτίστηκε από τους Γερμανούς και βασανίστηκε. Παρά την ταλαιπωρία, τις κακουχίες, τον κίτρινο πυρετό, τα κρυοπαγήματα και τα βασανιστήρια, ο Πρόδρομος Τσαουσάκης πολέμησε και διακρίθηκε για τα ανδραγαθήματα του στη μάχη, φτάνοντας στον βαθμό του λοχία.
Τα χρόνια της Κατοχής γνωρίστηκε με την Άννα Καδόγλου, από την Προύσα, με την οποία κλέφτηκαν το 1942 και παντρεύτηκαν το 1943. Μαζί απέκτησαν δυο γιους. Εκείνη την περίοδο είχε ξεκινήσει να παίζει και να τραγουδάει με κομπανίες σε ταβέρνες της Θεσσαλονίκης. Σε με τέτοια εμφάνιση γνώρισε και τον Βασίλη Τσιτσάνη και συνεργάστηκαν. Ο Τσιτσάνης ήταν αυτός που τον βάφτισε Τσαουσάκη, όταν έμαθε ότι στον στρατό ήταν λοχίας, και τους λοχίες τους λέγανε τσαούσηδες. Έτσι ο Πρόδρομος Μουτάφογλου έγινε Πρόδρομος Τσαουσάκης.
Κατά την διάρκεια της θητείας του ο Πρόδρομος Τσαουσάκης άρχισε να ασχολείται επαγγελματικά με το τραγούδι και τα πρώτα χρόνια στην Θεσσαλονίκη συνεργάστηκε με τους Τάκη Μπίνη, Στέλλα Χασκίλ και ΣεβάςΧανούμ (Σεβαστή Παπαδοπούλου). Ο Βασίλης Τσιτσάνης του άρεσε πάντα και ήρθε η στιγμή να τον γνωρίσει όταν δούλευε στα «Κούτσουρα» του Δαλαμάγκα. Κατά την διάρκεια της Κατοχής ο Τσαουσάκης με τον Τσιτσάνη ήταν νύχτα και μέρα μαζί. Η φωνή του Πρόδρομου Τσαουσάκη αποτέλεσε μεγάλη έμπνευση για τον Τσιτσάνη, που έγραψε πολλά μεγάλα τραγούδια εκείνη την εποχή.
Το 1946, όταν η δισκογραφία άρχισε να δραστηριοποιείται ξανά, ο Τσιτσάνης κατέβηκε για οριστική εγκατάσταση στην Αθήνα, όπου ξεκίνησε φωνοληψίες. Και μαζί του ήθελε οπωσδήποτε να πάρει και τον Πρόδρομο Τσαουσάκη. Εκείνος όμως δεν ήθελε να γίνει επαγγελματίας τραγουδιστής δίσκων. Έτσι ο Τσιτσάνης αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει την γνωριμία του με τον κουμπάρο του και αστυνομικό διευθυντή της Θεσσαλονίκης, Νίκο Μουσχουντή. Ο Μουσχουντής έπεισε τελικά τον Τσαουσάκη να υπογράψει το συμβόλαιο και να κατεβεί στην Αθήνα.
Η πρώτη δισκογραφική εταιρία με την οποία άρχισε να συνεργάζεται ο Πρόδρομος Τσαουσάκης ήταν η «Odeon» (μετέπειτα «Minos») και τα πρώτα τραγούδια που κυκλοφόρησε ήταν τα «Κάτσε ν’ ακούσεις μια πενιά» και «Ο ζητιάνος». Το «Κάτσε ν’ ακούσεις μια πενιά», το πρώτο τραγούδι του Τσιτσάνη, που ερμήνευσε ο Τσαουσάκης, έγινε αμέσως επιτυχία και σήμανε την αρχή μιας μεγάλης καριέρας.
Στις 6 Νοεμβρίου 1946 ο Πρόδρομος Τσαουσάκης υπέγραψε συμβόλαιο με την εταιρία «Columbia-HisMastersVoice». Ήταν μια από τις ιστορικότερες συνεργασίες στην ιστορία του λαϊκού τραγουδιού. Η αμοιβή των καλλιτεχνών εκείνη την εποχή γινόταν με βάση το αντίτιμο της λιανικής πώλησης ενός δίσκου 25 εκατοστών. Στο πρώτο συμβόλαιο ο Πρόδρομος Τσαουσάκης αμείφτηκε με την τιμή 5 δίσκων. Και ο 15χρονος τότε Στέλιος Καζαντζίδης θα έχει σαν πρώτο του τραγουδιστικό πρότυπο τον Πρόδρομο Τσαουσάκη.
Το 1948 γραμμοφωνήθηκε για πρώτη φορά ένα κλασικό πια τραγούδι του Τσιτσάνη, η «Συννεφιασμένη Κυριακή», που γράφτηκε την περίοδο της Κατοχής στην Θεσσαλονίκη. Πρώτοι ερμηνευτές του τραγουδιού είναι ο Πρόδρομος Τσαουσάκης και η Σωτηρία Μπέλλου.
Η συνεργασία Τσαουσάκη – Τσιτσάνη κράτησε μέχρι το 1951. Τότε ο Τσιτσάνης διέκοψε τη συνεργασία του με την «Columbia» και επέστρεψε στην «Odeon». Σε αυτό το διάστημα της συνεργασίας τους ο Πρόδρομος Τσαουσάκης είχε συνεργαστεί σε λίγα τραγούδια και με τους Κ. Καπλάνη, Απ. Καλδάρα, Γ. Μητσάκη, Γ. Παπαϊωάννου, Στέλιο Χρυσίνη και τον Θεσσαλονικιό μπουζουξή και συνθέτη Χρίστο Μίγκο. Έτσι, η βάση του σε αυτά τα πρώτα χρόνια της καριέρας του ήταν τα τραγούδια του Τσιτσάνη.
