Ο Σπύρος Περιστέρης, είναι γόνος μιας από τις παλαιότερες και ιστορικές οικογένειες των Αθηνών, που τα ίχνη της χάνονται μεταξύ μύθου και ιστορίας, στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Η προφορική παράδοση της οικογένειας, μεταφέρει από γενιά σε γενιά, γεγονότα που σχετίζονται με την αντιπαράθεση της οικογένειας προς τους Τούρκους κατακτητές, αρκετές φορές στην ιστορία. Μάλιστα πρόγονος (με το ίδιο όνομα Σπύρος) κυνηγήθηκε από τις τουρκικές αρχές, πολύ πριν την επανάσταση του 1821, επειδή έγραψε ύμνο-θούριο, υπέρ της εξεγέρσεως του τούρκου κατακτητή. Τα γεγονότα είναι περισσότερο γνωστά από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά, όταν ο πατέρας του Σπύρου, Αριστείδης Περιστέρης, γνωστός και σπουδαίος μουσικός, αποφασίζει να εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη, όπου οι συνθήκες εργασίας, σαν μουσικός, ήταν πολύ καλύτερες την περίοδο εκείνη. Η εγκατάστασή του αυτή πρέπει να έγινε μεταξύ 1880 και '85. Στην Πόλη γνωρίζεται με τους Έλληνες μουσικούς και στις αρχές της δεκαετίας του 1890, συνεργάζεται με τον Φαναριώτη Βασίλειο Σιδέρη, στην ίδρυση του πρώτου γνωστού συγκροτήματος, που πήρε το όνομα "Τα πολιτάκια" ή Εστουδιαντίνα του Β.Σιδέρη ή Εστουδιαντίνα του Αριστείδη. Στην πρώτη αυτή ορχήστρα ήταν ακόμη ο Γ.Πασχάλης ή Λ.Τσαγκάρης, ο Γιώργος Σαβαρής, ο Παναγιώτης Βαινδιρλής (γνωστοί απ' τη δισκογραφία στην Ελλάδα μετά το 1922), ο Γ. Ελισαίος, ο Α.Βόιλας, ο Χ. Μεριγκλής και ο Ι. Χαλάκος. Η Εστουδιαντίνα "Τα πολιτάκια" εγκαταστάθηκε οριστικά στη Σμύρνη το 1898 και "επέζησε" μέχρι τη χρονιά της Μικρασιατικής καταστροφής, δηλ το 1922, δημιουργώντας ένα μύθο γύρω από το όνομά της, αφού έγινε διεθνώς γνωστή με περιοδείες στην Αγγλία, Γαλλία και αλλού, σαν "Σμυρνέικη Εστουδιαντίνα".
Το 1908 έλαβε μέρος και στις γιορτές για τη στέψη του βασιλιά Εδουάρδου της Αγγλίας. Ο Αριστείδης Περιστέρης, γνωρίζει στην Πόλη και νυμφεύεται την Δέσποινα (ή Πέπα ή Πιπίνα) Μπέκου, ιταλικής υπηκοότητας Ελληνίδα, από τα ελληνόφωνα χωριά της Κορσικής, που είχε εγκατασταθεί με την οικογένειά της (και αυτή) στην Κωνσταντινούπολη. Από το γάμο αυτό γεννήθηκαν τέσσερα παιδιά: Πρώτη η Μαρία Περιστέρη (1888-;) η οποία γύρω στο 1910 παντρεύτηκε τον επιχειρηματία Κώστα Χανιώτη, αναχώρησαν στις ΗΠΑ, εγκαταστάθηκαν στην Οκλαχόμα και οι επαφές με τα υπόλοιπα παιδιά σιγά-σιγά μειώθηκαν, μέχρι που διακόπηκαν, με το πέρασμα του χρόνου. Δεύτερο παιδί ο Στέλιος (1891-1973), ο οποίος σπούδασε μουσική, εξελίχτηκε σ' ένα σπουδαίο βιολιστή κλασικού ρεπερτορίου, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1919 και εργάστηκε σαν καθηγητής στο Εθνικό Ωδείο, είτε στην Αθήνα, είτε σε επαρχιακά παραρτήματα, βγάζοντας πολλούς μαθητές, από τους κατοπινά γνωστούς σολίστες της κρατικής ορχήστρας Αθηνών, αφήνοντας δε σημαντικά συγγράμματα μουσικής. Τρίτο παιδί ήταν ο Αλέξανδρος (1895-1907) που πνίγηκε σε ατύχημα στο Βόσπορο σε ηλικία μόλις 12 ετών και τέλος το 1900, έχοντας μετακομίσει στη Σμύρνη, ο Αριστείδης και η Πιπίνα έκαναν τον Σπύρο Περιστέρη.Ο Σπύρος, μαθαίνει από την παιδική του ηλικία μαντολίνο και η πρόοδός του είναι τέτοια, ώστε αφήνει άφωνους τους καθηγητές του, ιδιαίτερα τον Ιταλό δάσκαλό του στη Σμύρνη, όταν σε ηλικία μόλις 13 ετών εκτελεί μ' ένα "ιδιότροπο" όργανο (το μαντο-τσέλο) ένα κομμάτι για μαντολίνο, αγγίζοντας για πρώτη φορά το όργανο αυτό. Λίγο πριν το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου η οικογένεια επανέρχεται στην Κωνσταντινούπολη (τέλος 1913 ή αρχές του 1914), όπου λόγω των Βαλκανικών πολέμων και του πρώτου μεγάλου πολέμου που ακολούθησε, ο πατέρας του Σπύρου (μέσα στη γενικότερη κρίση) και φοβούμενος για το μέλλον του, τον εξαναγκάζει να στραφεί σε μία τέχνη και τον στέλνει να γίνει σιδεράς. Ευτυχώς αυτό κράτησε μόνο λίγους μήνες.
