«Γεννήθηκα στα Ανώγεια. Πρώτη φορά έπιασα λύρα στα χέρια µου όταν ήμουν εφτά χρονών, το ’53 δηλαδή. Μου την πήρε ο πατέρας µου επειδή είδε ότι είχα έφεση.
Ήταν δύσκολα χρόνια τότε. Όχι µόνο παιχνίδια δεν υπήρχαν, τίποτε δεν υπήρχε. Και τη λύρα την έβλεπα σαν παιδικό παιχνίδι. Έπειτα από δυο χρόνια πήρα τη δεύτερη λύρα.
Έπαιζα σε παρέες, στο καφενείο του πατέρα µου, στις γυμναστικές επιδείξεις του δημοτικού σχολείου που πήγαινα. Το καφενείο του πατέρα µου το είχε παλιότερα ο παππούς µου και εξακολουθεί μέχρι σήμερα να βρίσκεται στα χέρια της οικογένειάς µας.
Εκεί μέσα γαλουχήθηκα και από πολύ μικρό παιδί είχα τα ακούσματα αυτών των ανθρώπων, των μερακλήδων. Οι φωνές τους και ο ήχος της λύρας της εποχής εκείνης ήταν μεγάλο σχολειό για µένα. Δώδεκα χρόνων έπαιξα για πρώτη φορά σε γάμο και από τότε μέχρι σήμερα έχω συνεχή επαγγελματική παρουσία.
Η γενιά µας και οι παλιότερες γενιές ωρίμαζαν νωρίς, γιατί νωρίς έμπαιναν στην εργασία. Ο πατέρας µου και όλοι οι άνθρωποι που βρίσκονταν στον χώρο που γαλουχήθηκα είχαν µια συνέπεια, µια ευγένεια. Αυτό µε σημάδεψε και µου έδωσε καλές βάσεις. Από πολύ νωρίς κατάλαβα ότι έπρεπε να δώσω το παρών χωρίς ασυνέπεια.
Τι συμβαίνει µε τα Ανώγεια τώρα και έχουν τόσους καλλιτέχνες; Εμείς έτυχε να έχουμε µια κληρονομιά από γενιά σε γενιά σε σχέση µε τη λύρα. Έπαιζε ο προπάππους µου, ο παππούς µου, ο αδερφός του παππού µου που ήταν και παππούς του Ξυλούρη από την πλευρά της μάνας του.
Τα Ανώγεια είναι και περιοχή που έχει πάρα πολλούς μερακλήδες, βγάζει πολλούς καλλιτέχνες και πολιτικούς. Πολλοί είναι εκείνοι που έχουν να δώσουν κάτι σε κοινωνικό, καλλιτεχνικό και επιστημονικό επίπεδο.
Από τα Ανώγεια έφυγα πολύ μικρός αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον. Τα τελευταία χρόνια έχω επιστρέψει και πάλι εκεί, στις ρίζες. Φεύγοντας πήγα στο Ηράκλειο. Για λίγο έμεινα σε συγγενείς, έπειτα αυτονομήθηκα.
Συνεργάστηκα µε πολύ αξιόλογους μουσικούς που έπαιζαν λαούτο, μεγαλύτερους και πιο έμπειρους από µένα. Στο Ηράκλειο κάναμε παρέα µε τον Νίκο Ξυλούρη αλλά δεν παίζαμε μαζί. Ποτέ δυο λυράρηδες δεν έπαιζαν μαζί. Ούτε ως παιδιά όμως συμπέσαμε, γιατί ο Νίκος ήταν μεγαλύτερος από µένα δεκατρία χρόνια. Ωραίος καλλιτέχνης ήταν και πολύ αγαπητός άνθρωπος.
Η οικογένειά µου, όπως όλες τότε, έζησε σε αντίξοες συνθήκες, Κατοχή, καταστροφή του χωριού, ολοκαύτωμα. Οι άνθρωποι είδαν τα σπίτια τους να καίγονται, να έχουν μείνει µόνο οι εκκλησίες.
Έπρεπε λοιπόν να ανοικοδομήσουν τα σπίτια τους και παράλληλα να βρουν τα προς το ζην. Ο πατέρας µου στο χωριό δεν είχε µόνο το καφενείο. Για να αναθρέψει την πολυμελή οικογένειά του (εννέα παιδιά ήμασταν) έκανε ότι μπορούσε.
Έκανε τον κτηνοτρόφο, τον χασάπη, τον κουρέα μέσα στο καφενείο, για να μπορεί να αντεπεξέλθει. Έτσι ήταν το χωριό όσο έζησα εκεί. Γι’ αυτό έφυγα μικρός.
Μέχρι τα 17-18 µου χρόνια έπαιξα σε όλα τα χωριά της Κρήτης και καθιερώθηκα. Αμέσως μετά το στρατιωτικό µου και για έναν χρόνο έπαιξα στο μαγαζί ενός συγχωριανού µου.
