Δερμιτζάκης
Ιωάννης (Δερμιτζογιάννης)- Ζέρβας Τάσος RCA VICTOR 48g 2327 Φεύγω και τρέμω
(Κοντυλιές) - Ποιος πλάστης Θεέ μου σ΄έπλαξε (Κοντυλιές) 1962- 45rpm- 7''
«Ο Δερμιτζογιάννης γεννήθηκε το 1907 στο Στειακό χωριό
Μαρωνιά κι έφυγε από τη ζωή στις 17 Μαΐου 1984, σε ηλικία 77 ετών. Άφησε την
τελευταία του πνοή στην αγαπημένη του Σητεία και στα 9 χιλιόμετρα, που απέχει η
Σητεία από το χωριό του, τη Μαρωνιά, μια μεγάλη μουσική πομπή
σχηματίστηκε, την ημέρα της κηδείας του, με βιολιά, λύρες και λαούτα, μέχρι την
τελευταία του κατοικία. Εκεί ήταν και τον συνόδεψαν μεγάλα ονόματα της κρητικής
μουσικής, όπως ο Θανάσης Σκορδαλός, ο Κώστας Μουντάκης, ο Γιώργος Κουτσουρέλης
και αρκετοί άλλοι.
Ήταν ιδιαίτερα κοινωνικός άνθρωπος και καλλιτέχνης, με
πολλά ταξίδια στο εξωτερικό και σ’ όλη την Ελλάδα, μέχρι και στο μικρό νησάκι
Σύρνα, δίπλα στην Αστυπάλαια, είχε κάνει μια κουμπαριά με τον μοναδικό τότε
κάτοικο του νησιού Θοδωρή Μεταξωτό.
Από το 1950 μέχρι το 1980 εξέδωσε τέσσερα βιβλία με
μαντινάδες και περίπου 150 δίσκους. Το πρώτο βιβλίο με τίτλο “Κρητικές
Μαντινάδες” εκδόθηκε το 1953. Ακολούθησαν άλλα δύο, το 1963 και το 1968. Το
τελευταίο με τίτλο “Φιλοσοφία της ζωής” εκδόθηκε το 1979.
Ανάμεσα στα πολλά περιστατικά στη ζωή του
Δερμιτζογιάννη και τούτο, που διηγήθηκε πριν από χρόνια στην εφημερίδα “Κρητικά
Επίκαιρα” ο Μύρος Μαραγκάκης, πρόεδρος τότε της Ένωσης Κρητών Ελευσίνας:
“Πριν αρκετές δεκαετίες ο Δερμιτζογιάννης εμφανιζόταν
σε κρητικό κέντρο της Αθήνας με το συγκρότημά του. Ήταν Σάββατο βράδυ, μετά τα
μεσάνυχτα, και καθώς τέλειωσε το πρόγραμμα στο κρητικό κέντρο, ο
Δερμιτζογιάννης και η παρέα του αποφάσισαν να περάσουν από το σπίτι
του Μύρου Μαραγκάκη στην Ελευσίνα, καθώς θα πήγαιναν την άλλη μέρα
Κυριακή στη Λειβαδιά, καλεσμένοι για μια εκδήλωση Κρητών.
Φίλοι από χρόνια πήγε ο Δερμιτζογιάννης κι η παρέα του
στο σπίτι του Μαραγκάκη στην Ελευσίνα και το βρήκαν κλειστό. Όμως είχαν πάει κι
άλλες φορές κι ήξεραν, ότι ο Μύρος, αφού δεν ήταν στο σπίτι θα ήταν στο εξοχικό
του.
Έφτασαν στο εξοχικό, μια ώρα μετά τα μεσάνυχτα,
κάθισαν στην σκάλα του εξοχικού και γνωρίζοντας καλά τον Μύρο, άρχισαν να
παίζουν κρητικούς σκοπούς με το βιολί και τα λαούτα. Ξαφνιάστηκε ο Μύρος,
ξύπνησε, άνοιξε την πόρτα κι είδε τον Δερμιτζογιάννη.
Του είπε ο Δερμιτζογιάννης, ότι πηγαίνουν για τη
Λειβαδιά κι ότι πέρασαν, για να τον δουν. Φυσικά έστρωσε τραπέζι ο Μύρος ,
έφερε τσικουδιά και κρασί κι ένα κομμάτι τυρί, που είχε απομείνει στο εξοχικό.
Όμως μόνο με σκέτες ρακές και κρασί δεν γίνεται. Και στο εξοχικό δεν υπήρχε
εκείνο το βράδυ άλλο φαγώσιμο, παρά μόνο ξερά κουκιά σ’ ένα κουρούπι. Ήταν και
περασμένα μεσάνυχτα…
Τι να κάνουν, ενώ ρακή με ρακή είχαν βγει σε κέφι;
Έκαναν τούτο το εκπληκτικό: Μούσκευαν τα κουκιά στο νερό και τ’ άπλωναν στο
τηγάνι με το λάδι και μπόλικο αλάτι κι έτσι έφτιαχναν ένα πρωτότυπο μεζέ για
την τσικουδιά και το κρασί.
Για αρκετές ώρες η παρέα του Δερμιτζογιάννη με τον
Μύρο Μαραγκάκη διασκέδασαν στο εξοχικό. Προς τα ξημερώματα ο Δερμιτζογιάννης κι
η παρέα του συνέχισαν με κατεύθυνση την Λειβαδιά. Ο Μύρος Μαραγκάκης, έτσι όπως
ήταν πιωμένοι και νύχτα, ανησυχούσε αν θα μπορέσουν να φτάσουν σώοι στην
Λειβαδιά. Ησύχασε την άλλη μέρα Κυριακή, όταν πήραν τηλέφωνο για να τον
ευχαριστήσουν και να του πουν, ότι είναι καλά.
Άλλες εποχές, αξέχαστες εποχές…”».
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).