Περδικόπουλος Δημήτρης-
Ανεστόπουλος Γιώργος ODEON G.A. 7275 Τσεμπεροχωριατοπούλα
(Συρτός) - Η πέρδικα (Τσάμικο) 1940- 78rpm- 10''
Ο Δημήτρης Περδικόπουλος γεννήθηκε το 1914 στα Φιλιατρά Μεσσηνίας. Σε
μικρή ηλικία έμεινε ορφανός από πατέρα και έκανε διάφορες εργασίες για να
βοηθήσει την οικογένειά του. Δούλευε, μάλιστα, για να στέλνει χρήματα και στην
αδερφή του Μαργαρίτα, που σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Σε ηλικία 19 χρονών, όμως, ενώ μετέφερε σταφίδα με το κάρο ενός
πλούσιου Φιλιατρινού για τον οποίον δούλευε, το κάρο έπεσε στη θάλασσα και το
άλογο πνίγηκε. Φοβούμενος για τις συνέπειες του λάθους του, ο Περδικόπουλος
έφυγε αμέσως στην Αθήνα. Αυτή η πράξη απελπισίας έμελλε να του αλλάξει την ζωή.
Στην Αθήνα, με την προτροπή και τη βοήθεια φίλων του μουσικών
ηχογράφησε το 1929 τον πρώτο του δίσκο με δύο αμανέδες. Μάλιστα όπως η τραγουδίστρια
Pόζα Eσκενάζυ θυμάται, «Το 1929 στο ξενοδοχείο Tourist στην Αθήνα είχαμε
φωνοληψία και θυμάμαι ότι ήταν η τελευταία ημέρα, γιατί την επόμενη θα έφευγε
το μηχάνημα που ερχότανε απ’ έξω. O Tούντας ήταν εκεί και τραγούδησε πρώτα ο
Περδικόπουλος, μετά ο Στελλάκης Περπινιάδης, η Αγγελική Παπάζογλου και εγώ».
Άρα, ο Περδικόπουλος ήταν ο πρώτος στην Ελλάδα που τραγούδησε σε δίσκο!
Η γλυκιά και ζεστή φωνή του Δημήτρη Περδικόπουλου έκανε αμέσως
εντύπωση και ο νεαρός τότε ερμηνευτής δεν άργησε να καθιερωθεί ανάμεσα
στους κορυφαίους της εποχής. Άρχισε να τραγουδάει στα μεγάλα αθηναϊκά
κέντρα, ενώ παράλληλα έγραψε μερικά από τα αθάνατα τραγούδια του: «Αιγιώτισσα»,
«Γερακίνα», «Σιγά σιγά την άμαξα», «Τι έχεις Φρόσω μ’ κι όλο κλαις» κ.ά.
Μέχρι το 1935 τραγουδούσε και ηχογραφούσε κυρίως αμανέδες, αλλά και σμυρναίικα
τραγούδια. Από εκείνη την χρονιά και μέχρι τον θάνατό του αφοσιώθηκε στα δημοτικά
τραγούδια.
Το 1936, ο Βασίλης Τσιτσάνης, άγνωστος μέχρι τότε, ήρθε από τα
Τρίκαλα στην Αθήνα. Εκεί συνάντησε τον Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος
επρόκειτο να γίνει φίλος του και δάσκαλός του. Ας δούμε όμως τι λέει ο ίδιος ο Τσιτσάνης
στην αυτοβιογραφία του, επιμελημένη από τον ερευνητή Kώστα Xατζηδουλή: «Δεν
ήρθα για να γίνω καλλιτέχνης, για να κάνω δίσκους για τα γραμμόφωνα. Τίποτα από
όλα αυτά. Δεν τα σκεπτόμουν όταν πρωτοέφθασα στην πρωτεύουσα. Ήρθα για να
σπουδάσω, για να πάω στο πανεπιστήμιο, γιατί βλέπεις είχα όνειρο να γίνω
δικηγόρος. Γραφτό όμως ήταν να ασχοληθώ επαγγελματικά με το λαϊκό τραγούδι που
πάντα με γοήτευε. Γνώρισα τον Mήτσο τον Περδικόπουλο, που με πήρε και με πήγε
στην ODEON για να κάνω
δίσκο. O Περδικόπουλος τότε είχε τραγουδήσει σε δίσκους και ήταν γνωστός. Μαέστρος
υπεύθυνος για τις φωνογραφήσεις ήταν ο Σπύρος Περιστέρης, που μου απάντησε ότι,
επειδή δεν μπορούσαν, να περνούσα αργότερα. Πήγα δυο τρεις φορές, αλλά τα
αποτελέσματα ήταν τα ίδια. Μου έλεγαν συνέχεια να περάσω μετά από καιρό.
