Ροδινός Ανδρέας-
Μπερνιδάκης (Μπαξεβάνης- Μπαξές) Ιωάννης ODEON G.A. 1649 Συρτός Αποκορωνιώτικος (Συρτός) - Συρτός Κισσαμιώτικος
(Συρτός) 1933- 78rpm- 10''
Ο Ανδρέας Ροδινός γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1912. Ο πατέρας του,
φούρναρης στο επάγγελμα, καταγόταν από το Ατσιπόπουλο, ενώ η μητέρα του
Χρυσούλα το γένος Μαμαγκάκη καταγόταν από τα γειτονικά Φραντζεσκιανά Μετόχια.
Άρχισε να μαθαίνει λύρα στην ηλικία των 14 χρονών από ένα συγγενή της
μητέρας του (πιθανόν τον λυράρη από τα Φραντζεσκιανά Μετόχια Βαγγέλη
Καλαϊτζάκη), ενώ η μαρτυρία του αδερφού του ότι ο μικρός Ανδρέας κάθονταν και
έπαιζε ώρες λύρα με τους συνομήλικους Τουρκοκρητικούς γείτονες του μαρτυράει το
ζήλο του για τη μουσική.
Η επιθυμία του για ζωή ήταν έντονη. Όπως και για τη λύρα. Ένα
περιστατικό διηγείται ο Ρεθεμνιώτης γιατρός Nίκος Λυράκης με κείμενό του στο
περ. «Προμηθεύς Πυρόφορος» (Δεκέμβριος 1980), που αναδημοσιεύθηκε στην εφημ.
«Eλευθερία» του Pεθύμνου, φ. της 21/22-3-98, σελ. 12:
“…το έτος 1917-18 που τελείωσα το Γυμνάσιο βρέθηκα στο δώμα του
πατρικού σπιτιού ένα πρωινό και συνάντησα στο διπλανό δώμα της γιαγιάς τον Ανδρέα,
παιδί 10 χρόνων, γεροδεμένο και καλόκαρδο, που κρατούσε μια λύρα μικρού
μεγέθους χωρίς χορδές και δοξάρι και την περιεργαζόταν. Είχα ακούσει από καιρό
πως προσπαθούσε να μάθει λύρα και για να τον αστειευθώ τον ρώτησα: Πότε επιτέλους
θα την μάθεις αυτή τη λύρα; Να την, μου απαντά, την αγόρασα 5 δραχμές. Εγώ, Νίκο,
συνεχίζει, θα την μάθω τη λύρα. Δεν φοβούμαι και θα πάω στο φαράγγι τα
μεσάνυχτα να παίξω χωρίς να μιλώ· όταν θα έρθουν οι διαόλοι να με κουτουλούν με
τα κέρατά τους, εγώ θα παίζω και θα τη μάθω… Εγώ κατόπιν τα διηγήθην και στη συνέχεια
προήλθε μία σύγχυση στο ιστορικό αυτό”.
Ο Ροδινός από τα 16 του χρόνια, γύριζε τα χωριά του Ρεθύμνου αρχικά,
αλλά και του Αποκόρωνα και των Σφακίων αργότερα, προς αναζήτηση παλιών σκοπών
και μελωδιών. Διδάχτηκε επίσης, από παλιούς και έμπειρους λυράρηδες της πόλης
του Ρεθύμνου, όπως το Νικήστρατο (για λίγο καιρό γιατί πέθανε στα πρώτα του
βήματα του Ανδρέα) και το Γέρο-Πισκόπη.
Στα 17 του δημιούργησε το δικό του συγκρότημα (“ζυγιά”) με τον
λαουτιέρη Σταύρο Ψυλλάκη ή Ψύλο από την Επισκοπή Ρεθύμνου. Ήταν πλέον ένας
εκπληκτικός και καταξιωμένος λυράρης. Λέγεται επίσης ότι ήταν ιδιαίτερα ευφυής
και άριστος μαθητής.