Έτσι ο Σπύρος Περιστέρης συνέχισε τις σπουδές του στο ιταλικό σχολείο (πότε στη Σμύρνη, πότε στην Κωνσταντινούπολη), με την ιδιαίτερη φροντίδα της μητέρας του. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μάθει τέλεια Ιταλικά, σε βάρος των Ελληνικών, που μιλούσε βέβαια θαυμάσια, αλλά έγραφε με πολλά ορθογραφικά λάθη(!). Ο θάνατος του Βασίλη Σιδερή (μάλλον το 1918), τον επαναφέρει στη Σμύρνη, για να αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση της Σμυρνέικης Εστουδιαντίνας "Τα πολιτάκια", δηλαδή σε ηλικία μόλις 18 χρόνων. Εκεί γνωρίζεται με όλα τα σημαντικά πρόσωπα της μουσικής ζώνης της Σμύρνης, που θα ξαναβρεθούν στην Ελλάδα μετά τη μεγάλη καταστροφή του 1922 (Ογδοντάκηδες, Ελευθέριος Μενεμενλής, Γιώργος Βιδάλης, Γιώργος Σαβαρής, Lucien και Τζων Μηλιάρης, Δημήτρης Σέμσης, Παναγιώτης Τούντας, Βαγγέλης Παπάζογλου κ.λπ.). Ακολούθησαν τα τρία "ευτυχισμένα χρόνια της ελευθερίας" για τους Έλληνες της Σμύρνης και μετά το "σκοτάδι της προσφυγιάς". Ο συνθέτης Κώστας Τζόβενος (Νάξος 1889-Αθήνα 28/10/1985), μίλησε για τη γνωριμία του, το 1923, στο καφενείο των μουσικών "η Μικρά Ασία" στην οδό Αθηνάς (το κτίριο υπάρχει ακόμα), με τον νεαρό "μαντολίστα" (τότε πρωτοπαρουσιάστηκε με μαντόλα) και την έκπληξη που προκαλούσε σε όλους η ικανότητα στα όργανα και οι γνώσεις του στη μουσική. Για πολλά χρόνια μεταξύ 1923-1933 έπαιξαν σε διάφορα σχήματα με τον Σπύρο Περιστέρη και οι: Αντώνης Διαμαντίδης ή Νταλγκάς (τραγούδι- κιθάρα- ούτι), Γιάννης Δραγάτσης (ή Ογδοντάκης) βιολί, Δημήτρης (Μήτσος) Αραπάκης (τραγούδι-σαντούρι), Κώστας Σκαρβέλης (κιθάρα-τραγούδι), Κώστας Καρίπης (κιθάρα-τραγούδι) και άλλοι. Το 1929-32, επανασυστήνει την Εστουδιαντίνα "Τα πολιτάκια" με μια ομάδα φημισμένων μουσικών, μεταξύ των οποίων είναι οι γνώριμοι από τη Σμύρνη και Πόλη: Στέφανος Μακρής, Γιώργος Σαβαρής, Τζων Μηλιάρης και εργάζονται, περιοδικά, στο υπερωκεάνιο "Βασιλεύς Αλέξανδρος" που έκανε το ταξίδι Ελλάδα-Αμερική.Μετά τον πόλεμο, ήταν ο μόνος από τους μεγάλους προπολεμικούς μαέστρους, που παρέμεινε στο πόστο του για είκοσι ακόμη χρόνια, αφού ο Παναγιώτης Τούντας και ο Κώστας Σκαρβέλης έφυγαν από τη ζωή το 1942, ο Γιάννης Δραγάτσης αποσύρθηκε και πέθανε το 1958, ενώ ο τελευταίος, ο Δημήτρης Σέμσης, έμεινε στην His Master's Voice μέχρι το θάνατό του το 1950.