Κάποια φορά συνάντησα τον Περιστέρη στο καφενείο των μουσικών, στην Αθήνα,
ο οποίος μου είπε πως ήθελε να γραμμοφωνήσω ένα τραγούδι. Πήγα με τον
Περδικόπουλο και γραμμοφωνήσαμε δύο τραγούδια, στον ίδιο δίσκο. Ένα δικό του
και ένα δικό μου. Το δικό του ήταν το «Σιγά, καλέ μου, την άμαξα», ένα
καλαματιανό που παίζω εγώ μπουζούκι και το δικό μου το «Σ’ ένα τεκέ
μπουκάρανε», ένα ζεϊμπέκικο. Αυτή είναι και η πρώτη δισκογραφική παρουσία μου.
Πρέπει να ‘ταν το 1937. Ξέρεις τότε τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Οι εταιρείες
ήταν δύο όλες κι όλες και το κοινό των δίσκων περιορισμένο. Δεν ήταν εύκολο να
περάσεις τραγούδι».
Ουσιαστικά, ο Δημήτρης Περδικόπουλος ήταν αυτός που βοήθησε τον Βασίλη
Τσιτσάνη να μπει στη δισκογραφία. Αλλά και ο Τσιτσάνης αργότερα του εμπιστεύτηκε
μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια του, ανταποδίδοντας την βοήθεια που του είχε
προσφέρει: «Είμαι παιδάκι με ψυχή», «Τάγμα Τηλεγραφητών», «Με Σπανιόλικες
Xαβάγιες», «Ξελογιάστρα» κλπ. Έτσι, παρόλο που οι δύο δημιουργοί ήταν αρκετά
διαφορετικοί ως προς το είδος της μουσικής που υπηρετούσαν, συνεργάστηκαν για
αρκετά χρόνια.
Άλλοι λαϊκοί δημιουργοί που εμπιστεύτηκαν συνθέσεις τους στον
Περδικόπουλο ήταν ο Παναγιώτης Tούντας, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Σπύρος
Περιστέρης, ο Γεράσιμος Kλουβάτος κ.ά. Επίσης, ο Δημήτρης Περδικόπουλος
συνεργάστηκε με αρκετούς καλλιτέχνες σε κέντρα και πανηγύρια στην επαρχία. Μερικοί
από αυτούς ήταν η Γεωργία Mηττάκη, ο Γιώργος Παπασιδέρης, ο Kώστας Pούκουνας
και η Pίτα Aμπατζή.
Μετά τον πόλεμο κυριάρχησε το λαϊκό και το ρεμπέτικο τραγούδι, με
αποτέλεσμα το δημοτικό να χάσει τις παλιές του δόξες. Ακόμα και δημοτικοί
ερμηνευτές στράφηκαν στα ρεμπέτικα, ωστόσο ο Περδικόπουλος επέμενε να
τραγουδάει δημοτικά, παρόλο που είχε ξεκινήσει με σμυρναίικα και αμανέδες. Κατά
καιρούς έγραφε κάποια τραγούδια που πουλούσε σε γνωστούς συνθέτες της εποχής κι
εκείνοι τα μετέτρεπαν σε ρεμπέτικα, έτσι ώστε να βγάζει τα απαραίτητα για να
συντηρεί τον εαυτό του και την οικογένειά του. Πολλά από αυτά τα τραγούδια
αποτέλεσαν μέρος της αθάνατης μουσικής μας παράδοσης, αλλά έγιναν γνωστά από
άλλους καλλιτέχνες με αποτέλεσμα το όνομα του Περδικόπουλου να μένει στο
«παρασκήνιο».