Λέγεται μάλιστα ότι αυτές οι εμβόλιμες συνεργασίες του Τσαουσάκη με άλλους συνθέτες είναι που κλόνισαν την σχέση του με τον Τσιτσάνη, μιας και ο Τσιτσάνης, που θεωρούσε τον Τσαουσάκη ανακάλυψή του, ήθελε να έχει τον απόλυτο έλεγχο. Όποιοι κι αν είναι οι λόγοι, γεγονός είναι ότι από το 1951 και μετά δεν υπήρξε ποτέ ξανά κάποια επίσημη συνεργασία Τσιτσάνη – Τσαουσάκη. Ακόμα και το 1956, όταν ο Τσιτσάνης επέστρεψε δυναμικά στην «Columbia», στην οποία βρισκόταν ακόμη ο Τσαουσάκης, δεν υπήρξε συνεργασία.
Λέγεται ακόμα ότι ο Τσιτσάνης δώρισε στον Τσαουσάκη κάποια τραγούδια, μεταξύ των οποίων και μερικά που ηχογραφήθηκαν μετά το 1952, όταν ο συνθέτης δεσμευόταν από το συμβόλαιό του με την «Odeon»……..»
«Η Ιωάννα Γεωργακοπούλου, μια από τις πιο μεγάλες φωνές του ρεμπέτικου, η αρχόντισσα του πάλκου, όπως χαρακτηριζόταν, γεννήθηκε στον Πύργο, το 1920.
Εγκατέλειψε την Ηλεία, όταν έχασε τον πατέρα της. Έφυγε μαζί με την οικογένεια της, και πήγε στην Αθήνα. Εκεί, συμμετείχε στη χορωδία της ενορίας του Αγίου Παύλου, όπου την ανακάλυψε η τραγουδίστρια Αγγέλα Λυκιαρδοπούλου, μούσα του Αττίκ.
Μπήκε στη δισκογραφία το 1938. Μετά τον πόλεμο συνεργάστηκε με τους πιο σημαντικούς λαϊκούς δημιουργούς, όπως τον Τσιτσάνη, τον Χιώτη και τον Μητσάκη.
Ξεχωριστή φυσιογνωμία, και σαγηνευτικό ταλέντο, η Ιωάννα Γεωργακοπούλου ερμήνευσε δεκάδες τραγούδια όλων των συνθετών και θεωρήθηκε φαινόμενο την εποχή εκείνη, αφού μπήκε πολύ μικρή στη δισκογραφία, μόλις στα 16 της, τραγουδώντας τη «Σμυρνιά» του Βέλλα και τη «Χριστίνα» του Σέμση. Προικισμένη και με σπάνια φωνή, ερμήνευσε χίλια και πλέον τραγούδια και συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερες ρεμπέτες.
Στα χρόνια που ακολούθησαν μετά τον πόλεμο, ήταν η καλύτερα αμειβόμενη τραγουδίστρια. Στο τραγούδι μπήκε με τη βοήθεια του Γιάννη Βέλλα, που ήταν και ο πρώτος της δάσκαλος και αυτός που της έδωσε τα πρώτα της τραγούδια.
Θα ακολουθήσουν οι μεγαλύτεροι λαϊκοί δημιουργοί, ο Στελλάκης Περπινιάδης που τη συνόδευε στις ηχογραφήσεις με τα ιστορικά του σεγκόντα, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μανώλης Χιώτης, ο Γιώργος Μητσάκης, καθώς και ο κορυφαίος σολίστ του μπουζουκιού Δημήτρης Στεργίου.
Ο Τσιτσάνης διέκρινε την εξαιρετική ποιότητα της φωνής της και της εμπιστεύτηκε πολλά τραγούδια με πρώτο το «Οι φιλενάδες». Αρκετά από τα τραγούδια της είναι δικές της συνθέσεις, όπως το τραγούδι που τη σημάδεψε «Ο τρελός Τσιγγάνος», σε μουσική και στίχους δικά της.
Όπως είπε η ίδια, ο ήρωας του τραγουδιού ήταν υπαρκτό πρόσωπο, αντάρτης του ΕΛΑΣ, ο οποίος εκτελέστηκε από τους ναζί. «Ήταν αληθινός ήρωας του τραγουδιού που έγραψα στα τέλη του 1943», είπε στον Πάνο Γεραμάνη για το βιβλίο του «Η ζωή μου ένα τραγούδι».
Η Ιωάννα Γεωργακοπούλου πέθανε το 2007, στα 87 της χρόνια.»
Σε ¨γνήσια¨ λαϊκά μονοπάτια ο σημερινός γραμμοφωνικός δίσκος (με αφορμή την αναφορά στον Τσιτσάνη στην προηγούμενη ανάρτηση). Δυο από τα ομορφότερα τραγούδια, με το μπουζούκι του Τσιτσάνη και της φωνές των Τσαουσάκη- Γεωργακοπούλου.
Ο δίσκος κομμένος στην Τουρκική Columbia με το αυτοκόλλητο στο δίσκο να μας μαρτυρά το μαγαζί του Atana Kokinou στο καλντερίμι Yusek.
Τα βιογραφικά στοιχεία είναι πάρα πολλά και διάλεξα αποσπάσματα.  
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).