Από τη θέση του αυτή ο Σπύρος Περιστέρης, συνέβαλε στην ανάδειξη νέων συνθετών, στιχουργών και τραγουδιστών, αν και το μεταπολεμικό (μετεμφυλιακό κλίμα έβαλε σοβαρούς φραγμούς στη πνευματική) μουσική δημιουργία με τη παράταση και συνέχιση της λογοκρισίας της μεταξικής δικτατορίας και αυτή της περιόδου της γερμανικής κατοχής.
Ο Σπύρος Περιστέρης παρέμεινε (παρά τις διοικητικές αλλαγές στις εταιρείες Odeon-Parlophone) μέχρι το θάνατό του, πλάι στο φίλο της νεότητάς του Μίνωα Μάτσα, με τον οποίο γράψανε μία μεγάλη σειρά τραγουδιών, μερικά των οποίων χιουμοριστικού περιεχομένου. Πίσω από τα ψευδώνυμα Τσάμας, Σαλαχώρας, Μαργαρίτης και Π.Οικονόμου, κρυβόταν (από σεμνότητα) ο σπουδαίος αυτός στιχουργός του Ελληνικού τραγουδιού, ο Μίνως Μάτσας, που πολύ πριν ασχοληθεί με τα διοικητικά της δισκογραφίας, είχε διαπρέψει γράφοντας στίχους ελαφρών και επιθεωρησιακών τραγουδιών. Ήταν τέτοιο το δέσιμο αυτό των δύο φίλων-συνεργατών που όσοι παραβρέθηκαν στην κηδεία του Σπύρου Περιστέρη, θυμούνται την απέραντη θλίψη του Μίνωα Μάτσα για το θάνατο του αγαπημένου του φίλου.
Ο Σπύρος Περιστέρης, σεμνός, ηθικός, συμπαραστάτης όλων των νέων μουσικών (αφού δεχόταν να παίξει ακόμα και στις ηχογραφήσεις των "μουσικών εγγονών του", όπως ο Χρήστος Λεοντής) έφυγε από τη ζωή τον Μάρτιο του 1966, σε ηλικία 66 χρόνων, αφήνοντας ένα πραγματικά δυσαναπλήρωτο κενό ή μάλλον ένα κενό που δεν θα μπορέσει, μάλλον, ποτέ να αναπληρωθεί
Πάντως έμαθε να παίζει από πολύ μικρός κλαρίνο, ενώ ήταν μέλος της
Φιλαρμονικής της Πρέβεζας. Ο Μίνως ενώ έγραψε εκατοντάδες τραγούδια με το πραγματικό του
όνομα υπέγραφε ένα πολύ μικρό αριθμό τραγουδιών χρησιμοποιώντας ψευδώνυμα. Κι
αυτό το έκανε γιατί δεν ήθελε να εμφανίζεται ως ανταγωνιστής των υπολοίπων στιχουργών
της εποχής.
Ο ερευνητής του ελληνικού τραγουδιού Παναγιώτης Κουνάδης, που ασχολήθηκε με την
βιογραφία του Μίνου Μάτσα προσπαθούσε επί χρόνια να βρει ποιος κρύβεται πίσω
από το όνομα "Τσάμας" το οποίο συναντούσε σε δεκάδες δίσκους 78
στροφών.
Τελικά ανακάλυψε πως πρόκειται για αναγραμματισμό του ονόματος Μάτσας. Άλλα
ψευδώνυμα που χρησιμοποιούσε ήταν τα αρχικά του "Μ.Μ", το
"Σαλαχώρας" (από το λιμάνι της ιδιαίτερης πατρίδας του) αλλά και το "Μ.
Μαργαρίτης" από το όνομα της γυναίκας του Μαργαρίτας. Μετά την κατοχή
χρησιμοποίησε και το ψευδώνυμο Π. Οικονόμου από το όνομα της πιστής του
γραμματέως Πιπίτσας Παπαοικονόμου.