Ένα παράδειγμα ήταν το τραγούδι «Στο ‘πα και στο ξαναλέω», που
εμπνεύστηκε κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής του στα Φιλιατρά. Την ημέρα που το
έγραψε, ο Περδικόπουλος είχε πάει μαζί με την πρωτότοκη κόρη του Κατερίνα στην
παραλία της Αγίας Κυριακής και η θάλασσα ήταν φουρτουνιασμένη.
Ο Δημήτρης Περδικόπουλος, αν και κατά τη διάρκεια της καριέρας του
είχε την ευκαιρία να ταξιδέψει σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, ποτέ δεν ξέχασε την
αγαπημένη του πατρίδα, τα Φιλιατρά. Κάθε τόσο γύριζε εκεί για να τραγουδήσει
στα τοπικά πανηγύρια, ενώ τα επισκεπτόταν πάντα και κατά τη διάρκεια της
γιορτής του πολιούχου της πόλης, Αγίου Χαράλαμπου.
Εξάλλου, στα Φιλιατρά είχε πρωτοτραγουδήσει τους πρώτους του στίχους,
ανεξαρτήτως που τελικά έγινε γνωστός στην Αθήνα. Και η όμορφη πατρίδα του δεν
έπαψε ποτέ να τον εμπνέει να γράφει εξίσου όμορφα τραγούδια.
Η άλλη μεγάλη αδυναμία του Δημήτρη Περδικόπουλου εκτός από την
πατρίδα του τα Φιλιατρά ήταν οι γυναίκες. Τα περισσότερα από τα τραγούδια του
τα έγραψε κάτω από την επιρροή του έρωτα. Γι αυτό και τόσο τα δικά του όσο και
τα τραγούδια άλλων που ερμήνευσε ο ίδιος αναφέρονται σε κάποια γυναίκα: «Μελαχρινό
μ’ αρνήθηκες», «Νεράιδα είσαι μάτια μου», «Aχ βρε Kατινάκι, μου έβαλες μεράκι»,
«Mαρίτσα μου γιατί», «Nτίνα Κωνσταντίνα», «Να ζήσεις Ελενάκι μου» κ.ά.
Για μια γυναίκα έγραψε και το Καλαματιανό «Φιλιατρινούλα», που
επρόκειτο να γίνει το «εθνικό τραγούδι» των Φιλιατρινών. Για την άγνωστη αλλά
μοιραία αυτή γυναίκα που ενέπνευσε τον Δημήτρη Περδικόπουλο γράφει ο Σωτ. N.
Aθανασιαδής, γείτονας του στα Φιλιατρά, στο τεύχος 47 του περιοδικού
«Φιλιατρά»:
«Γέννημα και θρέμμα Φιλιατρινιά. Κόρη πολυμελούς οικογένειας. Από φτωχή
οικογένεια, δηλαδή βιοπαλαιστών, αλλά τίμια και ηθική. O Δημητράκης είχε
τρελαθεί πραγματικά γι αυτήν. Αλλά, όπως λέει και το τραγούδι, οι δικοί της, η
μάνα της προπαντός, δεν τον ήθελαν. Τον τραγουδιστή να πάρει; Είχαν άσχημη
ιδέα, όχι τόσο προσωπικώς, για τον ίδιο, όσο για τον κλάδο των καλλιτεχνών. Ο
Περδικόπουλος προχώρησε σε απόπειρα απαγωγής, η οποία, δυστυχώς γι αυτόν,
απέτυχε, αλλά και, ευτυχώς για τον ίδιο, χωρίς συνέπειες».
