Ο Νικόλαος Χάρχαλης (το πραγματικό του όνομα Νικόλαος Χαρχαλάκης)
γεννήθηκε το 1884 στα Χαρχαλιανά Κισσάμου του νομού Χανίων, περιοχή με μεγάλη
με μεγάλη μουσική παράδοση, που είχε αναδείξει πολλούς και σπουδαίους
μουσικούς.
Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους σολίστες του βιολιού στη δυτική Κρήτη και η
καλλιτεχνική παρουσία του σφράγισε έντονα και για πολλές δεκαετίες τη μουσική
συνείδηση του λαού της περιοχής των Χανίων.
Υπάρχει η άποψη ότι το ταλέντο είναι μια μορφή κληρονομιάς. Όπως και μια άλλη άποψη ότι είναι αποτέλεσμα παιδείας και καλλιέργειας. Ο Νικολής Χάρχαλης είχε κληρονομήσει το μουσικό ταλέντο από τους προγόνους του, αλλά και το καλλιέργησε στην πορεία.
Από τους λίγους μουσικούς που το όνομα τους σήμερα παραπέμπει σε ιερό ευαγγέλιο. Τον είπαν πρωτομάστορα, δάσκαλο, θεμέλιο λίθο, θρύλο. Ίσως όλα αυτά μαζί. Το ψεγάδι στο παίξιμο του ήταν μια λέξη ανύπαρκτη. Ο ίδιος, ποτέ με έπαρση, φρόντιζε να χαμηλώνει τους τόνους και τις οξείες που συνόδευαν το όνομα του.
Ο πατέρας του ήταν από τους καλύτερους τραγουδιστές και χορευτές της εποχής του. Ίσως από εκεί να κληρονόμησε την ομορφιά της φωνής του. Η μητέρα του καταγόταν από τον Αερινό Κισσάμου και ήταν αδελφή του μεγάλου βιολάτορα, του Φελεσογιάννη. Η μουσική όπως καταλαβαίνουμε ήταν ριζωμένη βαθειά στο σπιτικό του Χάρχαλη. Τα ακούσματα, την εποχή που ήταν παιδί, ήσαν γνήσια και καθαρά. Οι μουσικοί της περιοχής, ένας κι ένας: Ματζουράνας, Κιόρος Γ', Μανιατογιάννης, Καναρίνης, Βουρογιάννης, Φελεσογιάννης, Νικηφόρος Μαυροδημητράκης, Ανδρέας Μαριάνος, Μπαλαμπός, Παλιμέτης, Καραγκιουλές κ.α.
Όλοι αυτοί ώθησαν τον Χάρχαλη ώστε να ασχοληθεί ενεργά με την παραδοσιακή μουσική. Πρωτόπιασε, μαθητής ακόμα του δημοτικού, μια αυτοσχέδια λύρα και την σκάλιζε ώστε να μάθει τους πρώτους σκοπούς. Γρήγορα όμως πήρε ένα βιολί.
Οι βάσεις του γερές. Ο Φελεσογιάννης και κατόπιν ο Παλιμετάκης ήταν
οι πρώτοι του δάσκαλοι. Μαζί τους έμαθε την τέχνη του βιολιού και τους παλιούς
αθάνατους σκοπούς. Αλλά και τα ακουστικά παραδείγματα από τους άλλους
βιολάτορες ήταν επίσης σημαντικά. Όλα αυτά τα επεξεργαζόταν με μεγάλη
λεπτομέρεια και σιγά σιγά άρχιζε να βγάζει και να σχεδιάζει τον δικό του
προσωπικό ήχο, το δικό του παίξιμο.
Δεν άργησε να βγει στα γλέντια. Το όνομα του μαθεύτηκε πολύ γρήγορα από τον
κόσμο.
