Κονιτόπουλος Γιώργος- Κονιτοπούλου Λεγάκη Ειρήνη-
Κονιτοπούλου Αγγελική ASTERIAS ASTER 2008 Αρμενάκι - Γιαλέσα εγιαμόλα
(τη βάρκα σου Νικόλα) 1978- 45rpm- 7''
Υπόθεση
Κονιτόπουλοι το σημερινό δισκάκι. Βιογραφικά στοιχεία για την Αγγελική
Κονιτοπούλου ακολουθούν παρακάτω. Για τον Γιώργο και την Ειρήνη έχουμε
αναφερθεί στις αναρτήσεις 69, 87 και 96.
Η Αγγελική
Κονιτοπούλου γεννήθηκε στον Κινίδαρο της Νάξου το 1944. Πατέρας της είναι ο
βιολάτορας Μιχάλης Κονιτόπουλος και μητέρα της η Μαρία Φυρογένη απ' την
Κεραμωτή. Θείος του είναι ο λαουτιέρης Μήτσος Φυρογένης. Σύζυγός της είναι ο
Νίκος Κλουβάτος, γνωστός και ως Νικολαράς με τον οποίο έχουν τρία παιδιά. Την
τραγουδίστρια Στέλλα Κονιτοπούλου, την επίσης τραγουδίστρια Μαρία Κονιτοπούλου
και τον βιολάτορα και τραγουδοποιό Βασίλη Κλουβάτο. Έχει αδέρφια την
τραγουδίστρια Ειρήνη Λεγάκη-Κονιτοπούλου, τον λαουτιέρη και τραγουδιστή Βαγγέλη
Κονιτόπουλο, τον τραγουδιστή Κώστα Κονιτόπουλο και τον τραγουδιστή, βιολάτορα
και συνθέτη Γιώργο Κονιτόπουλο.
Από τον
αδερφό της, Βαγγέλη Κονιτόπουλο, έχει δύο ανίψια. Ο ένας είναι ο Μάριος-Γιάννης
Κονιτόπουλος και ο άλλος ο Μιχάλης Κονιτόπουλος, που επίσης
ασχολείται με τη μουσική και το τραγούδι. Απ' τον αδερφό της Γιώργο
Κονιτόπουλο, ανιψιά της είναι η τραγουδίστρια Νάσια Κονιτοπούλου & ανιψιός της ο Μιχάλης
Κονιτόπουλος, ενώ απ' την αδερφή της Ειρήνη Λεγάκη-Κονιτοπούλου έχει ανιψιά
την, επίσης τραγουδίστρια, Ελένη Λεγάκη.
Παρακάτω συνέντευξη
της Ειρήνης Κονιτοπούλου Λεγάκη:
–
Τραγούδαγες από μικρή;
Πολλές φορές
όταν τραγούδαγα μικρή μόνη μου χόρευα και πολλές φορές μου ‘ρχότανε κλάμα σ’
ορισμένα τραγούδια, έτσι όπως τα λαϊκά, ού, ου… συγκινιόμουνα πάρα πολύ. Το
τραγούδαγα μόνη μου και δεν μ’ ένοιαζε άμα μ’ ακούγανε. Δεν τραγούδαγα για να
μ’ ακούσουνε. Τραγούδαγα γιατί το τράβαγ’ η ψυχή μου. Μου άρεσε αυτό το πράγμα
τότε.
