«Η Μαρίκα Παπαγκίκα (βλέπε και ανάρτηση 118) γεννήθηκε στην Κω την 1η
Σεπτέμβρη του 1890. Λέγεται πως στις αρχές του αιώνα πρέπει έζησε με την
οικογένειά της στη Σμύρνη. Το 1913-14 βρίσκεται στην Αλεξάνδρεια με τον
Μαρτιναίο τσιμπαλίστα Κώστα Παπαγκίκα, και την επόμενη χρονιά, παντρεμένη μαζί
του στην Αμερική. Αρχικά στο Σικάγο και στη συνέχεια στην Νέα Υόρκη.
Δραστήρια και αηδονόλαλη όπως ήταν περνάει στην δισκογραφία το 1918 με το «Με
ξέχασες», για να ακολουθήσει το «Σμυρναίικο μινόρε». Μέσα σε 10 χρόνια θα
φωνογραφήσει σχεδόν 250 τραγούδια. Ενδεικτικό των ικανοτήτων, της φήμης και
αποδοχής της.Υπάρχει βέβαια και το κατάλληλο διαμορφωμένο κλίμα, αλλά η
Παπαγκίκα δρα πρωταγωνιστικά.
Φωνή γεμάτη μα περίτεχνη, δίχως όρια, τραγούδησε δημοτικά, λαϊκά, σμυρναίικα,
ελαφρά, οπερέτες μέχρι και τούρκικα… Τα «Αρμενάκι», «Τα παιδιά της γειτονιάς
σου», «Τι σε μέλλει εσένανε», «Mανταλένα», «Μπαγλαμάδες» , «Μήλο μου και
μανταρίνι», «Τούρνα», « Η Έλλη», «Σάλα σάλα», «Θα σπάσω κούπες» και άλλα πολλά
από εκείνη παραδίνονται σαν διδάγματα, μέσα και από τους δίσκους που έρχονταν
στην Ελλάδα με τα υπερωκεάνια.
Στα καλύτερα της έρχεται αντιμέτωπη το χρηματιστηριακό κραχ. Ο συνοδοιπόρος της Γιώργος Κατσαρός – Θεολογίτης, θα δηλώσει σχετικά:
«Α, η Μαρίκα Παπαγκίκα πέθανε, είναι πολλά χρόνια τώρα. Όταν ήρθε η δυστυχία η μεγάλη, που είχαμε το λεγόμενο αμερικάνικα depression, δυστυχία, έφερε μια κατάσταση... αυτή την εποχή ήτανε μια κατάσταση που ο κόσμος ο περισσότερος έχασε τις περιουσίες του, τα σπίτια του, τα λεφτά του. Κι αρρώστησε η γυναίκα από τη στεναχώρια της γιατί ήτανε... ζούσε τόσο πλουσιοπάροχα, είχε το σπίτι της, είχανε όλες τις ευκολίες, και αφού ’ρτε η δυστυχία –πολλοί άνθρωποι που εχαθήκανε από τη στεναχώρια τους- και αρρώστησε και μας άφησε χρόνια». Τα βήματα της χαράς σβήνουν. Το 1937 σε ηλικία 47 ετών η Μαρίκα Παπαγκίκα πραγματοποιεί τις τελευταίες της ηχογραφήσεις.
Έξι χρόνια αργότερα, στις 2 Αυγούστου 1943, αφήνει την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο του Στέιτεν Άιλαντ, όπου νοσηλευόταν από τις 15 Ιουλίου».
Ο σημερινός δίσκος με δύο κλέφτικα τραγούδια (υποθέτω και το ¨Κίνησα ο μαύρος κίνησα¨), που αναφέρονται στον Αντώνη Κατσαντώνη (Άγραφα 1775 - 28/9/1809;), τον Έλληνα κλέφτη ο οποίος έδρασε επί τουρκοκρατίας στα προεπαναστατικά χρόνια στις περιοχές των Αγράφων, του Βάλτου και του Ξηροποτάμου Αιτωλοακαρνανίας.