Τα καλέσματα πύκνωσαν και ο ίδιος άρχισε πλέον να καταλαβαίνει ότι ο κόσμος τον ήθελε. Η Κίσσαμος πλέον ήταν πολύ μικρή για να χωρέσει το ταλέντο του. Έπαιξε και στις άλλες επαρχίες του νομού Χανίων και η απήχηση ήταν και εκεί η ίδια. Τα κύρια χαρακτηριστικά του ήταν τα εξής: Ποτέ δεν βγήκε έξω από τα μέτρα (χρόνος) του συρτού.
Οι μαντινάδες του ταίριαζαν με τον χορευτή και με τον σκοπό που έπαιζε. Χώριζε την μαντινάδα και στο τελείωμα του σκοπού έλεγε την επόμενη χωρίς να βγει από τα μέτρα.
Ήταν λαρυγγόφωνος, τραγουδούσε πολύ δυνατά και ψηλά έτσι ώστε να
ακούγεται σε όλους, ιδιαίτερα τότε που τα μηχανήματα και τα μικρόφωνα ήταν
ανύπαρκτα. Ποτέ δεν παρεκτράπηκε, δεν μέθυσε, δεν παρεξηγήθηκε με κανέναν κατά
την διάρκεια του γλεντιού του. Αποχωριζόταν το πάλκο μόνο για να κατέβει στην
τάβλα να τραγουδήσει με τον κόσμο ή όταν ήθελε να χορέψει με την συνοδεία 8μόνο
του λαγούτου. Και ένα λαμπρό χαρακτηριστικό ακόμα . Ποτέ δεν έπαιζε τον ίδιο
σκοπό δεύτερη φορά, το ρεπερτόριο του άλλωστε ήταν πλουσιότατο.
Ποτέ δεν ονόμαζε τον εαυτό του συνθέτη, συνθέτες θεωρούσε όλους τους
παλαιότερους.
Όμως με την σειρά του και αυτός άφησε στην μουσική μας δύο κλασσικότατους συρτούς, τον Συρτό του Χάρχαλη ή Χαρχαλιανό το 1914 και τον Θερισσιανό ή Χαρχαλίστικο το 1923, συρτό αφιερωμένο στους Θερισσιανούς πολεμιστές της επανάστασης του 1905.
Όταν δεν είχε γλέντια, η αυλή του γέμιζε από μικρά παιδιά που ήθελαν
να μάθουν βιολί κοντά στον λαμπρό μουσικό. Σπάνιες όμως αυτές οι ανάπαυλες, ο
Χάρχαλης έλειπε συνεχώς στα γλέντια, από την Κίσσαμο και το Σέλινο, μέχρι τα
Κερεμειά και τα Σφακιά, μέρες ολόκληρες, εβδομάδες. Η περιουσία που απέκτησε
ήταν σημαντική, την οποία και διαχειρίζονταν η γυναίκα του και τα παιδιά του.
Στα γλέντια του τον συντρόφευσαν με τις πενιές τους ο Σταύρος Μαυροδημητράκης,
ο Γιώργης
Κουτσουρέλης, ο Βασίλης Σκευάκης, ο Αντώνης Κλεινάκης, ο Στεφανής
Λιονάκης, ο Λέφας κ.α.
Η παρουσία του στην δισκογραφία ξεκινά το 1928, μαζί με τον Σταύρο
Μαυροδημητράκη, όπου ηχογραφεί και τραγουδά τον Χανιώτικο συρτό σημειώνοντας
τότε μεγάλη επιτυχία.
Ο Χάρχαλης στην κορυφή της δόξας του όμως θα βιώσει μια μεγάλη στενοχώρια. Οι κοινωνικές καταστάσεις και η κουλτούρα τότε του κόσμου ήταν αυστηρά εμπόδια στις ερωτικές σχέσεις των ανθρώπων. Αυτή την νοοτροπία την πλήρωσε με την ζωή του ο μονάκριβος γιός του Χάρχαλη.