-Σ’ έπαιρνε
κοντά στις δουλειές του;
Όταν ήμουνα
μικρό και τύχαινε να τους έχουνε καλέσει, γιατί τότε θυμάμαι οι γάμοι γινόντουσαν
μες στο σπίτι, και μ’ έπαιρνε. Ήτανε ο θείος μου ο Φλώριος, αδελφός του πατέρα
μου, πού ‘παιζε σαντούρι, αδερφός του πατέρα μου, ο θείος μου ο Δημήτρης ο
Φυρογένης στο λαούτο, αδερφός της μάνας μου κι ήτανε και κάποιος άλλος,
Αυγουστής, ο μπάρμπας μου γιατί όλοι από την οικογένεια του μπαμπά μου όλοι
ξέρανε να τραγουδήσουνε και να παίξουνε, να το πιάσουνε το όργανο και να το
παίξουνε και χωρίς να ‘χουνε και μάθει ας πούμε. Και στο χορό ήτανε το κάτι
άλλο η οικογένεια αυτή. Και τα παιδιά τους όλοι, όλοι. Και μ’ έπαιρνε μαζί.
Ήμουνα πολύ γουστόζικο παιδί και τόσο μικρό και δεν εντρεπόμουνα κι όλα. Με
κάνανε τέτοιο γούστο κι οι θείοι μου κι ο μπαμπάς μου και με βάνανε να χορέψω.
Μ’ έπαιρνε πάντα μαζί του.
Όταν ήμασταν
στην Αθήνα, πριν φύγουμε για τη Νάξο, θυμάμαι πράγματα από 4 χρονώ, ο πατέρας
μου έπαιζε και πάντα είχε κάποιο μαθητή κάποιο παιδί από τη Νάξο και του
μάθαινε βιολί και πάντα υπήρχε αυτό το πράμα μέσ’ το σπίτι. Ή άμα θέλανε να
πάνε Κυριακή ή σε καλές μέρες, σε γιορτές στη δουλειά να παίξουνε ο θείος μου ο
Φλιώριος (αδερφός του πατέρα μου) με το σαντούρι, ο θείος μου ο Μήτσος με
το λαούτο κι ένα παιδί που έπαιζε κλαρίνο, τον είχε βρει ο μπαμπάς μου σ’ ένα
φυλάκιο του στρατού που ήτανε στη Νέα Κυψέλη παίζανε στη Λαμπρινή σ’ ένα μαγαζί
τότε του Αρτέμη από την Κωμιακή. Τότε τα μαγαζιά ήτανε μικρά με βαρέλια μέσα.
Τότε δεν υπήρχε το Σάββατο, ήτανε η Κυριακή. Τις Απόκριες κατεβαίνανε στου
Ψειρή στο μαγαζί ενός Φιλωτίτη.
Εγώ δεν είχα
τραγουδήσει σ’ αυτά τα μαγαζιά, ήμουνα πολύ μικρή, αλλά στο χορό με βάζανε όπου
δουλεύανε σε κανα σπίτι, σε κανα γάμο, και με κοιτάζανε όλοι.
Την
Πρωτομαγιά κάθε χρόνο στη Φιλαδέλφεια, γινότανε από τέρμα Πατησίων, όλο μέχρι
τη Φιλαδέλφεια, που ήτανε χωράφια και στήνανε πάντα, κάθε χρόνο κάτι σαν τέντες
κι έπαιζε ο μπαμπάς μου με τους δικούς του, με την κομπανία του κι εκεί λοιπόν
με βάζανε και χόρευα. Μια φορά, αυτό δεν το ξεχνάω, που ο κόσμος είχενε
σταματήσει να με βλέπει που ήμουνα τόσο μικρή και χόρευα τόσο καλά. Και θυμάμαι
που με ‘χανε κεράσει εκείνα τα παστοκύδωνα, τα τρίγωνα. Τότε πρέπει να ήμουνα
στα 5, 6 χρονώ.
Και μετά που
μεγάλωσα, από 14 χρονών και μετά δεν ήθελε να πηγαίνω όταν ήτανε σε δουλειά.
Δεν ξέρω πως την είχανε αυτή τη δουλειά τότες. Ήτανε άσκημο πράμα και δεν
θέλανε τα παιδιά τους να ‘χουνε τέτοια επαφή με τα όργανα και το τραγούδι.