Ο Ανδρέας Ροδινός ήταν ερασιτέχνης αλλά και εύπορος οικονομικά και
αυτό ήταν από τα χαρακτηριστικά του καθώς ποτέ δεν είδε τη λύρα ως επάγγελμα
και αποστρεφόταν τους φιλάργυρους συναδέλφους του. Χαρακτηριστικά αναφέρεται
ότι στο μοναδικό γλέντι που δέχτηκε χρήματα (8 Σεπτέμβρη του 1932) στο μεγάλο
πανηγύρι της Παναγιάς στα Μυριοκέφαλα Ρεθύμνου και στο οποίο μαζεύτηκαν 6-7
χιλιάδες δραχμές, έσπευσε να τα δωρίσει στην εκκλησία και με τα οποία χτίστηκε
εικονοστάσι που σώζεται ως σήμερα.
Θρυλική έχει μείνει η εμφάνιση του μαζί με τον Χαρίλαο Πιπεράκη τον
ξακουστό λυράρη της εποχής που ζούσε στην Αμερική και καταγόταν από το
Ξεροστέρνι Αποκορώνου και το γέρο-Καντέρη επίσης από τον Αποκορώνα στην
προκυμαία του Ρεθύμνου το καλοκαίρι του 1930. Βραδιά κατά την οποία μετά τους
δύο μεγάλους λυράρηδες, ο Ροδινός με τη συνοδεία του Ψίλλου (Σταύρου Ψιλλάκη)
στο λαούτο, “έδωσε εξετάσεις” και ενθουσίασε τα πλήθη παίζοντας λύρα μέχρι τα
ξημερώματα.
Αφού λοιπόν τελείωσε το γυμνάσιο συνέχισε να ασχολείται με πάθος με
τη μουσική, έχοντας πλέον ως συνεργάτη τον λαουτιέρη με τη καταπληκτική φωνή
Γιάννη Μπερνιδάκη (Μπαξεβάνη). Ο Ροδινός δε σταματά να καλλιεργεί την τέχνη
του, να ερευνά, να χώνεται όλο και πιο βαθιά στη μελέτη της κρητικής μουσικής
παράδοσης. Γυρνούσε στα χωριά, συναναστρεφόταν με τους γεροντότερους, ρωτούσε
για παλιούς σκοπούς, μελωδίες, τραγούδια. Με τις ώρες κλεισμένος στο δωμάτιο
του δοκιμάζει παλιές και νέες μελωδίες και σκοπούς τους οποίους προσφέρει άμεσα
στο ακροατήριο του.
Κάποια στιγμή ο Ανδρέας Ροδινός θα πρέπει να ασχολήθηκε και με
την οργανοποιία. Όχι τόσο άμεσα, όσο συμβουλευτικά. Πολλοί μιλούν για την
επιρροή του στη μορφή της σύγχρονης λύρας που όχι άδικα
έχει αποδοθεί κυρίως στο Μανώλη Σταγάκη. Ο Μανώλης Σταγάκης μας
παρέδωσε αυτό που οι σύγχρονοι λέμε Κρητική λύρα, αλλά σίγουρα οι επιρροές του
από τις παρεμβάσεις του Ανδρέα Ροδινού, του οργανοποιού Γιάννη Παπαδάκη ή
Καρεκλά και του μαραγκού και οργανοποιού Αντώνη Μαράκη ή Μαραντώνη από την
Κοξαρέ Αγίου Βασιλείου (για τον οποίο θρυλείται ότι είναι ο κατασκευαστής της
κύριας λύρας του Ροδινού) ήταν καθοριστικές.
Το 1933 κατατάχθηκε στο στρατό όπου καθηλώθηκε για 6 μήνες στο
νοσοκομείο, εξαιτίας μιας πλευρίτιδας που τελικά αποδείχτηκε μοιραία καθώς
επιβάρυνε την ήδη άσχημη ψυχολογική του κατάσταση. Ο θρύλος μιλάει για τον
αδιέξοδο έρωτα του για μία “ξένη ξανθιά γυναίκα, μεγαλύτερη σε ηλικία από τον
ίδιο, αλλά και παντρεμένη”.
Στη διάρκεια μιας μικρής καλυτέρευσης που παρουσίασε, ύστερα από
επιμονή των φίλων του, ανέβηκε στην Αθήνα και ηχογράφησε δύο δίσκους 78 στροφών
με συνοδεία στο λαούτο από το τον Γιάννη Μπερνιδάκη. Οι δίσκοι αυτοί ήταν:
Odeon GA1649 Συρτός
Αποκορωνιώτικος & Συρτός Κισσαμιώτικος (σημερινός δίσκος)
και Parlophone B-21683 Ρεθεμνιώτικος Συρτός & Ρεθεμνιώτικος Πεντοζάλης
και Parlophone B-21683 Ρεθεμνιώτικος Συρτός & Ρεθεμνιώτικος Πεντοζάλης
Πήρε το απολυτήριο του και μεταφέρεται στους Νίππους, ένα ύψωμα στα
δυτικά του Ρεθύμνου ψάχνοντας για τον καθαρό αέρα που θα βοηθούσε στην αρρώστια
του.