Από τότε σταμάτησαν τα γλέντια, το βιολί βουβάθηκε, ο Χάρχαλης έπεσε
με μελαγχολία. Πολλά χρόνια πέρασαν ώσπου να το ξαναπιάσει. Οι παρακλήσεις ήταν
πολλές, αλλά ακόμα μεγαλύτερη η δίψα του Χάρχαλη για την μουσική. Ξανάπιασε το
βιολί, όχι όμως για να παίζει στα μεγάλα γλέντια, μόνο για τα φιλικά του
πρόσωπα, για τους συγγενείς και πιο πολύ για τον ίδιο του τον εαυτό.
Ασχολήθηκε πολύ με την έρευνα των παλιών συρτών. Τα μάζεψε, τα έβαλε σε σειρές,
διατήρησε τις γνήσιες πατρότητες τους και τα διέδωσε στους νεώτερους του
μουσικούς. Ποτέ δεν κατηγόρησε κάποιον καλλιτέχνη, πάντα είχε κάποιο καλό λόγο
να πει για όλους. Την εποχή που ο ίδιος μεσουρανούσε, ο Γιώργης
Μαριάνος ήταν το άλλο μεγάλο όνομα. Πολλά ειπώθηκαν για τις σχέσεις
τους, ο Χάρχαλης όμως πάντα παραδεχόταν την αξία του Μαριάνου
χωρίς ποτέ να τον κατηγορήσει.
Στο καφενείο του Γιώργη Κουτσουρέλη ο Χάρχαλης έπαιζε αρκετά συχνά για τις
φιλικές παρέες μέχρι τα γεράματα του που αποτραβήχτηκε στο χωριό του.
Ο Χάρχαλης έδωσε μια σωστή και άριστη γραμμή τόσο στο παίξιμο του βιολιού, όσο και στην απόδοση των τοπικών μουσικών μοτίβων (συρτά/πεντοζάλι/ρουμαθιανή σούστα). Οι Χανιώτες καλλιτέχνες, βαθειά αισθανόμενοι την προσφορά του, έδωσαν στον σύλλογο τους το όνομα του μεγάλου μουσικού. Ο Χάρχαλης παρόλο τις ταλαιπωρίες και τις στενοχώριες, έζησε πολλά χρόνια, στα ενενήντα του αποχαιρέτησε τον κόσμο, εκεί που τον γνώρισε, εκεί τον άφησε, στα Χαρχαλιανά, όπου και αναπαύεται. Μια μεγάλη μορφή, ένας καλλιτέχνης υψηλού επιπέδου και ήθους, μια κολόνα της κρητικής μουσικής. Ο Χάρχαλης έζησε όλα τα χρόνια στο χωριό του, μέχρι τα βαθιά γεράματα που πέθανε σε ηλικία 90 χρονών το 1974.
Στο σημερινό δισκάκι, μαζί με τον δεξιοτέχνη του βιολιού Χαρχαλονικολή, ο Σταύρος Μαυροδημητράκης (βλέπε και αναρτήσεις 30, 43, 106 και 254) ή Μακροδημήτρης (Μαυροδημήτρης πιθανότατα ήθελαν να γράψουν στις ετικέτες), στο λαούτο. Ο δίσκος αρκετά ταλαιπωρημένος και σε διάφορα σημεία επισκευασμένος από τον Κύριο Αποστόλη (Τσιτσανικός γραμμοφωνάς που κρατάει Θερμοπύλες ενάντια στην αισχροκέρδεια των καιρών) που μου χάρισε τον δίσκο και τον ευχαριστώ πολύ. Παρόλα αυτά το παίξιμο του Χάρχαλη πραγματικά το θαυμάζεις. Για τις φωνητικές του ικανότητες, παραπάνω διαβάζουμε ότι αναγκαζόταν να τραγουδάει έτσι (ψηλά και δυνατά). Στο στούντιο τώρα οι συνθήκες ηχογράφησης ήταν τελείως διαφορετικές οπότε το αποτέλεσμα στα φωνητικά είναι ¨ξενικό¨.
Πρόσφατα αναρτήθηκε και ερασιτεχνικό βίντεο με τον Χάρχαλη (πόσο μου θύμισε τον παππού μου έτσι όπως κατεβαίνει με τα στιβάνια του).
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).