ο άνθρωπος που είχε σώσει όχι μόνο την δική του ζωή αλλά και την ζωή όλης του της οικογένειας. Αυτό που τον έκανε να ξεχωρίζει ιδιαίτερα ήταν ο ακέραιος χαρακτήρας του, ο οποίος μπορεί να σκιαγραφηθεί καλύτερα μέσα κι από τα επόμενα περιστατικά: Ο Μίνως Μάτσας ήτανε ο πρώτος άνθρωπος που οδήγησε μέσα στο στούντιο για να ηχογραφήσει τον Μάρκο Βαμβακάρη. Σε μια στιγμή που η δεύτερη και μοναδική εταιρία η Κολούμπια τον είχε απορρίψει φοβούμενη τις έντονες αντιδράσεις του μουσικού
κατεστημένου της εποχής. Την πρώτη του αυτή ηχογράφηση με τον Μίνω Μάτσα ο Μάρκος έτυχε να διασταυρωθεί με τον μέγιστο τότε συνθέτη της εποχής Νίκο Χατζηαποστόλου. Όταν ο μαέστρος άκουσε το πρώτο κιόλας τραγούδι του Μάρκου εξοργισμένος βγήκε έξω από την αίθουσα για να συναντήσει τον Μίνω Μάτσα και να του πει: «Αν δεν βγάλεις αυτά τα άθλια κατασκευάσματα από το στούντιο εγώ δεν θα ξαναπατήσω το πόδι μου εδώ. Θα φύγω από την εταιρία». Ο Mίνως Μάτσας βέβαια του απάντησε με την ιστορική φράση: «Μαέστρο μου, όπως εγώ δεν ανακατεύομαι στις παρτιτούρες σου, θα σε παρακαλέσω κι εσύ να μην ανακατεύεσαι στην δουλειά μου». Αυτή βέβαια η μοιραία φράση ήταν η αιτία που ο Μίνως Μάτσας έχασε για πάντα την συνεργασία του Νίκου Χατζηαποστόλου αλλά κέρδισε το σημαντικότερο ραντεβού του με την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Το περιστατικό της πρώτης αυτής ηχογράφησης
του Μάρκου στην Odeon αναφέρεται από τον ίδιο στον πρόλογό του δίσκο του «Σαράντα χρόνια Βαμβακάρης» ενώ όλα τα υπόλοιπα περιστατικά γύρω από τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες και τις αντιδράσεις του κατεστημένου επιβεβαιώνονται στην αυτοβιογραφία
του Γιάννη Παπαϊωάννου και άλλων συνθετών.
Το δεύτερο περιστατικό ήταν: όταν οι εργοδότες του στην Οdeon του πρότειναν να γίνει συνέταιρος με 15% προκειμένου να απορρίψει τις δελεαστικές προτάσεις για συνεταιρισμό του με την ανταγωνίστρια HIS MASTER’S VOICE, εκείνος όχι μόνο δέχτηκε τις υποδεέστερες προτάσεις των παλαιών συνεργατών του, αλλά όπως αποδεικνύεται και από τα επίσημα καταστατικά της εταιρίας, περίμενε καρτερικά 15 ολόκληρα χρόνια για να πάρει επισήμως τον τίτλο του συνεταίρου. Όλο αυτό το διάστημα παρέμενε άτυπος συνεταίρος βασιζόμενος σ’ ένα λόγο που του είχαν δώσει. Ο Μίνως δεν ασχολήθηκε μόνο με το ρεμπέτικο τραγούδι, αλλά και με το χώρο του ελαφρού τραγουδιού. Μία από τις πιο προσοδοφόρες και δημιουργικές συνεργασίες του ήταν με τον Φώτη Πολυμέρη, ο οποίος σύμφωνα με τον Κουνάδη συνεργάστηκε μαζί του μετά την γερμανική κατοχή για όλα τα χρόνια της ζωής του. «Είχα συνδεθεί πάρα πολύ με τον Μίνωα Μάτσα και τον έβλεπα σαν δεύτερο πατέρα μου», λέει ο Φώτης Πολυμέρης. «Με στήριξε οικονομικά σ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Ήμουν τόσο συγκινημένος, που σε κάποια κάρτα που του έστειλα του έγραψα: Αγαπημένε μου «πατέρα», αν κάποια
φάλτσα σφαίρα του εχθρού δεν με ρίξει για πάντα στο χώμα, σου υπόσχομαι όταν τελειώσει ο πόλεμος θα σου τραγουδήσω όσα τραγούδια χρειαστεί για να σου ανταποδώσω την μεγάλη υποχρέωση που νοιώθω για σένα». Και έτσι κι έκανε. Στη δεκαετία του ‘60 δε συμμετείχε όπως παλιά στη δισκογραφία αλλά έδωσε την «ευλογία» του στη νέα γενιά των καλλιτεχνών που έφερε ο γιος του Μάκης στην εταιρεία. Στον Χρήστο Λεοντή, στον Μάνο Λοΐζο, στον Λευτέρη Παπαδόπουλο, στον Γιάννη Πάριο και τόσους άλλους και είδε λίγο πριν τον θάνατό του να μεγαλουργούν μαζί με την προσπάθεια που ξεκίνησε ο γιος του στις αρχές της δεκαετίας».
Αρκετά τα βιογραφικά στοιχεία για τους δυο μεγάλους συνθέτες του Ελληνικού τραγουδιού και δυο εξαιρετικοί νησιώτικοι σκοποί.
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).