Τη δεύτερη χρονιά άνοιξα δικό µου. Όταν απολύθηκα από τον στρατό ο πατέρας µου είχε πάρει σύνταξη του ΤΕΒΕ, η μάνα µου ήταν άρρωστη, τους έφερνα στο Ηράκλειο τη χειμερινή περίοδο. Τον πατέρα µου όμως δεν τον ενέπνεε το περιβάλλον της πόλης.
Ήταν άνθρωπος του χωριού, της φύσης. Ένιωθε ότι ήταν κλεισμένος σε κλουβί. Για να περνάει η ώρα του έπιανε το μολύβι και ζωγράφιζε.
Έτσι σε μεγάλη ηλικία του βγήκε αυτό το ταλέντο. Τα καλοκαίρια που γυρνούσαν στο χωριό έπιανε και ξυλογλυπτούσε. Έτσι πορεύτηκε μέχρι τα 95 του που πέθανε.
Ο Τύπος της εποχής τον χαρακτήρισε νεότερο Θεόφιλο. Τον είχε παρουσιάσει και ο Φρέντυ Γερμανός. Πολλοί επισκέπτονταν τότε το εργαστήρι του, άνθρωποι των τεχνών. Πάρα πολλά έργα του τα είχαν πάρει Κινέζοι και Ιάπωνες.
Στην Κρήτη είχα μαγαζιά μέχρι το 1995. Εργαζόμουν εφτά μήνες τον χρόνο χωρίς ρεπό, 27 χρόνια ασταμάτητα. Το τελευταίο μαγαζί που είχα είχε χωρητικότητα εξακοσίων θέσεων.
Το σκέφτομαι σήμερα και αισθάνομαι ότι ήταν άθλος. Η εκτίμηση και η αγάπη του κόσμου µου έδωσαν τη δύναμη να προχωρώ και να αντέχω.
Νιώθω υπερήφανος που σε αυτά τα χρόνια δεν δημιουργήθηκε κατάσταση που να µε στενοχωρήσει. Υπήρξαν άνθρωποι που έπιναν και ξέφευγαν λιγάκι, αλλά αυτό είναι ανθρώπινο στο πλαίσιο που γινόταν.
Το 1982 στην αυλή του σπιτιού µου κάναμε το γλέντι του γάμου της ανιψιάς µου. Εγώ είχα μεθύσει από ενθουσιασμό – ποτό δεν πίνω, δεν έπινα ποτέ.
Ο πατέρας της ανιψιάς µου, ο οποίος έχει πεθάνει, µε γαλούχησε από μικρό παιδί. Έπιασα τη λύρα και ένας από κάτω έβγαλε το πιστόλι στο ένα μέτρο για να παίξει.
Πηγαίνοντας να το απασφαλίσει, αυτό πήρε φωτιά και µε χτύπησε. Μετά το συμβάν επέβαλα να µη ρίχνουν πυροβολισμούς όταν έπαιζα. Σε µια περίπτωση έφυγα κιόλας. Αυτό έχει μεγάλο κόστος, όμως δεν µε ενδιαφέρει. Θα αγωνιστώ και θα επιμείνω μέχρι εκεί που μπορώ.
Όλα αυτά τα χρόνια αρνήθηκα να πάω σε εκδηλώσεις που θα έβγαζα πάρα πολλά λεφτά τη βραδιά. Έλεγα «καλέστε άλλον». Δεν έχει καμία σχέση µε την παράδοση όλο αυτό µε τα όπλα. Φταίει ο νεοπλουτισμός, το κατοχικό σύνδρομο, ο εγωισμός και το αντριλίκι.
Η κρητική μουσική δεν είναι των καλλιτεχνών, είναι του λαού. Εμείς είμαστε διασκεδαστές και εκφραστές του. Ο κόσμος επιλέγει τον διασκεδαστή του, τον τροβαδούρο του.
Υπάρχουν βραδιές που κάθε χωριό έχει µια διασκέδαση, ένα πανηγύρι. Δεν μπορούν πέντε, δέκα, είκοσι να καλύψουν όλο το φάσμα. Το χωριό τότε θα βάλει έναν µη επαγγελματία. Τη στιγμή όμως που αυτός θα διευθετήσει την ανάγκη του κόσμου είναι ισάξιος µε τους άλλους.»
Ριζίτικο από Μουντάκη στην προηγούμενη ανάρτηση, ριζίτικο και από τον Βασίλη Σκουλά στη σημερινή. Η διαφορά είναι στις ετικέτες των εταιριών. Στην Odeon η δουλειά είναι επαγγελματική (ασχέτως το λάθος με τον Μανουδάκη), εμφανίζονται όσοι συμμετέχουν. Αντίστοιχα στην Πανιβαρ μόνο ο Σκουλάς. Ξέχασαν τον λαουτιέρη. Μανιάς, Ψαρόγιαννος ή Φουκάκης; Μουσικά ¨αυτιά¨ ακούνε τον τρίτο, με κάθε επιφύλαξη αφού δεν έχουμε αναγραφή ονόματος.
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).