«Ο Κώστας Μπέζος (1905-1943) ήταν μια πραγματικά ακατάτακτη περίπτωση καλλιτέχνη. Πολυτάλαντου, πολυσχιδή και πολυπράγμονα, που άφησε μικρό αλλά αριστουργηματικό έργο. Συνθέτης, στιχουργός, κιθαρίστας, μαέστρος και τραγουδιστής.
Γεννήθηκε το 1905 στο χωριό Μπολάτι Κορινθίας από μεσοαστική οικογένεια.
Τέλειωσε το γυμνάσιο στην Κόρινθο και ήρθε στην Αθήνα, όπου γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα κιθάρας και έτσι τον απορρόφησε η μουσική.
Εργάστηκε στις εφημερίδες «Πρωΐα» και «Ακρόπολη» (πιθανόν και σε άλλες) ως κειμενογράφος, σκιτσογράφος και γελοιογράφος.
Βασικά ήταν εκπληκτικός μουσικός, συνθέτης και στιχουργός. Από νέος έπαιζε δεξιοτεχνικά κιθάρα και χαβάγια. Μέλος της «Μάντρας» του Αττίκ και συνεργάτης του διάσημου συνθέτη.
Πρωτοηχογράφησε τραγούδια του το 1930.Αρκετά από τα τραγούδια του, που ισορροπούσαν ανάμεσα στο ρεμπέτικο, στο επιθεωρησιακό και στο «ελαφρό», είναι γνωστά και σήμερα, αν και δεν είναι πάντοτε γνωστό πως είναι δικά του.
Ταλαντούχος και στη ζωγραφική, σπούδασε για λίγα χρόνια στη Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά την παράτησε. Όμως δεν εγκατέλειψε την εικαστική έκφραση, αναδεικνυόμενος ως ο βασικός σκιτσογράφος της εφημερίδας “Πρωία” (στην οποία συχνά αρθρογραφούσε). Χαρακτηριστικές είναι οι γελοιογραφίες του με τον Μουσολίνι.
Μετά το 1935 και μέχρι την Κατοχή, επισκεπτόταν κάθε χρόνο τη Θεσ/νίκη με το Συγκρότημα του Αττίκ, ή με το 8μελές προσωπικό του συγκρότημα και εμφανιζόταν στο Κέντρο του Λευκού Πύργου, μετέχοντας σε θιάσους βαριετέ.
Πραγματοποίησε και περιοδείες στην Αίγυπτο κ.α., φτάνοντας ως την Αμερική.
Εργάστηκε και σαν ηθοποιός και μάλιστα το 1941-42 έπαιξε στην κινηματογραφική ταινία “Μάγια η τσιγγάνα”, του Γιάννη Χριστοδούλου. Ήταν επίσης αναμεμειγμένος σε μερικές ταινίες στις αρχές του ’40.
Υπήρξε γοητευτικός άνδρας, αλλά δεν παντρεύτηκε ποτέ, ούτε έκανε παιδιά.
Η ζωή του ήταν πολύ δημιουργική αλλά δυστυχώς σύντομη. Πέθανε το 1943, 38 μόλις ετών, στην Αθήνα από φυματίωση. Μέσα στην Πείνα, τις στερήσεις και τις κακουχίες της Γερμανικής Κατοχής. Τάφηκε στο Γ’ Νεκροταφείο.
Το 1943 έγινε μια έκθεση της σκιτσογραφικής δουλειάς του εις μνήμην του, επειδή άνηκε στην Ένωση Σκιτσογράφων.
Είχε δικό του 8μελές συγκρότημα με χαβάγιες, τα «Άσπρα πουλιά», που ήταν αρκετά γνωστό. Ονομάστηκαν έτσι επειδή έπαιζαν πάντα ντυμένοι στα άσπρα.
Έκαναν γραμμοφωνήσεις και εμφανίζονταν σε θέατρα, εκδηλώσεις κλπ.