Τότες δεν
υπήρχανε γυναίκες να τραγουδάνε ειδικά στο δικό μας το χωριό.
Στην Αθήνα
ήτανε η Ρόζα και κανα δυο άλλες και θυμάμαι που τα συζητάγανε.
Μπορεί να
ήμουνα μικρό, αλλά έπαιρνε τ’ αυτί μου και μ’ άρεσε να κάθομαι ν’ ακούω.
Επαγγελματικά
δεν τραγούδησα καθόλου στο χωριό.
– Ενωρίτερα
τι δουλειές έκανες;
Εργαζόμουνα
σ’ ένα γιατρό εδώ για να του προσέχω το παιδάκι του και να σηκώνω και το
τηλέφωνο για τη δουλειά του.
Και στη θεία
μου, την αδερφή της μητέρας μου, πού ‘χε κάνει δυο – τρία μωρά και ξεθάρρεψα κι
ήρθα στην Αθήνα, σαν δικαιολογία δηλαδή γιατί ο πατέρας μου δεν ήθελε να φύγω
απ’ το χωριό.
Το 1952
βρίσκομαι στην Αθήνα και ακούω στο ΕΙΡ την εκπομπή με τον θείο μου τον
Φυρογένη.
Ξαφνικά
έρχεται η θεία μου (η γυναίκα του), δεν ξέρω πως τα είχανε κανονίσει εγώ δεν
ξέρω βέβαια, και λέει ότι ήρθανε και ζητήσανε κορίτσια για χορωδία για να
κάνετε εκπομπές στο ραδιόφωνο κι έδωσε το όνομά σου ο θείος σου ο Μήτσος. Ο
θείος μου με ήξερε από μικρό από πολύ μικρό και με κάνανε κέφι με παίρνανε μαζί
και με κάνανε γούστο, γινότανε χαμός. Είχα θάρρος. Αυτό λέω, πού πήγε εκείνο το
θάρρος που είχα μέχρι και πού πιασε η Κατοχή. Απ’ την Κατοχή κι εδώ πέσανε τα
φτερά μου. Επληγωθήκαμε, σαν παιδιά, επληγωθήκαμε.
– Με το
Σίμωνα τον Καρά έκανες μάθημα;
Δεν ήμουνα
τακτική στου Καρά. Είχα πάει μερικές φορές όμως. Δεν ήμουνα όπως ήτανε άλλοι,
όπως ήτανε η Δόμνα (Σαμίου), ο Βασίλης και η αδελφή του η Νόνη και άλλα πολλά
παιδιά. Αυτοί ήτανε τακτικοί.
– Πες μας
για την πρόσκλησή σου στο ΕΙΡ.
Ο πατέρας
μου ήτανε στο χωριό. Η θειά μου τό ‘ πε αυτό κι εγώ είχα σκάσει στα
γέλια. Μας φαινόντανε περίεργα πράγματα αυτά γιατί έτσι μας είχανε μάθει να
‘χουμε τη ντροπή, τι δουλειά είχα εγώ τώρα εκεί. Μη γελάς μου λέει η θεία μου,
εγώ στο λέω αλήθεια. Κι αν το λες αλήθεια της λέω, ερώτησες τον πατέρα μου της
λέω. Είχαμε αυτές τις αρχές. Ήτανε αλλιώς οι γονείς τότες. Αν λοιπόν το λες
αλήθεια, χωρίς τη γνώμη του πατέρα μου πως θα πάω; Ήμουνα πια στα 20, δεν
ήμουνα κανα μωρουδάκι, αλλά εγώ τους το ‘γραψα. Αλλά εγώ εκείνη την ώρα το
σκέφτηκα όπως το είπε η θειά μου. Λέω για κάτσε, θα πάω να δω το περιβάλλον κι
αν μ’ αρέσει θα συνεχίσω κι αν δεν μ’ αρέσει δεν με πήγε κανείς με το ζόρι.