Για τον Αντώνη Κατσαντώνη και τον σχετικό κύκλο τραγουδιών γράφει ο Αλέξης Πολίτης (Αλέξης Πολίτης, Το Δημοτικό τραγούδι, Τα κλέφτικα, Εκδοτική Ερμής ΕΠΕ, Αθήνα 1976, σελ. 61-63): «Με το πέρασμα του χρόνου η φήμη του Κατσαντώνη μεγαλώνει και απλώνεται, γίνεται πανελλήνια. Όσο ξεχνιούνται σιγά σιγά οι υπόλοιποι κλέφτες και αρματολοί, τόσο συγκεντρώνεται στο πρόσωπο του Κατσαντώνη ο απόηχος από τα δικά τους κατορθώματα. Δεν είναι μονάχα η μεγάλη του δόξα που δημιουργεί αυτή την κεντρόμολη συσσώρευση της διάχυτης φήμης είναι και το κέντρισμα της λαϊκής φαντασίας από την επίσημη παιδεία και (περισσότερο ίσως) από το θέατρο του Καραγκιόζη, στο ρεπερτόριο του οποίου γρήγορα προστέθηκε και ο Κατσαντώνης.Την αύξηση όμως αυτή της φήμης την παρακολουθεί αναπότρεπτα και ένας εξαγνισμός του ήρωα. Ο Κατσαντώνης παρουσιάζεται πια τίμιος και αγνός -αντίθετα με τους αντίπαλούς του Τούρκους αλλά και με τον ίδιο του τον εαυτό. Γιατί δεν πρέπει να μας διαφεύγει ποιος ήταν ο Κατσαντώνης˙ ληστής σκληρότατος και εκδικητικός. Ο Μακρυγιάννης που έζησε παιδί στα χρόνια της δράσης του, τον θυμάται στα απομνημονεύματά του με αποτροπιασμό: "Τέτοιον τυραγνισμόν δεν τον ξέραν να του κάμουν ούτε οι Κατζαντωναίοι οπού 'ταν λησταί" (Απομνημονεύματα, εκδ. β΄, 1, σ. 202). Με τη μετατροπή όμως αυτή ο πραγματικός Κατσαντώνης έχασε όχι μονάχα τις αληθινές του διαστάσεις παρά και τα δικά του ιδανικά. Ο σκληρός και ατρόμητος κλέφτης, που πρώτη του έγνοια ήταν να επιζήσει ο ίδιος, και που αν τον θαύμαζαν οι συγκαιρινοί του, το 'καναν γιατί τους εντυπωσίαζε η δύναμη με την οποία επέβαλλε το εγώ του σ' όσους τον περιτριγύριζαν, παράλλαξε σύμφωνα με τις επιθυμίες των μεταγενέστερων σ' ένα άψυχο είδωλο, ευγενικό και αλτρουιστικό, που ο μόνος λόγος να υπάρχει ήταν να κολακεύει τους ίδιους τους δημιουργούς του αναδρομικά. Η ψευτισμένη ποιότητα αυτού του ειδώλου φανερώνεται διαυγέστερα στο ομώνυμο λαϊκό δράμα του Καραγκιόζη.
Τα τραγούδια του Κατσαντωναίικου κύκλου αφθονούν σε παλιότερες και νεώτερες συλλογές η ποιότητά τους είναι όμως πολύ χαμηλή. Πρέπει να φανταστούμε πως όλα τα τραγούδια θα τραγουδιόντουσαν στις τοπικές διαλέκτους: Αν η ποιητική γλώσσα έτεινε προς μια κοινή σ' όλη την Ελλάδα, η προφορά διέφερε βέβαια από τόπο σε τόπο».
Στο κλαρίνο ο Νίκος Ρέλιας ,τσέλο ο Μάρκος Σιφνιός και τσίμπαλο ο Κώστας Παπαγκίκας. 1922, Νέα Υόρκη.
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).