Χαλκιάς Αναστάσιος
(Χαλκιόπουλος Τάσος)- Χαλκιάς Φώτιος HIS MASTER'S VOICE A.O. 2938 Βασιλαρχόντισσα (Τσάμικο) - Μια ωραία βοσκοπούλα (Συρτό στα
τρία) 1950- 78rpm- 10''
«Η Βασιλαρχόντισσα είναι ένα γνωστό,
παραδοσιακό ηπειρώτικο τραγούδι. Αυτό που δεν είναι
σε πολλούς γνωστό είναι το ποια είναι η ιστορία του και τελικά ποια είναι η
Βασιλαρχόντισσα. Ήταν κόρη του Κουλάκη Αβέρωφ, αδερφού του Εθνικού Ευεργέτη Γ.
Αβέρωφ και πρώτη ξαδέρφη του δημάρχου Βλαχλεϊδη.Η Ευδοκία λοιπόν απήχθη τον
Ιούλιο του 1884 από τις ληστοσυμμορίες του Βαγγέλη Τόκου και του Θύμιου Γάκη.
Στα 1884, στο Μέτσοβο, ο νεαρός Φλέγκας
πέρασε μπροστά στην εκκλησία του χωριού από το «Κουλτούκι», όπου κάθονταν μόνο
οι προεστοί, ενώ κατά τη συνήθεια του τόπου έπρεπε, ως παρακατιανός, να
λοξοδρομήσει και να μην περάσει μπροστά τους. Επειδή το πέρασμά του αυτό
θεωρήθηκε απρέπεια και περιφρόνηση, σηκώθηκε ένας απ΄ αυτούς, ο προύχοντας Ν.
Αβέρωφ, ο οποίος τον χαστούκισε.
Ο Φλέγκας μετά τη χειροδικία, είπε στον Αβέρωφ: «Θα μου το πληρώσεις πολύ ακριβά». Φέροντας
βαριά την προσβολή, βγήκε στο κλαρί και ενώθηκε με την συμμορία του Θύμιου Γάκη
από το Μεσούντα της Άρτας. Για να εκδικηθεί, μαζί με τους ληστές στις 31
Ιουλίου 1884 απήγαγαν, μαζί με μια ξαδέλφη της, τη θυγατέρα του Ν. Αβέρωφ,
Ευδοκία (Δούκω) Τζοανοπούλου, η οποία για ταίριασμα του τραγουδιού φέρεται ως
Βασιλαρχόντισσα (βασίλισσα και αρχόντισσα). Στην επιχείρηση έλαβαν μέρος εκτός
από τον αρχιληστή Θύμιο Γάκη, δωδεκαμελής συμμορία με τους ληστές Μήτσο
Κουρκούτα και Μήτρο Γαλάνη από το Μυρόφυλλο Άρτας.
“Τρεις περδικούλες κάθονταν, ψηλά στην Τσούκα Ρόσια
η μια τηράει τα Γιάννενα κι η άλλη το Ζαγόρι,
η μια τηράει τα Γιάννενα κι η άλλη το Ζαγόρι,
Στον Άγιγιώργη, Δούκω μου, στη Γκούρα να μη βγείτε
ακαρτερεί η κλεφτουριά, Δούκω, κυρά Δούκω μου,
Τακοβαγγέλης καρτερεί μαζί κι ο Θυμιογάκης.
Την προδοσιά την έκαμε, Δούκω, κυρά Δούκω μου,
ο Γιώργης Ντάλας σ’ έδωκε, αυτός σε πρόδοσε.
Ήταν μια μέρα πίσημη, μία γιορτή μεγάλη
όλος ο κόσμος στο χορό, όλοι μικροί μεγάλοι,
κι η Δούκω τότες έβγαινε μαζί με τη Λενούσιω,
κατά την Γκούρα τράβηξαν, πέρα κατά τις μπάλτες
κι οι κλέφτες την αγνάντευαν ψηλά από τ’ Αλούνια.
Στάχτη απάνου έρριξαν, αντάρα και ντουμάνια
τη Δούκω τότες άρπαξαν μαζί με τη Λενούσιω”.
ακαρτερεί η κλεφτουριά, Δούκω, κυρά Δούκω μου,
Τακοβαγγέλης καρτερεί μαζί κι ο Θυμιογάκης.
Την προδοσιά την έκαμε, Δούκω, κυρά Δούκω μου,
ο Γιώργης Ντάλας σ’ έδωκε, αυτός σε πρόδοσε.
Ήταν μια μέρα πίσημη, μία γιορτή μεγάλη
όλος ο κόσμος στο χορό, όλοι μικροί μεγάλοι,
κι η Δούκω τότες έβγαινε μαζί με τη Λενούσιω,
κατά την Γκούρα τράβηξαν, πέρα κατά τις μπάλτες
κι οι κλέφτες την αγνάντευαν ψηλά από τ’ Αλούνια.
Στάχτη απάνου έρριξαν, αντάρα και ντουμάνια
τη Δούκω τότες άρπαξαν μαζί με τη Λενούσιω”.
Μαζί με τη Δούκω, την μονάκριβη κόρη
του άρχοντα Νικολάκη Αβέρωφ, νιόπαντρη με τον Στέργιο Τζωαννόπουλο,
αιχμαλώτισαν και τη Λενούσιω του Θοδωρή, όμορφη γυναίκα, κι αυτή νιόπαντρη τότε
με τον Γιώργη Καραγιάννη, στην τοποθεσία και με τις συνθήκες που αναφέρει το
δημοτικό τραγούδι.