–
Ποιους συνάντησες εκεί;
Εκεί που
πήγα κάναμε κατ’ αρχήν τις πρόβες, όταν ήτανε η μέρα για να κάνουμε εκπομπή κι
ήτανε ο θείος ο Μήτσος (Δημ. Φυρογένης), ο Γιάννης ο Μπαρδάνης (απ’ την
Απείρανθο), εγώ η ξαδέρφη μου η Κούλα (κόρη του αδελφού του πατέρα της Βασίλη
Κονιτόπουλου η Κονιτοπούλου – Πρωτονοτάριου) και δυο άλλα κορίτσια του Βαγγέλη
του Σαλτερή. Αυτά θυμάμαι, αν ήτανε κι άλλες και δεν τις θυμάμαι ….. Πηγαίναμε
το λοιπόν για πρόβα. Τη μια στο σπίτι του θείου μου του Μήτσου, την άλλη στου
Γιάννη κι ερχότανε ο Σφυρόερας ο Νίκος, πού ‘χε αναλάβει για να κάνει τις
εκπομπές. Έλεγε για όλα τα νησιά του Αιγαίου για όλα, για όλα.
– Η εκπομπή
που γινότανε στο υπόγειο στο Ζάππειο τίνος ήτανε;
Ο Σίμωνας ο
Καράς, αν είναι έτσι και τα θυμάμαι καλά, δούλευε εκείνος κι η γυναίκα του στη
Ρηγίλλης στα γραφεία. Δεν ξέρω πως είχε γίνει και μάθαινε όλα τα τραγούδια,
όλης της Ελλάδος. Εκεί, στη δικιά του την εκπομπή. Έκανε δικιά του, αλλά έκανε
κουμάντο για όλα που γινόντουσαν. Δηλ. εμείς που πηγαίναμε οι Κυκλαδίτες, οι
Ρουμελιώτες, οι Κρητικοί οι Πόντιοι, ότι θες, από όλη την Ελλάδα. Όπως είχε ο
Σφυρόερας εμάς για το Αιγαίο είχε για κάθε μέρος και έναν. Συγκεντρωνόμαστε
εκεί όλοι όταν θέλαμε να «περάσουμε» την εκπομπή μας, όπως και οι άλλοι. Και
χώρια η εκπομπή του Καρά με τη χορωδία που ήτανε μεγάλη.
– Ο
Σίμωνας ο Καράς σε άκουσε;
Ναι. Ποτέ
δεν μου φέρανε αντίρρηση όπου πήγα. Στην αρχή πήγαινα με τον Γιάννη (Μπαρδάνη).
Ο αδελφός μου ήτανε φαντάρος κι όταν απολύθηκε ήρθενε κι αυτός και όλοι κι ο
Μπαρμπεράκης, ο Σταματομανώλης και όλοι περάσαμε απ’ τις εκπομπές αυτές που
κάναμε. Εγώ πια είχα «καταντήσει» το σόλο που λένε. Δηλ. στο τραγούδι έμπαινα
μπροστά και πίσω μ’ ακολουθάγανε οι κοπέλες. Μετά ήρθε κι ο Γιώργος, ήρθε κι ο
πατέρας μου.