Ο Νίκος Αγγελής σε μια όμορφη αναφορά του στον Ανδρεά Ροδινό
περιγράφει:
“…Υπάρχει στο δυτικό Ρέθεμνο ένα ύψωμα γεμάτο αμπέλια και δέντρα.
Οι Νίπποι. Πάνω απ’ τη «βίγλα», εφτακόσια μέτρα ψηλά, βγορίζουν εβδομήντα χωριά
Χανιά και Ρέθεμνος. Εκεί ψηλά ήταν η καλύβα του Ροδινού μονάχη. Εκεί ψηλά ο
πληγωμένος νέος προσπαθούσε να νικήσει την αρρώστια που τού ’τρωγε τα στήθεια.
Περνούσαν δραγάτες και τού ’φερναν τα νέα του κόσμου. Περνούσαν ακόμη φίλοι και
ξένοι να του πουν «περαστικά».
Κάθε βράδυ έβλεπαν οι ζευγάδες απ’ τα γυροχώρια τις φωτιές του κι’
οι πιο κοντινοί άκουαν την πονεμένη λύρα του να γεμίζει παράπονο τα σκοτάδια.
Έβλεπε κι’ εκείνος κάτω τον τόπο που αγάπησε. Ήταν κάτω τα χωριά. Κάτω
γλεντούσαν και χόρευαν. Θυμόταν τη μικρή του ιστορία. Όταν τον κοίταζαν χιλιάδες
μάτια να παίζει…”.
Τέλη του 1933 μεταφέρεται σε σανατόριο στα Μελίσσια Αττικής. Μετά από
μήνες χωρίς βελτίωση, το Γενάρη του 1934 επιστρέφει στο Ρέθυμνο και στις 9
Φεβρουαρίου 1934, “φεύγει” σε ηλικία μόλις 22 χρονών. Την ημέρα της κηδείας του
φάνηκε πόσο αγαπητός ήταν καθώς έκλεισαν όλοι τα μαγαζιά τους και όλο το
Ρέθυμνο ακολούθησε την νεκρική πομπή. Ο μύθος του όμως έμεινε για πάντα.
«Αύριο φεύγω Πλάτανε και μάδησε τα
φύλλα,
για δε θα ξανακούσεις πια, του Ροδινού την λύρα»
για δε θα ξανακούσεις πια, του Ροδινού την λύρα»
«Ξύπνα Αντρέα Ροδινέ παίξε γλυκά τη
λύρα,
ν' αναστηθούνε οι νεκροί που ‘ναι
βαθειά στο μνήμα»
«Ξύπνα καημένε Ροδινέ να δεις τον Μπαξεβάνη,
που παίζει το λαγούτο του και ζάφτι δεν το κάνει»
Για τον Μπαξέ έχουμε αναφερθεί και στην ανάρτηση 66.
Η μία από τις δυο (ενδέχεται και τρεις), γραμμοφωνικές πλάκες, του
Ροδινού, η σημερινή ανάρτηση. Πρόκειται για την πρώτη έκδοση, καθώς στη δεύτερη
έχει μπλε και λευκές ετικέτες, όπως βλέπετε και στις σκαναρισμένες φωτογραφίες των ετικετών (καθαρές). Το λάθος βέβαια μεταφέρετε και στις μπλε (παρατηρήστε ότι οι μπλε είναι δεύτερη έκδοση από την γραμματοσειρά) και στις λευκές ετικέτες,
¨Συρτός Αποκορονιώτικος¨ και ¨Συρτός Κυσσανιώτικος¨, αναγράφουν
λανθασμένα. Τα καθαρά ζευγάρια των ετικετών, τα χρωστάμε στον Ιδομενέα από Ρέθυμνο και για άλλη μια φορά τον ευχαριστώ που συμβάλει, με όποιο τρόπο μπορεί στην καταγραφή της Κρητικής μουσικής.
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).