Η όμορφη Φιλιατρινούλα δεν ήταν η μόνη, όμως, αισθηματική ιστορία του
Δημήτρη Περδικόπουλου. Όλη η ζωή του ήταν γεμάτη από τέτοιου είδους ιστορίες. Χαρακτηριστικά
θα αναφέρουμε μια από αυτές, την οποία περιέγραψε ο συμπατριώτης του Νίκος
Πετρόπουλος, και που οδήγησε τελικά σε γάμο, μικρής όμως διάρκειας:
«Μια φορά που ο Περδικόπουλος είχε πάει να τραγουδήσει στην Τρίπολη,
λίγο πριν από την εμφάνισή του στο κέντρο, είδε μια όμορφη ξανθιά κοπέλα μέσα
σε μια άμαξα και της φώναξε «Γεια σου γόησσα με τα ωραία σου!». Η κοπέλα, μη
ξέροντας ποιος ήταν αυτός ο νεαρός, τον αντιμετώπισε περιφρονητικά. O
Περδικόπουλος ρώτησε κάποιον ποια ήταν και του είπαν ότι επρόκειτο για μια
αριστοκράτισσα, που είχε, όμως σχέση με έναν δικηγόρο. Το βράδυ η κοπέλα,
επισκέφθηκε το κέντρο όπου εμφανιζόταν ο Περδικόπουλος. Εκείνος, μόλις την
είδε, προφασιζόμενος κάτι, πήγε στο καμαρίνι του και συνέθεσε ένα τραγούδι γι
αυτήν. Όταν βγήκε έξω και το τραγούδησε, η κοπέλα, που είχε ήδη αναγνωρίσει ποιος ήταν, του έστειλε λουλούδια! Λίγο καιρό αργότερα παντρεύτηκαν αλλά σε
διάστημα ενός δύο χρόνων χώρισαν.
Η δεύτερη σύζυγος του Περδικόπουλου ήταν η Μαρίκα, με την οποία
έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Όμως, μια άλλη γυναίκα έμελλε να τον
στρέψει στο ποτό, που θα αποδεικνυόταν και η καταστροφή του. Ήταν μια νεαρή
νησιώτισσα, μόλις 17 ετών. Ο Περδικόπουλος την είχε ερωτευτεί με πάθος, οι
γονείς της όμως την έστειλαν στην θεία της στην Αμερική για να φτιάξει
εκεί την ζωή της. Φεύγοντας η νεαρή κοπέλα του υποσχέθηκε ότι θα του στείλει
ένα γράμμα για να τον καλέσει στην Αμερική. Τελικά, όμως, κάτω από την πίεση
των συγγενών της, δεν του έστειλε ούτε μια επιστολή παρηγοριάς. Ο Δημήτρης
Περδικόπουλος άρχισε σιγά σιγά να μαραζώνει και προσπαθούσε να «πνίξει» τον
πόνο του στο κρασί. Η υγεία του άρχισε να κλονίζεται άσχημα και στις αρχές
Ιουνίου του 1952 μεταφέρθηκε καταβεβλημένος στο Λαϊκό Νοσοκομείο.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία της συζύγου του, Μαρίκας, το βράδυ της
15ης Ιουνίου, o Δημήτρης Περδικόπουλος, σαν να το είχε διαισθανθεί, είπε
το τελευταίο του τραγούδι στο κρεβάτι του νοσοκομείου ¨Φέρτε μια κούπα με
κρασί…¨. Την επόμενη μέρα άφησε την τελευταία του πνοή.
Παρόλο που ο Δημήτρης Περδικόπουλος έγραψε και τραγούδησε πλήθος
δημοτικών και ρεμπέτικων τραγουδιών, ελάχιστα από αυτά ανατυπώθηκαν και τελικά
διασώθηκαν στην σύγχρονη δισκογραφία. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που ελάχιστοι
άνθρωποι από τις επόμενες γενιές είχαν την ευκαιρία να τον μάθουν. Παρά το
τεράστιο ταλέντο του, παρέμεινε ένας ακόμη «αφανής πρωταγωνιστής» της μουσικής
ιστορίας του τόπου μας.
Στο κλαρίνο ο Γιώργος Ανεστόπουλος (βλέπε αναρτήσεις 50, 65, 103 και
125). Αν η φωνή του Περδικόπουλου, στο σημερινό δισκάκι ¨εξευγενίζει¨ το συρτό
και το τσάμικο, το κλαρίνο του Ανεστόπουλου δίνει το κάτι παραπάνω. Καθαρό
παίξιμο. Άρτιο.
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο …(εδώ).