– Στο
Αρμενάκι πρόσθεσες εσύ δικά σου πράματα;
Εγώ
οτιδήποτε τραγούδι είπα δεν το είπα ποτέ όπως μου το λέγανε. Ακόμα κι όταν
ήμουνα παιδί που δεν σταμάταγα καθόλου, περπάταγα στο δρόμο ήμουνα στο σπίτι
μου έκανα δουλειές, ήμουνα στο χτήμα, εγώ εκεί, δεν είχα άλλη σκέψη. Αυτό το
πράμα μ’ ευχαριστούσε από μικρή. Τά ‘κουγα το λοιπόν όλα τα τραγούδια κι αυτά
που φέρνανε σε δίσκους και τον πατέρα μου βέβαια κι έβαζα δικό μου πράμα μέσα,
δεν το έλεγα όπως το άκουγα ή όπως μου το δείχνανε. Ερχότανε ο Νίκος
(Σφυρόερας) κι έφερνε από κάθε νησί τραγούδια και τά ‘παιρνα και στην ουσία τα
διόρθωνα όπως τά ‘νοιωθα εγώ. Κι ο Γιώργος όταν έγραφε κάποιο τραγούδι δικό του
ποτέ δεν το είπα όπως εκείνη την ώρα μου το ‘λεγε. Εγώ το ‘παιρνα και τό
‘φτιαχνα το τραγούδι, δεν το χάλασα ποτέ. Όλα αυτά τα τραγούδια που ήτανε από
άλλα νησιά, το «Θερμιώτικο», τον «Αρτεμώνα» το «Θέλω να γίνω Φθυσικιά», τους
Μπάλλους, τον «Μπάλλο της Ρίτας» (Αμπατζή) («Δεν ημπορώ να κλαίω πια») κι άλλα
τα είχαμε περάσει από την εκπομπή, αλλά τα ήξερα από μικρή που τά ‘παιζε ο
μπαμπάς μου και οι άλλοι.
–
Αντιμετώπισες προβλήματα με τις δισκογραφικές εταιρείες;
Ποτέ δεν μου
φέρανε αντίρρηση. Και τότε που ήρθε ο θείος μου κι ο πατέρας μου κι είπανε να
κάνουμε και κανα δίσκο και πήγαμε στην ODEON που ήτανε κι ο Περιστέρης και στην
COLUMBIA στο Λαμπρόπουλου που ήτανε ο Χρυσίνης ο αόμματος πού ‘παιζε κιθάρα κι
έγραφε και τραγούδια, καμία μα καμία αντίρρηση δεν είχα από πουθενά. Ήρθενε ο
Μαργιολάς ο Γιώργος πού ‘παιζε βιολί στο σπίτι μου εδώ στο Ρέντη, είχα και τα
παιδιά μωρά, με πήρε λοιπόν εμένα κι είχε δώσει ραντεβού και του Μανώλη του
Μπαρπέρη (Μπαρμπεράκη) και πήγαμε στου Χρυσίνη. Με την πρώτη που μ’ ακούσανε
έκανα ηχογράφηση στο στούντιο για δίσκο. Κι επειδή τότες ήτανε μόνο η COLUMBIA
κι η ODEON είχανε ανταγωνισμό πια θα με πάρει να περάσω τραγούδια. Κι επειδή
είχαμε πάει με τον θείο μου το Μήτσο και τον πατέρα μου κι είχαμε κάνει δυο
δισκάκια, τέσσερα τραγούδια, τα πρώτα – πρώτα δισκάκια για μένα [το «Σκληρή
καρδιά» το μινόρε, η πατινάδα «Από την πόρτα σου περνώ», ένα της Δωδεκανήσιας
της Άννας Καραμπεσίνη (γιατ’ ήτανε κι αυτή στη χορωδία τότε) το «Τη θάλασσα τη
γαλανή» και δεν μπορώ να θυμηθώ πιο άλλο. Αυτό έγινε το 1955, τη χρονιά που
παντρεύτηκα. Παντρεύτηκα τον συχωρεμένο το Στέλιο τον Λεγάκη απ’ την Κεραμωτή
της Νάξου. Με συνοικέσιο. Ήμουνα βέβαια πολύ διαολάκι και με πειράζανε. Αλλά
ήμουνα μαζεμένη.
Να σημειωθεί ότι οι φωτογραφίες, στην πλειοψηφία τους απεικονίζουν την Αγγελική γιατί δεν έχουμε αναφερθεί παλαιότερα.
Πληροφορίες, φωτογραφίες και το ηχητικό αρχείο ….(εδώ)