Μέλος του συγκροτήματος ήταν και ο κιθαρίστας Τίτος Καλλίρης, γιός της αδελφής του Μπέζου.
Επίσης σ’αυτό άρχισε την καριέρα του σαν κιθαρίστας ο Μανώλης Χιώτης. Όπως λέει σε μια συνέντευξή του: «Το ξεκίνημά μου ήτανε από το συγκρότημα του Μπέζου, του συγχωρεμένου του Κώστα, που είχε το συγκρότημα «Τα άσπρα πουλιά». Ήταν ένα συγκρότημα που ήτανε «οι χαβάγιες», τότε που λέγανε. Και ήμουνα σαν 1ος κιθαρίστας του Μπέζου. Όταν πρωτοπήγα στο ωδείο, πήγα για να μάθω βιολί. Αλλά ξεμυαλίστηκα με την κιθάρα και με τις καντάδες. Και από εκεί ξεκίνησα, από του Μπέζου το συγκρότημα... Αυτό ήτανε προπολεμικά. Ήτανε συγκρότημα που έπαιζε σε δίσκους και κάνανε εμφανίσεις σε θέατρα, σε χορούς κλπ.»
Το συγκρότημα του Μπέζου υπήρξε φυτώριο και για άλλα πολύ μεγάλα ονόματα της μουσικής και του τραγουδιού, όπως η Δανάη και ο Νίκος Γούναρης.
Ήταν στενός συνεργάτης του Αττίκ και μέλος της περίφημης «Μάντρας» του.
Φίλος της Δανάης (Στρατηγοπούλου), που τότε εργαζόταν σαν νεαρή δημοσιογράφος στην «Πρωία». Τη γνώρισε στον Αττίκ και έτσι άρχισε την καριέρα της. Στην αυτοβιογραφία της μιλάει πολύ θετικά γι’ αυτόν. Ότι δούλευαν μαζί, ότι ήταν πολύ σέξι άνδρας, ότι την ενθάρρυνε στην μουσική της, ότι την γνώρισε στον Αττίκ, κτλ.
Θεωρείται "ο πιο αινιγματικός ρεμπέτης".
Το 1930 και 1931 ηχογράφησε στην Αθήνα για την Αμερικάνικη αγορά με προτροπή του Τέτου Δημητριάδη 6 δίσκους με 12 ρεμπέτικα που είχαν θέμα τη μαγκιά. Σ’αυτά τραγούδησε και έπαιξε κιθάρα ο ίδιος ο Μπέζος, με συνοδεία και δεύτερης κιθάρας. Το ποιος ήταν ο δεύτερος κιθαρίστας παραμένει μυστήριο. Σ’ αυτά χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο «Α. Κωστής» (σε 2 απ’αυτά «Κ. Κωστής»).
Κομμάτια με μοναδικά κιθαριστικά ντουέτα και στίχους μαύρου χιούμορ για τεκέδες, κουλτούρα φυλακής κλπ. της παλιάς Αθήνας. Γοητευτικότατα, ελκυστικότατα, ηδονικότατα, ευφυέστατα και πρωτότυπα, μουσικά και στιχουργικά. Εξαιρετικά και από μουσική άποψη και παιγμένα με άψογη μαεστρία.
Η χρήση της κιθάρας σ’αυτά τα κλασσικά ρεμπέτικα δείχνει μια δεξιοτεχνία παιξίματος με τα δάχτυλα σε Μικρασιάτικους δρόμους και ασυνήθιστα κουρδίσματα στην αυγή των ρεμπέτικων, πριν την επικράτηση του μπουζουκιού, που για πρώτη φορά ηχογραφείται στην Ελλάδα το 1931.
Το όνομα του Κώστα Μπέζου δεν είχε συνδεθεί με αυτές τις ηχογραφήσεις. Χρειάστηκαν περίπου 50 χρόνια για να ανακαλυφθεί ότι ήταν αυτός, μετά από μια έρευνα του Παναγιώτη Κουνάδη, το 1970.