Απ’ την πρώτη μέρα οι κλέφτες με γράμμα τους, που στείλανε στο Νικ. Αβέρωφ ξέκοψαν το παζάρι: “Το βάρος της Δούκως σε χρυσό και το βάρος της Λενούσιως σε ασήμι”. Χρόνια πολλά ο Στέργιος Βράκας ήταν ο επιστάτης του Αβέρωφ, αφοσιωμένος στο αφεντικό του, και άνθρωπος της απολύτου εμπιστοσύνης του.
Απ’ την πρώτη μέρα οι κλέφτες με γράμμα τους, που στείλανε στο Νικ. Αβέρωφ ξέκοψαν το παζάρι: “Το βάρος της Δούκως σε χρυσό και το βάρος της Λενούσιως σε ασήμι”. Χρόνια πολλά ο Στέργιος Βράκας ήταν ο επιστάτης του Αβέρωφ, αφοσιωμένος στο αφεντικό του, και άνθρωπος της απολύτου εμπιστοσύνης του.
Αυτόν διάλεξε ο Κουλάκης για να
συγκεντρώσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε το ποσό της ξαγοράς. Ξαπόλησε λοιπόν τον
Βράκα στα Τρίκαλα, Καρδίτσα και Γιάννινα. Σ’ αυτά τα μέρη είχε μεγάλα τσιφλίκια
και δικούς του ανθρώπους, που πρόθυμα θα άνοιγαν το κεμέρι τους να τον
βοηθήσουν.
Στις 17 μέρες ο Νικολάκης φόρτωσε το θησαυρό σε μουλάρια και τον συνόδεψαν ως τη Βάλια Κάλντα, όπου ήταν το ληστρικό λημέρι, ο Νικόλας Μήτσιας κι ο Κυριάκος Τέτσιος, μπεσαλήδες άνθρωποι.
Στις 17 μέρες ο Νικολάκης φόρτωσε το θησαυρό σε μουλάρια και τον συνόδεψαν ως τη Βάλια Κάλντα, όπου ήταν το ληστρικό λημέρι, ο Νικόλας Μήτσιας κι ο Κυριάκος Τέτσιος, μπεσαλήδες άνθρωποι.
“Δεν είναι κρίμα κι άδικο δεν είναι κι αμαρτία,
νάναι η Βασίλω σ’ ερημιά, σε κλέφτικα λημέρια,
να στρώνει μπάτσες στρώματα κι οξυές προσκεφαλάκια.
Τακοβαγγέλης τη ρωτά και τη συχνοξετάζει,
κι ο Θυμιογάκης στο πλευρό σιγά την κουβεντιάζει:
νάναι η Βασίλω σ’ ερημιά, σε κλέφτικα λημέρια,
να στρώνει μπάτσες στρώματα κι οξυές προσκεφαλάκια.
Τακοβαγγέλης τη ρωτά και τη συχνοξετάζει,
κι ο Θυμιογάκης στο πλευρό σιγά την κουβεντιάζει:
Σήκω, Βασίλω μ’, κι έφεξε, και πάει η πούλια γιόμα,
σήκω να πάρεις τον καφέ τ’ αφράτο παξιμάδι
να σου περάσει ο καϋμός να φύγει η στεναχώρια
κι η ξαγορά μας έρχεται σε μούλα φορτωμένη”
σήκω να πάρεις τον καφέ τ’ αφράτο παξιμάδι
να σου περάσει ο καϋμός να φύγει η στεναχώρια
κι η ξαγορά μας έρχεται σε μούλα φορτωμένη”
Για την απελευθέρωση των γυναικών οι
ληστές -ζήτησαν και πήραν- χρυσάφι όσο το βάρος της Ευδοκίας (84 οκάδες) και
ασήμι όσο το βάρος της συγγένισσας.
Οι ληστές μετά την απαγωγή κατέφυγαν
στο πυκνοδάσος της Βάλια Κάλντα και
σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή στην περιοχή Περτουλίου Τρικάλων.
Ο Γάκης που το πραγματικό του όνομα ήταν Βασίλης Αδάμος και καταγόταν
από τη Μεσούντα Άρτας, έζησε για δέκα ακόμα χρόνια ως παράνομος, μέχρι το 1894
που συνελήφθη και οδηγήθηκε σε δικαστήριο των Ιωαννίνων κατόπιν προδοσίας, και
δικάστηκε σε ισόβια δεσμά.
Γλίτωσε τη θανατική ποινή χάρη στην
ίδια τη Δούκω, η οποία κατέθεσε
πως της είχε φερθεί άψογα κατά την διάρκεια της αιχμαλωσίας της και την
προστάτεψε
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ο
Γάκης μετά την απόδοση χάριτος, κατέφυγε με τη βοήθεια των Χατζηγακαίων στο Παπασλί της Μ. Ασίας,
όπου παντρεύτηκε την κόρη του εκεί δημάρχου, Παναγιώτη Κλάρα, Ευαγγελία. Κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία βοήθησε
με όλες του τις δυνάμεις τον Ελληνικό Στρατό. Σκοτώθηκε το 1919 πολεμώντας τους
Τούρκους στη Μικρασιατική Εκστρατεία.