Ο Μπέζος, μάλλον εσκεμμένα παρέμεινε σιωπηλός σχετικά με τους συγκεκριμένους δίσκους, επειδή δεν ήθελε να σχετιστεί με κάτι που θα κηλίδωνε τη μεσοαστική φήμη του.
Είναι χαρακτηριστικό το σχόλιο της Αθηνάς Σπανούδη για το «Ήσουνα ξυπόλυτη» (ουσιαστικά την ¨Παξιμαδοκλέφτρα¨)στη "Μουσική Ζωή"(1.10.1931): "Υπόδειγμα ταπεινού, χυδαίου και γαιώδους κομματιού, που χαμοσέρνει την τέχνην των ήχων στα βρωμερώτερα επίπεδα της σαρκικής μουσικής ρυπαρογραφίας" (Ο Μπέζος είχε γράψει το ‘Ήσουνα Ξυπόλητη". Η λέξη ‘παξιμαδοκλέφτρα’ δεν αναφέρθηκε σε κομμάτι του Μπέζου παρά μόνο όταν ο Γιάννης Λεμπέσης έβαλε έξτρα στίχους στο κομμάτι και αναγκαστικά απέκτησε καινούργιο τίτλο και τότε ο κόσμος σκεφτόταν ότι ήταν αυτό το απαίσιο κομμάτι στο οποίο αναφερόταν αυτή η γυναίκα και ήταν σε μια ταινία- για να συμπληρώσω ότι στην παραγωγή του Γιώργου Καρρά που τραγουδάει ο Νταλγκάς ο τίτλος είναι ¨Η παξιμαδοκλέφτρα¨ σ.σ Ο Καρράς συνεργάστηκε με τον Μπέζο).
Ο Μπέζος δεν ήταν βέβαια αυθεντικός ρεμπέτης. Θεωρούνταν αξιαγάπητος αριστοκράτης, πέραν της προσεγμένης ένδυσης του. Ένας από τους γνησιότερους “αριστοκράτες μάγκες”.
Δεν είχε σχέση με τη μαγκιά και τον κόσμο του περιθωρίου. Όμως ακουγόταν σαν αληθινός μάγκας, σαν ένας ώριμος, σκληρός άντρας που ζει στον υπόκοσμο.
Πώς μπόρεσε να κάνει την τέλεια εκδοχή αυτού του χαρακτήρα ένας 25χρονος μεσοαστός από την Κόρινθο, που δεν κάπνιζε χασίσι, δεν είχε πάει στη φυλακή και δεν είχε καμία σχέση με αυτό τον τρόπο ζωής, παραμένει μυστήριο. Ίσως να βοήθησε το ότι ήταν και ηθοποιός. Φαίνεται ότι ήξερε τον κόσμο της μαγκιάς που αντέγραφε. Συναλλάσσονταν με τους μάγκες, για να μην πούμε πως ήταν κι ο ίδιος μάγκας.»
Μεγάλο Αλάνι, ο Κώστας Μπέζος. Του λιμανιού και του σαλονιού, όπως πολύ ωραία σκιαγραφείται το προφίλ του σε πολλές από τις τόσες διαδικτυακές αναφορές. Καλό θα ήταν να αφιερώσετε λίγο από το χρόνο σας στις πηγές πληροφόρησης (στο σύνδεσμο παρακάτω).
Εξαιρετική η Χαβανέζικη καντάδα και φυσικά στο σλόου-φοξ η ¨Ινούρμι¨. Παρατηρήστε ότι στην Αμερικάνικη ετικέτα δεν εμφανίζονται όλες οι πληροφορίες. Και επειδή πιάσαμε τα ¨Ελαφρά¨ (βλέπε και προηγούμενη ανάρτηση), στις επόμενες αναρτήσεις θα γίνει σύνδεση όλων (τουλάχιστον θα προσπαθήσουμε). Παραδοσιακά, ελαφρά, ρεμπέτικα, λαϊκά όλα κάτω από τον ίδιο μανδύα της (τεράστιας) Ελληνικής δισκογραφίας.
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).